ΙΩΑΝΝΑ ΒΛΑΧΟΥ - ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ "ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΔΑΦΝΗΣ"

  Βίντεο : Ιωάννα Βλάχου 


ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΔΑΦΝΗΣ:ANIMA DOLENS
Είναι η ψυχή μου αλύτρωτα σφιχτά σφιχτά δεμένη με ό,τι περνάει και χάνεται και με ό,τι αργοπεθαίνει… Και ξέρω από τι πέθανε το ρόδο εχτές το βράδυ, πού πάει ο αχνός που υψώνεται επάνω απ’ τα νερά, για πού αρμενίζουν τα πουλιά που εδιάβηκαν ομάδι με τα γλυκολαλήματα με τ’ άσπρα τους φτερά. Νιώθω των ήσκιων τους χορούς στη λίμνη επάνω επάνω, ξέρω τι κλαίει ο άνεμος στο κούφιο το δεντρί, τι ψάλλει η πικροθάλασσα με το σκοπό τον πλάνο, όταν βογγάει και δέρνεται στον άμμο τον πλατύ. Κι ακόμα ξέρω πιο καλά και νιώθω απ’ όλα πρώτα τι λέει η καμπάνα η πένθιμη όταν αργά λαλεί, στις ώρες που χλωμιάζουνε του δειλινού τα φώτα, στις ώρες που ένας θάνατος του ανθρώπου είναι η ζωή. Με ό,τι περνάει και χάνεται, και μ’ ό,τι αργοπεθαίνει, είναι η ψυχή μου αλύτρωτα σφιχτά σφιχτά δεμένη…



Δάφνης Στέφανος[1882-1947]

Ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος (Άργος - Αθήνα).
Στέφανος Δάφνης είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο του Θρασύβουλου Ζωιόπουλου. Γεννήθηκε στο `Αργος το 1882 και σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Εργάστηκε πρώτα ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση και αργότερα διορίστηκε τμηματάρχης στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Από πολύ νωρίς επιδόθηκε στη λογοτεχνία, γράφοντας κυρίως ποιήματα.

Ήδη από το 1911 ο Δάφνης δημοσίευσε την πρώτη ποιητική του συλλογή με τίτλο “Ο ανθισμένος δρόμος”. Η δεύτερη ποιητική του συλλογή “Το ανοικτό παράθυρο” (1920), βραβεύτηκε στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό.

Ο Δάφνης συνεργάστηκε και με πολλές εφημερίδες της εποχής, όπως την “Ακρόπολιν”, τους “Καιρούς” κ.ά. Εκτός από ποιητικές συλλογές , ο Δάφνης δημοσίευσε και κάποια θεατρικά έργα. Σύζυγος του ήταν η ποιήτρια Αιμιλία Δάφνη. Πέθανε στην Αθήνα το 1947.

Ποιητικά έργα:

Ο ανθισμένος δρόμος (1911)
Ανοιχτό παράθυρο (1920) (βραβείο στο Φιλαδέλφεια ποιητικά διαγωνισμό).

Θεατρικά μονόπρακτα:

"Πατρικό σπίτι"
"Σπαραγμός"βραβευμένα και τα δύο από την Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων)
"Ο τυχερός"
"Της φυλακής"
"Το αγριογούρουνο" (βραβείο Κοτοπούλειου διαγωνισμού).

Θεατρικά τρίπρακτα:

"Το τραγούδι της καρδιάς"
"Ο Δον Ζουάν στο χωριό"

Λιμπρέτο της μουσικής κωμωδίας "Στην πόρτα του μοναστηριού".


Μυθιστόρημα του με θέμα τη ζωή του Γ. Βιζυηνού που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα "Τύπος" (1939) με τίτλο: "Με τον προβολέα της ιστορίας. Γεώργιος Βιζυηνός, ο ραψωδός της Θράκης. Η μυθιστορηματική ζωή του και το τραγικό τέλος του ποιητή των Ελληνικών Θρύλων, του έρωτα, της φιλίας και όλης της συγχορδίας του ανθρώπινου πόνου".

Διηγήματα, ιστορήματα, συνεντεύξεις με λόγιους, έρευνες για πνευματικά, γλωσσικά ή κοινωνικά προβλήματα, λογοτεχνικές ή επιστημονικές επικαιρότητες, μεταφράσεις είναι σκορπισμένα σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά.

Ο Στ. Δάφνης δημοσίευσε αρκετά διηγήματα σε διάφορα περιοδικά της εποχής του, στα οποία υπάρχουν πολλά ηθογραφικά στοιχεία και κατάλοιπα ρομαντισμού. Πολλά από αυτά είναι αναπλιώτικα ( Ο ονειροκρίτης, Αίμα στον κάμπο, Το αγρίμι, Ο ξένος των Χριστουγέννων, Φρυκτωρία, Ο Αρχάγγελος, Το μυστικό των Λοδεράνων, μια τουρκοβενετσιάνικη ιστορία). Επίσης, έγραψε αρκετά μονόπρακτα (Της φυλακής, όπου ζωντανεύει τη βασανισμένη ζωή των κρατουμένων στο Παλαμήδι, Το πατρικό σπίτι, Ο σπαραγμός, που βραβεύτηκε από την Εταιρεία Θεατρικών Συγγραφέων, Το αγριογούρουνο, Το τραγούδι της καρδιάς, ερωτικό δράμα). Αν και είναι γνωστός ο Σπ. Δάφνης περισσότερο ως πεζογράφος, εν τούτοις η ποίησή του είναι ανώτερη από το πεζογραφικό και θεατρικό του έργο.

Η ποιητική δημιουργία του Στέφανου Δάφνη διακρινόταν για την ευγένεια των αισθημάτων και την ειλικρινή έμπνευση και για τους μελωδικούς στίχους της που ήταν σμιλεμένοι με τους καθιερωμένους τεχνικούς κανόνες.

ΤΑ ΡΟΔΑ

Το κατάλευκα τα ρόδα τα θλιμμένα και στερνά
ξεφυλλίσανε και πάνε χτες το βράδυ με τ’ αστέρια,
μάταια πρόσμεναν ως τόσο τα χαϊδέματα τ’ αχνά
από τ’ άσπρα σου τα χέρια.

Δε σου εστόλισαν την κόμη σε χορούς και σε γιορτές
και στο γνώριμο ανθογυάλι δεν αφήσανε το μύρο,
κι ήταν τόσο απελπισμένα όταν ήρθε η αύρα χτες
και τα σκόρπισε τριγύρω…

Τα κατάλευκα τα ρόδα πόσο μοιάζουν τις καρδιές
που ραγίζονται και σπάνε μες τα στήθη αιματωμένες,
δίχως να γνωρίσουν κάποιες ερωτόθυμες βραδιές
και στιγμές ευτυχισμένες.

Στο κρυστάλλινο ανθογυάλι της γλυκύτατης ζωής
δε σκορπίζουν της αγάπης και της νιότης των τα μύρα,
κι έρχεται μονάχα κάποιος αδελφός και λυτρωτής
από μια κλεισμένη θύρα,

κι από κάτου απ’ τα φτερά του που τ’ απλώνει στοργικά
οι καρδιές οι πληγωμένες σταματούν και δε χτυπάνε,
σαν τα κάτασπρα τα ρόδα που πεθαίνουνε γλυκά
και σωριάζονται και πάνε…


Ο Στ. Δάφνης δημοσίευσε αρκετά διηγήματα σε διάφορα περιοδικά της εποχής του, στα οποία υπάρχουν πολλά ηθογραφικά στοιχεία και κατάλοιπα ρομαντισμού. Πολλά από αυτά είναι αναπλιώτικα ( Ο ονειροκρίτης, Αίμα στον κάμπο, Το αγρίμι, Ο ξένος των Χριστουγέννων, Φρυκτωρία, Ο Αρχάγγελος, Το μυστικό των Λοδεράνων, μια τουρκοβενετσιάνικη ιστορία). Επίσης, έγραψε αρκετά μονόπρακτα (Της φυλακής, όπου ζωντανεύει τη βασανισμένη ζωή των κρατουμένων στο Παλαμήδι, Το πατρικό σπίτι, Ο σπαραγμός, που βραβεύτηκε από την Εταιρεία Θεατρικών Συγγραφέων, Το αγριογούρουνο, Το τραγούδι της καρδιάς, ερωτικό δράμα). Αν και είναι γνωστός ο Σπ. Δάφνης περισσότερο ως πεζογράφος, εν τούτοις η ποίησή του είναι ανώτερη από το πεζογραφικό και θεατρικό του έργο. Σημειώνουμε την πρώτη του ποιητική συλλογή Ο ανθισμένος δρόμος (1911), Το ανοιχτό παράθυρο (1920), που τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο του Φιλαδέλφειου Ποιητικού Αγώνος, κ.ά.

Επίσης, αξίζει να μνημονεύσουμε τα δώδεκα σονέτα με τον γενικό τίτλο Ο κύκλος της χαράς και του πόνου. Στη συλλογή αυτή ανήκει και το σονέτο Άργος, στο οποίο μαρτυρεί την αργείτικη καταγωγή του.

Άργος

Ακόμη στ’ όνομά σου τρέμει, ακόμη
του Σκάμαντρου το θείο στοιχειό, Πατρίδα,
κι ομπρός στο Ορέστη ακόμη τη λεπίδα
της Τραγωδίας ορθή πετιέται η κόμη!

Του ριζικού σου δόξα ως πέρα οι δρόμοι
και το πλοίο σου νικάει την καταιγίδα,
κι ευτυχισμένο, ως πάει, γεμάτο ελπίδα,
το κυβερνούν του Ομήρου οι στίχοι – οι νόμοι.

Χαρά μου, που τα χτύπησε ο δικός σου
αέρας, πρώτη αυγή, τα βλέφαρά μου!
Χαρά μου, στον κύκλο του φωτός σου

με δένει, σαν ευχή και σαν κατάρα,
από το χώμα ανεβατή στα κόκκαλά μου
προγονική η ατρειδική λαχτάρα!

Ο Στέφανος Δάφνης, σεμνός και ταπεινός, άνθρωπος χαμηλών τόνων που απέφευγε την προβολή και δημοσιότητα, άφησε πολλά κείμενά του διάσπαρτα σε λογοτεχνικά και άλλα περιοδικά και εξακολουθούν να είναι σκόρπια.

