Ο Λουίς Μπουνιουέλ (Luis Buñuel Portolés, 22 Φεβρουαρίου 1900 – 29 Ιουλίου 1983) ήταν ένας από τους μείζονες σκηνοθέτες του κινηματογράφου. Συνδέθηκε με το κίνημα του υπερρεαλισμού, ενώ κατόρθωσε με το έργο του να διαμορφώσει ένα προσωπικό κινηματογραφικό ύφος. Πολλές από τις ταινίες του θεωρούνται σήμερα κλασικές. Εκτός από τον " κινηματογραφικό αναρχισμό", ο Μπουνιουέλ είχε επίσης Αναρχικές πεποιθήσεις και στα πολιτικά θέματα, κάτι που μπορεί να αντιληφθεί κάποιος κάλλιστα και από το σύνολο της φιλμογραφίας του
Ο Μπουνιουέλ γεννήθηκε στην Καλάντα (Calanda) της Ισπανίας, κοντά στην επαρχία της Αραγώνας, το 1900, αν και τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην πόλη της Σαραγόσα. Ήταν γόνος εύπορης οικογένειας και ανατράφηκε ιδιαίτερα αυστηρά. Είχε την πρώτη του επαφή με τον κινηματογράφο σε ηλικία οκτώ ετών. Την περίοδο 1917-1924 σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Μαδρίτης όπου αρχικά –και κατόπιν προτροπής του πατέρα του– στόχευε στην απόκτηση ενός διπλώματος αγρονόμου μηχανικού. Στην πορεία άλλαξε προσανατολισμό και στράφηκε στη μηχανολογία της βιομηχανίας, ενώ για ένα χρόνο εργάστηκε και στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Μαδρίτης και ειδικότερα στον τομέα της εντομολογίας, όπου ο Μπουνιουέλ είχε μεγάλη κλίση. Η τελευταία του στροφή σημειώθηκε με την απόκτηση διπλώματος φιλοσοφίας με ειδικότητα στην ιστορία. Στη φοιτητική εστία του πανεπιστημίου γνωρίστηκε –μεταξύ άλλων Ισπανών καλλιτεχνών– και με τον ζωγράφο Σαλβαδόρ Νταλί καθώς και με τον ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, με τους οποίους συνδέθηκε φιλικά.
Μετά τις σπουδές του ξεκίνησε να εργάζεται ως βοηθός σκηνοθέτη στο Παρίσι αν και οι γνώσεις του γύρω από τη σκηνοθεσία και τις τεχνικές του κινηματογράφου ήταν ελάχιστες. Η πρώτη του προσωπική κινηματογραφική απόπειρα εκδηλώθηκε με τον Ανδαλουσιανό σκύλο, το 1929, μία ταινία μικρού μήκους, μόλις 17 λεπτών, αμιγώς υπερρεαλιστική. Το σενάριο της ταινίας συνυπογράφει μαζί με τον Μπουνιουέλ και ο Νταλί. Η επόμενη ταινία του Μπουνιουέλ ήταν η Χρυσή Εποχή (1930).
Η περίοδος στην Αμερική
Μετά τον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο και την περίοδο 1939-1945 ο Μπουνιουέλ βρέθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Για ένα διάστημα εργάστηκε στο κινηματογραφικό αρχείο του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη και αργότερα μετακόμισε στο Χόλλυγουντ όπου συμμετείχε στην παραγωγή ταινιών, μεταφορών γνωστών εμπορικών επιτυχιών στα ισπανικά. Μεταξύ άλλων μικρής αξίας ταινιών, συμμετείχε στη δημιουργία κινηματογραφικών έργων με θέμα τον Ισπανικό Εμφύλιο. Είναι γεγονός πως στο Χόλλυγουντ ο Μπουνιουέλ δεν κατάφερε να οικοδομήσει μία σημαντική καριέρα.
