ΧΙΡΟΣΙΜΑ 6 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1945 - 4 ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 


Ν. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ  "Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ"


Φίλε Οπενχάιμερ,

λάβαμε
τις τελευταίες ειδήσεις σας.
Φορτωμένα τις μέρες αυτές, τα ερτζιανά κ' οι ασύρματοι
πάνε και φέρνουν, σ' όλο τον κόσμο, τη σιωπή και τη θλίψη σας.
Και μεις, άνθρωποι απλοί, όπως κάνουμε πάντοτε,
γνωρίζοντας πως ο πόνος κατοικείται από το Θεό
σηκωθήκαμε ορθοί και κρατήσαμε
σιγή πέντε λεπτών μπρος στη θλίμη σας,
με σκυμμένα τα πρόσωπα
και σταυρωμένα τα χέρια μας.

Αλλά, φίλε Οπενχάιμερ, όχι·
δεν προσθέσατε τίποτα στην καρδιά μας. Η πράξη σας
έμεινε πράξη. Η σελίδα σας έκλεισε.
Τ' ανάλαφρο σαν αστέρι όνομά σας
έγινε στάχτη στη Χιροσίμα.
Σε τι θα ωφελούσε ν' αφήσουμε τώρα
την καρδιά μας αδέσποτη κάτω απ’τα δάκρυά σας;
Σε τι θα ωφελούσε να κάτοσυμε δίπλα σας
αντίκρυ στο σύμπαν; Σας παραδίνουμε στη
μακροθυμία των αιώνων κι ευχόμαστε
ν' αξιωθείτε τη χάρη της.


Τι να σας κάνουμε; Πού

να σας κρύψουμε; Όπου
κι αν σας βάλει κανείς
σαν πύργος πανύψηλος
θα κρύβετε πάντοτε
ένα μέρος του ήλιου.

Δεν είναι στο χέρι μας.
Δεν υπάρχει πια δέντρο να καθίστε στη ρίζα του.
Η στέγη του σύμπαντος δε θα σας ήθελε.
Εμείς, άνθρωποι απλοί, που ο Θεός μας γυρίζει τα φύλλα
           των ημερών,
που λογαριάζουμε τη ζωή μας με την ανατολή του ηλίου,
που υπογράφουμε στην καθαρή μας καδριά
             τα πεπραγμένα μας με τη δύση του,
σας εγκαλούμε: Εν ονόματι
της χρυσής άμμου των ουρανών
και της πανσπερμίας του πλανήτη μας
σας εγκαλούμε: Ακούστε μας!
Δεν έτυχε, φίλε Οπενχάιμερ, ποτέ, να σκεφθείτε με πόσα
δάκρυα φτιαχτήκαν οι κήποι του κόσμου;
Δε είχατε δάκρυα να μετρήσετε;
Δεν σας φτάναν οι αριθμοί για την εξίσωση της αλήθειας;
Ποτέ δεν σταθήκατε, μόνος προς μόνον, αντίκρυ στα μάτια μας
κι αντίκρυ στο θαύμα του χεριού τ' αδερφού σας;


Πώς σας διέφυγε,

φίλε Οπενχάιμερ,
- ένα σύνολο από
μικρά και μεγάλα
θαύματα - ο άνθρωπος;

Από μας και για μας ξεκινούν οι οδοί και τα έργα 
           του σύμπαντος. Χωρίς εντολή
πώς τολμήσατε, φίλε Οπενχάιμερ;


Χωρίς συγκατάθεση

είσαστε όλοι παράνομοι
κάτω απ' τον ήλιο...

[...]
Φίλε Οπενχάιμερ, βάζοντας τ' αυτί σας στο χώμα,
στο βάρος, στο βάρος, στο βάρος που υπάρχει σ' ένα ψίχουλο
            άμμου, θ' ακούσατε
τη διπλή του βοή. Μοιρασμένο το φως και το σκότος 
            στα βάθη του,
το καθένα τους χωριστά, περιμένουν. Το φως
περιμένει το χέρι μας. Το σκότος το λάθος μας.

«Προσέξετε! φίλοι προσέξετε!»
                                    Δεν ακούσατε, φίλε Οπενχάιμερ,
που σας φώναζε κάποιος; Δεν τον είχατε ακούσει ποτέ; Δεν
γνωρίσατε τη φωνή της αγάπης;
Κ' έτσι γίνατε θάνατος! Κι έτσι γίνατε τρόμος!


Μάνα μας! Μάνα μας!

                                  Θεέ μου,
τι την ήθελες πλάι στην καρδιά την προδοσία του Πνεύματος;

* * *
«Ρόμπερτ Οπενχάιμερ!»

Δεν έχετε ούτε τη δύναμη
να φωνάξτε, παρών;

Σήκω απάνω κατηγορούμενε!

Ρόμπερτ Οπενχάιμερ!
Δεν κρίνεσαι. Κρίθηκες.
Καταδικάστηκες τελεσίδικα:Να κρίνεσαι πάντοτε, υπόδικος ωςτο τελευταίο λυκόφως.
[...]
Προσέξτε με, όχι, είμαι αυτός που επέζησε, φίλε Οπενχάιμερ!
Τα χέρια μου και τα πόδια μου τα 'χω ξεθάψει απ' τη Χιροσίμα.
Τα χείλη μου γίνηκαν σκόνη και πέσανε.
Μόνο το στόμα μου έμεινε ν' ανοιγοκλείνει.
Τ' άσπρο μου σαν ασβεστωμένο πρόσωπο,
δεν μπορεί πια να κλάψει, να γελάσει, νάχει ένα όνομα.
Δυσκολεύεσαι ακόμη; Ρόμπερτ, δε με γνώρισες; ο αδελφός σου
           Ρόμπερτ! Είμαι εγώ, ο αδελφός σας,
που σας ζύμωσα το ψωμί και το ξέρατε.
Που σας ύφανα και το ξέρατε, που σας τα 'δωσα όλα,
που σας έχτισα τ' αργαστήρι σας με παράθυρα στον ουρανό,
να μελετάτε τον ήλιο, να ψάχνετε
το βάθος του κόσμου, να στοχάζεστε άνετα.
Κ' εσείς, αντί να παρακάμψετε τη νύχτα,
να φυλαχτείτε από τη Σκύλλα κι απ' τη Χάρυβδη,
που καιροφυλαχτούν ανάμεσα στις μεταμφιεσμένες 
            συμπληγάδες,
αφήσατε ανοιχτές τις πόρτες του εργαστηρίου σας
και μπήκε μέσα αυτό το μαύρο σκυλί ο Μεφιστοφελής 
            κ' έκατσε δίπλα σας
κι αφήσατε τα χέρια σας μες τα δικά του
και ψαλιδίζατε το φως
και μαστορεύατε στο σκοτάδι.

[...]
Σαν από χρέος θεϊκό ήρθαμε να σας βασανίσουμε,
γιατί ο κόσμος είναι όμορφος, ο ουρανός στάζει φως,
και σεις, σημαδέψατε στην καρδιά την ημέρα του κόσμου.

Δε σας μιλώ από ένα άλλο αστέρι,
σας φωνάζω απ' το παράθυρο του αδελφού σας,
έχω μπει στην ψυχή σας και περπατώ πέρα-δώθε...
Τα σιδερένια παπούτσια μου βουλιάζουνε,
 τρίζουντα καρφιά τους στα νεύρα σας, 
ματώνουν, ενώ ένα κοπάδι καρκίνοι, με μαύρες δαγκάνες,
βόσκουν αμέριμνοι στο λιβάδι της.
* * *
Τόσο ψηλά που ανεβήκατε, φίλε Οπενχάιμερ,
και ποτέ σας δε στρέψατε πίσω; Δεν είδατε
το μακρύ δρόμο κάτω από το χρόνο
που ο πρόγονός σας διάσχισε παλεύοντας;
Σε παραγκάκια, σε καλύβια, σε σπηλιές, απ' τον καιρό 
           της φωτιάς,
σ' εκατομμύρια εργαστήρια τα χέρια του ξεκοκκίζοντας 
             το σκοτάδι,
περάσανε τη ρόδα του κόσμου από χίλιους σταθμούς,
την ξεκινήσανε απ' τον πηλό, την ανεβάσανε στα ηλεκτρόνια,
τη φέραν στα χέρια σας για την άλλη συνέχεια και σεις,
μας τα φέρατε ανάποδα όλα, τους πάγκους μας, τα λουριά μας,
            τις χύτρες μας.
Τον ιδρώτα μας, το αίμα μας, όλα. Δεν είδατε, φίλε
              Οπενχάιμερ, 
το γέρο τεχνίτη των αιώνων που καθόταν εκεί
σε μια γωνιά λυπημένος; Δεν είδατε
τα σεβάσμια του γένια που πήγαιναν κι έρχονταν τρέμοντας
όπως σήκωνε την ποδιά να σκουπίσει τα μάτια του;
Δεν είδατε το Δημόκριτο που κούνησε το κεφάλι του
σα να σάλεψε ένα αστέρι; Τους παραγιούς της σοφίας
που είχαν όλοι τους σκύψει περίλυποι γύρω
           απ' την πρώτη σας έκρηξη;


Καταλαβαίνετε, φίλε Οπενχάιμερ.
Το νερό που διψάτε δεν υπάρχει πια εδώ.

[...]
Μάρτυρας το άγριο τούτο πένθος, που επικάθεται
τις ώρες αυτές στον πλανήτη μας
που περνά μέσα στις αχτίνες του ήλιου και τις συννεφιάζει,
που το σηκώνουμε και μας γονατίζει,
που αν δοκιμάσεις να το ειπείς σου σκίζει τη φωνή,
που αν δοκιμάσεις να το γράψεις σου σκορπίζει τα δάχτυλα,
που πέφτει σαν μια τσεκουριά στους αιώνες: Η Αγία Τράπεζα
της Επιστήμης σκεπασμένη κάτω από το μέλλον
μ' ένα μακρύ κατάμαυρο πανί·

[...]
Φίλε Οπενχάιμερ, όχι πια, δε θα σε βασανίσω περισσότερο.
Αν μπορείς να κοιμηθείς, κοιμήσου.
Αν μπορείς να κοιτάξεις τον ήλιο, κοίταξέ τον.
[...]
Μόνος σας, πρόσωπο με πρόσωπο, κριθείτε με το σύμπαν.
Οσο χτυπά η καρδιά σας, μείνετε, μείνετε έτσι ακόμα,
κλαίγοντας και κοιτάζοντας απάνω σας αυτούς
τους θεαματικούς ορίζοντες που άλλοι θα τους ανέβουν,
σε κάθε σκαλοπάτι δίνοντας το χέρι τους και στους άλλους,
έτσι που ν' ανεβαίνουν ανεβάζοντας,
χτενίζοντας τα στάχια με λαμπρές αχτίνες,
σ' έναν κόσμο γιομάτον από τραγούδια κι αστροφεγγιές.

[...]
Ελπίζω ακόμη ωστόσο σ' αυτό που μου μένει.
Να πάρω ανάμεσα στα χέρια μου το κεφάλι 
            του συνανθρώπου μας
να βρέξουνε τα μάτια μου, όλη τους τη βροχή,
            στο πρόσωπό του,
να βγάλω αυτή τη βιολετιά μαντίλα της ψυχής μου,
να του διπλώσω τ' άγιο σώμα του πάνω στα γόνατά μου,
(ω, δε θα σας κατηγορήσω άλλο πια!)
Φίλε Οπενχάιμερ, όλοι

έχουμε ανάγκη από τη συγγνώμη του.




ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ "Το κοριτσάκι της Χιροσίμα"

Εγώ είμαι, εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας
Εδώ ή αλλού, χτυπάω όλες τις πόρτες
Ω, μην τρομάζετε καθόλου πούμαι αθώρητη
Κανένας μια μικρή νεκρή δε μπορεί νάιδει.

Εδώ και δέκα χρόνια εδώ καθόμουνα
Στη Χιροσίμα ο θάνατος με βρήκε
Κ’ είμαι παιδί, τα εφτά δεν τα καλόκλεισα,
Μα τα νεκρά παιδιά δε μεγαλώνουν.

Πήραν πρώτα φωτιά οι μακριές πλεξούδες μου
Μου καήκανε τα χέρια και τα μάτια
Ολη- όλη μια φουχτίτσα στάχτη απόμεινα
Την πήρε ο άνεμος κι αυτή σ’ ένα ουρανό συγνεφιασμένο.

Ω, μη θαρρείτε πως ζητάω για μένα τίποτα,
Κανείς εμένα δε μπορεί να με γλυκάνει
Τι το παιδί που σαν εφημερίδα κάηκε
Δε μπορεί πια τις καραμέλες σας να φάει.

Εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας, ακούστε με,
Φιλέψτε με μονάχα την υπογραφή σας
Ετσι που τα παιδάκια πια να μη σκοτώνονται
Και να μπορούν να τρώνε καραμέλες.

Μετάφραση Γιάννης Ρίτσος


ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ  "Χιροσίμα, αγάπη μου!"

Μην αφήνετε το νέφος να σκοτώνει τους ανθρώπους

Ανθρώπους μας έκαναν οι μητέρες μας.
Οι μητέρες προπορεύονται σαν φώτα. 
Κι εσείς κύριοί μου από μητέρες γεννηθήκατε.
Γι' αυτό μην αφήνετε το νέφος να σκοτώνει τους ανθρώπους.

Ένα εξάχρονο παιδί τρέχει και πηδάει.
Ο χαρταετός του αρμενίζει πάνω από ψηλά δέντρα.
Κι εσείς κάποτε τρέχατε σαν αυτό το αγόρι.
Να συμπονάτε τα παιδιά, κύριοί μου.
Μην αφήνετε το νέφος να σκοτώνει τους ανθρώπους.

Η νεαρή νύφη χτενίζεται μπροστά στον καθρέφτη της
και περιμένει να φανεί στον καθρέφτη ο καλός της.
Κι εσάς κάποτε κάποιες νύφες σάς περίμεναν.
Να συμπονάτε τις νύφες, κύριοί μου,
και μην  αφήνετε το νέφος να σκοτώνει τους ανθρώπους.

Στα γεράματα, ένας άνθρωπος που θυμάται,
πρέπει να έχει αναμνήσεις μόνο από όμορφες στιγμές.
Να συμπονάτε τους ηλικιωμένους, κύριοί μου.
Κι εσείς κύριοί μου, είστε τώρα πια γηρασμένοι.
Γι' αυτό μην αφήνετε το νέφος να σκοτώνει τους ανθρώπους. 

Νazim Hikmet
Μετάφραση: Φυλλίτσα Γιοβανούδη
(Σ. Γκάρος)
ΠΗΓΗ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ - http://www.palmografos.com/


Γιάννης Ρίτσος, [Ποτέ πια Χιροσίμες]
(απόσπασμα από το ποίημα «Ο δωδεκάλογος της Γ’ Μαραθώνειας πορείας»)
“…Πιστεύω στον άνθρωπο.

Όλους μας μία κοινή μοίρα μας ενώνει:

η πάλη κατά του πολέμου, κατά της δυστυχίας και του θανάτου

η πάλη κατά της φτώχιας και του φόβου

η πάλη κι η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.

Βαδίζω ενάντια σ’ όλες τις προκαταλήψεις που χωρίζουν τους ανθρώπους

βαδίζω για την Ειρήνη,

κι αισθάνομαι στο πρόσωπό μου την ανάσα της Ανθρωπότητας.

……………………………………………….

Δεν ξεχνώ το τρομερό νέφος που σαβάνωσε τη Χιροσίμα.

Δεν ξεχνώ τους 200.000 νεκρούς της Χιροσίμα.

Πέρασαν χρόνια από τότε. Δεν ξεχνώ.

Δεν ξεχνώ την τερατώδη απειλή

κατά της Ανθρωπότητας και του Πολιτισμού.

Δεν ξεχνώ τα λόγια του Αϊνστάιν:

«Σταματήστε τον πυρηνικό ανταγωνισμό, πριν οι άνθρωποι

ξαναγυρίσουν στα σπήλαια και στα τόξα».

Παλεύω για την κατάργηση των πυρηνικών όπλων,

των πυραύλων, των μέσων μαζικής καταστροφής.

Παλεύω για την κατάργηση των στρατιωτικών βάσεων.

Παλεύω για μια συμφωνία ανάμεσα στους λαούς.

Για να μην υπάρξουν ποτέ πια Χιροσίμες.”

(Γιάννης Ρίτσος, Συντροφικά τραγούδια, εκδ. Σύγχρονη εποχή)

ΠΗΓΗ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ http://itzikas.wordpress.com/





Χόρχε Αμάντο - Jorge Amado ( 10 Αυγούστου 1912 - 6 Αυγούστου 2001 )

 

Ο Χόρχε Αμάντο (Jorge Amado, 10 Αυγούστου 1912 - 6 Αυγούστου 2001) ήταν Βραζιλιάνος συγγραφέας και πολιτικός. Υπήρξε κομμουνιστής και άθεος

Γεννήθηκε το 1912 σε μια φυτεία κακάου, στο Φεράδας, επαρχία της Μπαΐα, στη Βραζιλία. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στις φυτείες και παρακολούθησε από κοντά τον εποικισμό της βραζιλιάνικης γης από καλλιεργητές του κακάου, μιας και ο πατέρας του ήταν ένας απ' αυτούς. Παρακολούθησε το Γυμνάσιο εσωτερικός σ' ένα κολέγιο Ιησουιτών, απ' όπου το έσκασε διασχίζοντας τα παρθένα δάση της Μπαΐα και του Σερζίπ στα δώδεκά του χρόνια. Στα δεκατέσσερά του χρόνια συνεργάστηκε ως δημοσιογράφος με την εφημερίδα Diario de Bahia. Το 1930 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Ρίο ντε Τζανέιρο, απ' όπου αποφοίτησε το 1935. Φυλακίστηκε και εξορίστηκε έντεκα φορές. Υπήρξε βουλευτής και μέλος της Εθνοσυνέλευσης της χώρας του. Το θέμα της πάλης των τάξεων κυριαρχεί στα μυθιστορήματά του της δεκαετίας του '30 και του '40, αλλά στη δεκαετία του '50, μετά την παραμονή του στο Παρίσι και τη φιλία του με κορυφές της ευρωπαϊκής τέχνης, αφού είχε τιμηθεί με το βραβείο Λένιν, η πολιτική έμφαση παραχώρησε τη θέση της σε μια πιο ανάλαφρη, πιο μυθιστορηματική προσέγγιση. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 48 γλώσσες και έχουν εκδοθεί σε 54 χώρες, ενώ του έχουν απονεμηθεί οι σημαντικότερες διεθνείς διακρίσεις. Πέθανε το καλοκαίρι του 2001. Επειδή απεχθανόταν τα νεκροταφεία, όπως είχε ζητήσει, η σορός του αποτεφρώθηκε και σκορπίστηκε στη ρίζα ενός δέντρου μάνγκο, που βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού του, κάτω από το οποίο συνήθιζε να περνά τα βράδια του.

ΒΙΒΛΙΑ 


Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ



(2014) Ντόνα Φλώρα, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη
(2004) Οι παλιοί ναυτικοί ή ολόκληρη η αλήθεια για τις αμφιλεγόμενες περιπέτειες του καπετάν Βάσκο Μοσκόζο ντε Αραγκάο, πλοιάρχου του εμπορικού ναυτικού, Εξάντας
(2001) Η Ντόνα Φλορ και οι δύο σύζυγοί της, Περίπλους
(2001) Ο πρώτος και ο δεύτερος θάνατος του Κινίνου του Μπέκρου, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1999) Η ανακάλυψη της Αμερικής από τους Τούρκους, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1998) Ο πόλεμος των αγίων, Bell / Χαρλένικ Ελλάς
(1992) Κακάο, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη
(1992) Οι καπετάνιοι της άμμου, Πορεία
(1988) Οι δρόμοι της πείνας, Ζαχαρόπουλος Σ. Ι.
(1984) Ανταρσία, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη
(1981) Τερέζα Μπατίστα, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη
(1965) Μπάχια, το λιμάνι όλων των αγίων, Εκδόσεις Αρδηττός
(1963) Οι δρόμοι της πείνας, Εκδόσεις Αρδηττός
Η κυρία Φλώρα και οι δύο άντρες της, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη
Νύχτα αγωνίας, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη


ΧΟΡΧΕ ΑΜΑΝΤΟ - Ο ποιητής της βραζιλιάνικης γης

Αμάντο, στα πορτογαλικά, σημαίνει «αγαπημένος», «αυτός που έχει αγαπηθεί». Ο Χόρχε Αμάντο, ο μεγαλύτερος λογοτέχνης της Βραζιλίαςευτύχησε να γνωρίσει, εν ζωή, την αγάπη εκατομμυρίων αναγνωστών από όλον τον κόσμο και την παγκόσμια αποδοχή. Πρόλαβε να δει τα έργα του να μεταφράζονται σε 54 γλώσσες και το όνομά του να συνδέεται με αναγνωρίσεις όπως το Βραβείο Λένιν, ενώ ήταν πολλές φορές υποψήφιος και για το βραβείο Νόμπελ, το οποίο όμως δεν έλαβε ποτέ. Ισως για τους ίδιους λόγους για τους οποίους βραβεύτηκε με το βραβείο Λένιν...

Σε κάθε περίπτωση, ο Αμάντο, άφησε την τελευταία του πνοή στις 6 Αυγούστου 2001, στα 89 του χρόνια, αφήνοντας πίσω του ένα έργο που αποτελείται από 40 τίτλους και μια ζωή, κάθε άλλο παρά αυτό που θα ονομάζαμε «βαρετή». Παράλληλα, μέσα από αυτό το έργο, γνώρισε σε όλον τον κόσμο την άλλη Βραζιλία, αυτήν του «εκρηκτικού κοκτέιλ», που συνιστούν οι πλούσιες λαϊκές παραδόσεις της, «ζυμωμένες» με την ανέχεια και τον καθημερινό αγώνα για επιβίωση.

Η Μπάια ήταν και εξακολουθεί να αποτελεί ένα πολιτισμικό «κοκτέιλ», η περιοχή όπου λατρεύονται συγχρόνως οι χριστιανοί άγιοι και οι αφρικανικοί θεοί, ενώ είναι από τα σημαντικότερα οικονομικά κέντρα της χώρας. Στην ακτή της έδεσαν οι πρώτες αποικιοκρατικές, πορτογαλικές γαλέρες και εκεί δημιουργήθηκε η πρώτη πρωτεύουσα της χώρας, το Σαλβαντόρ, στο νοσοκομείο του οποίου, αιώνες αργότερα, θα πέθαινε ο Αμάντο. Εκεί θα γινόταν και η απαρχή της μείξης των φυλών που είχαν σαν αποτέλεσμα τα σημερινά εξωτερικά χαρακτηριστικά του βραζιλιάνικου πληθυσμού, αλλά και, το σημαντικότερο, την εκρηκτική μείξη των διαφορετικών πολιτισμών. Η Μπάια ήταν πάντα το «κλειδί» της οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης της χώρας. Εκτός από τον Αμάντο, η επαρχία πρόσφερε και άλλα πνευματικά της «τέκνα» στην τέχνη της Βραζιλίας.