Ο ΑΝΘΙΣΜΕΝΟΣ ΔΡΟΜΟΣ Βιβλίο του Στέφανου Δάφνη που εκδόθηκε το 1911 με τις ποιητικές συλλογές: Ψυχή

ANIMA DOLENS

Είναι η ψυχή μου αλύτρωτα
σφιχτά σφιχτά δεμένη
με ό,τι περνάει και χάνεται
και με ό,τι αργοπεθαίνει…

Και ξέρω από τι πέθανε
το ρόδο εχτές το βράδυ,
πού πάει ο αχνός που υψώνεται
επάνω απ’ τα νερά,
για πού αρμενίζουν τα πουλιά
που εδιάβηκαν ομάδι
με τα γλυκολαλήματα
με τ’ άσπρα τους φτερά.

Νιώθω των ήσκιων τους χορούς
στη λίμνη επάνω επάνω,
ξέρω τι κλαίει ο άνεμος
στο κούφιο το δεντρί,
τι ψάλλει η πικροθάλασσα
με το σκοπό τον πλάνο,
όταν βογγάει και δέρνεται
στον άμμο τον πλατύ.

Κι ακόμα ξέρω πιο καλά
και νιώθω απ’ όλα πρώτα
τι λέει η καμπάνα η πένθιμη
όταν αργά λαλεί,
στις ώρες που χλωμιάζουνε
του δειλινού τα φώτα,
στις ώρες που ένας θάνατος
του ανθρώπου είναι η ζωή.

Με ό,τι περνάει και χάνεται,
και μ’ ό,τι αργοπεθαίνει,
είναι η ψυχή μου αλύτρωτα
σφιχτά σφιχτά δεμένη…

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Ύφαινε πέπλους, ύφαινε, και ντύσε αχνά, ω Σελήνη,
τα κυπαρίσσια τ’ άχαρα και τα καμπαναριά,
μην απολείψει τίποτε μες στη φωτοπλημμύρα
που να μην πάρει ολόλευκη και ξωτική θωριά.

Στα νυχτολούλουδα που αργά ανοίγουν τ’ άλικα άνθια
και πίσω από τους φράχτες των με δίψα καρτερούν,
στη λίμνη που άνοιξαν λευκά τα νούφαρα και τρέμουν
κι ως πεταλούδες πρόσχαρες το φως σου λαχταρούν.

Στή Θάλασσα που νείρεται κι αδιάκοπα σαλεύει
τις αργυρές δαντέλλες σου ν’ απλώσεις τεχνικά,
και τις βαρκούλες που περνούν και χάνονται στα μάκρη
δείξε σαν κάποια αέρινα πουλιά και θρυλικά.

Μέσα απ’ τις γρίλιες πέρασε και απλώσου ερωτεμένη
σε κρεβατάκια κάτασπρα, σε μάτια σφαλιστά,
στα χείλη τα κοράλλινα που ψιθυρίζουν πόθους,
στα στήθη τ’ αλαβάστρινα και τα μισοκλειστά.

Στο δρόμο τον ερημικό που εστέναξε η κιθάρα
κι ανέβη κι ετρεμούλιασεν ένας καημός κρυφός,
στα πάντα απόψε ας απλωθεί, κι ας λάμψει κι ας γιορτάσει
το μελιχρό σου φως!

Κι ακόμα επάνω απ’ το μικρό κι αγαπημένον τάφο
με το Σταυρό που ολόγυρα περίπλεξε ο κισσός,
άναψε εκεί τις άυλες κι ουράνιες σου λαμπάδες
όταν σε φέρει επάνω του ο δρόμος σου ο χρυσός.

Κι απόψε που όλα χαίρονται και πίνουν φως και λάμπουν
κάμε την άσπρη πλάκα του να λάμπει αστραφτερά,
μέσα κοιμάται μια καρδιά που είχε πολύ αγαπήσει
το φως και τη χαρά…


ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ ΜΟΥ

Ένα τραγούδι επόθησα να υψώσω πάλι ως ύμνον!
απόψε τόσο είναι έμορφη και ξάστερη η βραδιά,
τόσο καλά και ειρηνικά η σκέψη μου αρμενίζει
κι έτσι χτυπάει παράξενα στα στήθη μου η καρδιά.

Να ειπώ για τις παιδιάτικες χαρές στη λίμνη γύρω,
με τις ιτιές που εγέρνανε οι αιώνιες στα νερά,
και με τους κύκνους που άνοιγαν, οι ανάερες βαρκούλες,
μες στα θαμπά χαράματα τα ολάσπρα των φτερά.

Ένα τραγούδι! Να μιλεί για κάποια περασμένα
για των αγρών την όμορφη με τα χρυσά μαλλιά,
για κάποιο δείλι, που απαλά στα ρείκια καθισμένοι
τα χέρια μόνο εσφίγγαμε κι αλλάζαμε φιλιά.

Ένα τραγούδι! Ν’ απλωθεί στο ανάκρουσμα της λύρας
όλο της νιότης τ’ όραμα το ρόδινο κι αχνό,
ν’ αστράψει εμπρός στα μάτια μου, ωσάν το βόρειο σέλας
που ορμάει κι εναγκαλίζεται τον άπειρο ουρανό!

Ένα τραγούδι! Που η Χαρά, η Ελπίδα και η Αγάπη,
(Ωκεανίδες πρόθυμες στην άκρη ενός γιαλού)
να ‘ρθουν απ’ των παραμυθιών τις χώρες ναν το ψάλλουν
με το ρυθμό του κύματος στο φύσημα του αυλού.

Κι έτσι σα βάρδος να χαρώ τα περασμένα πάλι,
να νιώσω, ως πρώτα, μέσα μου να πλημμυράει η καρδιά,
ενώ θα ζώνει μυστικά τα ουράνια ο Γαλαξίας
και θα σκορπάει τα μάγια της περίγυρα η βραδιά!


Οι Δώδεκα Ώρες,

ΦΥΛΛΑ

Άνθρωποι εμείς, σαν τα χειμέρια φύλλα
απ’ τους ενάντιους άνεμους σκορπούμε·
μας πάνε από τη Χάρυβδη στη Σκύλλα,
και ζούμε όσο τα φύλλα μόνο, αν ζούμε…

Στου αγνώστου την πυκνότατη μαυρίλα,
μοιραίοι τυφλοί, το δρόμο αναζητούμε,
και μόνο απ’ της ψυχής μας την καντήλα
παίρνουμε λίγο φως και προχωρούμε.

Τα ανθρώπινά μας όνειρα όλα φρούδα,
η περηφάνεια μας καπνός, του ψήλου
πάει, και μια η χαρά μας πεταλούδα.

Το πέσιμό μας είναι όπως του φύλλου
κι είναι επωδός ζωής αφανισμένης
το γέλιο το πικρό της Ειμαρμένης!

ΧΡΗΣΜΟΣ

Θα ‘ρθεί μια κάποια ημέρα, αλίμονό σου,
να βρεις την ερημιά σου πλέον μεγάλη,
να βρεις ναυαγισμένο τον εαυτό σου,
σε κάποιο ξένο, απόξενο ακρογιάλι.

Για σένα μια καρδιά δε θε να πάλλει
από στοργή, απ’ αγάπη στο πλευρό σου,
κι από το πρώτο φως στο πρόσωπό σου
ουδ’ όσο ένα φτωχότατο κοράλλι.

Κι όταν στην ανοιξιάτικη την κλίνη
τα πλάσματα θα δένει η αγάπη στέρια
απ’ τα λουλούδια, απ’ τα πουλιά, ως τ’ αστέρια,

ζητώντας μάταια η ψυχή σου τη γαλήνη
τόσο ένα ήσκιο μόνο θα ποθήσει
όσο ρίχνει στη γη ένα κυπαρίσσι.

ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΑ, ΟΠΩΣ ΘΡΗΝΟΣ

Για μια φοράν ακόμη συντριμμένα
διπλώνω τα αιματόβρεχτα φτερά μου
και πέφτω· σε ποιαν άβυσσον, οϊμένα,
θα κρύψω τη μεγάλη συμφορά μου;

Σαχάρα η πολυστέναχτη ερημιά μου,
κι όλα για μένανε άγνωρα και ξένα,
και για τ’ αποσταμένα κόκαλά μου
ούτε ένα καλυβάκι μόνο, ούτ’ ένα!

Νάειναι βαθιά η σπηλιά, να πέφτει αγάλι
σταλαγματιά, όπως θρήνος, το νεράκι·
Και η Λήθη αν δεν ερθεί για να μου βάλει

στα χείλη μου ροδόσταμο ή φαρμάκι,
να ‘χω το αργό νερό που θα κυλάει
τις ώρες τις πικρές να μου μετράει.


ΤΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΑΚΙ

Το πράσινο, αδελφέ μου, κυπαρίσσι
που στης αυλής εφύτεψες τη μέση,
το μάτι μου θερμά το ‘χει αγαπήσει
κι όλη η ψυχή μου απάνου του έχει πέσει.

Πέρσι η λιγνή κορφή του είχε μπορέσει
στο μέτωπο απαλά να με φιλήσει·
ψηλότερη είναι εφέτο, μ’ έχει αφήσει
και πάει κορώνα τ’ άστρα να φορέσει…

Κι όταν για μένα ερθεί ο καιρός οπού όντας
παραδομένος άτολμα στα χρόνια
φιλί δε θα προσμένω, ούτε και χάδι,

θα χωριστούμε πλέον μια μέρα αιώνια:
Εκειό θα πάει το φως αποζητώντας
κι εγώ θα κατεβαίνω στο σκοτάδι!


Ρόδακες και Ανθέμια,

Ο ΡΑΓΙΣΜΕΝΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Όταν τα κέρινά τους δάκρυα χύνανε
οι κάτασπρες χλωμόφεγγες λαμπάδες,
κι ετρέμανε οι σκιές γύρω τριγύρω σου,
κι εκλαίγαν τις χαμένες σου ομορφάδες·

όταν μια τρικυμία από θρήνους φούσκωνε,
στο σπίτι σου που ο Θάνατος το βρήκε,
—της σάλας ξάφνου η θύρα αγάλια εστέναξε
και κάποιος μέσα μπήκε, κάποιος μπήκε.

Και στον καθρέφτη αντίκρυ η Μοίρα εστάθηκε
στον ακριβό βενέτικο καθρέφτη,
κι εκεί που η ομορφιά σου αστραποβόλαγεν
η ξωτικιά η θωριά της τώρα πέφτει!

Κι απλώνει το ραβδί της μεγαλόπρεπα,
και στης νυχτιάς την άγρια τη φοβέρα,
ακούστηκε ένας βόγγος, κι ένα τρίξιμο
κι εράγισε ο καθρέφτης πέρα ως πέρα!…

Και το πρωί, όταν σε έβγαλαν αμίλητη,
με τα λευκά και τα άνθια στολισμένη,
κι εμπρός από τη σάλα σε επεράσανε
κι από τη θύρα εμπρός την ανοιγμένη,

επάνω στον καθρέφτη τον κρυστάλλινο
—κι ενώ το κλάμα ολόγυρα ξεσπάει,
στερνή φορά η μορφή σου ωραία βασίλεψε
και πάει με ένα παράπονον, και πάει.