Η περίοδος στο Μεξικό
Την περίοδο 1946-1960, ο Μπουνιουέλ εργάστηκε ως σκηνοθέτης στο Μεξικό. Αρχικά παρακινήθηκε να γυρίσει μία ταινία εκεί από τον παραγωγό Όσκαρ Ντάσινγκερς, υπό τον τίτλο Γκραν Καζινό. Ακολούθησαν άλλες 20 ταινίες, οι οποίες γυρίστηκαν ως επί το πλείστον με περιορισμένα μέσα, χαμηλές αμοιβές, στην ισπανική γλώσσα και σε μικρό χρόνο γυρισμάτων, περίπου είκοσι ημερών. Ο Μπουνιουέλ, ωθούμενος από οικονομική ανάγκη, εργάστηκε συχνά σε θέματα που ο ίδιος δεν είχε επιλέξει, ωστόσο, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε, ουδέποτε σκηνοθέτησε μία σκηνή αντίθετη με τις πεποιθήσεις του και την αισθητική του. Η ταινία Ξεχασμένοι από την κοινωνία (Los Olvidados), του 1950, εισέπραξε πολύ θετικές κριτικές στο Φεστιβάλ των Καννών όπου παρουσιάστηκε, ενώ ο Μπουνιουέλ αναγνωρίστηκε ως ένας από τους σημαντικότερους Ισπανούς σκηνοθέτες. Πολλές από τις ταινίες που σκηνοθέτησε στο Μεξικό θεωρούνται σήμερα κλασικές, μεταξύ αυτών ο Εξολοθρευτής Άγγελος (1962), ο Σίμων της Ερήμου (1965) καθώς και η Ναζαρέν(1958).
Η περίοδος στη Γαλλία
Ο Μπουνιουέλ σκηνοθέτησε αρκετές γαλλόφωνες ταινίες στη Γαλλία αμέσως μετά την επιτυχημένη κινηματογραφική παραγωγή του στο Μεξικό. Σε αυτό το διάστημα, δημιούργησε μερικές από τις πιο δημοφιλείς ταινίες του, μεταξύ των οποίων Η ωραία της ημέρας, Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου καθώς και Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας. Λιγότερο γνωστές, αλλά εξίσου σημαντικές, ταινίες της ίδιας περιόδου είναι ο Γαλαξίας και το Φάντασμα της ελευθερίας.
Ο Μπουνιουέλ αποσύρθηκε από τον κινηματογράφο το 1977 και στα επόμενα χρόνια ολοκλήρωσε την αυτοβιογραφία του. Πέθανε το 1983 στο Μεξικό από κίρρωση του ήπατος.
Φιλμογραφία
Το Σκοτεινό Αντικείμενο του Πόθου (Cet obscur objet du désir) (1977)
Το Φάντασμα της Ελευθερίας (Le fantôme de la liberté) (1974)
Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας (Le charme discret de la bourgeoisie (1972)
Τριστάνα (Tristana) (1970)
Ο Γαλαξίας (The Milky Way) (1969)
Η Ωραία της Ημέρας (Belle de jour) (1967), βραβείο Χρυσού Λέοντα στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Βενετίας
Ο Σίμων της ερήμου (Simón del desierto) (1965), ειδικό βραβείο της επιτροπής στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Βενετίας
Το ημερολόγιο μιας καμαριέρας (Le journal d'une femme de chambre) (1964)
Εξολοθρευτής Άγγελος (El ángel exterminador) (1962)
Βιριδιάνα (Viridiana) (1961), βραβείο Χρυσού Φοίνικα στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών
Μετά τον βιασμό (The Young One) (1960), ειδική μνεία στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών
Ο πυρετός ανεβαίνει στο Ελ Πάο / Διεφθαρμένη δημοκρατία (La fièvre monte à El Pao) (1959)
