ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ ( 16 Αυγούστου 1920 — 9 Μαρτίου 1994)

 

Ο Heinrich Karl (Henry Charles) Bukowski γεννήθηκε στο Άντερναχ της Δυτικής Γερμανίας, στις 16 Αυγούστου του 1920. Η Γερμανίδα μητέρα του, Katharina Fett, και ο πατέρας του, Henry Bukowski, Αμερικανός πολωνικής καταγωγής, γνωρίστηκαν στη Γερμανία, στα τέλη του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1922, το ζευγάρι και ο μικρός Charles μετανάστευσαν στις ΗΠΑ και εγκαταστάθηκαν στο Λος 'Αντζελες. Η παιδική και εφηβική ηλικία του σημαδεύτηκαν από την προκατάληψη των Αμερικανών για τη γερμανική καταγωγή του, την αδιάκοπη κακοποίησή του από τον πατέρα του και την παραμόρφωση των χαρακτηριστικών του από μια επώδυνη μορφή ακμής. Παρακολούθησε μαθήματα δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας στο Los Angeles City College από το 1939 έως το 1941 όταν και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να γίνει συγγραφέας. Δημοσίευσε, χωρίς επιτυχία, την πρώτη του ιστορία το 1944 και επέστρεψε στο Λος Άντζελες. Εκεί γνώρισε μία από τις σημαντικότερες γυναίκες της ζωής του, την Janet Baker, δέκα χρόνια μεγαλύτερή του και αλκοολική, όπως και ο ίδιος. Μαζί της μοιράστηκε τα επόμενα δέκα χρόνια της πορείας του. Στο ίδιο διάστημα περιπλανήθηκε σ' όλη τη χώρα, δουλεύοντας ως οδηγός φορτηγού, χειριστής ασανσέρ, σε εργοστάσιο παρασκευής σκυλοτροφών κι άλλες «δουλειές του ποδαριού», που θα του εξασφάλιζαν τα προς το ζην και, κυρίως, το αλκοόλ, το οποίο κατανάλωνε σε μεγάλες ποσότητες. Το 1955, ο Bukowski, παντρεμένος ήδη με την Barbara Frye, εκδότρια ενός μικρού περιοδικού, γράφει για πρώτη φορά ποίηση, έπειτα από μια περιπέτεια της υγείας του, που λίγο έλειψε να αποβεί μοιραία. Ο γάμος του με τη Frye δεν κράτησε ούτε δύο χρόνια. Το 1958, πιάνει και πάλι δουλειά, αυτή τη φορά ως υπάλληλος στο Ταχυδρομείο του Λος Αντζελες. Σύμφωνα με τον ίδιο, τα δέκα, περίπου, χρόνια που πέρασε εκεί ήταν, από δημιουργική άποψη, τα πλέον στείρα και αδρανή. Σύμφωνα όμως με άλλες πηγές, δημοσίευε διαρκώς κείμενα σε μικρά περιοδικά κι έγινε γνωστός στους ποιητικούς κύκλους ως «ο βασιλιάς των μικρών εντύπων». Στη ζωή του, o Bukowski είχε αναρίθμητους δεσμούς κι εφήμερες σχέσεις. Το 1964, γεννιέται η κόρη του Marina Luise, καρπός της σχέσης του με τη θαυμάστριά του Frances Smith. Παρά το γεγονός ότι ο δεσμός με τη μητέρα δεν διήρκεσε πολύ, ο Bukowski διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής του μια ιδιαίτερη σχέση με την κόρη του. Το 1966, ο εκδότης John Martin ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο Black Sparrow Press, με βασικό συγγραφέα του τον Βukowski. Το 1970, ο Martin προσέφερε στον Μπουκόφσκι 100 δολάρια την εβδομάδα εφ' όρου ζωής, προκειμένου να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη συγγραφή. Έχοντας κατακτήσει πλέον την οικονομική ανεξαρτησία του, ο Bukowski παραιτήθηκε από το Ταχυδρομείο. Η παραγωγικότητά του αυξήθηκε κατακόρυφα και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ολοκλήρωσε την πρώτη του νουβέλα (Post Office, 1971). Το 1985 παντρεύτηκε τη Linda Lee Beighle, με την οποία έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Bukowski πέθανε από λευχαιμία το Μάρτιο του 1994, στο Λος 'Αντζελες. http://www.greekbooks.gr/bukofski-tsarls.person



Θεματολογία
Τα έργα του Τσαρλς Μπουκόβσκι είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία αυτοβιογραφικά, αν και ακόμη κι αυτά, περιέχουν αρκετά φανταστικά στοιχεία. Έχοντας ζήσει περίπου μια δεκαετία στο περιθώριο, μέσα από απορία, αλκοολισμό και συνεχείς καβγάδες, συνέλεξε ένα τεράστιο ποσό εμπειριών, τις οποίες και άρχισε να αποτυπώνει σιγά σιγά στα γραπτά του. Η φιγούρα του πατέρα του φαίνεται πως τον καταδιώκει συνεχώς, αποτυπώνοντας άλλοτε μίσος και αηδία προς το πρόσωπό του, κι άλλοτε μια ανθρώπινη κατανόηση, αναγνωρίζοντας τις συνθήκες που δημιούργησαν την προσωπικότητα του πατέρα του.

Η εγκατάλειψη, ο πόνος, η φτώχεια, η απελπισία, εκφράζονται όλα μέσω των πρώιμων έργων του Μπουκόβσκι. Οι άνθρωποι που καταστράφηκαν επειδή δεν τους δόθηκε μια ευκαιρία, ή επειδή απλά δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι καλύτερο στις ζωές τους. Αλκοολικοί, άστεγοι, πόρνες, άνθρωποι που ζουν την κάθε στιγμή, χωρίς να περιμένουν τίποτα από το αύριο. Ο Μπουκόβσκι κατάφερε να διεισδύσει στις ψυχές αυτών των ανθρώπων, και να παρουσιάσει τα ταλέντα τους, τις προσωπικότητές τους, την ανθρωπιά τους. Με τρόπο λυρικό και όχι επιθετικό, κατακρίνει τους πολιτικούς, τους στρατιωτικούς και τον πόλεμο, το αμερικάνικο όνειρο και ολόκληρη την κοινωνία. Μετά τη σχετική αναγνώρισή του και την εξέλιξη της κοινωνικής του κατάστασης, ο Μπουκόβσκι αλλάζει λίγο και τη θεματολογία του. Παύει να μιλά μόνο για ιστορίες χαμένων ανθρώπων. Συναναστρεφόμενος με διαφορετικούς ανθρώπους, διανθίζει τα έργα του με σαρκαστικά σχόλια για την καινούρια του ζωή, ωριμάζοντας και μαλακώνοντας λίγο το ύφος του.

Από τη στιγμή του θανάτου του, ο Μπουκόβσκι έχει γίνει θέμα πάμπολλων άρθρων κριτικής απέναντι στη ζωή και το έργο του. Αν και αγαπήθηκε από πολλούς απλούς ανθρώπους και έγινε σύμβολο για ανθρώπους με ανικανότητες ή προβλήματα αλκοολισμού, οι ακαδημαϊκοί κριτικοί έχουν δώσει ελάχιστη σημασία στα γραπτά του. Θεωρείται όμως από πολλούς ως ένας πολύ σπουδαίος ποιητής, με μεγάλη επιρροή και πατέρας του κινήματος του βρώμικου ρεαλισμού. Οι Ζαν Ζενέ (Jean Genet)και Ζαν-Πωλ Σαρτρ (Jean-Paul Sartre) τον είχαν χαρακτηρίσει ως τoν "μεγαλύτερο ποιητή" της Αμερικής.
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ 



ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ 

 Aπό το βιβλίο "Γυναίκες"


Ι)«Ήμουν αυτό που λένε αισθηματίας. Συγκινιόμουν με ένα σωρό χαζά πράγματα: γυναικεία παπούτσια κάτω από ένα κρεβάτι, μια ξεχασμένη φουρκέτα στο νεροχύτη, από τον τρόπο που έλεγαν «πάω να κατουρήσω», από τις κορδέλες τους, όταν τις έβλεπα να διασχίζουν το δρόμο 1.30 το απομεσήμερο, από τα ατέλειωτα βράδια του συντροφικού πιοτού, από τους καβγάδες, τις ψιλοκουβέντες, τότε που σκέφτεται κανείς την αυτοκτονία.