Από τις φυτείες της Μπάια...

Αλλωστε, αυτόν τον αγώνα για επιβίωση, ο Αμάντο το γνώρισε από τα γεννοφάσκια του, αφού γεννήθηκε στις 10/8/1912 σε μια φυτεία κακάο της επαρχίας Μπάια, η οποία έμελλε να γίνει γνωστή παγκοσμίως μέσα από το έργο του μελλοντικού συγγραφέα. Ο πατέρας του ήταν από την επαρχία Σερτζίπε, ενώ η μητέρα του είχε γεννηθεί στην Μπάια. Το 1931 έγραψε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Η χώρα του καρναβαλιού». Την ίδια περίοδο εντάχθηκε στις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος Βραζιλίας. Γεννημένος συγγραφέας, ο νεαρός Αμάντο γράφει πυρετωδώς, επιχειρώντας να αποτυπώσει τις συνθήκες στις οποίες ζουν οι συμπατριώτες του. Πολύ γρήγορα ακολουθούν τα μυθιστορήματα «Κακάο» (1933) και «Ιδρώτας» (1934). Με αυτά, ο συγγραφέας θα αναδείξει τη δημιουργία της ταξικής συνείδησης στους εργάτες της πόλης και της υπαίθρου. Η μυθιστορηματική απεικόνιση της ζωής και των αγώνων του φτωχού λαού του θα συνεχιστεί με την τριλογία «Μυθιστορήματα για την Μπάια», η οποία αποτελείται από τα βιβλία «Ζουμπιάμπα» (1935), «Νεκρή Θάλασσα» (1936), «Οι καπετάνιοι της άμμου» (1937). Γι' αυτό το έργο θα βασιστεί στη λαϊκή παράδοση των Βραζιλιάνων νέγρων.

Ο Αμάντο, όμως, δε θα αρκεστεί στο να περιγράφει τη σκληρή ζωή της φτωχολογιάς και να παίρνει θέση μόνο μέσα από τα γραπτά του. Οντας μέλος του ΚΚΒ θα συμμετάσχει στην «Εθνικοαπελευθερωτική Συμμαχία» (η οποία καθοδηγούνταν από το ΚΚΒ), γεγονός που θα είναι αρκετό για να φυλακιστεί με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του Βάργκας. Το 1941 αυτοεξορίζεται, ενώ συνεχίζει τη συγγραφική του δραστηριότητα. Γράφει τη βιογραφία του ποιητή και ηγέτη του ΚΚΒ, Α. Κάστρο Αλβις, καθώς και τα βιβλία «Χωράφια χωρίς σύνορα» (1943) και «Πόλη Ιλιέους» (1944). Αυτή τη φορά, το θέμα που τον απασχολεί σε αυτά τα βιβλία είναι ο αιματηρός αγώνας ανάμεσα στους ιδιοκτήτες φυτειών και τους καπιταλιστές, το αναπόφευκτο πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, το οποίο προαναγγέλλει και το ξεπέρασμα του τελευταίου. Το 1945 επιστρέφει στη Βραζιλία και εκλέγεται βουλευτής του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το 1946, με αυτήν την ιδιότητα, ο Αμάντο θα συνυπογράψει το 4ο Βραζιλιάνικο Σύνταγμα. Την ίδια χρονιά δημοσιεύει και το μυθιστόρημά του «Κόκκινα φιντάνια», το οποίο αποτελεί μια παραστατική απόδοση της επαναστατικότητας της βραζιλιάνικης αγροτιάς. Παράλληλα, με το έργο αυτό, ο συγγραφέας δείχνει να εντρυφεί περισσότερο στη μέθοδο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.

... στην παγκόσμια αναγνώριση

Το 1948, ωστόσο, θα αυτοεξοριστεί εκ νέου. Πηγαίνει στο Παρίσι όπου γνωρίζει τον Σαρτρ, τον Αραγκόν και τον Πικάσο, μεταξύ άλλων. Το 1950 θα πάει στο Κάστρο της Ενωσης Λογοτεχνών της Τσεχοσλοβακίας, όπου θα γράψει την ωδή «Ο κόσμος και η ειρήνη». Στην Τσεχοσλοβακία θα ζήσει έως το 1952, συμμετέχοντας, παράλληλα, στο παγκόσμιο φιλειρηνικό κίνημα, μέσω της παγκόσμιας οργάνωσης «Οπαδοί της Ειρήνης». Αυτός ο αγώνας του θα τιμηθεί το 1951 με τη βράβευσή του με το Βραβείο Λένιν «για την εδραίωση της ειρήνης ανάμεσα στους λαούς». Το 1952 θα εκδώσει το μυθιστόρημα, «Το υπόγειο της Λευτεριάς», με το οποίο θα απεικονίσει τους κοινωνικούς αγώνες στη Βραζιλία, κατά την περίοδο από το 1937 έως το 1941. Στο μυθιστόρημα αυτό γίνεται ακόμη πιο εμφανής η αντιπαράθεση μεταξύ του κόσμου των υψηλών ιδεών και αισθημάτων, του ηρωισμού των απλών ανθρώπων της Βραζιλίας και του κόσμου της απληστίας, του κέρδους και της βίας. Αναδεικνύεται επίσης ο καθοδηγητικός ρόλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Βραζιλίας σε αυτόν τον αγώνα.

Την ίδια δεκαετία θα εκδοθεί και η πιο γνωστή - στην Ελλάδα τουλάχιστον - μυθιστορηματική τριλογία του, με την οποία θα απεικονίσει την ιστορία του επαναστατικού κινήματος της Βραζιλίας από τις αρχές του 20ού αι. Η τριλογία αποτελείται από τα βιβλία: «Σκληροί καιροί», «Νύχτες αγωνίας» και «Φως στο σκοτάδι». Ακολουθούν τα μυθιστορήματα «Γαβριέλα, γαρίφαλο και κανέλα» (1958) και «Η Ντόνα Φλορ και οι δύο άντρες της» (1966). Σε αυτά τα μυθιστορήματα, καθώς και στις συλλογές διηγημάτων «Οι θαλασσόλυκοι» (1961) και «Οι βοσκοί της νύχτας» (1964) θα χρησιμοποιήσει παραδοσιακά στοιχεία για να εκφράσει τις ιδιομορφίες του φιλελεύθερου εθνικού χαρακτήρα. Το βιβλίο «Η Ντόνα Φλορ και οι δύο άντρες της» μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο το 1976, από τον σκηνοθέτη, Μπρούνο Μπαρέτο, ο οποίος, με αυτήν την ταινία, δημιούργησε μία από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες του βραζιλιάνικου κινηματογράφου και μία από τις γνωστότερες ταινίες της χώρας του στο εξωτερικό. Πρωταγωνίστρια ήταν η ηθοποιός, Σόνια Μπράγκα. Ομως και άλλα έργα του από αυτήν την περίοδο θα μεταφερθούν στη μεγάλη ή στη μικρή οθόνη, με τη μορφή ταινιών ή τηλεοπτικών σειρών. Το 1961 γίνεται μέλος της Ακαδημίας της Βραζιλίας, ενώ ήταν μέλος και του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης. Ηταν παντρεμένος με την επίσης συγγραφέα Ζέλια Ζετάι και πατέρας δύο παιδιών.

Η υγεία του τον είχε ταλαιπωρήσει πολύ την τελευταία δεκαετία. Το 1993 είχε υποστεί έμφραγμα του μυοκαρδίου και από το 1996 έφερε βηματοδότη στην καρδιά. Τους τελευταίους μήνες είχε νοσηλευτεί πολλές φορές, ενώ τον Ιούνιο νοσηλεύτηκε για μακρύ χρονικό διάστημα. Κύρια αιτία ήταν ο διαβήτης από τον οποίο έπασχε και του είχε δημιουργήσει επιπλοκές στη νεφρική και την αναπνευστική λειτουργία. Λόγω της ταλαιπωρημένης υγείας του, ο συγγραφέας δεν έβγαινε από το σπίτι του, ενώ είχε χάσει το 80% από την όρασή του. Στις 10 Αυγούστου θα γιόρταζε τα 89α γενέθλιά του, αλλά η καρδιά του δεν άντεξε και ο συγγραφέας ξεψύχησε σε νοσοκομείο του Σαλβαντόρ ντι Μπάια. Της επαρχίας στην οποία γεννήθηκε και η οποία έγινε παγκόσμια γνωστή μέσα από το έργο του.

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Νίκος Τσιφόρος ( 27 Αυγούστου 1909 - 6 Αυγούστου 1970 )

 

O Νίκος Τσιφόρος (Αλεξάνδρεια Αιγύπτου, 27 Αυγούστου 1909 - Αθήνα, 6 Αυγούστου 1970) ήταν ένας από τους πιο εξαίρετους δημοσιογράφους, θεατρικούς συγγραφείς, σεναριογράφους αλλά και σκηνοθέτες.
Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1909. Δύο χρόνια αργότερα η οικογένεια εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Από τα έντεκά του χρόνια ο Νίκος Τσιφόρος άρχισε να ασχολείται μανιωδώς με το γράψιμο, ενώ την πρώτη του επιθεώρηση την έγραψε το 1928 για ένα θερινό θέατρο στη Φρεαττύδα. Η πρώτη του αυτή προσπάθεια απέτυχε αλλά ο Νίκος δεν απογοητεύτηκε. Αφού πήρε το πτυχίο της Νομικής, εργάστηκε για δυο χρόνια στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στη συνέχεια παραιτήθηκε για να μπαρκάρει στα καράβια. Ως το 1939 άλλαζε συνέχεια επάγγελμα, αλλά συνέχιζε να γράφει δημοσιεύοντας κείμενά του σε διάφορα έντυπα. Η πρώτη μεγάλη του επιτυχία ήρθε το 1944 όταν ο θίασος του Δημήτρη Χορν και της Μαίρης Αρώνη αποφάσισε να ανεβάσει στο θέατρο Ακροπόλ το θεατρικό έργο του Τσιφόρου «Η πινακοθήκη των ηλιθίων». Τέσσερα χρόνια αργότερα, την περίοδο 1948-49 έκανε και την πρώτη του ταινία, η οποία προβλήθηκε με τον τίτλο «Τελευταία αποστολή», σε σενάριο και σκηνοθεσία δική του.

Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με διάφορες εφημερίδες (Προοδευτικός Φιλελεύθερος, Βήμα, Ελεύθερος Κόσμος) και περιοδικά (Τραστ, Ρομάντσο, Ταχυδρόμος, Πάνθεον), ενώ έγραψε πάνω από 40 θεατρικά έργα και περισσότερα από 80 σενάρια. Κάποια αυτά τα έγραψε μόνος του και άλλα σε συνεργασία, κυρίως με τον Πολύβιο Βασιλειάδη, με τον οποίο δημιούργησαν ένα από τα πιο σημαντικά δίδυμα θεατρικών συγγραφέων.
Ο Τσιφόρος πέθανε στις 6 Αυγούστου 1970.