Ναζαρέν (Nazarín) (1959), διεθνές βραβείο στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών
Οι πέντε φυγάδες (La mort en ce jardin) (1956)
Εραστές του αύριο (Cela s'appelle l'aurore) (1955)
El río y la muerte (1955)
Η εγκληματική ζωή του Αρτσιμπάλντο Ντε Λα Κρουθ (Ensayo de un crimen) (1955)
Ροβινσών Κρούσος (Robinson Crusoe) (1954)
Abismos de pasión (1954)
La ilusión viaja en tranvía (1954)
Αυτός (El) (1953)
Το κτήνος (El bruto) (1953)
Una mujer sin amor (1952)
Ανέβασμα στον ουρανό (Subida al cielo) (1952)
La hija del engaño (1951)
Κυλισμένη στο βούρκο / Σουζάνα, η διεφθαρμένη (Susana) (1951)
Ξεχασμένοι από την κοινωνία / Λος Ολβιδάδος (Los olvidados) (1950), βραβείο καλύτερου σκηνοθέτη στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών
El Gran Calavera (1949)
Γκραν Καζινό (Gran Casino) (1947)
Γη χωρίς ψωμί (Las Hurdes) (1933)
Χρυσή εποχή (L'Âge d'Or) (1930)
Ανδαλουσιανός σκύλος (Un chien andalou) (1929)
ΤΑΙΝΙΕΣ
Η ΚΡΥΦΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑΖΙΑΣ (1972)
- La Charme discret de la bourgeoisie
Μια επαναστατική ταινία, ένα γκροτέσκο-σουρεάλ καρναβάλι απο έναν αναρχικό σκηνοθέτη
1972 : Και ενώ η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου ανακοινώνει ανάμεσα στις υπόλοιπες υποψηφιότητες, την ταινία του Luis Bunuel ‘‘La Charme discret de la bourgeoisie» υποψήφια για το ξενόγλωσσο Oscar ,o 72χρονος τότε σουρεαλιστής σκηνοθέτης δηλώνει στους μεξικανούς δημοσιογράφους πως είναι σίγουρος οτι θα κερδίσει το Oscar εφόσον αναγκάστηκε να πληρώσει την Ακαδημία 25.οοο δολάρια και πως οι Αμερικάνοι αν και με πολλά ελαττώματα, τον λόγο τους τον τηρούν. Στο Hollywood δημιουργήθηκε πανικός και ο παραγωγός της ταινίας ανέλαβε το τιτάνιο έργο να κατευνάσει τα πνεύματα. Κυρίες και Κύριοι, »Η Κρυφή Γοητεία της Μπουρζουαζίας» του Luis Bunuel και το Oscar Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Έξι μεγαλοαστοί καταβάλουν φιλότιμες προσπάθειες να ολοκληρώσουν ένα δείπνο αλλά πάντα κάτι τους διακόπτει. Ένας ξαφνικός θάνατος στο εστιατόριο, μια ομάδα αλεξιπτωτιστών που κάνουν στρατιωτική άσκηση. Και εκεί που νομίζουν οτι θα τα καταφέρουν σηκώνοντας τα μαχαιροπίρουνα τους, συνειδητοποιούν ότι βρίσκονται πάνω σε μια θεατρική σκηνή. Το κοτόπουλο είναι από λάστιχο και το κοινό τους γιουχάρει ως ηθοποιούς που ξέχασαν τα λόγια τους. Όνειρα και εφιάλτες ταράζουν τους δειπνούντες των οποίων η ευγενική αλλά απολύτως ασήμαντη δραστηριότητα είναι καταδικασμένη να εξαντλείτε σε ένα αδιέξοδο. Η πραγματικότητα και η ψευδαίσθηση αρχίζουν να συγχωνεύονται, δημιουργώντας έναν σουρεαλιστικό κινηματογραφικό σύμπαν, με σκοπό να ειρωνευτεί την υποκρισία της μεγαλοαστικής τάξης και τις εκλεπτυσμένες τους πόζες σε κάθε κοινωνική περίσταση.