ΘΛΙΨΗ

Καταραμένη η ώρα, που εφίλησες, ω Θλίψη,
το ωχρό το μέτωπό μου μια ανάστερη βραδιά,
το δάκρυ από τα μάτια δεν έχει μου απολείψει
δεν έχει μου απολείψει το κλάμα απ’ την καρδιά.

Χτυπάω σκληρά το χώμα, κι εκείνο δεν ανοίγει!
Μάταια τα χέρια υψώνω στο δίκαιον Ουρανό,
κι έρχεται μια απαλάμη κι αλύτρωτα μου πνίγει
μου πνίγει το τραγούδι στο στόμα μου το αχνό.

Καταραμένη η ώρα που μου ‘βαλες, ω Θλίψη,
τη μαύρη σου σφραγίδα στο μέτωπο πλατιά,
όλα περνούν, και μόνο δεν έρχεται να σκύψει
επάνω μου η Γαλήνη, παραπονιάρα ιτιά.


ΠΝΟΕΣ ΣΤΑ ΦΥΛΛΑ

Στα κεραμίδια εβρόντησεν εφέτος το χαλάζι,
μα ήρθεν ο Μάρτης κι έφερε ταίρι τα δυο πουλάκια,
κι απ’ τη φωλιά ολοτρόγυρα το αέρι αναγαλλιάζει
από χελιδονίσματα και γλυκοτραγουδάκια…

Αθλία καρδιά, που σε έδειρε το ορμητικό μπουρίνι
κι επρόσμενες την Άνοιξη με το ζεφύρισμά της,
άραγε τόσο επίμονη η ελπίδα σου έχει μείνει
που καρτεράς να ‘ρθεί η χαρά και νάεισαι εσύ η φωλιά της;

……………………………………

Τα δυο σου μάτια εφίλησα μια νύχτα του Γενάρη,
τα δυο σου μάτια εφίλησα του Μάη μια χαραυγή.
Στην πρώτην έλαμπε αργυρό στα ουράνια το φεγγάρι,
στη δεύτερη εκαμάρωνε η ολανθισμένη γη.

Τώρα τα χρόνια επέρασαν, μα τα θυμούμαι ακόμη
τα μάτια τ’ αλησμόνητα—διπλοί καημοί και τρόμοι—
και τα προσμένω ανώφελα να ‘ρθούν, στερνή μου χάρη,
με τις δροσούλες του Μαγιού, τα φέγγη του Γενάρη!..


ΤΡΙΠΤΥΧΑ

Πόσο πικρή κι αβέβαιη
καρδιά στα στήθη μου έχω
την κάθε αγάπη που αγαπώ
με δάκρυα τήνε βρέχω.

Το κάνω πιο πικρότερο
το κάθε τι που εγγίζω,
κι έτσι στη λίμνη του καημού
την όψη αντιφεγγίζω,

Σαν σε κοιμάμενο γιαλό
απ’ του Ουρανού τη μέση
τ’ αστέρι που ζυγίζεται
και τρέμει για να πέσει…


Με τα Πλατιά Φτερά

Η ΛΙΜΝΗ

Θυμάσαι τη γελούμενη τη Λίμνη
με τα γαλάζια, ακύμαντα νερά;
Του φθινοπώρου τώρα το μαράζι
απλώθη επάνωθέ της θλιβερά.

Κι είναι τα νούφαρά της πεθαμένα,
τριγύρω της πουλιά δεν κελαηδούν,
και των ιτιών τα φύλλα ξεραμένα
δαρμένα από τον άνεμο μαδούν.

Και ο κύκνος που την κοίμιζεν αγάλια
με τη γλυκιά, πλανεύτρα του λαλιά,
προχτές που γύρω εστάζανε τα πένθη
στης δύσης τη θλιμμένη σιγαλιά,

εκάρφωσε τα μάτια προς τον Ήλιο,
κι ανοίγοντας τα κάτασπρα φτερά,
το τελευταίο τραγούδησε τραγούδι
κι απλώθη πεθαμένος στα νερά!



Επιλογή κειμένου και φωτογραφιών : Ιωάννα Βλάχου Πηγή: Διαδίκτυο








ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ "Η ΕΚΘΕΣΗ."

Πίνακας - Γιώργος Κωνσταντινίδης

Κι έφυγε η Τρίτη κι ήλθε η Τετάρτη που περίμεναν.
Ώρα 8 και μισή σηκώθηκε ο Σπύρος, ήπιε μόνος του καφέ στην κουζίνα και πήγε στο γκαράζ να πάρει το μικρό φορτηγό που ο ιδιοκτήτης του χρησιμοποιούσε για ανάλογες περιστάσεις.
Σεπτέμβρης ,γλυκός, σαν να ζούσε ένας Αύγουστος ακόμη στην καρδιά του, κι ο ήλιος του φίλησε το πρόσωπο ενώ μοσχοβολιά από γιασεμί τρύπωσε στην ανάσα του. Έβγαλε το αμάξι στον κήπο και έμεινε εκεί για λίγο .Η μωβ βουκαμβίλια αγκαλιά με το γιασεμί σκαρφαλωμένα στους πέτρινους τοίχους του αρχοντικού έφταναν ως το υπνοδωμάτιο του αφεντικού του, όπου εκείνος ακόμη κοιμόταν .Συνηθισμένο για τον Σπύρο μια και ο κύριος Ιακώβ έπεφτε για ύπνο τις πρωινές ώρες .Έτσι τον κήπο τον χαιρόταν πάντα μόνος τα πρωινά, και του ήταν φυσικό κιόλας μιας και αυτός τον πότιζε και τον συντηρούσε.
Χάιδεψε τις αγαπημένες μπλε ορτανσίες με τα μάτια, την τεράστια αμυγδαλιά δίπλα στη συκιά, το λοφίσκο με την μαντζουράνα και την ρίγανη, καθώς και τη γωνιά με τους κάκτους. Μια σφήκα βούιζε γύρω από ένα πελαργόνι ,και τα πρωινά πουλιά κένταγαν τον αέρα.
Πήρε μια ακόμη ανάσα και ξεκίνησε για το αεροδρόμιο.
Έκανε μια στάση σε μια πολυκατοικία πιο κάτω .Βγήκε και χτύπησε κάποιο κουδούνι.
Σε λίγο πετάχτηκαν έξω δυο νεαροί Πακιστανοί. Η Παιανία ήταν γεμάτη κι από δαύτους πια.
Ανέβηκαν στην καρότσα του ημιφορτηγού και ο Σπύρος ξεκίνησε.
Ήταν η μέρα που θα έφθαναν αεροπορικώς τρεις μεγάλοι πίνακες από το Παρίσι.
Ο δημιουργός τους ,Έλληνας σαραντάρης με μεγάλη καριέρα στην Γαλλία ,τους έστειλε κατόπιν συμφωνίας του με τον Εμμανουηλίδη, γιατί σε λίγες μέρες θα εγκαινιαζόταν μια σημαντική έκθεση από νέους Έλληνες καλλιτέχνες στην Γκαλλερι- οικία του.
Όταν επέστρεψαν με το φορτίο, ο Ιακώβ είχε ξυπνήσει και τους περίμενε στον κήπο πίνοντας καφέ και καπνίζοντας.
Το αμάξι μπήκε απ την μεγάλη θύρα στον κήπο και διένυσε τα 200 μέτρα διάδρομου μέχρι να φτάσει στην βεράντα. Ο Ιάκωβος σηκώθηκε χαρούμενος και τους καλωσόρισε. Ντυμένος με σορτς και φανελάκι σιελ ο εξηντάρης φιλότεχνος τους οδήγησε στο πίσω μέρος της αυλής όπου υπήρχε ο εκθεσιακός χώρος.
Ο Σπύρος χρησιμοποιώντας χειρονομίες διέταξε κάπως έντονα τους Πακιστανούς να κινηθούν. Πράγματι τα παιδιά σήκωσαν τον ένα από τους τρεις μεγάλους πίνακες που ήταν αμπαλαρισμένος με ξύλα καρφωμένα γύρω γύρω, και με δυσκολία κατευθύνθηκαν. προς την γκαλερί.
Τελείωσε η μεταφορά και έμειναν οι δυο άντρες να απογυμνώνουν τα έργα.
Σαν έφυγε η προστασία αποκαλύφθηκαν τρεις πίνακες με δυνατές παχιές πινελιές σαν να ήταν καμωμένες με βούρτσα, αλλά με θέμα που διέφευγε την κατανόηση του Σπύρου .Ο Ιάκωβος στεκόταν με σταυρωμένα χέρια και ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά σε απόσταση ενάμιση μέτρου και καμάρωνε
Ο Σπύρος εξέταζε τις πινελιές από πολύ κοντά και έμοιαζε απορημένος.
Στράφηκε στον εργοδότη του για να καταλάβει αν εκείνος απολάμβανε το θέαμα.
Όταν είδε το χαμόγελο του ,αποφάσισε να εκφέρει πρώτος γνώμη ,μην τον πάρει για ανίδεο ο Ιάκωβος.
‘’Δεν καταλαβαίνω το θέμα του αλλά μ αρέσουν τα χρώματα’’είπε ντροπαλά.
‘’Μμμμμ’’απάντησε ο Εμμανουηλίδης ήσυχος πάνω στις ροζ σαγιονάρες του..
‘’Αλήθεια το λέω’’..επέμενε ο Σπύρος.
Ο Γκαλερίστας βυθισμένος σε σκέψεις με το βλέμμα καρφωμένο στους καμβάδες ψέλλισε σιγά…’’κι εμένα μου αρέσει το χρώμα του γιατί είναι ανήθικο..’’
‘’Τι θέλεις να πεις?’’
‘’Πάντα υπερτερεί ένα χρώμα εναντίον όλων των άλλων’’ απάντησε ο Ιάκωβος και συνέχισε σαν να μιλάει στον εαυτό του…’’κι αυτό δημιουργεί μια αίσθηση ανισορροπίας που είναι και το ζητούμενο..’’
Ο Σπύρος έμεινε απορημένος και βουβός να κοιτάζει τους πίνακες προσπαθώντας να διακρίνει την ανισορροπία.
Πάνε χρόνια που ο πενηνταπεντάρης Σπύρος, πρώην ναυτικός, δουλεύει για τον εύπορο κύριο Ιάκωβο. Χωρισμένος, με δυο κόρες παντρεμένες, ζει και εργάζεται στο σπίτι του καθηγητή. Καθώς και ο Ιάκωβος είναι χήρος εδώ και δυο χρόνια, οι δυο άντρες περνούν χρόνο μαζί, όταν τελειώνουν οι δουλειές και έχουν πλησιάσει ο ένας τον άλλο.
Ο κύριος καθηγητής ευχαριστιέται την παρέα του ήμερου αυτού ανθρώπου που συχνά τον γειώνει με την πρακτική του σχέση με τα πάντα ενώ εκείνος μπορεί να χαθεί σε λαβυρίνθους από σκέψεις.
Ο Σπύρος πάλι θαυμάζει την λεπτότητα και την ικανότητα του εργοδότη του να έχει άποψη σε μυστήρια θέματα όπως είναι η ζωγραφική μα και η κλασσική μουσική που παίζει όλη μέρα στο γραφείο του.
Το μεσημέρι έφαγαν μαζί και ο Ιάκωβος αποσύρθηκε.
Έμεινε ο Σπύρος στην κουζίνα να μαγειρέψει για την επόμενη μέρα που θα ερχόταν η κόρη του αφεντικού η Στεφανία από την Αγγλία, πρόσφατα παντρεμένη με τον Αλεξ, έναν Βρεττανό επιστήμονα. Έπρεπε να μαγειρέψει κρέας για την κόρη και κάτι χορτοφαγικό για τον άντρα της γιατί ήταν βηγκαν, παναθεματον.
Ο Σπύρος όμως, σαν πρώην ναυτικός δεν κώλωνε πουθενά. Ήξερε όλες τις δουλειές του σπιτιού, συν μαγειρική στην οποία διακρινόταν. Αυτή ήταν η δική του τέχνη .Ο Σπύρος συνέθετε με τις ουσίες, τα μπαχαρικά ,τις πρωτεΐνες και τους υδατάνθρακες, τα μυρωδικά το αλάτι και το πιπέρι. Ήταν πραγματικά σπουδαίος δημιουργός γεύσεων.
Καθώς καθάριζε πατάτες για το κατσικάκι στη γάστρα πήγε ο νους του στα’’ ανήθικα χρώματα’’ που είπε το αφεντικό του.
Τι να σήμαιναν άραγε?
Εκείνος θεωρούσε ανήθικο τον τρόπο που ο καπιταλισμός εκμεταλλευόταν τους φτωχούς ανθρώπους ,και τοποθετούσε και τον εαυτό του σε αυτήν την κάστα. Παρ όλο που ο Ιάκωβος τον πλήρωνε γενναιόδωρα και τον έκανε να νοιώθει οικεία ,σε μια γωνιά του μυαλού του τον θεωρούσε κεφαλαιοκράτη.
Για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν και αυτός ο ίδιος είναι ανήθικος επειδή κάπως ανάλογα χρησιμοποιεί τους Πακιστανούς όποτε χρειαστεί, αλλά απόδιωξε αυτήν τη σκέψη μιας και’’ οι Ισλαμιστές μας την έχουν πέσει..’’ όπως έλεγε.
Το απόγευμα στήσανε μια παρτίδα τάβλι στον κήπο και ήπιαν δυο μπύρες κάτω απ τον ίσκιο μιας κληματαριάς που είχε έτοιμα τα κιτρινοπράσινα τσαμπιά σταφίδες της.
Κοιμήθηκαν νωρίς κι οι δυο καθώς την επόμενη θα υποδέχονταν την Στεφανία και τον Αλεξ.
Τα φαγητά μοσχοβολούσαν έτοιμα στην κουζίνα.