Και ακόμα έλιωνα όταν ένιωθα να συντελείται το θαύμα, όταν καθόμουν μαζί τους στο αμάξι μου, όταν αναθυμιόμουν τους έρωτές μου στις 3 τα ξημερώματα, όταν μου έλεγαν ότι ροχαλίζω, όταν άκουγα τα ροχαλητά τους, όταν μόνος μου σε ένα εστιατόριο διάβαζα την εφημερίδα μου και ήθελα να ξεράσω γιατί σκεφτόμουν πως τώρα είναι παντρεμένη με έναν διανοητικά ανάπηρο οδοντίατρο. Όταν έπινα, όταν χόρευα. Όταν φλέρταρα, όταν φλέρταραν. Όταν κοιμόμουν μαζί τους...» «Και η αγάπη;» Ρώτησε η Βάλερι.

«Η αγάπη δεν παρουσιάζει προβλήματα σε εκείνους που ξέρουν να αντέξουν την ψυχική φόρτιση. Είναι σαν να προσπαθείς να κουβαλήσεις έναν σκουπιδοτενεκέ στην πλάτη σου πάνω από ένα ποτάμι αφρισμένα κάτουρα.» «Οι ερωτευμένοι συχνά είναι νευρωτικοί, επικίνδυνοι. Χάνουν κάθε αίσθηση προοπτικής και χιούμορ. Γίνονται υστερικοί, ψυχωτικοί, ανιαροί. Καμιά φορά γίνονται και δολοφόνοι.»

«Έτσι και αλλιώς οι ανθρώπινες σχέσεις είναι αδιέξοδες. Μόνο οι δυο πρώτες βδομάδες έχουν ενδιαφέρον, μετά τα πράγματα γίνονται επίπεδα, πλαδαρά. Οι μάσκες πέφτουν και εμφανίζονται τα αληθινά πρόσωπα: τρελοί, ηλίθιοι, παρανοϊκοί, εκδικητικοί, σαδιστές, δολοφόνοι. Η σύγχρονη κοινωνία έχει δημιουργήσει ανθρώπους που κατασπαράσσουν ο ένας τον άλλον. Κανίβαλοι. Τα πάντα μοιάζουν με μονομαχία μέχρι θανάτου που διαδραματίζεται πάνω σε ένα τραπέζι μπιλιάρδου... Η μεγαλύτερη διάρκεια που μπορούμε να ελπίζουμε για μια σχέση μας είναι δυόμισι χρόνια.»