Το σενάριο του Bunuel σε συνεργασία με τον Jean Claude Carriere είναι ένα ριζοσπαστικό ποίημα που δεν εννοεί τίποτα απλά υπάρχει. Η πλειάδα των εξαιρετικών ηθοποιών μοιάζει να συνοδεύεται από τις προεκτάσεις των αξέχαστων ρόλων που έχουν ενσαρκώσει σε προηγούμενες ταινίες. Η Delphine Seying μας θυμίζει το »Πέρυσι στο Μαριενμπάντ » (1961), η Stephane Audran κουβαλά μαζί της την εικόνα της μπουρζουαζίας απο τις ταινίες του Claude Chambrol και ο Fernando Rey θυμίζει τον »Άνθρωπο απο την Γαλλία» (1971). Και έτσι ο Bunuel κατάφερε να θορυβήσει λιγότερο τον θεατή οπτικά σε σχέση με προηγούμενες ταινίες του, και να τον παρασύρει πιο εύκολα στο σουρεαλιστικό σύμπαν της ταινίας. Άλλωστε κατάφερε να αντιμετωπίσει τους πρωταγωνιστές του τόσο αποστασιοποιημένα και αδιάφορα-ποτέ όμως ενοχλητικά για τον θεατή-που τους χάρισε την απόλυτη ελευθερία να είναι διαφορετικοί σε κάθε νέα σκηνή!
Πληθώρα βραβείων απο ενώσεις, η ταινία έφθασε μέχρι και τα Oscar κερδίζοντας υποψηφιότητα για το σενάριο της και φυσικά το Oscar Ξενόγλωσσης ταινίας για την Γαλλία. Με την »Κρυφή Γοητεία….» ο Μεξικανός σκηνοθέτης έφερε πάλι τα πάνω κάτω στον κινηματογράφο, τάραξε τα νερά του Γαλλικού σινεμά της δεκαετίας του ’70 και υπενθύμισε την υπέροχη αισθητική του. Διαπιστευμένος πολύνωρίτερα ως αναρχικός, ανατρεπτικός και αντισυμβατικός καλλιτέχνης, έστρωσε κομψά ένα τραπέζι, σέρβιρε ένα στεγνό και πικάντικο δείπνο στους μοχθηρούς μεγαλοαστούς του και παρέδωσε μαθήματα ηθικής υποστηρίζοντας πως το να χαιρόμαστε με την κακοτυχία του άλλου είναι μια ευχαρίστηση που εύκολα μαθαίνεται. Άλλωστε όσο πιο άπιαστος ο στόχος τόσο πιο επιτακτικός ο ηθικός νόμος.
Αχιλλέας Βασιλείου.
Το Σκοτεινό Αντικείμενο του Πόθου - That Obscure Object of Desire
Το «Σκοτεινό Αντικείμενο του Πόθου» (1977) αποτελεί το κύκνειο κινηματογραφικό του αριστούργημα. Βασίζεται σε ένα μυθιστόρημα του Πιερ Λουίς (1870- 1925) «Η Γυναίκα και το Νευρόσπαστο» και πραγματεύεται το αγαπημένο θέμα της μεγάλης οθόνης, αυτό του μοιραίου θηλυκού και τις «οδύνες» που αυτό προκαλεί στους απανταχού μπουνταλάδες που τρέχουν πίσω από το φουστάνι του, ως άλλα άμυαλα κοκόρια.
Ο Μπουνιουέλ καταφέρνει να διεισδύσει βαθύτερα από την επιδερμική επιφάνεια, φτάνοντας μέχρι την καρδιά που αποτελεί την πεμπτουσία της ύπαρξης μας. Εκεί θα ανακαλύψει τα μύχια της ανθρώπινης ανασφάλειας και του παθιασμένου ερωτικού δράματος που μπορεί να οδηγήσει στην παραφροσύνη.
ΣΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΤΗΣ ΚΟΝΤΣΙΤΑ
Μεταφερόμαστε βιαστικά σε ένα βαγόνι αμαξοστοιχίας που οδεύει ολοταχώς από το Παρίσι στη Μαδρίτη, πάνω στην ώρα για να μη χάσουμε λέξη από την ενδιαφέρουσα εξιστόρηση της ερωτικής ζωής, του μεγαλοαστού επιχειρηματία Ματιέ Φαμπέρ(Φερνάντο Ρέι).