Και έφυγε η Τέταρτη και ήλθε η Πέμπτη, ο πρωινός Σπύρος οδήγησε την γκρι Σιτροεν προς το αεροδρόμιο για να παραλάβει τους καλεσμένους
Το σπίτι γέμισε φωνές στην Αγγλική, γέλια, αγκαλιές και απίθανο κέφι. Τα παιδιά είχαν ένα χρόνο να δουν τον πάτερα και είχαν έλθει επ ευκαιρία της έκθεσης για να χαρούν την χαρά του.
Ο Σπύρος τους χάζευε με ευχαρίστηση.
Η ζωή του ακουμπούσε στην ζωή του φίλου και εργοδότη του και πλούτιζε με τους χυμούς της .Αυτό είναι φιλία σκεφτόταν .Να μοιράζεσαι με κάποιον τα όνειρα του καθώς η πραγματικότητα έχει ένα γυναικείο στήθος από το οποίο βυζαίνει η προσδοκία για το αύριο..
Η Στεφανία είναι έγκυος. Σε 7 μήνες θα γίνει μητέρα. Το ανακοίνωσε μπροστά σε όλους.
Ο μέλλων παππούς δάκρυσε,
.Άνοιξαν σαμπάνια και φάγαν όλοι μαζί σε εορταστικό κλίμα. Τα βηγκαν γεμιστά του πήραν τον έπαινο όλων.

Και έφυγε η Πέμπτη κι ήλθε η Παρασκευή που βρήκε τον Σπύρο στην Καλλιθέα να τρώει με τις κόρες και τις οικογένειες τους. Καιρό τώρα τα βράδια της Παρασκευής τα περνάει με το δικό του σοι. Αυτό που τελευταία του έκανε εντύπωση είναι ότι το ένα απ τα δυο αγόρια της μικρής του της Μαρίας έχει έφεση στην μουσική ενώ ο άλλος κανονικά στο ποδόσφαιρο. Δεν περίμενε κάτι τέτοιο από το αίμα του, όπως λέει και άρχισε να κοιτάει τον Χρηστάκη με σεβασμό. Εν τω μεταξύ αποφεύγει τον άλλο που του ζητάει να πάνε σε αγώνα ποδοσφαίρου τις Κυριακές. Πάντα του ήταν Ολυμπιακός ,Πειραιώτης απ τη Νίκαια, μα πια αυτή του η μανία έχει ξεθυμάνει και δεν έχει όρεξη να την καλλιεργήσει στον Γιώργο, τον μεγαλύτερο.
Φάγανε παπουτσάκια μελιτζάνες από την χρυσοχέρα την Ελένη, την μεγαλύτερη κόρη του.
Τα βρήκε λίγο ανήθικα στο αλάτι, τους το είπε και γελάσανε όλοι μαζί.

Κι έφυγε η Παρασκευή κ ήλθε το Σάββατο
Η Στεφανία, ο Ιάκωβος και ο Αλεξ διακοσμούσαν τον χώρο της έκθεσης. Είχαν ήδη κρεμάσει τους πίνακες στους τοίχους και συζητούσαν ποιο χώρο να αφήσουν για άλλον ένα εικαστικό που θα ερχόταν το απόγευμα με πέντε πίνακες του και με θέμα ανθρώπινη φιγούρα γυμνή και ρεαλιστικά αποτυπωμένη .Ήξερε την δουλειά αυτή ο Σπύρος από προηγούμενη έκθεση του ζωγράφου. Τα σώματα ήταν απροστάτευτα μέσα στις αλλοιώσεις που χαράζει ο χρόνος στη σάρκα .Ρυτίδες, κυτταρίτιδα, παραμόρφωση θαρρείς και η ατέλεια έγινε πλέον η νέα αίσθηση του ωραίου .Δεν είχε πρόβλημα με τα γεράματα που σιγά σιγά τα ένοιωθε να τον πλησιάζουν μα ο Σπύρος δεν καταλάβαινε πως οι άνθρωποι ήθελαν να βλέπουν αυτήν την ανελέητη γύμνια στο σαλόνι τους.
Συμφώνησαν για μια γωνιά που θα ήταν αρκετά ανεξάρτητη απ τα διπλανά έργα που ήταν διαφορετικής τεχνοτροπίας.
Η έκθεση αυτή ήταν πολυαναμενόμενη απ τον αθηναϊκό φιλότεχνο κόσμο, μα και για τον ίδιο τον Ιάκωβο συνιστούσε μια θετική κίνηση έπειτα από τα βαριά χρόνια της κατάθλιψης που πέρασε μετά τον θάνατο της Λουκίας.
Ο Σπύρος τον έβλεπε με συγκίνηση να χαίρεται ξανά ,περιστοιχισμένος από τους αγαπημένους του, μα και μέσα στην προσμονή να ξαναδεί πολύ κόσμο που είχε αποθυμήσει.
Το σπίτι έλαμπε από πάστρα ,ο κήπος γιόρταζε μέσα στο χρώμα και τις ευωδιές.
Τα εγκαίνια ήταν για Δευτέρα βραδύ.
Έγιναν τα τηλεφωνήματα στην εταιρεία κέτερινγκ για να αλλάξουν λίγο το μενού ,να προσθέσουν δηλ. κάτι χορτοφαγικό και τηλεφωνήσαν στο σούπερ μάρκετ να παραγγείλουν έξτρα σαμπάνιες και αναψυκτικά.
Το απόγευμα ήλθε και ο ζωγράφος ο καλεσμένος του Εμμανουηλίδη, και οι πίνακες του έγιναν αφορμή για φωνές ,θαυμασμό και ζωηρές συζητήσεις.
Το βράδυ δείπνησαν όλοι μαζί στον κήπο.

Και έφυγε το Σάββατο.
Κυριακή δέκα και μισή, όλοι τρώνε πρωινό μα ο Ιάκωβος αργεί.
Η Στεφανία ανεβαίνει να τον ξυπνήσει.
Ο Ιάκωβος δεν ξύπνησε ποτέ.
Είχε φύγει στον ύπνο του.
Ακούστηκαν οι φωνές και το κλάμα της κόρης του, μετά έτρεξε ο Αλεξ επάνω, και αμέσως μετά ο Σπύρος.
Τον βρήκαν ξεσκέπαστο στο κρεββάτι του, με έκφραση κάποιου που κοιμάται με το στόμα ανοιχτό. Ο Σπύρος κατέβηκε βουβός και βγήκε στον κήπο ,αφήνοντας τους συγγενείς να αντιμετωπίσουν το ξαφνικό τους πένθος.
Σεπτέμβρης γλυκός, σαν να επέμενε ένας Αύγουστος στην καρδιά του κι ο ήλιος του φίλησε το πρόσωπο ενώ μοσχοβολιά από γιασεμί τρύπωσε στην ανάσα του.
Αγκομαχούσε.
Δυο δάκρυα ξέφυγαν απ τα μάτια του κι ενώ ένα ελαφρό αεράκι πέρασε ανάμεσα απ τα φυλλώματα ,σήκωσε αργά το κεφάλι προς τα επάνω. Πρώτη φορά του φάνηκε αυτό το ψυχρό και ανεξιχνίαστο μπλε του ουρανού να υπερτερεί και να κατισχύει όλων των άλλων χρωμάτων. Κάπου στην δυτική πλευρά ένα μισό φεγγάρι ξεχασμένο έλαμπε αχνά και το βλέμμα του κρεμάστηκε πάνω σ αυτήν την χλωμάδα, που τον πόναγε ,θαρρείς και ήταν μια υπόσχεση που κάποιος την είχε προδώσει.