ΙΙ) Εσείς δεν ξέρετε τι είναι η αγάπη είπε ο Μπουκόφσκι
κοιτάξτε με είμαι 51 χρονών
κι είμαι ερωτευμένος με τούτην εδώ την πιτσιρίκα
την έχω πατήσει άσχημα αλλά κι αυτή δεν πάει πίσω
οπότε είναι εντάξει φίλε έτσι πρέπει να γίνεται
Μπαίνω στο αίμα τους και δεν μπορούν να με βγάλουν από κει
Δοκιμάζουν τα πάντα για να γλιτώσουν από μένα
μα όλες τους γυρίζουνε στο τέλος
Όλες τους γυρίζουνε σε μένα εκτός
από εκείνη που έθαψα
Έκλαψα γι’ αυτήν
μα έκλαιγα εύκολα εκείνη την εποχή
άσε φίλε μη μου βάλεις να πιω τίποτα σκληρό
Γίνομαι κακός τότε
Θα μπορούσα να κάτσω εδώ και να πίνω μπίρα
με σας τους χίπηδες όλη τη νύχτα
θα μπορούσα να πιω δέκα λίτρα από τούτην εδώ την μπίρα
σαν να ‘τανε νεράκι
Βάλε με όμως να πιω κανά σκληρό ποτό
και θ’ αρχίσω να πετάω κόσμο έξω από τα παράθυρα
θα πετάξω τους πάντες έξω από το παράθυρο
Το ‘χω κάνει αυτό
Μα εσείς δεν ξέρετε τι είναι η αγάπη
Δεν ξέρετε γιατί δεν ήσασταν ποτέ
ερωτευμένοι είναι απλό
Εγώ έχω τούτην εδώ την πιτσιρίκα και είναι όμορφη
Με φωνάζει Μπουκόφσκι
Μπουκόφσκι λέει με τη σιγανή της φωνή
κι εγώ λέω Τι
Μα εσείς δεν ξέρετε τι είναι η αγάπη
Και σας λέω τι είναι
μα εσείς δεν ακούτε
Δεν υπάρχει ούτε ένας από σας σε τούτο δω το δωμάτιο
που θ’ αναγνώριζε την αγάπη ακόμη κι αν σηκωνόταν
και του τον κάρφωνε στον κώλο
Είχα κάποτε την εντύπωση πως οι αναγνώσεις ποίησης δεν έχουν κανένα νόημα
Και δες τώρα είμαι 51 χρονών κι έχω τριγυρίσει αρκετά
Ξέρω πια ότι δεν έχουν κανένα νόημα
μα λέω στον εαυτό μου Μπουκόφσκι
το να πεθαίνεις της πείνας είναι ακόμη περισσότερο χωρίς νόημα
Οπότε να ‘σαστε εδώ και τίποτε δεν είναι όπως θα ‘πρεπε να ‘ναι
Αυτός ο τύπος ο πώς τον λένε ο Γκάλγουεϊ Κίνελ
Είδα τη φωτογραφία του σε κάποιο περιοδικό
Έχει ωραία φάτσα δεν λέω
μα είναι δάσκαλος
Χριστέ μου το φαντάζεσαι
Μα εδώ που τα λέμε κι εσείς δάσκαλοι είσαστε
να λοιπόν που σας προσβάλλω κι από πάνω
Όχι δεν έχω ακούσει τίποτε γι’ αυτόν
ούτε καν τον ίδιο
Όλοι τους είναι τερμίτες
Μπορεί να είναι εγωιστικό που δεν πολυδιαβάζω πια
μα τούτοι οι άνθρωποι που χτίζουνε
τη φήμη τους σε πέντ’ έξι βιβλία
είναι τερμίτες
Μπουκόφσκι μού λέει
Γιατί ακούς όλη την ημέρα κλασική μουσική
Μπορείτε να την ακούσετε που το λέει, ε
Μπουκόφσκι γιατί ακούς κλασική μουσική όλη την ημέρα
Σας ξαφνιάζει αυτό, έτσι δεν είναι
Πού να το φανταστείτε πως ένας άξεστος μπάσταρδος σαν εμένα
θα μπορούσε ν’ ακούει κλασική μουσική όλη την ημέρα
Μπραμς Ραχμάνινοφ Μπάρτοκ Τέλεμαν
Σκατά δεν θα μπορούσα ποτέ να γράψω εδώ πέρα
Είναι πολύ ήσυχα εδώ πέρα πάρα πολλά δέντρα
Εμένα μου αρέσει η πόλη αυτός είναι τόπος για μένα
Βάζω την κλασική μου μουσική κάθε πρωί
και κάθομαι μπροστά στη γραφομηχανή μου
Ανάβω ένα πούρο και το καπνίζω να έτσι δέστε
και λέω Μπουκόφσκι είσαι ένας τυχερός άνθρωπος
Μπουκόφσκι πέρασες μεσ’ απ’ όλα
κι είσαι ένας τυχερός άνθρωπος
και ο γαλάζιος καπνός σέρνεται επάνω στο τραπέζι
κι εγώ κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο τη λεωφόρο Ντελόνγκπρι
και βλέπω κόσμο να πηγαίνει πάνω-κάτω στο πεζοδρόμιο
και φουμάρω το πούρο μου να έτσι
και μετά ακουμπάω το πούρο στο τασάκι μου κάπως έτσι
παίρνω βαθιά ανάσα
και ξεκινάω να γράφω
Μπουκόφσκι λέω αυτό είναι η ζωή
είναι καλό να είσαι φτωχός είναι καλό να έχεις αιμορροΐδες
είναι καλό να είσαι ερωτευμένος
Μα εσείς δεν ξέρετε πώς είναι αυτό το πράγμα
Δεν ξέρετε πώς είναι να είσαι ερωτευμένος
Αν μπορούσατε να την δείτε θα ξέρατε τι εννοώ
Πίστευε πως θα ‘ρθω εδώ πέρα και θα το ρίξω αμέσως στο πήδημα
Έτσι απλώς το ‘ξερε
Και μου το ‘πε ότι το ‘ξερε
Σκατά είμαι 51 χρονών κι αυτή ‘ναι 25
είμαστε ερωτευμένοι και αυτή ζηλεύει
Χριστέ μου είναι όμορφα
είπε πως θα μου ‘βγαζε τα μάτια αν ερχόμουν εδώ πέρα και πήγαινα να πηδήξω
Να λοιπόν αυτό είναι για σας η αγάπη
Τι ξέρετε εσείς ο οποιοσδήποτε από σας γι’ αυτήν
Ακούστε να σας πω κάτι
Συνάντησα ανθρώπους στη φυλακή που είχαν περισσότερο στυλ
απ' όσους τριγυρίζουν στα πανεπιστήμια
και πηγαίνουν σε αναγνώσεις ποίησης
Αυτοί ‘ναι βδέλλες που ‘ρχονται για να δουν
αν είναι βρόμικες οι κάλτσες του ποιητή
ή αν μυρίζουν οι μασχάλες του
Πιστέψτε με δεν θα τους απογοητεύσω
Μα θέλω να θυμάστε τούτο
μόνο ένας ποιητής βρίσκεται απόψε σε τούτο το δωμάτιο
μόνο ένας ποιητής σε αυτή την πόλη απόψε
ίσως μόνο ένας αληθινός ποιητής σε αυτή τη χώρα απόψε
κι αυτός είμαι εγώ
Τι ξέρετε εσείς ο οποιοσδήποτε από σας για τη ζωή
Τι ξέρει οποιοσδήποτε από σας για οτιδήποτε
Ποιος απ’ όλους σας εδώ μέσα έχει απολυθεί ποτέ από κάποια δουλειά
ή έχει χτυπήσει άγρια τη γυναίκα του
ή τον έχει χτυπήσει η γυναίκα του
Μ’ έχουν απολύσει απ’ το Sears and Roebuck πέντε φορές
Μ’ απολύανε κι ύστερα με ξαναπροσλαμβάνανε
Δούλευα αποθηκάριος γι’ αυτούς όταν ήμουν στα 35 μου
κι ύστερα με μπαγλαρώσανε γιατί τάχα έκλεβα μπισκότα
Ξέρω πώς είναι αυτό το πέρασα
Είμαι 51 χρονών τώρα κι είμαι ερωτευμένος
Και τούτη εδώ η πιτσιρίκα λέει
Μπουκόφσκι
κι εγώ λέω Τι και αυτή μου λέει
Νομίζω πως είσαι ένα μάτσο σκατά
κι εγώ της λέω μωρό μου μόνο εσύ με καταλαβαίνεις
Είναι η μόνη γυναίκα στον κόσμο
άντρας ή γυναίκα
απ’ την οποία θα το δεχόμουν αυτό
Μα εσείς δεν ξέρετε τι είναι η αγάπη
Στο τέλος όλες τους γυρίζουν πάλι σε εμένα
η καθεμιά απ’ αυτές γυρίζει
εκτός από κείνη που σας είπα
εκείνη που έθαψα
Ήμασταν μαζί εφτά χρόνια
Και συνηθίζαμε να πίνουμε πολύ
Βλέπω κανά δυο δαχτυλογράφους σε τούτο το δωμάτιο μα
Δεν βλέπω κανέναν ποιητή
Δεν εκπλήσσομαι
Πρέπει να έχεις ερωτευτεί για να γράψεις ποίηση
κι εσείς δεν ξέρετε τι σημαίνει να είσαι ερωτευμένος
αυτό είναι το πρόβλημα με σας
Για δώσε μου λίγο από αυτό το πράγμα
Έτσι μπράβο όχι πάγο ωραία
Έτσι είναι καλά είναι ωραία έτσι
Άντε λοιπόν ας τελειώνουμε με τούτη την παράσταση
Ξέρω τι είπα μα θα πιω άλλο ένα
Από τούτο το ωραίο πράγμα
Εντάξει κι ύστερα φύγαμε ας ξεμπερδεύουμε πια
μόνο μετά μην πάει κανείς και σταθεί κοντά
σε κανένα ανοιχτό παράθυρο


ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΟΥΣ

Αν πρόκειται να το δοκιμάσεις, πήγαινε μέχρι τέλους. Αλλιώς, μην ξεκινήσεις καν. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει να χάνεις φιλενάδες, συζύγους, συγγενείς και ίσως το ίδιο σου το μυαλό. Θα μπορούσε να σημαίνει να μην τρως για τρεις ή τέσσερις ημέρες. Θα μπορούσε να σημαίνει να παγώνεις σ’ ένα παγκάκι στο πάρκο. Θα μπορούσε να σημαίνει φυλακή. Θα μπορούσε να σημαίνει κοροϊδία. Θα μπορούσε να σημαίνει χλευασμό – απομόνωση. Η απομόνωση είναι το δώρο. Όλα τ’ άλλα είναι δοκιμασία της αντοχής σου, του πόσο το θέλεις πραγματικά. Και, θα το κάνεις, παρόλη την απόρριψη και τους χειρότερους οιωνούς. Και θα είναι καλύτερα από οτιδήποτε άλλο μπορείς να φανταστείς. Αν πρόκειται να το δοκιμάσεις, πήγαινε μέχρι τέλους. Δεν συγκρίνεται αυτό το συναίσθημα. Θα είσαι μόνος με τους θεούς, κι οι νύχτες θα φλέγονται σαν φωτιά. Θα ιππεύσεις τη ζωή με τέλεια ευτυχία. Είναι ο μόνος καλός αγώνας που υπάρχει. Από το μυθιστόρημα του 1981 «Άνθρωπος για όλες τις δουλειές» 

Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










IMMORTALIZER – νέο single “Gone To Hell”

 


IMMORTALIZER - Gone To Hell (Official Video)

(Δείτε το εδώ)

https://www.youtube.com/watch?v=E3ZHediKQi8



 

Οι IMMORTALIZER είναι ένα προσωπικό project του πολυ-οργανοπαίκτη καλλιτέχνη και ερμηνευτή Dave D.R. από το Οντάριο του Καναδά.

Έχει επιρροές από τους πρωτοπόρους του Heavy Metal και του Rock όπως οι MotorheadJudas PriestSaxonIron MaidenDioBlack SabbathOzzyPrimal FearHelloweenGamma RayVan HalenThin Lizzy, κ.α. αλλά προσπαθεί πάντα για το καλύτερο, ώστε να δημιουργεί νέα και συναρπαστική μουσική.