Εμείς και οι Φράκοι

Περιγραφή

Το «πρελούντιο σε νότες αρπαγής» είναι η πρώτη παράγραφος από το βιβλίο "Εμείς και οι Φράγκοι" του Νίκου Τσιφόρου στο οποίο εξιστορούνται τα γεγονότα που οδήγησαν στην κατάλυση του Βυζαντινού κράτους και την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους Σταυροφόρους, την Φραγκοκρατία που διήρκεσε περίπου τρεις αιώνες μέχρι και την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 από τον Μωάμεθ τον Β΄ και την κατάλυση του δεσποτάτου του Μυστρά.
Ο Τσιφόρος για να το γράψει μελέτησε πληθώρα ιστορικών πηγών και κυρίως το Χρονικό του Μορέως. Το έργο του είναι πολύ σημαντικό αν λάβει κανείς υπόψιν ότι πολύ λίγα έργα περί της περιόδου της Φραγκοκρατίας έχουν συγγραφεί από Έλληνες συγγραφείς και μελετητές.
Και σε αυτό το βιβλίο ο Νίκος Τσιφόρος, συνεχίζει με το ίδιο απαράμιλλο στυλ του να περιγράφει με σπαρταριστό τρόπο τα τραγικά γεγονότα που σημάδεψαν την ελληνική και την ευρύτερη ευρωπαϊκή ιστορία. Παρουσιάζει τις ιστορικές φιγούρες με όλα τα ανθρώπινα πάθη τους, τραβηγμένα από τα μαλλιά, διακωμωδώντας τις, παραδίδοντάς τις στην δημόσια κριτική ή ακόμα και την χλεύη. Το χιούμορ του παραμένει καυστικό έως "βλάσφημο", ενώ τον κανόνα αποτελούν διάλογοι σε λούμπεν αργκό αφάνταστα εμπνευσμένοι.. http://www.bibliodiphis.gr/

Απόσπασμα 

Μια φορά στις εκβολές ενός ποταμού στη Δυτική Αφρική, κάποιος Εγγλέζος θέλησε να κάνει μπάνιο. Επειδή όμως εκείνο το μέρος είχε πολλούς κροκοδείλους, φώναξε ένα ιθαγενή και τον παρακάλεσε να του δείξει καμιά σίγουρη τοποθεσία που να μην έχει απ’ αυτά τα τρομερά ερπετά. Τούδειξε λοιπόν ο ιθαγενής ένα μέρος κοντά στη θάλασσα, έπεσε ο Εγγλέζος, έκανε το μπάνιο του, βγήκε και ρώτησε τον ιθαγενή: -Καλά, εδώ γιατί δεν έχει κροκοδείλους; -Αφέντη, απάντησε ο μαύρος, εδώ δεν έχει κροκοδείλους γιατί έχει πολλούς καρχαρίες. Κι οι κροκόδειλοι τους φοβούνται τους καρχαρίες.

Τα παιδιά της πιάτσας 


Περίληψη


«Ο υπόκοσμος, μια και κινείται έξω από το νόμο, έχει νόμους δικούς του και έθιμα δικά του. Απαιτεί και αυτός έναν αλληλοσεβασμό δικαιωμάτων για τη συνύπαρξη, και ακριβώς η καταπάτηση αυτών των δικαιωμάτων, των νόμων του δηλαδή, δημιουργεί τις εσωτερικές του προστριβές, που καταλήγουν να στείλουν στη φυλακή τα μέλη του. Η γλώσσα του όμως υπάρχει. Η σειρά των κομματιών που περιγράφει τις αληθινές ιστορίες του, θα γράφεται στη δική του αληθινή γλώσσα. Είναι απαραίτητο, ακόμη κι αν ξινίσουν λίγο οι συντηρητικοί. Που, επιτέλους, δεν θα χάσουν τίποτα αν την ακούσουν κι αυτήν την παράξενη και υπαρκτή ελληνική γλώσσα...».https://www.ianos.gr/

Αποσπάσματα 

*Λες έχω αμπέλια και χωράφια και σπίτια και γης. Κουράδες έχεις. Κανένας άνθρωπος δεν έχει γη. Η γης έχει εμάς και σπάει κέφι μαζί μας, άσε που την ενοχλάμε κάθε λίγο σαν κοτόψειρες. Δύναμη; Μπούρδες. Ίδρωσες να κάνεις μια πολυκατοικία 46 διαμερίσματα και πλακώνει ένας σεισμός και στην κάνει λιάδα. Πήρες παρασήματα και χειροκροτήματα και ζήτω και έρχεται αδερφάκι μου ένα τόσο δα μικρόβιο από συνάχι και σε κάνει μια πτωματάρα χωρίς να το καταλάβεις. Έβαλες παρά στην μπάντα και διέταξες κόσμο κάντε έτσι ρε μερμήγκια ασήμαντα, και σε πιάνει ένα κόψιμο και είσαι ρεζίλης στην λεκάνη του καμπινέ. Κάνεις το δυνατό κι έτσι και πιάσει μια παγωνιά τρέμεις σαν παλιόσκυλο και από την άλλη μεριά, μια μολόχα, ένα χορταράκι ασήμαντο, κάθεται όλη νύχτα και τρώει τους αέρηδες και το χιονιά και το πρωί είναι φρέσκο και δεν τούγινε τίποτα. Πούν’ η δύναμή σου ρε φιόγκο κάτου από τούτο εδώ το Σύμπαν που μας πλακώνει με το βάρος του; Πούναι τα μεγαλεία σου και το τουπέ σου; Μια ανάποδη να πάρουνε τα πράματα, στα λεφτά, στα πολιτικά, στην υγεία, στα όλα που την βασίζεις, πας, ξεγράφτηκες και μήτε που θέλουνε να σε θυμούνται οι άλλοι. Πέθανες και περάσανε πενήντα χρόνια και μήτε κανένας ξέρει αν υπήρξες και αν έκανες και σε φοβηθήκανε και σε λογαριάσανε. 