Μαίρη Αρώνη (1916 - 16 Ιουλίου 1992)

 

Η Μαρία (Μαίρη) Αρώνη, (1916 - 1992) ήταν Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου, για πολλά χρόνια πρωταγωνίστρια -κυρίως του Εθνικού θεάτρου.
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 29 Δεκέμβριου του 1916 και πέθανε στις 16 Ιουλίου 1992. Κόρη του καθηγητή της Μεγάλης του Γένους Σχολής, Λέανδρου Αρβανιτάκη, ήταν πτυχιούχος πιάνου και απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, μαθήτρια του Φώτου Πολίτη και αριστούχος στην απαγγελία και φωνητική. Aποφοίτησε το 1933. Ένα χρόνο μετά νυμφεύθηκε το Θεόδωρο Αρώνη, επίσης ηθοποιό.
Πρώτη επαγγελματική εμφάνιση στο θέατρο έκανε με το θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη το 1935 σε ηλικία 19 ετών. Το 1941, σε ηλικία 25 χρονών, γίνεται από τις νεότερες πρωταγωνίστριες της εποχής στο θίασο του Κώστα Μουσούρη και το 1944 γίνεται συν-θιασάρχης, πρώτα με τον Δημήτρη Χορν και έπειτα και με την ξαδέρφη της, Βάσω Μανωλίδου. Το 1946 εντάσσεται στο δυναμικό του Εθνικού Θεάτρου ερμηνεύοντας τους πρωταγωνιστικούς ρόλους σε μια σειρά έργων του παγκόσμιου ρεπερτορίου, όπως στο «Άνθρωπος και υπεράνθρωπος» του Σω, στη «Στρίγκλα που έγινε αρνάκι» του Σαίξπηρ, στη «Λοκαντιέρα» του Γκολντόνι, κ.α. Από το 1950 και για τα επόμενα 4 χρόνια θα συνεχίσει την πορεία της στο ελεύθερο θέατρο, συνεργαζόμενη με τον Δημήτρη Ροντήρη στον θίασό του «Ελληνική σκηνή», αλλά και με την Βάσω Μανωλίδου. Το 1954 θα επιστρέψει στο Εθνικό θέατρο, για να μείνει μέχρι το 1958. Εκεί θα ερμηνεύσει για πρώτη φορά Αριστοφάνη, τις κωμωδίες «Εκκλησιάζουσες» και «Λυσιστράτη», έργα που θα σφραγίσει με το παίξιμό της. Από το 1958 θα ξαναγυρίσει στο ελεύθερο θέατρο, για να το εγκαταλείψει οριστικά το 1963. Από τότε και μέχρι την τελευταία της εμφάνιση στη σκηνή το 1982 θα παίζει στο Εθνικό θέατρο. Θα ερμηνεύσει όλους σχεδόν τους κλασικούς ρόλους του παγκόσμιου δραματολογίου, από την Βαρβάρα Σταυρόγκιν στο έργο του Ντοστογιέφσκυ «Δαιμονισμένοι» και την βασίλισσα Ελισάβετ στο έργο του Σίλλερ «Μαρία Στούαρτ» μέχρι την Σεραφίνα ντέλλε Ρόζε στο έργο του Τένεσι Ουίλιαμς«Τριαντάφυλλο στο στήθος» και την Ειρήνη Νικολάγιεβνα Αρκάντινα στο έργο του Τσέχωφ, «Ο γλάρος».


Εκτός όμως της θεατρικής της παρουσίας στο αθηναϊκό κοινό έκανε και πολλές περιοδείες στο εξωτερικό με αντίστοιχες παραστάσεις, όπως στο Φεστιβάλ των Εθνών (Παρίσι 1957), Μέση Ανατολή (1958), Λονδίνο (1967), Πολωνία, Ουγγαρία (1969), Ιαπωνία (1972).
Αλλά και στον κινηματογράφο η παρουσία της κρίθηκε πολύ έντονη έτσι που να δηλώνει τακτικά η ίδια ότι "δε θυμόταν ποτέ να είχε χρόνο ελεύθερο". Ιδιαίτερα σε ρόλους μητέρας ή πεθεράς δημοφιλών ηθοποιών ήταν ασύγκριτη. Από δε το 1968 είχε αναλάβει καθηγήτρια της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου.
Η Μαίρη Αρώνη υπήρξε επίσης επίτιμος δημότης της Ρόδου, τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρό Ευποιίας (1958) από το Βασιλέα Παύλο και το 1966 με το Μέγα Ταξιάρχη από το Βασιλέα Κωνσταντίνο Β', καθώς και με άλλες διακρίσεις κυρίως από τη Μέση Ανατολή (Κυβερνήσεων και Πατριαρχείων). Η εκτίμηση που έτρεφε κυρίως το θεατρόφιλο κοινό στο πρόσωπό της για το πλούσιο "τάλαντον" και την ευσυνείδητη επίδοσή της υπήρξε μεγάλη.
Μιλούσε γαλλικά και αγγλικά και ήταν μόνιμη κάτοικος Καλαμακίου Παλαιού Φαλήρου (Αθήνα), αν και τελευταία παραθέριζε σε βόρειο παράλιο δήμο της Αττικής.
Πέθανε, στον ύπνο της, τα ξημερώματα της 16ης Ιουλίου 1992.


Μονόπρακτο του Jean Cocteau με τη Μαίρη Αρώνη


Η αυτοκτονία του πατέρα της 

Η Μαίρη Αρώνη, το πραγματικό επίθετο της οποίας ήταν Αρβανιτάκη, γεννήθηκε το 1914 στην Αθήνα. Ο πατέρας της, Λέανδρος, ήταν Κωνσταντινουπολίτης, καθηγητής της μεγάλης του Γένους Σχολής και χρηματιστής. Η μητέρα της πριν παντρευτεί διατηρούσε δικό της οίκο ραπτικής, τον οποίο έκλεισε μετά τον γάμο για να μπορέσει να αφιερωθεί στην οικογένειά της. Από μαθήτρια η Μαίρη είχε δείξει την έφεσή της στο θέατρο, αφού συμμετείχε σε όλες τις σχολικές παραστάσεις με επιτυχία. Τα όνειρα της όμως γκρεμίστηκαν το 1929, όταν ο πατέρας της αυτοκτόνησε και βύθισε στο πένθος ολόκληρη την οικογένεια. Το οικονομικό Κραχ τον είχε οδηγήσει στην καταστροφή και μη μπορώντας να αντιμετωπίσει τα χρέη του, έδωσε τέλος στη ζωή του. Η μητέρα της Μαίρης έμεινε μόνη και έπρεπε να βρει τρόπο να μεγαλώσει τα παιδιά της. Αναγκάστηκε να ανοίξει ξανά τον παλιό οίκο ραπτικής και ανακοίνωσε στην κόρη της ότι θα έπρεπε να εργαστεί μαζί της. Η κοπέλα απογοητεύτηκε, αλλά ήξερε ότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Όταν όμως, λίγο καιρό μετά, η ξαδέλφη της μπήκε στη Δραματική Σχολή, η Μαίρη δεν άντεξε. Έκανε απεργία πείνας για να πείσει τη μητέρα της να την αφήσει να δώσει κι εκείνη εξετάσεις και τα κατάφερε. Αποφοίτησε από τη Δραματική σχολή με άριστα στην απαγγελία και τη φωνητική και παράλληλα φοιτούσε και στο Μουσικό Λύκειο Αθηνών.... 


Οι Γερμανοί επίταξαν το σπίτι της 

Η ηθοποιός ήταν τόσο δυναμική που έκανε ακόμα και παρατηρήσεις στους Γερμανούς κατακτητές Κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι Γερμανοί είχαν επιτάξει το σπίτι του ζεύγους Αρώνη στο Καλαμάκι. Η ηθοποιός αν και περνούσε δύσκολες στιγμές, όχι μόνο δεν το έβαλε κάτω και συνέχισε να εμφανίζεται στο θέατρο, αλλά έκανε ακόμα και παρατηρήσεις στους κατακτητές. Με το θάρρος και την αυτοπεποίθηση που τη διακατείχε, απαιτούσε από τους Γερμανούς να βγάζουν τις μπότες τους για να μην της χαλάσουν το παρκέ του σπιτιού! Ο χαμός της μητέρας και του συζύγου της Μετά την απελευθέρωση, η Αρώνη μαζί με την ξαδέλφη της και τον σύζυγό της Θεόδωρο Κρίτα οργάνωσε περιοδεία σε όλα τα σημεία της γης όπου υπήρχαν Έλληνες. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας η ηθοποιός έχασε τη μητέρα της και δεν κατάφερε να παρευρεθεί στην κηδεία, γεγονός που της στοίχισε πολύ. Στη δεκαετία του ’50 η Αρώνη άρχισε να παίζει σε αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες αφήνοντας τις καλύτερες εντυπώσεις στο κοινό. Το 1955 ο σύζυγός της διαγνώστηκε με καρκίνο και η ηθοποιός ταξίδεψε μαζί του στο εξωτερικό προκειμένου να εξαντλήσει όλα τα ιατρικά περιθώρια, αλλά δυστυχώς η κατάσταση δεν άλλαξε. Στις 13 Ιουλίου του 1956 ο Θόδωρος Αρώνης έφυγε από τη ζωή. Ήταν η ημέρα της πρεμιέρας των «Εκκλησιαζουσών», όπου πρωταγωνιστούσε. Η πρεμιέρα αναβλήθηκε μόνο για μια ημέρα. Την επομένη η Αρώνη εμφανίστηκε στη σκηνή και πραγματοποίησε μια συγκινητική ερμηνεία. Ο χαμός του συζύγου της, του Φέντια όπως τον αποκαλούσε, κλόνισε την ηθοποιό. Η αγάπη της για το θέατρο ήταν τόσο μεγάλη που σύντομα επανήλθε και συνέχισε την καριέρα της. Την τελευταία δεκαετία της ζωής της ασχολήθηκε αποκλειστικά με το ραδιόφωνο.... 

Διαβάστε περισσότερα : http://www.mixanitouxronou.gr









ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ - ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ REPLICA.