Προετοιμάζει το νέο του ολοκληρωμένο άλμπουμ και μας παρουσιάζει το single Gone To Hell” που θα συμπεριλαμβάνεται στο άλμπουμ



Official links

www.immortalizermusic.com 

https://soundcloud.com/Immortalizermusic

https://www.facebook.com/ImmortalizerBand

https://www.twitter.com/immortalizer_

 

--

ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ "Βουνό ή Θάλασσα; Μία διαχρονική αντιμαχία Βουνίσιων και Θαλασσινών"


1.    «Γη πιστόν, θάλασσα άπιστον κέρδος»

(Πιττακός ο Μυτιληναίος)

2.    «Παίνευε τη θάλασσα αλλά περπάτα στην ξηρά»

(Παροιμία)

Κοινή είναι η πεποίθηση πως για να αισθανθείς πληρέστερα το βαθύτερο νόημα της ζωής και να ερμηνεύσεις ορθότερα τον ανθρώπινο πολιτισμό πρέπει να καταγράψεις τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις που διέπουν τη βαθύτερη δομή τους. Αυτές οι αντιθέσεις και συγκρούσεις δεν ανιχνεύονται μόνον στην καθημερινότητα των ανθρώπων, αλλά και στις σημαντικότερες επιλογές τους (οικονομικές, πολιτικές, ιδεολογικές, κοινωνικές…).

Ζεύγη αντιθέσεων θα μπορούσαμε να καταγράψουμε πολλά και από όλο το φάσμα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, όπως: Ύλη – Πνεύμα, Ημέρα – Νύχτα, Πρόοδος – Συντήρηση, Τραγικό – Κωμικό, Πράσινοι – Βένετοι, Άπειρο – Πεπειραμένο, Αιτιοκρατία – Τυχαιότητα… Ένα άλλο ζεύγος αντιθέσεων – όχι και τόσο σύγχρονο – είναι κι αυτό μεταξύ των ανθρώπων της θάλασσας και του βουνού.

Θαλασσινοί vs Βουνίσιοι

Είναι γνωστές οι ερμηνευτικές και ιδεολογικές αντιθέσεις ανάμεσα σε αυτούς που πιστεύουν πως η θάλασσα προσδιορίζει καταλυτικά την πρόοδο και τον πολιτισμό μιας χώρας και σε όσους αρνούνται την απολυτότητα αυτής της άποψης. Αντίθετα, οι θεωρητικοί και οι υπέρμαχοι του βουνού διατείνονται πως η μορφολογία του εδάφους και ιδιαίτερα τα βουνά καθόρισαν σημαντικά την επιβίωση μιας χώρας ως ελεύθερης κρατικής οντότητας. Πολλές φορές αυτή η αντίθεση αποτέλεσε εστία έντονων συζητήσεων για την ανωτερότητα μεταξύ «θαλασσινών» και «βουνίσιων» ή «ορεσίβιων».

Πολλές φορές αυτή η διαμάχη ξέφευγε από το πλαίσιο ενός ανθρώπινου πειράγματος μεταξύ αυτών των ανθρώπων και οδηγούσε σε πιο βίαιες φραστικές ή ιδεολογικές αντιπαραθέσεις. Ωστόσο ερευνώντας βαθύτερα αυτήν την διαμάχη και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους του θέματος (ιστορικές, ψυχολογικές, κοινωνιολογικές…) μπορούμε να οδηγηθούμε σε διαπιστώσεις που μπορούν να εξηγήσουν πολλά γεγονότα ή φαινόμενα της τοπικής, εθνικής ή παγκόσμιας ιστορίας.

Ο ρόλος της θάλασσας

«Μέγα το της θαλάσσης κράτος»

(Περικλής)

Πολλοί ιστορικοί στην αδυναμία τους – ελλείψει ιστορικών στοιχείων – να εξηγήσουν την παρακμή ή εξαφάνιση κάποιων πολιτισμών την απέδωσαν στη δράση των αποκαλούμενων «λαών της θάλασσας» κατά τον 13ο-12ο αιώνα π.Χ. Η παρουσία και η δράση τους προσδιορίζεται χρονικά κατά τους αιώνες αυτούς και τοπικά στο χώρο της ανατολικής μεσογείου. Θύμα οι πολιτισμοί αυτών των χωρών και ιδιαίτερα της Αιγύπτου. Είναι η πρώτη ιστορική αναφορά στο ρόλο κάποιου λαού της θάλασσας στην παγκόσμια ιστορία.

Ίσως η πιο εμβληματική φράση – θέση για το ρόλο της θάλασσας και της ναυτικής δύναμης να είναι αυτή του Περικλή αφού ιστορικά δικαιώθηκε από τα ίδια τα γεγονότα. Χώρες και πόλεις που κατείχαν ισχυρή ναυτική δύναμη κυριάρχησαν οικονομικά και στρατιωτικά. Ο Περικλής στον Επιτάφιό του επαίρεται πως οι Αθηναίοι απολαμβάνουν τα αγαθά όλου του κόσμου λόγω του μεγέθους της δύναμης της πόλης και ιδιαίτερα της ναυτικής «εκ πάσης γης τα πάντα».


Εξάλλου να μην ξεχνάμε πως ο Πελοποννησιακός πόλεμος (431-404 π.Χ.) μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης ήταν στην ουσία ένας πόλεμος μεταξύ της ναυτικής δύναμης της Αθήνας και της χερσαίας υπεροχής της Σπάρτης. Η Αθήνα έχασε τον πόλεμο, όταν έχασε την κυριαρχία στη θάλασσα.

Ο Μινωικός πολιτισμός επιτεύχθηκε χάρη στη «Μινωική θαλασσοκρατία», όπως και η επιρροή της Βενετίας πολύ αργότερα. Στις μέρες μας χώρες και πόλεις με ανεπτυγμένα εμπορικά λιμάνια (π.χ. Ρότερνταμ, Σανγκάη, Σιγκαπούρη, Busan…) κατέχουν και το αντίστοιχο μερίδιο του οικονομικού πλούτου στον κόσμο. Το γεγονός αυτό αιτιολογεί και τις ανομολόγητες προθέσεις κάθε χώρας να έχει πρόσβαση στο θαλάσσιο χώρο…

Οι ναυμαχίες

Το ρόλο της θάλασσας στην παγκόσμια ιστορία επικυρώνουν και εκείνα τα πολεμικά γεγονότα–ναυμαχίες που έκριναν την τύχη πολλών πολέμων αλλά και πολλών χωρών – κρατών. Είναι εκείνες οι ναυμαχίες (νίκες και ήττες) που εμπλουτίζουν τα επιχειρήματα εκείνων που θεωρούν πως η θάλασσα προσδίδει πλεονεκτήματα σε όποιον την κυριαρχεί.

 Ναυμαχίες που έκριναν την πορεία του κόσμου είναι πολλές. Μεταξύ αυτών δεσπόζουσα θέση κατέχει η ναυμαχία της Σαλαμίνας (480π.Χ., νίκη των Ελλήνων εναντίον των Περσών), η ναυμαχία στο Άκτιο (31π.Χ.) μεταξύ του Οκταβιανού και του Μάρκου Αυρήλιου και της Κλεοπάτρας που έκρινε και την τύχη της ηγεσίας του Ρωμαϊκού κράτους. Στην ομάδα των ιστορικών ναυμαχιών συγκαταλέγεται κι αυτή της Ναυπάκτου το 1.571μ.Χ. μεταξύ του στόλου της χριστιανικής Ευρώπης και του Οθωμανικού. Νικητής ο Χριστιανικός στόλος με πολλά θύματα αφού έγινε ο υγρός τάφος για 25.000.