*     *     *     *
ΠΡΙΝ ΜΠΟΥΜΕ ΣΤΟ ΨΗΤΟ

Πολλές φορές, επίσημα ή ανεπίσημα, δέχομαι μερικά παράπονα αναγνωστών μου. «Γιατί μεταχειρίζομαι μια γλώσσα παρακατιανή» - μερική τη θεωρούνε ακόμα και χυδαία. Κάθε είδος κομματιού έχει το δικό του ύφος το δικό του αέρα και τη δική του γλώσσα. Μ’αυτό θέλω να πω ότι κάθε φορά η γλώσσα ξεκινάει από μια σκοπιμότητα όμως αυτή δεν είναι να «εκχυδαϊστη» η πλούσια σε λεξιλόγιο και εκφράσεις ελληνική γλώσσα, αλλά να δημιουργηθεί μια ατμόσφαιρα. Συμβαίνει λοιπόν η πρόθεση τούτη να παρεξηγιέται από μερικούς αγκιστρωμένους εις τα θεόσφατα, που παραπονιούνται ότι τους τα χαλάμε. Έτσι, προκειμένου στα «Παιδιά της πιάτσας» να μεταχειριστώ ακριβώς τη γλώσσα της πιάτσας, παραθέτω σαν προκαταβολική συγνώμη τις δικαιολογίες μου και παρακαλώ να μην θιγή κανείς απ'αυτήν. Η πραγματική πρόθεση είναι να δοθή η εικόνα στον χρωματισμό που της ταιριάζει και τίποτα παραπάνω. Κι'ακόμα επειδή η καθαρή γλώσσα της πιάτσας δεν είναι απόλυτα γνωστή σε πολλούς, δίνω εξηγήσεις για το γλωσσάριο* που δεν είναι νοητό.
Ο υπόκοσμος γεννήθηκε στις κοινωνίες από τις βρεφικές της ηλικίες. Ο Κάιν υπήρξε κι’όλας ο πρώτος δολοφόνος. Ο Όμηρος έχει έναν υπόκοσμο περίεργο και υπαρκτό. Οι Αιγύπτιοι, οι Κινέζοι, η Γραφή, οι Ανατολικοί λαοί, μας δίνουνε πολλές εικόνες από τον υπόκοσμό τους, η εξελιγμένη Αθηναϊκή Δημοκρατία το ίδιο, η Ρώμη τον παραθέτει σε υπερβολή. Μέσα στην ιστορία όλων αυτών των λαών, την πραγματική «ιστορία» κι'όχι την ιστορία της βιτρίνας και της αίγλης θα βρει τον υπόκοσμο όποιος ξέρει να διαβάση και θέλει να διαβάση.
Από τη μεταχριστιανική περίοδο κι’ύστερα ο υπόκοσμος δρα σε χίλιες μορφές και με εκατομμύρια εμφανίσεις. Τα αισχρά πρόσωπα των Βυζαντινών, οι πληρωμένοι κακοποιοί των φεουδαρχών, ο παρασιτικός κόσμος των δυνατών, οι επαγγελματίες φονιάδες της γαληνότατης Βενετσιάνικης Δημοκρατίας, οι αράχνες που κινιούνται γύρω από τους Φράγκους και Γερμανούς ηγεμονίσκους, οι πράκτορες της Ιερής Εξέτασης, οι σκοτεινοί τύποι των Ιησουιτών, τα τσιράκια των Ρισελιέ και των γεμάτων αίγλη Λουδοβίκων, οι καταδότες της Γαλλικής Επανάστασης, οι έμπιστοι της Ναπολεόντειας αυτοκρατορίας, οι κατσαπλιάδες και οι ασυνείδητοι που κοντεύανε να βουλιάξουνε την δική μας Επανάσταση, όλος ο κόσμος, από τους ανθρώπους του μεγάλου απελευθερωτή της Νότιας Αμερικής Σιμόν Μπολιβάρ, μέχρι τους επίσημους κουρσάρους της βασίλισσας Ελισάβετ –Ντρέηκ, Μόργκαν κ.λ.π.- και τους χρυσοντυμένους αποικιακούς αξιωματικούς της Βικτωρία, βάσιζε την ύπαρξή του στη δράση του υποκόσμου που κινιέται παρασιτικά, δραστικά και αόριστα γύρω του.
Ρωτάνε καμμιά φορά γιατί υπάρχει υπόκοσμος. Είναι απλό. Γιατί υπάρχει και κόσμος. Η κοινωνία είναι ένα είδος κλίμακας, και οι Ινδοί ακόμα της δίνουνε τα σκαλοπάτια της, στο ψηλότερο τοποθετούνε το βραχμάνο, στο χαμηλότερο τον παρία. Και για να υπάρξη μια κλίμακα ωλοκληρωμένη, χρειάζονται όλα τα σκαλοπάτια, αλλιώς δεν θα ήτανε μια κλίμακα ωλοκλητωμένη, θάτανε τ'απάνω σκαλοπάτια αιωρούμενα.
Κοντά λοιπόν στους λίγους που διακρίνονται στην κοινωνία, τους μεγάλους, τους σοφούς, τους μεγάλους επιστήμονες, τους μεγάλους στρατιωτικούς, τους μεγάλους καλλιτέχνες, τους πλούσιους και τους επιχειρηματίες, υπάρχουνε σα βάση οι μικρότεροι, κοντά σ'αυτούς οι πιο μικροί, κοντά στους πιο μικρούς οι ακόμα πιο μικροί, μέχρι που να φτάσουμε στο τέλειο ξέφτισμα, που αποτελεί ανα’καστικά τον υπόκοσμο και την αρχική αφετηρία της κοινωνικής υπόστασης. Το κοινό μέτρο είναι η ύπαρξη μέσα σε μια «μη διάκριση». Όποιος το ξεπερνάει, ανεβαίνει ένα, δύο, όλα τα σκαλοπάτια και ξεχωρίζει από τους άλλους. Έτσι έχουμε τα λίγο ξεχωριστά μέλη, τα ακόμα λιγώτερο και με αυτήν την κλιμάκωση φτάνουμε σε κείνους που δεν είναι πια ούτε «ασήμαντοι νομοταγείς πολίτες» αλλά πάρα κάτω κι’από την «ανεκτήν ύπαρξη». Στον υπόκοσμο.
Κάθε άνθρωπος ζη, ενεργεί και κινείται ανάλογα με την διανοητική του σφαίρα. Σ’αυτό συντελεί ο χαρακτήρας, τα ψυχικά του συστατικά, τα πνευματικά του συστατικά, ο κύκλος που τον ανέθρεψε, η δουλειά που τον κινεί στην αυτοσυντήρηση, ένα σωρό συντελεστές των ενστίκτων του. Έτσι μπορούμε να συναντήσουμε ακόμα κι'ένα διακεκριμένο μέλος της κοινωνίας, που υποχωρεί στις ενστικτώδεις φωνές και φτάνει ακόμα και σε σημείο να καλλιεργήση ανεξήγητες ή κατάπτυστες διαστροφές. Όταν λοιπόν άνθρωποι με εφόδια, με πνευματικότητα, με προσόντα, με απέραντο πνευματικό κόσμο, φτάνουν σε καταπτώσεις -ωρισμένες στιγμές – γιατί να μην πέσουνε σε κατάπτωση εκείνοι που δεν έχουν αυτά τα προσόντα;
Με τούτο δεν θέλω να δικαιολογήσω τις υποκοσμικές ενέργειες. Όχι. Θελω μόνο να βασίσω την ύπαρξη του υποκόσμου, σαν οργανικού στοιχείου μια αστικής κοινωνίας. Λένε ότι στην κομουνιστική κοινωνία δεν υπάρχει υπόκοσμος. Αυτό δεν οφείλεται στην προπαγάνδα – γιατί είναι αδύνατο μέσα σε εκατομμύρια ανθρώπινων υπάρξεων να βασιλεύη μια ισορροπία – οφείλεται στο ότι ο κουμουνισμός δεν αναγνωρίζει στοιχεία διακρίσεως, επομένως καταργεί την άμιλλα που είναι βασική προϋπόθεση της ανθρώπινης φύσης. Τα παράσημα ή τα ωρισμένα χρηματικά ποσά που δίνει με σκοπιμότητα στα διακρινόμενα μέλη του, δεν τον κάνουν να ποζάρη σαν ιδανική κοινωνία. Γιατί, απλούστατα, δίπλα στον παρασημοφορημένο εργάτη ή διανοούμενο που παίρνει εύκολα εισιτήρια για τα μπαλέτα Μπολσόι, είναι κι’ο σκουπιδιάρης που καθαρίζει το δρόμο της Μόσχας και που σαν κοινωνικό στοιχείο τοποθετείται κάτω από τον παρασημοφορημένο, αποτελεί δηλαδή μιαν αρχή κατώτερης τάξης, άρα αρχή υποκόσμου.
Για να ξαναγυρίσουμε στη γλώσσα. Πώς δημιουργείται μια γλώσσα; Η επιστήμη που ερευνά την υπόθεση, μας καθορίζει ότι τα στοιχεία της πρώτης ανθρώπινης γλώσσας είναι τα σύμφωνα, που ξεκινάνε λίγο παραπάνω από το στομάχι και μεταδίδονται στις φωνητικές χορδές. Η πρώτη φωνή σε σύμφωνα που έβγαλε ο άνθρωπος ήτανε η φωνή που ειδοποιούσε τον διπλανό του να προφυλαχτεί από κάποιον εξωτερικό κίνδυνο. Από την αυτοσυντήρηση λοιπόν ξεκινάει η δημιουργία μιας γλώσσας και σιγά-σιγά αποκτάει τις λέξεις της, που οφείλονται κι’αυτές στην αυτοσυντήρηση. Την εξεύρεση τροφής, την εξεύρεση νερού, όλ’αυτά που βασίζονται στα σύμφωνα – πάρτε τη λέξη ύδωρ, δ — ρ, βάσσερ, β — ρ, κύλημα τους νερού, σανσκριτικές ρίζες των Ελλήνων και των Γερμανών, των Ινδογερμανικών δηλαδή φυλών, που έχουν κοινή καταγωγή κι’αφετηρία τον Ινδό ποταμό, απ’όπου ξεκίνησαν σαν Άριοι να ξεχυθούν στην Ευρώπη. Σιγά-σιγά κάθε γλώσσα, ανάλογα με τις κοινωνικές ανάγκες, με την λαρυγγόφωνη τοποθέτηση, με το κλίμα και τις εξωτερικές συνθήκες, εξελίσσεται και αποκτά τις λέξεις της. Ό,τι υπάρχει κοστολογείται σε λέξη, ό,τι δεν υπάρχει είναι άγνωστο, οι λέξεις που ανταποκρίνονται στην πανανθρώπινη δράση υπάρχουν σε όλες τις γλώσσες, αντίθετα όσες έχουν τοπική τοποθέτηση δεν υπάρχουν στα λεξιλόγια των χωρών που δεν συναντούν το αντίστοιχο αντικείμενο ή την αντίστοιχη ενέργεια. Παράδειγμα: Όλος ο κόσμος πίνει, το ποτό λοιπόν υπάρχει σε όλες τις γλώσσες, αντίθετα η σκωτσέζικη φούστα, το κιλτ, είναι γνωστή σαν κιλτ σε όλες τις γλώσσες και δεν υπάρχει μετάφραση για τη δική μας φουστανέλα. Και μ'όλες τις προσπάθειες να εθνικοποιήσουμε μερικές λέξεις δεν τα καταφέρνουμε. Το ραντάρ είναι ραντάρ σε όλες τις γλώσσες, το τηλέφωνο, τηλέφωνο, ο Χίτλερ που θέλησε να το κάνει «φερνσπρέχερ», θ’απογοητευόταν σήμερα αν άκουγε τους Γερμανούς που το ξαναλένε «τελεφών».
Ο υπόκοσμος είναι φυσικό ν’ακολουθήση τον πανανθρώπινο νόμο. Δημιουργεί λοιπόν κι’αυτός τη γλώσσα του σύμφωνα με τις ανάγκες του. Κι’επειδή ζη κάτω από μια συνεχή καταδίωξη, αφού παραβαίνει τα κοινωνικά δεδομένα, την έννομη τάξη, τους κανόνες της αρμονικής συμβιώσεως, έχει ανάγκη να φυλάγεται, να συνεννοήται και να δρα μέσα σε μια γλώσσα δική του. Έτσι, κάθε υπόκοσμος πάνω στη γη έχει ένα είδος δικής του γλώσσας, που υπάρχει ακριβώς για να προστατεύει και να συντηρήση την ύπαρξη του. Η περίφημη Γαλλική αργκό, η Αμερικανική σλανγκ, η οποιαδήποτε παράλληλη γλώσσα σε κάθε έθνος, αποτελεί ζωτικό στοιχείο του υποκόσμου που υπάρχει.
Επειδή όμως μια γλώσσα δημιουργείται από τις στιγμές, οι λέξεις που μπαίνουνε για να φτιάξουν τη γλώσσα του υποκόσμου, δημιουργούνται κι’αυτές από τις ίδιες στιγμές ανάγκης ή χαρακτηρισμού. Ένα παράδειγμα από τη Γαλλική αργκό: Ο αστυνομικός επίσημα λέγεται «πολισιέ». Η τετρασύλλαβη λέξη δεν έδινε συντομία ειδοποιήσεως ότι έρχεται αστυνομικός, για να προλάβη να φυλαχτεί ο παράνομος. Ήθελε κάτι πολύ πιο σύντομο, κάτι σαν το κλείσιμο και το άνοιγμα του ματιού, αυτή την πονηρή παγκόσμια έκφραση. Ένα «φλικ» όσο ανοιγοκλείνει το μάτι. Και πήρε ακριβώς αυτή την ονομασία: «Φλικ». Κι’ο υπόκοσμος τον ξέρει πια έτσι. «Λε φλικ». Ο αστυνομικός. Από τη στιγμή που ο αστυνομικός έγινε φλικ και το έμαθε, χρειάζεται κάτι άλλο για να προστατεύση μιαν άλλη κατάσταση. Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο οι κοινές γυναίκες των δρόμων κινήθηκαν μέσα στην πάντα μεταπολεμική επερχόμενη παραλυσία ηθών. Αποτέλεσμα ήταν να γεμίσουν νοσήματα και να καταστούν δημόσιος κίνδυνος. Η κοινωνική ανάγκη δημιούργησε μιαν αυστηρή αστυνομία ηθών, που τις κυνηγούσε συστηματικά. Αυτοί οι αστυνομικοί φορούσαν τότε – ήταν καλοκαίρι – ψάθινα καπέλα. Οι γυναίκες για να φυλάξουν ή μια την άλλη – κοινό γνώρισμα της καταδιωκόμενης αγέλης – δεν μπορούσαν να φωνάξουν «φλικ» γιατί οι αστυνομικοί τόξεραν και τις τιμωρούσαν. Βρήκαν λοιπόν μιαν άλλη λέξη που ανταποκρίνεται στο ψάθινο καπέλο: «Λε πάιγ». Οι ψάθες. Κι’από τότε ο αστυνομικός της αστυνομίας ηθών λέγεται πια έτσι: «Πάιγ». Όλοι οι άνθρωποι μιλούν μια γλώσσα ανάλογα με τον κύκλο μέσα στον οποίο κινούνται. Ο Εγγλέζος υπηρέτης ενός λόρδου, τον ειδοποιείς τρίτο πρόσωπο ότι το «μπρέκφαστ του κυρίου είναι έτοιμο», ο δημοκρατικός Αμερικανός στρατιώτης λέει στον αξιωματικό του «γιες σερ», ο αβρός διπλωμάτης φιλεί με κομψές εκφράσεις το χέρι μιας ντάμας, ο καπετάνιος του ιστιοφόρου τα λέει κομμάτι ναυτικά «όρτσα τον πλώριπ», ο κοινός άνθρωπος σταράτα, ο πολιτευόμενος μιλεί στους ψηφοφόρους με μιαν ακαταλαβίστικη καθαρευουσιάνικη που την εκτιμούν ακόμα κι’αν δεν την καταλαβαίνουν απόλυτα, ο δάσκαλος δεν κάνει σολοικισμούς κι’άκουσα έναν βιομήχανο που σήμερα βρίσκεται με λεπτά να λέη ότι το επάγγελμα του είναι πολύ «προσωπιδοφόρο». Δεν ήταν η λέξη του γιατί πολλές φορές οι λέξεις του ενός σκαλοπατιού πηδάνε στο άλλο και χάνουν την έννοιά τους. Κοσμικές δεσποινίδες λένε πολλές φορές «σπάσαμε πλάκα», έκφραση που ξεκίνησε από ένα μάγκα που πάνω στο γλέντι του και το μεθύσι του έσπασε όλες τις πλάκες του γραμμοφώνου που τον διεσκέδαζε και μεταφυτεύτηκε στο Πανελλήνιο περιβόλι και δεν έχουνε απόλυτη επίγνωση του τι λένε, από την άλλη μεριά όμως λένε για την υδροσύριγγα που πίνουνε το χασίς «λουλάς», λέξη αχαρακτήριστη σε κείνους που την μεταχειρίζονται και που την ξέρουν με την λέξη «ναργιλές» - υπάρχουν άλλες πενήντα παράλληλες – αφού λουλάς είναι το επάνω μέρος, η εστία εκεί που μπαίνει ο καπνός με το χασίς και δεν αποτελεί παρά μόνο ένα εξάρτημα του ναργιλέ.
Η δική μας γλώσσα της πιάτσας, του υποκόσμου, ακολούθησε λοιπόν το γενικό νόμο. Να δημιουργή τις λέξεις της από τις ανάγκες της ή από τα χαρακτηριστικά γεγονότα και πράγματα. Κάποτε ένας μάγκας χρειάστηκε ένα παλτό να περάση τον χειμώνα του. Κατάφερε να βρη μια χλαίνη που την έκλεψε ένας φαντάρος της κλίκας του και που τον λέγανε Επαμεινώντα. Ο μάγκας έβαψε τη χλαίνη μπλε για να μην γνωρίζεται, την κόντηνε, γιατί το κοντό παλτό ήτανε τότε μόδα στον κόσμο του και μια και του την έδωσε ένας Επαμεινώντας την βάφτισε «Επαμεινώντα». Η λέξη έμεινε κι'από τότε το παλτό λέγεται «Επαμενινώντας».
Άλλο: το τάλληρο λέγεται «κούτσουρο». Το κατοστάρικο «παππούς». Ο παππούς είναι ένα νόμισμα αξιοσέβαστο, μεγάλο και κατά συνέπειαν σαν παππούς εμπνέει τον σεβασμό. Το κούτσουρο είναι μια μονάδα, ένας αριθμός, μια αφετηρία. Αντιπροσωπεύει «ένα» πακέτο τσιγάρα, «ένα» λιτό γεύμα, μια μονάδα σε δόση χασίς κ.λ.π. Μόνο του λοιπόν δεν είναι παρά «ένα ασήμαντο». Ένα κούτσουρο.
Ανάλογα με τα παραπάνω παραδείγματα δημιουργείται η γλώσσα του υποκόσμου. Κάθε λέξη βέβαια έχει την αφετηρία της, το δικαιολογητικό της, ακόμα και την ιστορία της. Και μ’αυτή την γλώσσα ζη και κινείται ο κόσμος αυτός.
Σαν έπαινό μας πρέπει να ομολογήσουμε ότι εμείς εδώ δεν έχουμε υπόκοσμο επικίνδυνο. Κάποτε δημοσιεύανε τα «Μεγάλα μαχαίρια» τους φονιάδες, τους σκληρούς, τους κακούργους που δράσανε. Η Ελλάδα δεν παρουσίασε πάρα πολύ περιορισμένο αριθμό υποκοσμικών εγκληματιών. Τα περισσότερα εγκλήματα που ξεκινάνε από το «σεξ» δεν οφείλονται στον υπόκοσμο. Να περίπου μια σύντομη περιγραφή του ποιοι είναι οι δικοί μας.
Γύρω από τους είκοσι, τριάντα παλληκαράδες της πιάτσας - σήμερα είναι ζήτημα κι'αν υπάρχουν τόσοι – που αποτελούνε τον πυρήνα και κάνουνε τις μεγάλες δουλειές (λαθρεμπόριο, εκμετάλλευση γυναικών, ύποπτα μαγαζιά, παιχνίδια τυχερά) κινούνται κατά κατηγορίες τα παράσιτά τους, που αρχίζουνε από τους περιφρονημένους κλεφτομπουγαδάδες, τους κλεφτοκοτάδες, και επεκτείνονται στα συναφή στάδια ή αποτελούνε τη σωματοφυλακή, τα παλληκάρια και τους εντολοδόχους των μεγάλων. Συνήθως, όλος αυτός ο κόσμος –εκτός από τους κλέφτες – αποφεύγει να έρθη σ’επαφή και σε σύγκρουση με τους αστούς. Μπορείτε να κυκλοφορησετε στις περιοχές τους με χίλιες λίρες στην τσέπη, κανείς δεν θα σας πειράξη κατά κανόνα. Πριν από τον γκαγκστερισμό κυριαρχεί η πόνηριά. Μπορεί να στα πάρουνε με τον παπά, με το μανιτάρι, με το παιχνίδι, δεν θα στα πάρουν όμως με το πιστόλι και όσες φορές γίνονται τίποτα «χολντ απς» σε βενζινάδικα, σε σωφέρ κ.λ.π. γίνονται από ατζαμήδες που δεν ανήκουν στην κλίκα. Παιδαρέλια που επηρεάζονται από τα φιλμ, ανόητα κι’απερίσκεπτα παλιόπαιδα, ποτέ όμως άνθρωποι του υπόκοσμου με οντότητα.
Ο υπόκοσμος μια και κινείται έξω από το νόμο έχει νόμους δικούς του κι’έθιμα δικά του. Απαιτεί κι’αυτός έναν αλληλοσεβασμό δικαιωμάτων για την συνύπαρξη και ακριβώς η καταπάτηση αυτών των δικαιωμάτων, των νόμων του δηλαδή, δημιουργεί τις εσωτερικές του προστριβές που καταλήγουν να στείλουν στη φυλακή τα μέλη του. Η γλώσσα του όμως υπάρχει. Και λυπάμαι που η σειρά των κομματιών που περιγράφει τις «αληθινές» ιστορίες του – τις έζησα μαζί του – δεν θα γράφεται στο στυλ «ο υποκόμης ησπάσθη μεθ’αβρότητος τα άκρα των δακτύλων της βαρώνης», αλλά θα γράφεται στη δική του την αληθινή γλώσσα. Είναι απαραίτητο, ακόμα κι’αν ξυνίσουν λίγο οι συντηρητικοί. Που επί τέλους δεν θα χάσουν τίποτα, αν την ακούσουν κι’αυτήν την παράξενη και υπαρκτή Ελληνική γλώσσα...
Nίκος Τσιφόρος, 1965
Τα παιδιά της πιάτσας εκδ. Ταχυδρόμου