 


                                                   
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Η Θεατρική εταιρεία REPLICA παρουσιάζει:

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ

Συρραφή κειμένων:ΒΑΣΙΛΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ

(με δάνεια από Γιάννη Σολδάτο,Χάντκε,Μπέκετ,Θουκυδίδη,ΓιώργοΜπάρδη)

Σκηνοθεσία:ΒΑΣΙΛΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ

Σκηνικά:REPLICA

Κοστούμια:VANIA ALEXANDROVA

Το τραγούδι της παράστασης ερμηνεύει σε δικούς του στίχους ο: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΥΣΗΣ

Σκίτσο:ΘΕΟΦΑΝΗΣΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

Επικοινωνία:ΖΩΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ

Επιμέλεια παραγωγής:ΑΝΤΡΕΑΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ-ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΛΕΙΔΕΡΗΣ

ΠΑΙΖΟΥΝ:ΒΑΣΙΛΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΛΗΜΟΠΟΥΛΟΣ

Λίγα λόγια για το έργο:

Σε μία σχολική αίθουσα η εξουσία συγκρούεται με τη νεολαία.Οι μαθητές-αυριανοί πολίτες μορφώνονται με πλύση εγκεφάλου.Ποιός θα επιβιώσει;

ΠΡΕΜΙΕΡΑ ΤΕΤΑΡΤΗ 21-07-2021, ΩΡΑ 21:15

ΚΑΙ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΕΤΑΡΤΗ 28-07 ΤΕΤΑΡΤΗ 04-08 και ΤΕΤΑΡΤΗ 11-08, ΩΡΑ 21:15

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΓΙΑ ΑΝΗΛΙΚΟΥΣ

Στο ProjectR (Λαγουμιτζή 32 και Αλεξάνδρου Πάντου 10- Καλλιθέα,Πάντειος)

Τηλ.κρατήσεων: 211.111.00.55

εκ της Κυβερνήσεως: η είσοδος επιτρέπεται υποχρεωτικά και μόνο σε εμβολιασμένους με απαραίτητη κράτηση θέσης!

Είσοδος: 10 ευρώ.













ΜΕ ΜΠΑΓΛΑΜΑΔΕΣ ΚΑΙ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΜΕ ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΤΙΝΑΡΗ - ΚΗΠΟΣ ΠΟΛΥΧΩΡΟΥ ΤΕΧΝΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ



ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ


"Με Μπαγλαμάδες και μπουζούκια’’ τραγουδάμε Αντώνη Κατινάρη.

Ένα λαϊκό πάλκο του 1960 αφηγείται όλη την μουσική διαδρομή
του συνθέτη και δεξιοτέχνη στο μπουζούκι Αντώνη Κατινάρη .


Η Μαρία Κατινάρη κόρη του συνθέτη και η μουσική της παρέα, Συνοδεία της Λαϊκής Ορχήστρας Αντώνη Κατινάρη, τιμούν και παρουσιάζουν σε μια μουσική παράσταση τη ζωή ,το συνθετικό έργο του λαϊκού δημιουργού και δεξιοτέχνη στο μπουζούκι Κατινάρη , καθρεφτίζοντας μια ολόκληρη εποχή , με πλήρη αναφορά της μουσικής του διαδρομής ,δίνοντας το στίγμα του χαρισματικού καλλιτέχνη και φωτίζοντας άγνωστες πτυχές του . Αφηγήσεις από συναναστροφές του συνθέτη , φιλίες , βιώματα , συνεργασίες με τα πρόσωπα που έγραψαν την ιστορία του λαϊκού τραγουδιού στις καρδιές των Ελλήνων , όπως η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, ο Πάνος Γαβαλάς , ο Στράτος Διονυσίου , ο Τσαουσάκης , ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης ,η Πόλυ Πάνου κ άλλοι συνθέτουν το παζλ της ζωής και της καλλιτεχνικής διαδρομής του Αντώνη Κατινάρη επί σκηνής .




Παίζουν και τραγουδούν :

Μαρία Κατινάρη - φωνή
Στέλιος Βαρβέρης - μπουζούκι - φωνή
MehakKhachatryan -ακορντεόν
Θεοδόσης Συκιώτης - κιθάρα- φωνή
Γιώργος Ντάλλης - μπουζούκι
Δήμητρα Λαλαδάκη -κρουστά -φωνή

φιλική συμμετοχή :

Αναστασία Χριστοφιλάκη
Βασίλης Κούλογλου
Γιώργος Πολύζος

Στον Κήπο του Πολυχώρου Τέχνης Αλεξάνδρεια Σπάρτης 14 , Πλατεία Αμερικής , την Κυριακή 25 Ιουλίου στις 9μμ.

Είσοδος : 13 ευρώ συν ποτό.
Κρατήσεις : 212 1007079 &6944945710


















Ιωάννης Κονδυλάκης (1861− 25 Ιουλίου / 7 Αυγούστου 1920)

Ο Ιωάννης Κονδυλάκης (1861− 25 Ιουλίου / 7 Αυγούστου 1920) ήταν Έλληνας λογοτέχνης, διηγηματογράφος, δημοσιογράφος και χρονογράφος. Ήταν ο πρώτος πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ και από τα γνωστότερα έργα του είναι ο "Πατούχας" και "Όταν ήμουν δάσκαλος" . Ως λογοτέχνης, θεωρείται από τους κύριους εκπροσώπους του ελληνικού νατουραλισμού και "πατέρας του χρονογραφήματος", όπως τον ονόμασε πρώτος ο Παύλος Νιρβάνας.

Πρώτα χρόνια και εκπαίδευση

Γεννήθηκε στη Βιάννο Λασηθίου της Κρήτης το 1861. Στη γενέτειρά του βρίσκεται και η προτομή του, έργο του Ρεθεμνιώτη γλύπτη Γιάννη Κανακάκη. Είχε έναν αδελφό, τον Χαράλαμπο Κονδυλάκη, δάσκαλο στο επάγγελμα. Η Κρητική Επανάσταση του 1866 οδήγησε την οικογένειά του να εγκατασταθεί στον Πειραιά για μια τριετία και να συνεχίσει εκεί τις γυμνασιακές του σπουδές. Κατόπιν επανήλθε στην Κρήτη. Το δημοτικό σχολείο το τελείωσε στο χωριό του, ενώ τα εφηβικά του χρόνια τα πέρασε στα Χανιά.

Το 1877 ο Κονδυλάκης εγκατέλειψε το Γυμνάσιο για να πάρει μέρος στις επαναστατικές κινήσεις που γίνονταν στη Μεγαλόνησο. Την περίοδο 1879-1881 εργάστηκε στα Χανιά και στη Σητεία ως δικαστικός υπάλληλος.

Το 1884 σε ηλικία 23 χρόνων «μυστακοφόρος και σοβαρός» όπως έλεγε θυμοσοφικά κάπου ο ίδιος, αποφοίτησε από τη Βαρβάκειο Σχολή Αθηνών. Την ίδια χρονιά πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με το διήγημα «Η Κρήσσα ορφανή» που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Εστία». Φοίτησε στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς να πάρει πτυχίο, ενώ έγραφε στην «Εφημερίδα» του Δημητρίου Κορομηλά.

Εκπαιδευτική και δημοσιογραφική σταδιοδρομία

Από το 1885 υπηρέτησε ως δάσκαλος στην Κρήτη (Μώδι Χανίων), θέση την οποία γρήγορα εγκατέλειψε για να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία. Συνεργαζόταν με την εφημερίδα «Άμυνα» των Χανίων, ενώ το 1889 για σύντομο χρονικό διάστημα εξέδιδε και δική του εφημερίδα, την «Νέα Εβδομάδα». Αλλά η αρθρογραφία του ενόχλησε τις τουρκικές αρχές που τον εκτόπισαν.

Εγκαταστάθηκε τότε (1889) οριστικά στην Αθήνα, όπου και πάλι ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Άστυ, Σκριπ και Εστία. Αρχικά χρησιμοποιούσε πολλά ψευδώνυμα (όπως Κονδυλοφόρος, Δον Κανάγιας καί Jean Sans Terre ή στα ελληνικά Ιωάννης Ακτήμαν, αλλά στη πορεία κράτησε το «Διαβάτης» ενώ τα δύο τελευταία τα έκανε για να υποδηλώσει την φτώχεια του από την οποία πάντα υπέφερε. Τα ψευδώνυμά του είναι χαρακτηριστικά για τον αυτοσαρκασμό και για το χιούμορ τους. Για είκοσι χρόνια έγραφε το καθημερινό χρονογράφημα της εφημερίδας Εμπρός, της οποίας ήταν και αρχισυντάκτης. Τα χρονογραφήματά του (έγραψε συνολικά περισσότερα από 6.000) διακρίνονται για το κομψό προσωπικό ύφος τους, το χιούμορ και την οξύτητα της παρατήρησης.

Λογοτεχνικό έργο

Ως λογοτέχνης παρουσιάζεται αρχικά με ηθογραφικά διηγήματα, για να φτάσει σε ένα αξιόλογο μυθιστόρημα, τον Πατούχα, που αν και παραμένει μέσα σε πλαίσια ηθογραφικά, προχωρεί σε βάθος ψυχολογικό και δυνατή διαγραφή χαρακτήρων. Συγκεκριμένα παρουσιάζει την ψυχολογία του αγνού ορεσίβιου κρητικού βοσκού του οποίου το αφυπνισμένο ερωτικό ένστικτο είναι το μόνο που θα μπορέσει να τον συνδέσει με την ανθρώπινη ομάδα. Σύμφωνα με δική του μαρτυρία, τον «Πατούχα» τον έγραψε στα διαλείμματα των συνεδριάσεων της Βουλής για την «Εφημερίδα» του Κορομηλά. Έγραφε στην καθαρεύουσα. Ήταν ένας εκ των ιδρυτών και πρώτος πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ.Εκτός των άλλων, έχει χαρακτηριστεί και ως ο «Πατέρας του χρονογραφήματος».

Το 1918 ξαναπήγε στην Κρήτη. Τότε σταμάτησε να γράφει στην καθαρεύουσα και υιοθέτησε τη δημοτική, παρουσιάζοντας μια στροφή. Ταξίδεψε και στην Αλεξάνδρεια. Τις εντυπώσεις του από το ταξίδι αυτό τις αφηγήθηκε σε σειρά άρθρων στην κρητική εφημερίδα «Νέα Εφημερίδα» που εκδιδόταν στο Ηράκλειο, με τίτλο «Μια περιπέτεια από Χανίων εις Αλεξάνδρειαν». Μετέβη εκεί, προσκαλεσμένος από κάποιον βαμβακέμπορο, ο οποίος ήθελε να εκδώσει εφημερίδα και να του αναθέσει την διεύθυνσή της. Αλλά, επικαλούμενος οικονομικά προβλήματα, ο έμπορος υπαναχώρησε.