Για πολλούς η ανεξαρτησία των Ελλήνων οφείλεται στη ναυμαχία του Ναβαρίνου το 1827 με την πανωλεθρία του Τουρκοαιγυπτιακού στόλου από τον ενωμένο στόλο των τριών μεγάλων δυνάμεων (Γαλλία, Αγγλία, Ρωσία). Στη νεότερη ιστορία η επίθεση στο Περλ Χάρμπορ (7/12/1941) και η απόβαση στη Νορμανδία (6/6/1944) έκριναν πολλά για τον νικητή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Θάλασσα και Λογοτεχνία

·      «Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα/ μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις»

(«Η θάλασσα», Ντίνος Χριστιανόπουλος)

·      «Να σ’ αγναντεύω, θάλασσα,/ να μη χορταίνω απ’ το βουνό ψηλά/ στρωτή και καταγάλανη και μέσα να/ πλουταίνω/ απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά»

(Κ. Βάρναλης)

Η θάλασσα κατέχει σημαντικό μερίδιο στην ελληνική – ιδιαίτερα στην ποίηση – λογοτεχνία και στην παγκόσμια. Άλλοτε προβάλλεται ως ειδυλλιακός χώρος (ηρεμία…) κι άλλοτε ως χώρος όπου δοκιμάζεται η δύναμη, η αντοχή και η αποφασιστικότητα του ανθρώπου. Ο Ν. Καββαδίας και ο Α. Καρκαβίτσαςπολιτογραφήθηκαν ως εκφραστές – υμνητές του υγρού στοιχείου, της θάλασσας. Στην παγκόσμια λογοτεχνία τα έργα «Ο Γέρος και η θάλασσα» του Χέμινγουέϊ, και το «ΜόμπιΝτικ ή Φάλαινα» του MelvilleHerman αποτελούν ίσως τα πιο εμβληματικά λογοτεχνικά κείμενα.

Ο ρόλος των Βουνών


·      «Τα θεμέλιά μου στα βουνά/ και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο/ τους/ και πάνω τους η μνήμη καίει/ άκαυτη βάτος»

(«Άξιον εστί», Ελύτης)

·           «Από την κορυφή του βουνού μπορείτε να δείτε καλύτερα πόσο ασήμαντα είναι όλα όσα βρίσκονται παρακάτω… Από το ύψος του βουνού, βλέπετε πόσο απέραντος είναι ο κόσμος και πόσο μεγάλοι είναι οι ορίζοντες»

(Πάολο Κοέλιο)


Οι μελετητές της ανθρώπινης ψυχολογίας αλλά και της ιστορίας των χωρών επισημαίνουν τον σημαίνοντα ρόλο του βουνού τόσο στη διαμόρφωση του ανθρώπινου χαρακτήρα όσο και της ιστορικής πορείας των χωρών. Θεωρούν, δηλαδή, πως το βουνό διαμορφώνει ανθρώπους με αγωνιστικό φρόνημα και εξασφαλίζει τις βασικές προϋποθέσεις για την ελευθερία κάποιων τόπων απρόσιτων για τους εχθρούς. Κατά τη λαϊκή παράδοση τα βουνά δεν στάθηκαν μόνο ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης και σύμβολο υψηλών ιδανικών, αλλά και χώροι – βωμοί εθνικής παλικαριάς, θυσίας και ηρωισμού.

«Οι κάμποι θρέφουν άλογα και τα βουνά λεβέντες»

Κάποια βουνά της Ελλάδας έχουν ταυτιστεί με την εθνική ελευθερία και το αδούλωτο πνεύμα. Κατά την τουρκοκρατία υπήρχαν ορεινοί όγκοι που δεν τους κατέκτησαν οι Τούρκοι. Η οροσειρά της Πίνδου και ιδιαίτερα τα Άγραφα καθώς και η Μάνη ταυτίστηκαν με το αδούλωτο πνεύμα και την ελευθερία. Οι απρόσιτες βουνοκορφές και οι βαθιές χαράδρες αποτέλεσαν για τους Τούρκους αποτρεπτικό παράγοντα για την κατάκτησή τους. Ο θρυλικός Κατσαντώνης και ο Καραϊσκάκης συνιστούν τις πιο εμβληματικές μορφές της σχέσης του ήρωα με το βουνό, την ανδρεία και την ελευθερία.

Το βουνό και η εθνική αντίσταση

Κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής (Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος) η εθνική αντίσταση ευδοκίμησε περισσότερο στον ορεινό όγκο και δημιούργησε πολλά προβλήματα στους κατακτητές. Από την άλλη πλευρά αποτελούσε την ελπίδα για τους κατακτημένους Έλληνες αφού τα απάτητα βουνά ήταν ένα συντριπτικό στρατιωτικό πλεονέκτημα των ανταρτών. Η ελληνική ιστοριογραφία είναι πλούσια από τους αγώνες των Ελλήνων ανταρτών που είχαν ως βάση τα απάτητα βουνά πολλών περιοχών της χώρας.


Ενδεικτική περίπτωση του ρόλου του βουνού στην αντίσταση αλλά και στα πολιτικά τεκταινόμενα της χώρας μας είναι και η συγκρότηση της επονομαζόμενης «Κυβέρνησης του βουνού» (Μάρτιος – Σεπτέμβιος 1944) από το ΕΑΜ για τη διοίκηση των απελευθερωμένων περιοχών. Η Βίνιανη Ευρυτανίας ήταν η πρώτη έδρα της «Κυβέρνησης του βουνού» και οι Κορυσχάδες Ευρυτανίας ο τόπος όπου συνεδρίασαν για πρώτη φορά οι 1.800 εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του Εθνικού Συμβουλίου.

Το βουνό στη θρησκεία

Ιδιαίτερα συμβολικός είναι και ο ρόλος του βουνού σύμφωνα και με τη θρησκευτική μας παράδοση. Ο Μωυσής ανέβηκε στο βουνό όπου ο θεός του έδωσε τις 10 εντολές που αποτέλεσαν τον κώδικα ηθικών αξιών. Ανάλογη είναι και η επιλογή του βουνού – όρους από τον Ιησού για την γνωστή «Η επί του όρους ομιλία του Χριστού», (Κατά Ματθαίον, Ε-Ζ).

«Ιδών δε τους όχλους ανέβη εις το όρος»

Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως και στην αρχαία Ελληνική θρησκεία ο Δίας είχε το θρόνο του στο πιο ψηλό βουνό, τον Όλυμπο. Αντίθετα ο Ποσειδώνας ως κατώτερος ιεραρχικά θεός λατρεύτηκε ως ο θεός της θάλασσας.

Βουνό και Λογοτεχνία

Δεσπόζουσα θέση στη λογοτεχνία και στο δημοτικό τραγούδι κατέχει και το βουνό – όπως εξάλλου και η θάλασσα. Μέσα από αυτά εξαίρονται εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν για τον άνθρωπο κίνητρο για μια άλλη αντίληψη ζωής και δράσης.

·         «Με γέλασε μια χαραυγή, τάστρι και το φεγγάρι/ και βγήκα νύχτα στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια»

·         «Καλότυχα’ναι τα βουνά, καλότυχοι είν’ οι κάμποι,/ που θάνατο δεν καρτερούν, χάρο δεν περιμένουν»

 

Οι χαρακτηρολογικοί τύποι ανθρώπων

Μία άλλη πτυχή της αντίθεσης – διαμάχης των θαλασσινών (νησιωτών) με τους βουνίσιους (ή στεριανούς) είναι και ο τύπος – χαρακτήρας ανθρώπου που διαμορφώνεται τόσο από τη θάλασσα όσο κι από το βουνό. 