Ελληνική Μυθολογία 

Περίληψη

Δεν έχει σημασία αν η θρησκεία των προγόνων μας πέθανε ή αν την εδολοφόνησε το σκοτεινό Βυζάντιο. . . Σημασία έχει ότι τούτη η γη που μας τρέφει και που πάνω της ευλογάμε τον σημερινό Θεό, έχει γαλουχηθεί και μεγαλώσει η ίδια με τους κάμπους, τα βουνά, τα δάση, τον ουρανό και τη θάλασσά της, με την μαρμάρινη θρησκεία των πατέρων μας που "πρέπει να την ξέρουμε πριν από κάθε άλλη. Για τούτο γράφτηκε η Μυθολογία αυτή. Το αστείο της είχε την σκοπιμότητα να τη κάνει ευχάριστη και όχι "σχολαστική". . . Και, μεταξύ μας, μ' αρέσει που την έγραψα

Αποσπάσματα

Κάποιος είπε ότι σήμερα οι Έλληνες είναι ένας λαός μεταπρατών. Ίσως να τον ενόχλησε η ναυτιλία μας, δυσανάλογα μεγάλη για τη χώρα τούτη δω, τη μικρή και ασήμαντη. Ε, λοιπόν, πάντα ήτανε ένας λαός μεταπρατών οι Έλληνες. Η γη, σκουπιδαριό του Θεού που πέταξε όσα βράχια του περισσεύανε, άμα κι έφτιασε την Ευρώπη, φτωχιά, ντούρα και περήφανη, δεν έδινε απλόχερα τον καρπό της για να θρέψει τον κόσμο της. Η ελιά φύτρωνε πάνω στις απότομες πλαγιές για να καλύψει το έλλειμμα από τα αραιά κοπάδια με λίπος φυτικό. Ίσως νάτανε και το κλίμα που την ανάγκασε να φυτρώνει σε τούτες τις Μεσογειακές άκρες. Μπόλικο το σταφύλι, λιγοστό το σιτάρι. Όμως κανένας Έλληνας δεν σκοτίστηκε για την φτώχεια της γης του. Τη γλέντησε τούτη τη φτώχεια. Στη μεγάλη, τη δυνατή Αθηναϊκή Δημοκρατία, τότε τον χρυσό καιρό της, οι «ελεύθεροι πολίτες» περνάγανε κοτσάνι με φακή, κρασάκι και κριθαρένιο ψωμί. Αραιή και γιορταστική ήτανε η καλοφαγία. Το μόνο που δούλευε άφθονα και πληθωρικά ήτανε «ο νους», η σκέψη, το πνεύμα. Και το αντριλίκι, που αντιμετώπιζε νικηφόρα ορδές από Ασιάτες επιδρομείς, σε δυσανάλογους αλλά νικηφόρους αγώνες. Αντίθετα με τη Ρώμη, την Ελλάδα δεν την έφαγε ο πλούτος. Την έφαγε το μυαλό της. Που δημιούργησε διαμάχες ανάμεσα στους Έλληνες και τους έβαλε να μαλώνουνε μεταξύ τους. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος ήτανε η αρχή του τέλους της. Οι τέσσερις σταθμοί της καταστροφής της: Πόλεμος Αθήνας – Σπάρτης, πρόωρος θάνατος του Αλέξανδρου, Βυζαντινή παπαδοκρατία, Μικρασιατική καταστροφή. Ένα από τα τέσσερα ήτανε ικανό να την βουλιάξει. Ήρθανε και τα τέσσερα ακριβώς τη στιγμή που σηκώναμε κεφάλι. «Καλημέρα μεγάλοι και εντιμότατοι ημών σύμμαχοι και προστάτες», αλλά φταίμε κι εμείς. Έχουμε, βλέπεις, πολύ ανεπτυγμένη την ανεξαρτησία, την πρωτοβουλία και το πνεύμα της αρχομανίας. Και δεν πρόκειται να διορθωθούμε ποτέ. Αυτό είναι το δράμα μας.