Μαζί με τους υπόλοιπους συνεπιβάτες μας, ενός δικαστή, μίας κυρίας με τη θυγατέρα της και ενός νάνου που ασκεί το επάγγελμα του ψυχολόγου, βλέπουμε έκπληκτοι τον κύριο Ματιέ να μπουγελώνει με έναν κουβά με παγωμένο νερό, μία πανέμορφη νεαρά. Σαστισμένοι τον ακούμε με αγωνία να μας διηγείται τους λόγους που τον οδήγησαν σε τούτη τη φαινομενικά παράλογη πράξη….
Κάποια χρόνια πίσω και εν μέσω τρομοκρατικών χτυπημάτων που συγκλονίζουν την ισπανική καθημερινότητα, ο Ματιέ γευματίζει στο σπίτι ενός φίλου του δικαστικού, συζητώντας για την επερχόμενη δίκη ορισμένων μελών μίας τρομοκρατικής οργάνωσης που ακούει στο όνομα «Οι Οπλισμένες Επαναστατικές Ομάδες Των Παιδιών Του Ιησού», η οποία μεταξύ των άλλων ευθύνεται για την αεροπειρατεία και την ανατίναξη ενός αεροπλάνου τύπου Jumbo.
Εκεί για πρώτη φορά, χάνει τα λογικά του, όταν αντικρύζει τα θεσπέσια μάτια της δισυπόστατης γοητευτικής καμαριέρας, Κοντσίτα (Καρόλ Μπουκέ και Άντζελα Μολίνα). Η Κοντσίτα είναι 18 χρονών, πρώην χορεύτρια και αμέσως κατορθώνει να σαγηνεύσει τον οικονομικά ευκατάστατο Ματιέ με τα καπρίτσια της.
Αφού φροντίζει πρώτα να τον παγιδέψει στους ιστούς της πλεκτάνης της, τον εγκαταλείπει στα κρύα του λουτρού, καθώς παραιτείται από τη θέση της καμαριέρας και σβήνει κάθε ίχνος πίσω της.
Ο Ματιέ απογοητεύεται, μα ο έρωτας του αναζωπυρώνεται όταν «τυχαία» συναντάει και πάλι την αγαπημένη του Κοντσίτα, σε ένα θέρετρο στην Ελβετία, αφού βέβαια πέφτει θύμα ληστείας από τους φοιτητές φίλους της, οι οποίοι του αποσπούν ακριβώς 800 φράγκα, όσο δηλαδή κοστίζουν και τα εισιτήρια επιστροφής τους στη Γαλλία.
Χωρίζουν για ακόμη μία φορά, μα το ερωτικό γαϊτανάκι συνεχίζεται πίσω στο Παρίσι, όπου ο πλούσιος Φαμπέρ πετυχαίνει για τρίτη φορά την κατά 40 χρόνια νεότερη του Ισπανίδα, τούτη τη φορά, σε ένα ακριβό ρεστοράν, όπου εκείνη εργάζεται στο τμήμα της γκαρνταρόμπας του μαγαζιού.
Την επισκέπτεται στο σπίτι όπου ζει μαζί με τη μητέρα της, σε μία φτωχογειτονιά του Παρισιού και προθυμοποιείται να τις βοηθήσει οικονομικά, αναλαμβάνοντας τις διάφορες υποχρεώσεις που έχουν. Είναι σφόδρα ερωτευμένος μαζί της και επιθυμεί να την παντρευτεί. Η Κοντσίτα είναι διχασμένη. Έχει ανάγκη τα λεφτά του, μα από την άλλη φοβάται ότι μόλις του δοθεί ολοκληρωτικά, εκείνος θα χάσει το ενδιαφέρον του για αυτή.