Οι θαλασσινοί

Οι υπέρμαχοιτης θάλασσας προβάλλουν το επιχείρημα πως η απεραντοσύνη της μάς κάνει να νιώθουμε ελεύθεροι και μάς καλεί να ξεπεράσουμε τα όρια μας. Οι νησιώτες λόγο των ευκαιριών που τους δίνει η θάλασσα (ταξίδια, τουρισμός, εμπόριο) είναι προοδευτικοί και δεκτικοί σε κάθε νεωτερικό στοιχείο. Ο συγχρωτισμός με ανθρώπους και ιδέες άλλων τόπων και ο αγώνας για επιβίωση τούς καθιστά κοινωνούς των νέων ρευμάτων και ιδεών σε κάθε επίπεδο (πνευματικό, ηθικό).

Η θάλασσα πλάθει χαρακτήρες τολμηρούς και υπομονετικούς, αφού το υγρό στοιχείο και η διαχείρισή του προϋποθέτουν το σεβασμό και την καρτερικότητα.

«Ζητούσα ελευθερία, ήθελα ανοιχτοσύνη, κυνηγούσα την περιπέτεια: Τα βρήκα και τα τρία στη θάλασσα»

(AlainGerbult)

Εξίσου χαρακτηριστική για τον μορφοποιητικό ρόλο της θάλασσας είναι και η θέση του Γουίλιαμ ΆρθρουρΓουόρντ:

«Ο απαισιόδοξος παραπονιέται για τον άνεμο. Ο αισιόδοξος περιμένει να αλλάξει. Ο ρεαλιστής ανοίγει πανιά».

 

Οι βουνίσιοι

Οι βουνίσιοι άνθρωποι είναι πάντα σκληραγωγημένοι και διαπνέονται από το αίσθημα μιας «άγριας ελευθερίας». Το τραχύ και κακοτράχαλο τοπίο πλάθει κι ανάλογους χαρακτήρες. Στο βουνό οι άνθρωποι βλέπουν και ακούν όλα εκείνα που πρόκειται να αντηχήσουν σε όλον τον κόσμο. Το βουνό σπρώχνει το άτομο σε ανώτερες πνευματικές αναζητήσεις και σε μια διαφορετικού τύπου αισθητική και βιοθεωρία. Η ψυχική ανάταση των βουνίσιων έχει κάτι από την επιβλητική παρουσία των βουνών.

«Οι ορεινοί άνθρωποι, ορθόψυχοι και περήφανοι σαν τα βουνά, σκληροί και αδάμαστοι σαν την πέτρα τους, διατήρησαν καθάριο τον εθνικό τους χαρακτήρα και ανόθευτη την ψυχή τους… Το ηρωικό πνεύμα των κλεφτών γεννήθηκε και σφυρηλατήθηκε πάνω στα βουνά», (Από το διαδίκτυο).


Η λατρεία του ανθρώπου στο βουνό αποτυπώθηκε με έναν συγκινητικό τρόπο στο δημοτικό τραγούδι, όπου ο Κατσαντώνης πριν το θάνατό του δεν εύχεται και δεν ζητά τίποτα άλλο παρά να αποχαιρετήσει τα βουνά:

«Τούρκοι βαστάτε τ’ άλογα λίγο να ξανασάνω

να χαιρετίσω τα βουνά και τις κοντοραχούλες».

Οι ψυχολόγοι και κοινωνιολόγοι, ωστόσο, ανιχνεύουν έναν συντηρητισμό στους βουνίσιους που οφείλεται στις κλειστές κοινωνίες που ζουν και στην αδυναμία τους να έχουν πρόσβαση – επικοινωνία με άλλους ανθρώπους άλλων περιοχών. Λειτουργούν ως θεματοφύλακες του παραδοσιακού και αρνούνται να συμμορφωθούν εύκολα σε οποιοδήποτε νεωτερισμό.

Βέβαια αυτή η κατηγοριοποίηση θαλασσινών και βουνίσιων εμπεριέχει και κάποια στοιχεία υπερβολής που οφείλονται στην πολυσυνθετότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Κι αυτό γιατί ο χαρακτήρας πλάθεται κατεξοχήν κι από τον τόπο καταγωγής, αλλά όχι μόνον από αυτόν

Και οι αντιθέσεις – συζητήσεις καλά κρατούν

Ωστόσο οι συζητήσεις θαλασσινών και βουνίσιων καλά κρατούν για τον καλύτερο τόπο διακοπών: Θάλασσα ή Βουνό; Οι θιασώτες τόσο της θάλασσας όσο και του βουνού μένουν σταθεροί επί των επάλξεων και υποστηρίζουν με πάθος την επιλογή του τόπου τους. Το ενδιαφέρον στις συζητήσεις αυτές είναι ότι δεν υπάρχουν πειστικά επιχειρήματα για την αντίκρουση των δύο θέσεων – επιλογών.



Μέσα από μία τέτοια έντονη – αλλά τόσο φιλική – συζήτηση προέκυψαν οι παραπάνω σκέψεις για τη διαχρονική αντιμαχία Θαλασσινών και Βουνίσιων. Ως ωτακουστής απολάμβανα με διακριτικότητα μία τέτοια συζήτηση σε ένα καφενείο ενός νησιού. Οι συζητητές χώρισαν φιλικά λέγοντας ο καθένας από μία ή δύο παροιμίες που καταδεικνύουν την επίδραση της θάλασσας και του βουνού όχι μόνο στον χαρακτήρα των ανθρώπων, αλλά και στην ερμηνεία της καθημερινότητας.

­  «Εδώ καράβια χάνονται βαρκούλες αρμενίζουν»»/ «Ή στραβός είναι ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε»

­  «Μαθημένα τα βουνά από τα χιόνια»»/ «Βουνό με βουνό δεν σμίγει»

Και βέβαια η χιλιοειπωμένη ευχή από Θαλασσινούς και Βουνίσιους:

«Να ζήσετε σαν τα ψηλά βουνά»

Χάλκη, 14 Ιουλίου 2021

https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com/







Τώνια Μαρκετάκη (28 Ιουλίου 1942 - 26 Ιουλίου 1994)

 

Η Αντωνία (Τώνια) Μαρκετάκη (28 Ιουλίου 1942 - 26 Ιουλίου 1994) ήταν Ελληνίδα σκηνοθέτρια, μία από τις σημαντικότερες της γενιάς της.
Γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε στην κινηματογραφική σχολή IDHEC και αρχικά εργάσθηκε ως κριτικός κινηματογράφου κατά τα έτη 1963 - 1967.
Αντιτάχθηκε στη στρατιωτική χούντα και εντάχθηκε στο αντιστασιακό "Πατριωτικό Μέτωπο". Συνελήφθη και καταδικάστηκε από στρατοδικείο αλλά κατάφερε να δραπετεύσει και να διαφύγει στο Αλγέρι, όπου εργάσθηκε σαν παραγωγός ταινιών για αγρότες (1969 - 1971). Μετά πτώση της Δικτατορίας επέστρεψε στην Ελλάδα, συμμετείχε στο συνδικαλιστικό κίνημα και εκλέχθηκε πρόεδρος του συλλόγου των Ελλήνων σκηνοθετών.

Σκηνοθέτησε τρεις ταινίες μεγάλου μήκους. Για την ταινία της Ιωάννης ο βίαιος τιμήθηκε με βραβείο σκηνοθεσίας και σεναρίου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Ακολούθησαν οι ταινίες Η τιμή της Αγάπης (1984), βασισμένη στο μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη και Κρυστάλλινες νύχτες (1992).Επίσης σκηνοθέτησε την τηλεοπτική σειρά Το Λεμονοδάσος (1978), που αποτελεί μεταφορά του μυθιστορήματος του Κοσμά Πολίτη.