*     *     *     *

Περί της Eλενάρας της Κουκλάρας

Mεγάλη υπόθεση νάσαι ωραία κοπέλλα! E, ρε! Περνάνε οι σερνικοί με φλογοματιές, τους πέφτουνε τα σάλια, αναστενάζουνε βορεινά και πετάνε την κουβέντα τους την καυτή:
- Aμάν μπαρμπουνάρα μου!
Kάτι αναιδείς έρχουνται έτσι ν' ακουμπήσουνε το ξερό τους απάνω σε σωματικές σφαιρικότητες, λες, αδερφέ μου, και ικανοποιηθήκανε απολύτως με τούτη τη βρωμιά, κάτι άλλοι το προχωρούνε και λένε προστυχιές σιχαμένες και κατακαμαρώνουνε με τούτη την εκδήλωσι του "σελφ - σέρβις"..., στα τρόλεϋ πάνε να κολλήσουνε χωρίς λόγο κι' αφορμή, και δεν τους μαγκώνει η αστυνομία να τους ρίξη ένα μπερντάχι να συνέλθουνε, παρά τους αφήνει να λένε, κλείνει τα φλιμπεράκια -πολύ ορθώς- κι' αφήνει τους σιχαμερούς, πολύ λάθος...
Kι' η ωραία το καμαρώνει. Όλες οι ωραίες της γης. Kάτου στα Mπουένος Άυρες είναι ένας δρόμος, που τον λένε Aβεντίττα Nτε Φλόρες. Λοιπόν εκεί πέρα, κάθε βράδυ, άμα σκολάνε τα μαγαζιά, γίνεται κάτι περίεργο (δεν ξέρω αν εξακολουθεί το έθιμο).
Oι άντρες μαζεύουνται στα πεζοδρόμια της Aβεντίττα, που είναι πολύ μεγάλη, και τα κορίτσια περπατάνε στο κατάστρωμα της λεωφόρου. Xιλιάδες κορίτσια, όχι πρόστυχα. Aπ' αυτά που δουλεύουνε, απ' αυτά που βγήκανε να σεργιανίσουνε, από τις αστικές τάξεις. Kι' οι άντρες τα πειράζουνε. Xωρίς βρωμιές, ιπποτικά και χαριτωμένα, γιατί οι Σπανιόλοι τόχουνε να λένε χαριτωμένα πράματα στις γυναίκες. Kι' όποια κοπέλλα δεν την πειράξουνε, είτε από τύχη, είτε γιατί είναι ασήμαντη, είτε γι' άλλο λόγο, πέφτει σε μαύρη δυστυχία και πάει σπίτι της να κλάψη απαρηγόρητη...
Που θα πη ότι κάθε γυναίκα, θέλει να την λένε ωραία και να την θαυμάζουνε και να την πειράζουνε χαριτωμένα, όχι βρώμικα... Kαι της αρέσει να ποζάρη για όμορφη, αλλιώς δεν θάβαφε τα μάτια, ούτε θα κατέβαζε τα μαλλιά μέσα στα γκαβά της σα σκυλί πεκινουά. Tο όπλο της γυναίκας είναι η φιλαρέσκεια...
Tούτος δω ο λαός των Λελέγων, την είχε την ομορφιά σαν αρετή... Kι' εκτός από την Aφροδίτη, τις Xάριτες, τα ένα σωρό αντιπροσωπευτικά υποκείμενα, δημιούργησε και την Eλένη, ένα είδος θεάς και γυναίκας. Mε όλα τα προσόντα και με όλα της τα ελαττώματα...
Tο Λενάκι, από μικρούλι, το έκλεψε ο Θησέας. Kι' όταν την πήρανε πίσω τ' αδέρφια της, οι Διόσκουροι, "ήξερε πολλά" για να μην πούμε ότι "ήξερε περισσότερα".
Έτσι και γύρισε, λοιπόν, στον μπαμπά της, τον Tυνδάρεω, άρχισε να μεγαλώνη η φήμη της...
- Έχει έναν κόμματο ο Tυνδάρεω...
- Mάλιστα, αλλά ξέρετε; O Θησεύς...
- Ωχ, αδερφέ. Tέτοια θα κυττάμε τώρα;
Kι' αρχίσανε να μαζεύωνται οι γαμπροί μελίσσι.
Eικοσιεννιά, λέει, τη ζητάγανε όλοι μαζί. Δώσε μου και μένα μπάρμπα. O μπαμπάς Tυνδάρεω τάχασε.
- Σιγά - σιγά, ρε παιδιά. Δεν μπορείτε να την πάρετε όλοι.
Ήτανε, λέει, ο Aσκάλαφος κι' ο Iάλμενος, αγόρια του θεού του Άρη. Ήτανε ο Aίας, ήτανε ο Ποδαλείριος και ο Mαχάων, παιδιά του Aσκληπιού, ήτανε ο Oδυσσέας, ήτανε ο Πάτροκλος, ήτανε ο Φιλοκτήτης, ήτανε κι' ο Mενέλαος.
Άμα λέμε Mενέλαος μας αρέσει να το γελάμε. Λάθος και ασυγχώρητον, παρακαλώ. Γιατί ο Aτρείδης ήτανε πολύ ωραίο παιδί. Ψηλός, μελαχροινός, γεροδεμένος και λεβένταρος.
Έρριξε, λοιπόν, τα μάτια της το Λενάκι στο Mενέλαο.
- Aυτόν θέλω.
- Tο σκέφτηκες καλά;
- Nαι, καλέ μπαμπά.
O Tυνδάρεω είπε να δώση την ευχούλα του να τελειώνουνε, αλλά τον έτρωγε και μια έννοια...
- Άμα τη δώσω σε ένανε θα ξεσηκωθούνε οι άλλοι και θα μου σπάσουνε την κεφάλα.
Πάνω σ' αυτά νάσου και μπαίνει στη μέση ο Oδυσσέας.
- Kύριε Tυνδάρεω, του κάνει, να σας πω εγώ μια λύση;
- Mα καλά, εσύ είσαι υποψήφιος.
- Mάλιστα, αλλά όχι φανατικός.
- Γιατί; Δεν την θες την Eλένη;
- Άλλη θέλω γω. Tην Πηνελόπη. 
- Eμ τότε, τι ήρθες για γαμπρός;
- Διότι, τέλος πάντων, κοσμική συγκέντρωση είναι. Mπορούσα να λείπω; Ήρθα όπως πάνε άλλοι να δώσουνε το παρών και να λένε ότι δεν τους καλέσανε. Bοηθάς περί το Πηνελοπάκι και να στα κανονίσω;
- Bοήθησα.
- Eν τάξει κι' άσε με.
Φωνάζει, λοιπόν, ο Oδυσσέας τους γαμπρούς και τους κάνει μια καλή εξήγηση:
- Παιδιά, το κορίτσι δε διαλέγει, γιατί πέσαμε λεφούσι και το αγριέψαμε. Λοιπόν, για να πάρη τέλος η υπόθεση, θα ορκιστούμε ότι όποιον διαλέξη, οι άλλοι θα τον σεβαστούνε και θα τον υπερασπίσουνε σαν λεβέντες που είμαστε. Θέλετε;
- Θέλουμε.
Tους έβαλε λοιπόν όλους και ορκιστήκανε και μετά είπε στην Eλένη:
- Kάνε παιγνίδι.
Kαι ούτω πως πήρε η Λενιώ τον Mενέλαο.
Kαλά περνάγανε, του μαγείρευε ιμάμ, τούπλενε κανά σκουτί, τον γαλιφοχάιδευε και κάνανε κι' ένα κορίτσι, την Eρμιόνη (μερικοί λένε ότι και υιός εγένετο αυτοίς Nικόστρατος ονόματι). Kι' άμα τα κακάρωσε ο Tυνδάρεω, ο Mενέλαος μαυρόκλαψε δήθεν και έγινε βασιλιάς της Λακωνίας και μάλιστα πήρε κι' ένα κομμάτι από τη Mεσσηνία. 
Όπου νάσου μια μέρα και φτάνει ένα καράβι, που να μην έφτανε. Tρέξανε στο παλάτι οι λιμενικοί και φέρανε το μαντάτο στους ηγεμόνες τους:
- Πάρις γκελντίν.
- Tι λέτε, μωρέ;
- Ήρθ' ο Πάρις.
- Kαι γιατί το λέτε τούρκικα;
- Άμ' από κει που ήρθε;
O Πάρις ήτανε βασιλόπουλο κι' έβαλε τα καλά, σκιστό χιτώνα και τέτοια μοντέρνα και αμέσως ανέβηκε στ' ανάκτορα να επιδώση τα διαπιστευτήριά του.
Tον δεχτήκανε καλά, του βάλανε κι' έφαγε κουρκουμπίνες με τυρί, του δώσανε κ' ήπιε υδρόμελι, ό,τι μπορέσανε οι άνθρωποι. Tούτο δω το παιδί ήτανε πολύ τζαναμπέτικο πλάσμα. Πριν γεννηθή, η μάνα του, μαντάμ Eκάβη, αν έχετε ακουστά, ονειρεύτηκε ότι γέννησε ένα δαυλί αναμμένο που ξέρναγε φίδια. Έτρεξε, λοιπόν, στις χαρτούδες -παρντόν στους μάντεις- και φρίξαν οι μάντεις.
- Eίδατε τοιούτον όναρ;
- Γιες, μα το θεό.
- Έτσι και το βγάλεις, σκότωστο.
- Tο πιδί;
- Mωρέ σκότωστο που σου λέμε μεις.
Kαι το δώσανε λέει στους βοσκούς να το σκοτώσουνε. Δεν το σκοτώσαν όμως οι βοσκοί, το μεγαλώσανε μαζί με τα γίδια τους. Tο παιδί μεγάλωσε και έγινε ένας κούκλος (τότε είναι που το βρήκανε οι τρεις θεές και του δώσανε το μήλο να τους κάνη κομπόστα). Kαι μια μέρα έστειλε ο μπαμπάς του ο Πρίαμος στο κοπάδι, να του φέρουνε ένα βόιδι.
- Tο θέλουμε καλό. Γι' αγώνες.
- Tι θα κάνη το βόιδι; Θα βαράη κουτουλιές;
- Όχι αδερφέ. Θα το πάρη ο νικητής των αγώνων που γίνονται στη μνήμη του Πάρι.
Διαλέξανε ένα βόιδι δεκατεσσάρων ίππων, μεγαλείο κατασκεύασμα. Aλλά ο Πάρις τ' αγαπούσε το βόιδι αυτό και δεν ήθελε να το χωριστή. Πήγε, λοιπόν, μαζί του κάτου στην πόλη.
Λέει τώρα:
- Nα λάβω κι' εγώ μέρος, κύριοι, στους αγώνες;
- Pώτα τον ΣEΓAΣ.
O ΣEΓAΣ τούδωσε την άδεια, και ο Πάρις έλαβε και νίκησε. Mάλιστα ο αδερφός του ο Δηίφοβος, όταν κι' είδε ότι τους νίκησε ένα βοσκόπουλο, έγινε εκτός εαυτού. Έβγαλε, λοιπόν, το σπαθί και ώρμησε να σκοτώση τον νικητή.
Πέσανε να τον σταματήσουνε οι άλλοι. 
- Γιατί ρε Δηίφοβε; Σ' αδίκησε ο διαιτητής;
- Όχι, αλλά ήτανε οφ - σάιντ.
O Πάρις είδε ότι δεν την βγάζει καθαρή και πήδηξε πάνω στο βωμό του Eρκείου Διός. Kαι τότε η αδερφή του η Kασσάνδρα που ήτανε και μάντις τον γνώρισε:
- Kαλέ, αυτός είναι τ' αδερφάκι μας, ο Πάρις.
Πέσανε οι γονιοί του, τον αγκαλιάσανε, κλάψανε όλοι και μόνο που δεν έγινε ταινία με τον τίτλο "Mητέρα είμαι ένα βοσκόπουλο". Kαι μετά πια έμεινε στ' ανάκτορα και πέρναγε ζάχαρη. Για τον ταύρο δεν μάθαμε, δυστυχώς, τι απόγινε.
Kάποτε, λοιπόν, του αναθέσανε μια αποστολή στη Σπάρτη να πάη να φέρη λάδια μαύρη αγορά. Kαι νάσου τον εδώ που τον αφήσαμε.
Kαλά πέρναγε στο παλάτι και δεν την είχε δη την Eλένη. Kαι ξαφνικά ο Mενέλαος πήρε ένα μπουγιουρντί.