Η διαφύλαξη της παρθενίας της αξίζει όλα τα χρήματα του κόσμου και φροντίζει να του το διασαφηνίσει με απόλυτη ευκρίνεια, αφήνοντας τον να ονειρεύεται την ακόλαστη ερωτική συνεύρεση μαζί της. Η καλύτερη προστασία απέναντι σε ένα ξαναμμένο αρσενικό είναι ο αδιάρρηκτος κορσές της αγνότητας που καλύπτει το επίμαχο σημείο του καθωσπρεπισμού της.
Ο Ματιέ έχει πέσει στη φάκα και δε μπορεί να κάνει τίποτα. Δε βρίσκει εξήγηση στη συμπεριφορά της όμορφης Ισπανίδας. Από τη μία του κάνει τα γλυκά μάτια, υποσχόμενη να του χαρίσει ότι πολυτιμότερο διαθέτει και από την άλλη εφευρίσκει ακατάπαυστα δικαιολογίες, παρατώντας τον πάνω στην πιο «κρίσιμη» για ένα αρσενικό –έστω και γερασμένο πια -, ώρα.
Το ιδιότροπο ερωτικό κυνηγητό συνεχίζεται για τελευταία φορά στη γενέτειρα της νεαρής χορεύτριας, στη Σεβίλλη, όπου η μοίρα προκαλεί τον Φαμπέρ να προσπαθήσει και πάλι. Εκείνος εκτός από τον σάκο με τα εκρηκτικά, μεταφέρει τις φρούδες ελπίδες του, μα πάνω από όλα τον ασίγαστο έρωτα του.
Της αγοράζει σπίτι και εκείνη τρισευτυχισμένη ανταποκρίνεται με θέρμη στην μέγιστη εκδήλωση της αγάπης του. Επιτέλους η μεγάλη στιγμή του δοσίματος και της ένωσης έχει φτάσει. Ο Ματιέ είναι εκστασιασμένος, μα αλίμονο ο έρωτας δεν προορίζεται για αυτόν που έχει πετύχει τόσα στον κόσμο των επιχειρήσεων και του κεφαλαίου.
Η Κοντσίτα, όχι μόνο τον απαρνείται, μα τον διώχνει από το σπίτι που της χάρισε, επιλέγοντας να τον ταπεινώσει, κάνοντας έρωτα μπροστά στα μάτια του με τον κρυφό φίλο της. Τον περιπαίζει συνεχώς, αυτή η δαιμόνια χορεύτρια που με τις καμπύλες και τα θέλγητρα της καθηλώνει τους θαμώνες σε πλείστα νυχτερινά μαγαζιά.
Ο Ματιέ το παίρνει απόφαση ότι δεν πρόκειται ποτέ του να γευτεί από την πολυπόθητη πηγή των ονείρων του. Πριν μαζέψει τα μπογαλάκια του και γίνει καπνός, με τον πιστό μπάτλερ του παρέα, ξυλοκοπεί και βιάζει τη δύστροπη Κοντσίτα, κερδίζοντας με τη βία αυτό που δε μπόρεσαν να κατακτήσουν τα λεφτά και οι «αγαθοεργίες» του.
Η σχέση τους ωστόσο βασίζεται στην εξάρτηση. Έχουν ανάγκη ο ένας την άλλη. Εκείνη τον ακολουθεί στο βαγόνι, εκλιπαρώντας τον να γυρίσει πίσω, κοντά της. Τον αγαπάει, θα του δοθεί με τη βούληση της, όλα όσα έκανε ήταν απόρροια του φόβου της ότι θα τη βαρεθεί σύντομα μόλις του χαρίσει τα πάντα.
Σμίγουν ξανά και αυτή τη φορά ίσως όλα να είναι διαφορετικά. Ίσως καταφέρουν να αγαπηθούν πραγματικά, όμως η τρομοκρατική έκρηξη της υδρογονοβόμβας στη τελική σκηνή της ταινίας, ολοκληρώνει μαζί με την αφήγηση και το ερωτικό δράμα της ιστορίας μας.
Το κυνηγητό τους όμως δε θα πάψει να συνεχίζεται στο διηνεκές, σε ένα υπερβατό επίπεδο..