Θάνατος

Το 1920 προσβλήθηκε από ημιπληγία. Πέθανε σε ηλικία 59 ετών στο Πανάνειο Νοσοκομείο του Ηρακλείου στις 25 Ιουλίου 1920.

Έργα

Διηγήματα (1884)
Ή Κρήσσα ορφανή διήγημα (1884)
Ο Πατούχας κρητική ηθογραφία της κρητικής επαναστάσεως (1892)
Οι Άθλιοι των Αθηνών (1895)
Όταν ήμουν δάσκαλος και άλλα διηγήματα κρητική ηθογραφία της κρητικής επαναστάσεως (1916)
Ενώ διέβαινα (1916) (χρονογραφήματα)
Ή Πρώτη αγάπη (1919) διήγημα, κρητική ηθογραφία της κρητικής επαναστάσεως
(αφήγημα με ψυχαναλυτικό χαρακτήρα, πρωτοποριακό έργο αφού γράφτηκε προτού γίνουν γνωστές στην Ελλάδα οί φρουδικές θεωρίες, το μόνο έργο του στη δημοτική γλώσσα)
Το '62. Κάτω ο τύραννος (κυκλοφόρησε σε δύο τόμους το 1962, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες στην εφημερίδα «Σκριπ»από τον Οκτώβριο του 1895 έως τον Ιούνιο του 1896

Μελέτες
Συμπλήρωμα στο Σ. Ζαμπέλιου - Κ. Κριτοβουλίδου «Ιστορία των Επαναστάσεων της Κρήτης» (1893)

Μεταφράσεις
Μετέφρασε όλα τα ευρεθέντα στην εποχή του έργα του Λουκιανού καθώς και ορισμένα γαλλικά μυθιστορήματα των
*Μαρσέλ Προυστ (ηδονές και ημέρες,Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο),
*Φλωμπέρ (Μαντάμ μποβαρύ,Σαλαμπό,Ό πειρασμός του Αγίου Αντωνίου και τόμο τριών διηγημάτων:Μια απλή καρδιά, Ο θρύλος του Αγίου Ιουλιανού του Φιλοξενητή, Ηρωδιάς),
*Μπαλζάκ (Κρόμγουελ, Ανθρώπινη κωμωδία)
*Μπωντλαίρ (Σάλονς, H Φανφαρλό, Κρασί και χασίς, Ρομαντική τέχνη, Τα άνθη του κακού,Τεχνητοί παράδεισοι, H μελαγχολία του Παρισιού, Ό ζωγράφος της σύγχρονης ζωής, Το έργο και η ζωή του Ευγένιου Ντελακρουά, Η καρδιά μου ξεγυμνωμένη, Απόκρυφα ημερολόγια και αισθητικά παράδοξα) και
*Μολιέρου (Ο ιπτάμενος γιατρός, Η ζήλια του μουντζούρη, Ασυλλόγιστος, Ο ερωτευμένος γιατρός, Οι γελοίες κομψευόμενες, Σγαναρέλος ή ο κατά φαντασίαν κερατάς, Το σχολείο των συζύγων, Οι εκνευριστικοί, Το σχολείο των γυναικών, Η κριτική του σχολείου των γυναικών, Ο αυτοσχεδιασμός των Βερσαλλιών, Γάμος με το στανιό, Ταρτούφος ή απατεώνας, Η πριγκίπισσα της ελπίδας, Δόν Ζουάν ή το πέτρινο φαγοπότι, Ο μισάνθρωπος, Ό Έλληνας γιατρός, Μελικέρτη, Γιατρός με το στανιό, Ο Σικελός ή ο έρωτας ζωγράφος, Αμφιτρύωνας, Ζώρζ Νταντέν ή ο αμήχανος σύζυγος, Ο φιλάργυρος, Ο κύριος Ντε Πουρσονιάκ, Ο αρχοντοχωριάτης, Οι υπέροχοι εραστές, Ψυχή, Οι κατεργαριές του Σκαπίνου, Οι ψευδοδιανοούμενες, Ο κατά φαντασίαν ασθενής και Η κόμισσα του Ντεσκαρμπάγκνας). https://el.wikipedia.org/


Πώς ερώμιεψε το χωριό - Διήγημα 

Πολλάκις είχεν ακούσει από τον πατέρα του την ιστορίαν διά την οποίαν εξεπούλησεν από το Μόδι και μετώκησεν εις το ορεινόν χωρίον Ακαράνου. Η αφορμή ήταν ένας Τούρκος με συμπάθιο και ένας χοίρος με συχώρεσι, ως έλεγε δια να εκφράσει το μίσος του κατά του Τούρκου εκείνου ιδιαιτέρως και κατά των Τούρκων εν γένει. Το Μόδι ήτο τότε ακόμη τουρκοχώρι. Είχεν ολίγους Χριστιανούς, αλλά ήσαν ταπεινοί κατωμερίτες, τριτάριδες, δηλαδή καλλιεργηταί των τουρκικών κτημάτων με απολαυήν ενός ποσοστού από το εισόδημα. Σχεδόν δούλοι. Ο μόνος όστις είχε κάποιαν ανθρωπίνην αξιοπρέπειαν και υπερηφάνειαν, διότι είχε και αρκετήν περιουσίαν ώστε να μη δουλεύει τους αγάδες, ήτο ο πατέρας του ο Μιχάλης Αλεφούζος. Αλλά ακριβώς διότι είχεν ανεξαρτησίαν φρονήματος και η σπονδυλική του στήλη δεν ελύγιζεν εύκολα, δεν τον εχώνευεν ο Κερίμ αγάς, ο πλουσιότερος και ισχυρότερος Τούρκος εις το Μόδι, άνθρωπος φανατικός και τυραννικός, ο οποίος ήθελε τους Χριστιανούς να συναισθάνονται ότι ζουν μόνον κατ’ ανοχήν των Τούρκων. Δια τούτο όταν διέβαινεν ο Αλεφούζος και τον εχαιρέτα μ’ ένα απλούν «καλή ’σπέρα, Κερίμ αγά», έσειε την κεφαλήν και τον παρηκολούθει με απειλητικόν βλέμμα απομακρυνόμενον. Μίαν ημέραν δε είπε προς άλλον Τούρκον παριστάμενον:

– Αυτός, μωρέ, βαλλαή, ο Αλεφούζος, είναι ασής[1]˙ εσήκωσε κεφαλή, δεν είναι ραγιάς αυτός.

Όταν η αιγυπτιακή κυριαρχία έφερε κάποιαν ανακούφισιν εις την κατάστασιν των Χριστιανών της Κρήτης, ο Αλεφούζος, ενθαρρυνθείς, έκαμε μέγα τόλμημα. Ηγόρασεν ένα χοίρον και τον έτρεφε δια τα Χριστούγεννα. Χοίρο στο Μόδι! Χοίρο στο χωριό του Κερίμ αγά, δίπλα μάλιστα στο κονάκι του! Φτου! Ανασινί σικτιγήμ ο γκιαούρης!

Τα πρώτα γρυλλίσματα του γουρουνιού διέχυσαν φρίκην εις το τουρκοχώρι και πολλών Τούρκων οι τρίχες ανωρθώθησαν. Έγινε συμβούλιον των αγάδων εις του Κερίμ αγά και απεφασίσθη να εκδιωχθεί από το χωριό ο αντάρτης Αλεφούζος ή να δολοφονηθεί. Αλλά προ πάσης άλλης ενεργείας να φονευθεί ο χοίρος. Δεν ήτο κατάστασις αυτή. Την περασμένην ημέραν, ενώ ο Κερίμ αγάς εκάπνιζε το τσιμπούκι του εις την αυλήν του, είδε κι επρόβαλε το ρυπαρόν του μούτσουνο από την ημίκλειστον αυλόπορταν. Φτου! Ντινινί σικεΐμ!

– Κιαμιάν ημέρα, βαλλαή, θα μας έρθει και ’ς το τζαμί να μάσε πει καλημέρα! είπεν άλλος αγάς. Αυτός τρυπώνει όπου βρει ανοικτά, μου! μου!

– Πρέπει να το σκοτώνει, ωρέ αγάδες, εγώ το ντομούζι, είπεν ο Τουρκαλβανός μπουλούμπασης, είδος ενωμοτάρχου, ο οποίος αντεπροσώπευεν εις το χωριό πάσαν εξουσίαν. Επεδοκίμασε δε καθ’ όλα τας ληφθείσας αποφάσεις.

Κατά την επιούσαν διερχόμενος προ της οικίας του Αλεφούζου έσυρε την πιστόλαν κι εφόνευσεν το γουρουνόπουλον.

– Γιατί δεν το δένετε, ωρέ, μέσα αυτό το ζουλάπι, φτου, αλλά μπελλιά σινί βερσίν, παρά το αφήνετε και τρυπώνει μέσ’ τα πόδια μας; είπε προς την γυναίκα του Αλεφούζου, ήτις ακούσασα την πιστολιάν ενεφανίσθη εις την θύραν ανήσυχος.

Ο Αλεφούζος ήτο πεισματάρης και μετά μίαν εβδομάδα έφερεν άλλον χοίρον, μεγαλύτερον, από τον Πλατανιάν.

– Μωρέ, για το Θεό, το σκοτωμό σου γυρεύεις, Μιχάλη; του είπεν εις των ομοχωρίων Χριστιανων. Μην τωνε μπαίνεις στα ρουθούνια, γιατί θα σε σκοτώσουνε!

– Δε με σκοτώνουνε, απήντησεν ο Αλεφούζος αταράχως˙ η γιανιτσαριά επέρασε.

Αλλά ο γιανιτσαρισμός δεν είχε περάσει όσον υπέθετεν. Ο μπουλούμπασης εφόνευσε και τον άλλον χοίρον, προφασισθείς τώρα ότι του ανέτρεψε τον ναργιλέ του. Ενόησε δε ο Αλεφούζος ότι, εάν εξηκολούθει προς πείσμα ν’ αγοράζει χοίρους, θα εβοήθει τον Τουρκαλβανόν να εξασκείται εις την σκοποβολήν.