Πέθανε ξαφνικά, από έμφραγμα του μυοκαρδίου, στις 26 Ιουλίου του 1994, πριν συμπληρώσει τα 52 της χρόνια, πριν προλάβει να σκηνοθετήσει την "Κυρα Κυραλίνα" του Παναΐτ Ιστράτι, που προετοίμαζε για χρόνια.https://el.wikipedia.org/


Το σινεμά της Τώνιας Μαρκετάκη

«Ψάχνω τις αισθήσεις μου σαν εξερευνητής των πόλων. Μόλις ανακαλύψω μια μικρή συγκίνηση, μια τόση δα, έστω και ανάμνηση από την πληθώρα εκείνη του παλιού μου καιρού, τη βάζω στο σεντούκι με προσοχή και την καταγράφω σαν χρυσοθήρας στο αρχείο...»
Τώνια Μαρκετάκη.

Η Τώνια Μαρκετάκη γεννήθηκε το 1942. Σπούδαζει κινηματογράφο στην I.D.H.E.C. στο Παρίσι και ξεκινά την ένταξη της στον ελληνικό χώρο ως κριτικός κινηματογράφου από το 1963 ως το 1967 για τα έντυπα Δημοκρατική Αλλαγή, Το Βήμα, Ταχυδρόμος. Το 1967 παρουσιάζει την πρώτη μικρού μήκους ταινία της Ο Γιάννης και ο Δρόμος. Την ίδια χρονιά φυλακίζεται και εξορίζεται. Εργάζεται στην Αγγλία, ως βοηθός μοντέρ, και στο Αλγέρι, ως σκηνοθέτης εκπαιδευτικών ταινιών για αγράμματους αγρότες. Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Ιωάννης ο Βίαιος (1973) βραβεύεται στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και κέρδιζει την εκτίμηση των κριτικών στο Φόρουμ του Φεστιβάλ του Βερολίνου. Ακολουθούν, η τηλεοπτική σειρά Λεμονοδάσος (1978), και οι επίσης πολυβραβευμένες ταινίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό Η Τιμή της Αγάπης και Κρυστάλλινες Νύχτες. Σκηνοθέτει θεατρικά έργα. Εργάζεται σαν Βοηθός Γενικού Διευθυντή στην Κρατική Τηλεόραση και κάνει ραδιοφωνικές εκπομπές. Μεταφράζει και γράφει ποιήματα και πεζά.
Αν και χάθηκε πρόωρα, μόλις στα 52 της, θεωρείται από τις σημαντικότερες γυναίκες σκηνοθέτες του νέου ελληνικού κινηματογράφου.

ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
1967 Ο Γιάννης και ο Δρόμος / 1973 Ιωάννης ο Βίαιος / 1978 Λεμονοδάσος (τηλεοπτική σειρά) / 1983 Η τιμή της αγάπης / 1992 Κρυστάλλινες Νύχτες

Για την πρώτη της ταινία Ο Γιάννης και ο Δρόμος, η Τώνια Μαρκετάκη γράφει: "Δεν θυμάμαι πια τί ήθελα να κάνω μ'αυτή την πρώτη ταινία. Θυμάμαι όμως μια σχετική μου φράση, τότε: "Ένας άνθρωπος πού κολυμπά ανάμεσα στα πράγματα..." Θυμάμαι επίσης μια ατμόσφαιρα μεταξύ πνιγμού κι εγκυμοσύνης πού βάραινε πάνω μας, το πολιτικό αδιέξοδο, τη μοναξιά της μετεφηβικής ηλικίας πού μάταια προσπαθεί να σπάσει τον κλοιό της με την ένταξη σε ομάδες. Περιφέρεται στους δρόμους, βλέπει κι αισθάνεται θαμπά, δεν ξέρει που τελειώνει ή ονειροπόληση και που αρχίζει ή πραγματικότητα. Κι όμως, μέσα σ' όλα αυτά, υπάρχει μια διαύγεια, μια υποσυνείδητη διαύγεια: το πίσω μέρος του μυαλού καταγράφει τα μηνύματα, τα επεξεργάζεται ερήμην σου και το υποσυνείδητο καταλήγει να ξέρει αυτό πού εσύ δεν ξέρεις. Δεν μπορεί να το εκφράσει με λόγια και βγάζει μια κραυγή: ένα σήμα κινδύνου. Άλλα κι ένα στωικό χαμόγελο, μια και ή περιπέτεια ανοίγεται στο μέλλον και το μέλλον είσαι εσύ. "Θα δούμε, λοιπόν. Γεια χαρά" ."

Ο Ιωάννης ο βίαιος είναι μια ταινία για τον νόμο και την θεατρικότητα του νόμου. Μια κοπέλα βρίσκεται δολοφονημένη. Η αναπαράσταση της σκηνής γίνεται με αλλεπάλληλα φλας μπακ, με αλλεπάλληλες μαρτυρίες αυτοπτών. Μέσα από τον ημερήσιο τύπο δεν πληροφορούμαστε τόσο για τις συνθήκες της δολοφονίας, όσο για το κοινωνικό πλαίσιο της εποχής -της Ελλάδας της δεκαετίας του ’60- τα ήθη που κυριαρχούν και εκείνα που αρχίζουν να δημιουργούνται. Στο περιθώριο αυτής της κοινωνίας, ο Γιάννης Ζάχος ζει στο δικό του φανταστικό και ποιητικό κόσμο. Είναι άτομο ψυχολογικά βεβαρημένο, του οποίου όμως η διάνοια είναι πάνω από τα συνηθισμένα επίπεδα. Ζει τις ερωτικές του φαντασιώσεις μέσα στο όνειρο της καθαρτικής βίας, ονειρεύεται να σκοτώσει μια γυναίκα για να επιβεβαιώσει τον ανδρισμό του και τα όνειρα εξουσίας και δύναμης. (...) Αναπαριστά ότι έχει διαβάσει στις εφημερίδες και η σχιζοφρένεια τέμνει το κοινωνικό και το ψυχολογικό πεδίο όταν ο Γιάννης γοητεύει το κοινό, τους δημοσιογράφους, τους ψυχιάτρους και τους δικαστές, «γιατί το περιθωριακό, απομονωμένο και αδικημένο από τη φύση του άτομο συμβαίνει να είναι προικισμένο όχι μόνο με ευφυΐα, αλλά και με γοητεία και χάρη, ενώ το ανιδιοτελές του κίνητρο, η ομολογία για μια μάταιη πράξη βίας, προς χάριν μιας εκτόνωσης μιας παγιδευμένης ψυχής, συναρπάζει κυριολεκτικά τη νεολαία της εποχής, που βλέπει στο πρόσωπο του Γιάννη έναν γνήσιο εκφραστή των βαθύτερων αναγκών της». Το θέατρο του νόμου αντιμετωπίζεται κλινικά από την Μαρκετάκη, ενώ εισάγει με δεξιοτεχνία την τρέλα στο κοινωνικό πεδίο.


Ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος σημειώνει για την ταινία Η τιμή της αγάπης:" «Η τιμή της αγάπης» δεν είναι ρεαλιστική ταινία. Η προσέγγιση διαθλάται μέσα από τη φιλολογία, που διπλασιάζει την παρουσία της, με αφηγήσεις. Όμως η Μαρκετάκη βρίσκει το ισοδύναμο σε μια στιλιστική άποψη. Συνθέτει τις εικόνες της, ιδίως στις εξωτερικές λήψεις, με αντίληψη εικαστική. Κάτι περισσότερο: Με μνήμες ζωγραφικής, τόσο στην μνημειακή και στοχαστική τοποθέτηση των ανθρώπινων μορφών, όσο και στις γενικές συνθέσεις των όγκων των γραμμών και στο χρώμα, ένα μελιχρό κιτρινωπό φως.
Τελικά δεν προκύπτει έτσι μόνο μια φορμαλιστική λαμπρότητα αλλά αισθανόμαστε πια ότι το συνολικό «τοπίο» - πόλη – άνθρωποι, παίζει ρόλο ενεργό, διευρύνοντας το πλαίσιο ζωής και απηχώντας το δράμα, σαν το ηχείο των μουσικών οργάνων. Σ’ αυτή τη γενική τάση για αισθητική λεπτότητα, (μαζί με την επιβλητική για τα ελληνικά δεδομένα αναπαράσταση της εποχής) η σκηνοθέτης παρεμβάλλει μιαν αντίρροπη δύναμη. Δουλεύοντας σε μεγάλο ποσοστό με ντόπιους μη επαγγελματίες ηθοποιούς, φέρνει στο «παιχνίδι» μια αδιόρατη γεύση ερασιτεχνισμού, που διαταράσσει δημιουργικά τη ραφινάτη ισορροπία."

Ο Αχιλλέας Κυριακίδης αναφέρει για την ταινία Κρυστάλλινες Νύχτες: "Η τελευταία ταινία της Τώνιας Μαρκετάκη επιβάλλει πολλαπλές αναγνώσεις της - πολλαπλές, τόσο ως προς τον αριθμό των αναγνώσεων όσο και ως προς τον τρόπο ανάγνωσης γιατί, αν στην Τιμή της αγάπης η Μαρκετάκη κατάφερε να κάνει να συμπλεύσουν αρμονικά ο ρεαλισμός και η ποίηση των συμβόλων, εδώ το εγχείρημα αγγίζει τα όρια μιας τρελής, δαιμονικής ακροβασίας χωρίς δίχτυ: τα σύμβολα και η ρεαλιστική αφήγηση δεν συμπλέουν απλώς - συμμιγνύονται, γίνονται ένα. Το συντακτικό της ρεαλιστικής αφήγησης δομείται πάνω στη γραμματική των συμβόλων, τα οποία, με τη σειρά τους, χωρίς να ξεπουλάνε τίποτα απ' τη φορμαλιστική τους αυτοτέλεια, δρουν μέσα στην αφήγηση, συμπράττουν στην άρθρωσ-συχνά μεταλλάσσονται, υποδύονται αντικείμενα αυτού που στο ρεαλισμό ονομάζουμε ζούμε «πραγματικότητα». Το ίδιο συμβαίνει και με τα πιο σχηματικά στοιχεία κινηματογραφικής αφήγησης: τη μουσική και τα χρώματα. Ακόμα κι ένα κομμάτι πάγος δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται ότι είναι - εκπροσωπεί και τη στιγμιαία τη φαινομενική τελείωση μιας φυσικής μετάλλαξης, αλλά μπορεί και να συμβολίζει ζει τη μεταφυσική δυνατότητα σύγχυσης ή υπέρβασης των παραδεκτών διαστάσεων. Γι' αυτό και στην ταινία ο πάγος καίει - και καίγεται. Πάνω απ' όλα, όμως, οι Κρυστάλλινες νύχτες είναι μια ταινία για τον έρωτα, τον απόλυτο έρωτα, για τον έρωτα που ξεπερνάει τους φραγμούς του χρόνου, που ταλαντεΰεται μαγικά ανάμεσα στο πάντα και στο ποτέ, που μένει αγέρωχος εκεί που τα πάντα υποκλίνονται, για τον έρωτα που, όπως στο Άσμα Ασμάτων, αγγίζει τα όρια της θρησκευτικής λατρείας, τείνει προς το υπέρτατο, το άφατο, το «ευλόγως ακατανόητο» που λέει και ο Ελύτης. Κι η ωραιότερη ερωτική σκηνή που έχει γυριστεί ποτέ στον ελληνικό κινηματογράφο, κατατίθεται σαν μυστική τελετουργία, σαν άνθος ευλάβειας προς τη ζωή - και το ακόμα πιο πέρα."

(πηγή δημοσιεύματα του τύπου) - http://www.cinephilia.gr/

Κρυστάλλινες Νύχτες

Υπόθεση: Αθήνα, 1936. Η Γερμανίδα Ισαβέλλα, παντρεμένη με Έλληνα αξιωματικό του μεταξικού περίγυρου και μυημένη σ’ έναν κύκλο μυστικιστών, ερωτεύεται τον Αλβέρτο, έναν κατάξανθο Εβραίο έφηβο που κουβαλάει πάγο. Η σχέση τους είναι μεθυστική αλλά σκοντάφτει στο φυλετικό, ταξικό και ηλικιακό ασυμβίβαστο. Μετά την ένωσή τους, ο Αλβέρτος εξαφανίζεται και η Ισαβέλλα καταφεύγει στη δύναμη της μαγείας για να τον ξαναφέρει κοντά της. Το καταφέρνει, αλλά ο νεαρός είναι τώρα ένα άψυχο πλάσμα που δεν την ικανοποιεί. Η Ισαβέλλα, σπρωγμένη από το υπέρτατο πάθος του έρωτα, αυτοκτονεί και ξαναγεννιέται μέσα σε συνθήκες που θα τη φέρουν κοντά στον λατρευτό της. Ως Άννα τώρα, ένα κορίτσι που ζει στην ίδια αυλή με τον Αλβέρτο, μόνο που ο χρόνος έχει κυλήσει και η χώρα βρίσκεται υπό γερμανική κατοχή. Σ’ ένα μπλόκο στην εβραϊκή συνοικία, η μικρή Άννα, για να μείνει μόνη με τον εικοσιπεντάχρονο Αλβέρτο, προδίδει τους Εβραίους στην Γκεστάπο. Κάπου δέκα χρόνια μετά, στην Αθήνα της ανοικοδόμησης και του ροκ εντ ρολ, ο Αλβέρτος ζει με την έφηβη πλέον Άννα η οποία, ερωτευμένη πάντα, επιχειρεί και πάλι να τον κατακτήσει.

Βραβεία-Διακρίσεις:

Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1992: Βραβείο ερμηνείας Α΄ γυναικείου ρόλου (Τάνια Τρύπη). Βραβείο ενδυματολογίας.

Βραβεία Ποιότητας Υπουργείου Πολιτισμού 1993: Βραβείο ποιότητας ταινίας μεγάλου μήκους. Βραβείο σεναρίου. Βραβείο φωτογραφίας. Βραβείο ενδυματολογίας.

Φεστιβάλ Μπαστιά (Κορσική) 1993: Β΄ Βραβείο «Αργυρή Ελιά». Βραβείο μουσικής. Βραβείο Διεθνούς Ομοσπονδίας Αιθουσών Τέχνης και Δοκιμίου.

Σκηνοθεσία: Τώνια Μαρκετάκη.
Σενάριο: Μαλβίνα Κάραλη, Τώνια Μαρκετάκη
Μουσική: Γιώργος Παπαδάκης
Φωτογραφία: Σταύρος Χασάπης
Σκηνικά: Γιώργος Πάτσας

Παίζουν: Τάνια Τρύπη, Francois Delaive, Μισέλ Βάλεϊ, Γιώργος Χαραλαμπίδης, Σπύρος Μπιμπίλας, Δημήτρης Κατσιμάνης, Φρόσω Λύτρα, Αλέξανδρος Κολιόπουλος, Μελίνα Βαμβακά, Τάσος Παλαντζίδης, Μάνος Βακούσης, Γιώργος Ψυχογιός, Γιάννης Τότσικας, Μάνος Παντελίδης, Κέλλυ Ιωακειμίδου, Κέλλυ Καρμοίρη, Κατερίνα Μπάκα, Alois Redler, Gunar Koernig, Ovidiu Iuliu Moldovan, Φαίδων Καστρής

Διάρκεια: 138′