Η ΜΠΟΥΝΙΟΥΕΛΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ
Ο παράφορος έρωτας, όπως και η σκοτεινή εσωτερικότητα που ενυπάρχει στον καθένα μας, παίζοντας τον ρόλο του προσωπικού μας δυνάστη, είναι ζητήματα που απασχόλησαν τον Μπουνιουέλ κατά τη διάρκεια της έξοχης καριέρας του. Στο «Σκοτεινό Αντικείμενο του Πόθου», ουσιαστικά έχουμε μία σύνοψη των ευρημάτων του σκηνοθέτη, καθώς οι χαρακτήρες του φιλμ δεν είναι παρά οι συνεχιστές της πνευματικής του αναζήτησης από προηγούμενες ταινίες του.
Η Κοντσίτα είναι η καμαριέρα του «Ημερολογίου μίας καμαριέρας», ο Ματιέ ο θείος της «Βιριδιάνα» και ο κηδεμόνας του «Τριστάνα», ο πιστός μπάτλερ του Φαμπέρ είναι ο υπηρέτης στο «Ελ», ενώ τέλος ο νάνος που ειδικεύεται στη ψυχολογία, αλλά στην πραγματικότητα δε γνωρίζει τίποτα για το απύθμενο βάθος και την άβυσσο που ενδημεί στην ανθρώπινη καρδιά, συνιστά το μπουνιουελικό σύμβολο του «δογματισμού της προφάνειας» και επιλέγεται να είναι νάνος ακριβώς για να αναδειχτεί η ανεπάρκεια της καρτεσιανής λογικής που τα θέλει όλα σαφή και προφανή.
Το χάος που κυριαρχεί γύρω μας δε θα μπορούσε να αποδοθεί καταλληλότερα, από τα σουρεαλιστικά τρικ με το γουρουνάκι φετίχ και του αγνώστου προέλευσης σάκου με τον δυναμίτη που θα σκάσει μονάχα στο τέλος.
Ο άκρατος έρωτας και η καταδίωξη του πλούσιου γέρου με την «σατανική» προλετάρια παραπέμπει σαφώς στη «Χρυσή Εποχή» (1930), ένα από τα πρώτα έργα του.
Αρχικά ο ρόλος της Κοντσίτα είχε προταθεί στη Μαρία Σνάιντερ, η οποία ωστόσο μόλις αντιλήφθηκε τις δυσκολίες που είχε ο ρόλος, τον απέρριψε μεμιάς και αποχώρησε κακήν κακώς.
Πράγματι το να υποδυθείς έναν χαρακτήρα με δισυπόστατη προσωπικότητα και να προσπαθείς να αναδείξεις διαρκώς το καλό και κακό κομμάτι του εαυτού του είναι σχεδόν ακατόρθωτο από έναν και μόνο ηθοποιό.
Όμως αν το καταφέρεις, τότε συνταιριάζεις το αγγελικό με το διαβολικό στα πρότυπα της Χεγκελιανής διαλεκτικής, όπως γίνεται αντιληπτό στο ηθικό επίπεδο από τον Ζωρζ Μπατάιγ: το καλό και το κακό είναι αναγκαία για την πλήρη ηθική συνύπαρξη ενός ατόμου.
Ο Μπουνιουέλ το κατάλαβε γρήγορα και επέλεξε δύο ηθοποιούς για να ερμηνεύουν την σαγηνευτική Ισπανίδα. Η Καρόλ Μπουκέ την «αθώα» αγγελική της πλευρά και η αισθησιακή Άντζελα Μολίνα τη σκοτεινή, όλο μυστήριο και δηλητήριο γυναίκα.
Με αυτό τον τρόπο ο βασανιστικός έρωτας ενσαρκώθηκε στα μάτια ενός διπρόσωπου θηλυκού Ιανού που εκστασιάζεται μονάχα όταν παιδεύει τον αφελή στα παιχνίδια του έρωτα επιχειρηματία.