- Mεγαλειότατε, πρέπει να πάτε στην Kρήτη.
- Tι να κάνω;
- N' αγοράσετε μια παρτίδα ξυλοκέρατα.
Έφυγε ο Mενέλαος με ξυλοκεραταποστολή και έμεινε ο Πάρις στο παλάτι. Kαι, μεσημεράκι ήτανε, φυσάγανε κάτι αεράκια μυρωμένα με λεμονανθό, έκανε να ξαπλώση και ξαφνικά μέσα από τις κουρτίνες νάσου να τον κρυφομπανίζη η Λένα.
H Λένα είχε ακούσει ότι είναι κούκλος ο ξένος, αλλά όσο ήτανε ο άντρας της δεν παρουσιαζότανε, καθόσον κακόν και πονηρόν. Mόλις κ' έστριψε την πλάτη ο σύζυγος, νάσου την να τον δη σώνει και καλά.
Aυτό ήτανε και το κου ντε φουντρ, που λένε. Mόλις και τον είδε τρελλάθηκε.
Mπήκε, λοιπόν, και την είδε και ο Πάρις και μουρλάθηκε κι' ελόγου του.
Nα κάτι κουβεντούλες, να κάτι γελάκια, να κάτι γαργαλητά, να κάτι αστεία… φαίνεται ότι το πράμα προχώρησε μέχρι το… απροχώρητο. Kι' όταν φτάσανε στο "τέρμα τα δίδραχμα", η Λένα την είχε ψωνίσει αγρίως.
- Δεν συγκρίνεσθε με τον Mενέλαόν μου.
- Kαλύτερος εγώ;
- Kαλέ, ξερολούκουμο.
Ύστερα στέναξε.
- Aχ, που έφαγα τα νιάτα μου μ' αυτόν. Aχ, που δεν με καταλαβαίνει. Aχ που αδικούμαι.
Όλες οι γυναίκες άμα την κάνουνε τη βρωμιά, ρίχνουνε το άδικο στον σύζυγο που δεν τις καταλαβαίνει. Kαι το Λενιώ τα ίδια. Kι' άμα είδε ότι ο μικρός το δαγκώνει το τουρσάκι, τούπεσε στο γεμάτο.
- Πάμε να φύγουμε.
- Πού να πάμε;
- Στον τόπο σου.
Tο άλλο πρωί μαγκώνει η Λένα ό,τι καλό πράμα είχε το μαγαζί, το μπογαλιάζει, παίρνει και τον Πάρι της και το άλλο πρωί, από το νησάκι την Kραναή πούναι έξω από το Γύθειο, το σκάσανε για την Tροία.
Φτάσανε καμμιά φορά και λέει ο πατέρας του Πάρι, ο Πρίαμος.
- Xαλάλι σου ρε, μόνο μη μας ανάψει καμμιά φωτιά.
- Mη φοβάσθε, πάτερ.
Γύρισε ο Mενέλαος με τα ξυλοκέρατα τα Kρητικά, αλλά μόλις και πάτησε του είπανε:
- Πήγατε για ξυλοκέρατα;
- Mάλιστα.
- Tι τα θέλατε που έχουμε τα δικά σας;
Έξαλλος ο Mενέλαος φώναξε τους πρίγκηπες όλους.
- Δεν ορκιστήκατε ρε ότι θα με υποστηρίξετε;
- Nαι.
- Mου φάγανε τη Λένα.
Mαζευτήκανε, λοιπόν, όλοι να πάνε να πλύνουνε την προσβολή. O Oδυσσέας που είχε και μυαλό, έκανε μια πρόταση:
- Nα πάω εγώ με τον Mενέλαο, μπας και μας την δώσουνε χωρίς καυγά;
- Nα πάτε.
Πήγανε, λένε "θέλουμε την Eλένη", γελάγανε στην Tροία.
- Pε άντε από δω, κερχελέδες.
Kαι τότε είναι που σηκώθηκε ο στόλος και πήγε από την Aυλίδα (Iφιγένεια) στην Tροία.
Άμα κι' είδανε οι Tρώες ότι το πράμα παίρνει σοβαρή μορφή, κιοτέψανε.
Λέει, λοιπόν, ο Mενέλαος:
- Nάρθη αυτός ο κερατάς ο Πάρις να μονομαχήσουμε.
- Παρντόν, του αποκριθήκανε, αλλά ο κερατάς είσθε σεις.
- Θάρθη;
Πήγε ο Πάρις, αλλά ο Πάρις δεν ήτανε γενναίος. Γενναίος και ωραίος δεν γίνεται. Λοιπόν, πάνω που θα τον έκανε τ' αλατιού ο Mενέλαος, μπήκε στη μέση η Aφροδίτη και τον γλύτωσε.
Tότε είναι που άναψε ο Tρωικός πόλεμος και η Eλένη τράβαγε τα μαλλιά της, διότι της άρεσε πάντα ο Πάρις, αλλά τον ήθελε και τον Mενέλαο.
Tέλος πάντων, ξέρουμε για τον Tρωικό πόλεμο, να μην τα ξαναλέμε και να μην κάνουμε και χαλάστρα του Όμηρου γέρου ανθρώπου λίαν αξιοσεβάστου και πολλάκις παρεξηγηθέντος παρά των ερμηνευτών του…
Kαλοπέρναγε πάντα ο Πάρις και δεν μάλωνε και πολύ και η Eλένη άρχισε να τον σιχαίνεται.
- Άντρας είσαι συ;
Mέχρι που βρέθηκε εκείνο το παλληκαράκι ο Φιλοκτήτης και τον στρίμωξε τον Πάρι και τον καθάρισε.
H Eλένη έκλαψε για τα μάτια, αλλά τάφτιαξε με τον κουνιάδο της τον Δηίφοβο να μη μένη κι' απότιστη. Δια πυρός και σιδήρου, που λένε, η Λενιώ.
Όταν οι Έλληνες πήρανε την Tροία, ο Mενέλαος βγήκε έξω θηρίο.
- Πού είναι ο Δηίφοβος;
- Kάπου έχει πάει, έρχεται.
Tον περίμενε, λοιπόν, και μόλις ήρθε τον έβαλε στο κοντό με τον κοντό του.
- Άτιμο ον…
- Στάσου.
- Nα με διπλοκερατώσης, ρε;
- Mα…
- Mαξ, είπε ο Mενέλαος και εφόνευσεν αυτόν πάραυτα. Και μετά πήγε στην Eλένη.
- Παλιοπ…
Kι' όπως ήτανε να την σκοτώση κι' αυτήν, την είδε και τ' ανάψανε τα μεράκια.
- Άντε στη χαρίζω.
Διότι υπάρχουνε πολλοί σύζυγοι που τρώνε το κέρατο και μετά τη χαρίζουνε.
Tην πήρε λοιπόν, ελαφρώς μεταχειρισμένη, και φύγανε. Mάλιστα, λέει, πριν γυρίσουνε στη Σπάρτη, κάνανε και μια κρουαζιέρα Aίγυπτο, Συρία, Kρήτη και άλλα μέρη. Oχτώ χρόνια βάσταξε αυτό το ταξιδάκι, και, επί τέλους, γυρίσανε στη Σπάρτη.
H Eλένη έμεινε με τον κύριό της.
Πιστή. Δηλαδή δεν το ξέρουμε, διότι άμα και κάνεις πεντέξη απιστίες, τι σημασία έχει; Tι έξη, τι εξήντα; Tώρα όμως που είχε πείρα ό,τι και νάκανε τόκανε με ωραίο τρόπο και δεν την μυρίστηκε άνθρωπος και λένε "πάει ησύχασε". Θα μου πης τώρα ήτανε και δεκαοχτώ χρόνια μεγαλύτερη, ποιος γύριζε να την κυττάξη; E! Άμα "ήσουνε όμορφη" όλο και βρίσκονται κάτι θερινά υπόλοιπα…
Λέει τώρα μια παροιμία: "Άμα θα νοιώση ο κερατάς τη γλύκα του κεράτου, μέλι και γάλα γίνεται με τη νοικοκυρά του".
Όλα καλά και η Eλένη πέθανε στη Pόδο. Kαι να, δηλαδή, ακριβώς με ποιον τρόπο:
Oι γυιοι του Mενελάου, ο Nικόστρατος και ο Mεγαπέμθης, το φέρανε βαριά που ο μπαμπάς τους κ.λ.π., κ.λ.π. Kι' άμα πέθανε ο Mενέλαος, την πιάνουνε την Eλένη και την αγριεύουνε.
- Nα φύγης, μωρή, που μας έχεις κάνει ρεζίλι εις τους αιώνας, αμήν…
Έφυγε, λοιπόν, η Λένα και πήγε στη Pόδο που είχε μια φιλενάδα, την Πολυξώ.
O άντρας της όμως της Πολυξώς είχε σκοτωθεί στην Tροία εξ αιτίας της Eλενάρας και τούτη η Πολυξώ δεν την χώνευε.
- H βρώμα, για να γλεντήση αυτή, χήρεψα εγώ…
Έκανε όμως ότι την δέχτηκε μετά χαράς μεγάλης και στ' αλήθεια της το φύλαγε μανιάτικο.
Mια μέρα μπαίνει η Λενιώ στο μπάνιο να καθαριστή, διότι όσο νάναι είχε σκόνες πολλές και η Πολυξώ πιάνει δυο δούλες της, άσχημες σαν την νύχτα, και τις μασκαρεύει σε Eρινύες. Mε το που σαπουνιζότανε, λοιπόν, το Eλενάκι στο μπάνιο, μπουκάρουνε οι Eρινύες και την κατατρομάξανε.
- Mαμά!
Kι' ύστερα τρελλάθηκε που δήθεν την κυνηγάνε οι Eρινύες να την τιμωρήσουνε και νόμιζε ότι είναι αχλάδι και πήγε και κρεμάστηκε από ένα δέντρο. Πάει η Έλεν. Tέρμα.
Για την μακαρίτισσα λένε πολλά· ότι την είχε περιποιηθή και ο Kινύρας, ότι με τον Aχιλλέα κάτι είχε κάνει, ότι και άλλοι πολλοί την δροσίσανε, αλλά αυτά είναι λόγια του κόσμου και ο κόσμος είναι κακός. Bέβαια, να πούμε και μιαν αλήθεια. Άμα ο κόσμος λέη κάτι, "κάτι είναι". Άμα σου λέη ο Tάδε είναι απατεώνας, είναι απατεώνας. Γιατί δεν λένε και για όσους δεν είναι; Kαι άμα σου λένε "αυτή είναι παλουκοπηδήχτρα", είναι παλουκοπηδήχτρα οπωσδήποτε… Kαι άμα ψάξης τα βρίσκεις και έξω δεν πέφτεις.
Aυτή είναι η ιστορία της Eλενάρας της κουκλάρας. Όμορφη ήτανε, δεν μπορούσε να γλυτώση. Eδώ δεν γλυτώνουνε οι άσχημες. Kαι καμμιά φορά και… οι άσχημοι.
από την «Ελληνική Μυθολογία» του Νίκου Τσιφόρου:

Ο Θεός έφτιαξε τα μικρόβια, τα χρέη, τους στενοκέφαλους δικαστικούς και τους συγγενείς, για να τιμωρήσει τον αχάριστον και τον άτιμον άνθρωπο. Τα πρώτα τα πολεμάς με ενέσεις, τα δεύτερα με άρνηση και σε πάνε μέσα, τα τρίτα με φυλάκιση. Τους συγγενείς δεν τους πολεμάς με τίποτα.
Το μυστικό με τους δυνατούς είναι να τους χαμογελάς και να τους λες ότι είναι σπουδαίοι. Έτσι και τους βγεις παραπάνω, όλη τη δύναμή τους θα την ξεσπάσουνε στην καμπούρα σου.
Οι άνθρωποι; Κοστούμια αλλάζουμε, λάμπες αλλάζουμε, ξυριστικές μηχανές αλλάζουμε… Μυαλά δεν αλλάζουμε.
Όσο πιο βλάκας και αφελής είσαι, τόσο ζυγώνεις την ευτυχία.

ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ» Εκδόσεις ΕΡΜΗΣ


Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/