Ο δε Καρίμ αγάς, ο οποίος έπνεε μένεα, εξεθύμανεν επί τέλους μίαν ημέραν, όταν συνήντησε καθ’ οδόν τον Αλεφούζον:

– Ειντά ’ναι, μωρέ, τα εντεψισλίκια που κάνεις! Χοίρους, μωρέ γκιαούρη, θα μάσε φέρνεις στο χωριό;

– Δεν ειν’ εντεψισλίκι, Κερίμ αγά, απήντησε με τόνον ευλαβή, αλλ’ευσταθή ο Αλεφούζος. Η πίστις μας λέει να τρώμε χοιρινό, με συμπάθειο…

– Η πίστις σας! Να… την πίστη σας!

Και συγχρόνως ύψωσε το τσιμπούκι και το κατέφερε κατά του Αλεφούζου. Αλλ’ ούτος, αποφυγών το κτύπημα, εκράτησε τον βραχίονα του αγά.

– Σ’ εμένα, μωρέ, σήκωσες χέρα, σκυλόπιστε! ανεκράυγασεν ο Κερίμ αγάς και ήρχισε να τον κτυπά λυσσωδώς. Άλλοι Τούρκοι προσέτρεξαν και ο Αλεφούζος μετ’ ολίγον ωδηγήθη εις το σπίτι του αναίσθητος και αιματοβαμμένος. Μετά ένα δε μήνα, εξελθών μίαν νύκτα δια να ταγίσει τα βόδια του, επυροβολήθη παρ’ αγνώστου και πληγωθείς εις τον ώμον διέτρεξε μέγαν κίνδυνον και επί πολύ έμεινε κατάκοιτος. Βεβαιωθείς δε ότι οι Τούρκοι είχαν απόφασιν να τον ξεκάμουν, ηναγκάσθη να ξεπουλήσει και να καταφύγει εις το ορεινόν χωρίον Ακαράνου.

Ο υιός του Σταμάτης, είχεν ακούσει πολλάκις παρά του πατρός του αυτήν την ιστορίαν και από της παιδικής του ηλικίας εμάζευε μίσος εις την ψυχήν του εναντίον των Τούρκων και ιδίως των Μοδιανών και ονειροπόλει εκδίκησην. Ο Κερίμης είχεν αποθάνει, είχε αποθάνει και ο γέρος Αλεφούζος˙ ας κάμουν καλά αυτοί οι δύο εις τον άλλον κόσμον, όπου βεβαίως απεκόμισαν και το μίσος των. Αλλ’ όπως ο Αλεφούζος είχε αφήσει υιόν, είχεν αφησει υιόν και ο Κερίμης τον Αρίφ αγάν. Αυτοί οι δύο θα έλυαν τους οικογενειακούς λογαριασμούς. Ο Αρίφης ήτο όλως διάφορος του πατρός του. Αγαθός άνθρωπος, αγαπών το κρασί και τας διασκεδάσεις, τα είχε καλά με Χριστιανούς και Τούρκους, και εμοίραζεν τον καιρόν του μεταξύ του Μοδιού, όπου είχε σύζυγον και τέκνα, και των Χανιών, όπου είχε ερωμένας και συμπότας. Το μόνον έργον του ήτο να διασκεδάζει και να δανείζεται ή να πουλεί, όταν το εισόδημα δεν επήρκει εις τα ανάγκας του.

Ο Σταμάτης είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του την φιλεργίαν και την ιδιαιτέραν κατά των Μοδιανών Τούρκων μνησικακίαν. Ήτο της αυτής περίπου ηλικίας με τον Αρίφην, νέος τριανταπέντε ετών, ηράκλειος την κατασκευήν, με γενειάδα ξανθήν και τραχείαν, με μάτια γεμάτα ζωηρότητα και πονηρίαν.

Μίαν ημέραν έμαθαν οι Μοδιανοί έξαφνα ότι ο Σταμάτης Αλεφούζος εξηγόρασε τα πατρικά του κτήματα και μετ’ ολίγας ημέρας εγκατεστάθη εις το πατρικόν του σπίτι δίπλα εις το κονάκι του Αρίφη. Μία δε από τα πρώτας του φροντίδας ήτο να φέρει εξ Ακαράνου μίαν γουρούναν με 6-7 γουρουνόπουλα, τόσον θορυβώδη και αεικίνητα, ώστε ενόμιζες ότι εγέμισε χοίρους το χωριό. Και πράγματι εγέμισε, διότι και όσοι εκ των Χριστιανών Μοδανιών δεν είχαν ηγόρασαν, και όσοι τους είχαν δεμένους τους άφηναν ελεύθερους να περιφέρωνται εις το χωριό και εις τους πέριξ αγρούς, να επισκέπτωνται ενίοτε το τουρκικόν καφενείον, να εισέρχωνται εις τας τουρκικάς αυλάς, προς μεγάλην αγανάκτησιν και φρίκην των χανουμισσών, και ν’ αναστατώνουν τους λαχανοκήπους των αγάδων.

Τώρα πλέον μπουλούμπασης δεν υπήρχε και η εποχή του γιανιτσαρισμού είχεν απομακρυνθεί τόσον, ώστε εκινδύνευε να λησμονηθεί. Το Μόδι από τουρκοχώρι, μετεβάλλετο εις χριστιανοχώρι, διότι κατά την τελευταίαν επανάστασιν πολλοί των Τούρκων εφονεύθησαν ή εκόλλησαν εις τα Χανιά˙ τους Τούρκους δε διεδέχοντο Χριστιανοί εκ των ορεινών χωρίων, μιμηθέντες το παράδειγμα του Σταμάτη και αγοράζοντες τα πωλούμενα τουρκικά κτήματα. Όσον δε έβλεπε τον χριστιανικόν πληθυσμόν του χωρίου αυξάνοντα και τον τουρκικόν ελαττούμενον, ο Σταμάτης εθριάμβευε. Και μίαν ημέραν είπε προς τον Αρίφην με μειδίαμα πειρακτικόν:

– Αϊ, Aρίφ αγά, να ’ζιε ο ραμετλής[2] ο μπαμπάς σου να ’δει το χωριό ετσά που γίνηκε!

Ο Αρίφης εσκυθρώπασε.

– Πώς εγίνηκε; είπε με φωνήν πνιγμένην.

– Να, ρωμέικο, λω δα! Γιάδε, γιάδε!

Και με θριαμβευτικήν χειρονομίαν του έδειξε κοπάδι γουρουνόπουλα, τα οποία ήρχοντο ακολουθούντα την βραδυπορούσαν μητέρα των. Ο Αρίφης όμως παρετήρησε τα γουρουνόπουλα χωρίς να πτύσει ή να βλασφημήσει, ως ο πατέρας του.

– Αν έζιε ο μπαμπάς σου, προσέθηκεν ο Σταμάτης, θα ’σκαζε.

Αλλ’ όσον έβλεπεν ότι ο Αρίφης, αντί να θυμώνει, εφαίνεται μάλλον λυπούμενος από τα πειράγματά του, του Σταμάτη το πείσμα εμετριάζετο. Και εγκατέλειψε μίαν εκδίκησιν την οποίαν εσχεδίαζε προ πολλού˙ να στείλει την ημέραν του Μπαϊραμιού ως δώρον προς τον υιόν τού Κερίμ αγά το καλύτερόν του χοιρίδιον.

Αλλ’ ουδέποτε ίσως η ψυχή του Σταμάτη εχάρη όσον κατά την παραμονήν των Χριστουγέννων, ότε το Μόδι αντελάλησεν από κραυγάς χοίρων σφαζόμενων. Δια να εντείνει την αγαλλίασίν του αυτός επανέλεγε γελών κι από τ’ αυτιά, κατά το λεγόμενον:

– Σήμερο μόνον το κατάλαβα πώς το Μόδι ερώμιεψε.

Πάντοτε δε είχε την ιδέαν ότι, μεθ’ όλην την απάθειαν την οποίαν εδείκνυεν ο Αρίφης, ενδομύχως έσκαζε. Δεν ήτο και μικρό να του σφάξει δύο χοίρους μπρος την πόρτα τους! Αλλά μετά τινάς ημέρας ο Αρίφης, επιστρέφων από τα Χανιά, εσταμάτησεν έφιππος προ της θύρας του Σταμάτη.

– Καλησπέρα, γείτονα, είπε προς τον εμφανισθέντα Σταμάτην. Φέρε κρασί να με κεράσεις… Είμαι στα κέφια μου απόψε.

Ο Σταμάτης εκινήθη δια να φέρει κρασί, αλλ’ο Αρίφης τον εσταμάτησε.

– Κι ένα καλό μεζέ.

Έπειτα έσκυψεν εκ του εφιππίου και είπε χαμηλοφώνως:

– Ένα κομμάτι.. λουκάνικο!

[1] Ασής = αντάρτης

[2] Ραμετλής = μακαρίτης



Όταν ήμουν δάσκαλος

Παρουσίαση

Ο Ιωάννης Κονδυλάκης γεννήθηκε το 1861 στο Βιάμο της Ανατολικής Κρήτης και πέθανε το 1920. Έμαθε γράμματα στην πατρίδα του και στην Αθήνα, όπου τελείωσε το γυμνάσιο μεγάλος στην ηλικία, διότι διέκοψε για ένα διάστημα (το 1877) και κατέβηκε στην Κρήτη για να πάρει μέρος στον αγώνα για την απελευθέρωσή της. Γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή, αλλά δεν την τελείωσε. Για ένα διάστημα εργάστηκε ως δημοδιδάσκαλος στην Κρήτη, αλλά γρήγορα παραιτήθηκε και εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, ασχολούμενος με τη δημοσιογραφία. Έγραφε κυρίως χρονογραφήματα στις εφημερίδες της εποχής με το ψευδώνυμο «Διαβάτης».
Το έργο του Κονδυλάκη (εκτός από το χρονογραφικό) περιλαμβάνει τα "Διηγήματα" (1884), εμπνευσμένα κυρίως από τον αγώνα της Κρήτης, το μυθιστόρημα "Ο Πατούχας" (1892), τη συλλογή διηγημάτων "Όταν ήμουν δάσκαλος" και άλλα διάφορα διηγήματα (1916) και το κύκνειο άσμα του, τη νουβέλα "Η πρώτη αγάπη" (1919). Το μυθιστόρημα σε συνέχειες σε εφημερίδα της εποχής με τίτλο "Οι άθλιοι των Αθηνών" (1895) δε φαίνεται να έχει ιδιαίτερη αξία, αν και δίνει μια ενδιαφέρουσα εικόνα της ζωής στη μικρή Αθήνα του 1870.
Από το έργο του ξεχωρίζει "Ο Πατούχας", κρητική ηθογραφία με πολλά λαογραφικά στοιχεία και ζωντανό
λόγο, αλλά και με τη διαγραφή ενός από τους πιο δυνατούς τύπους της νεοελληνικής πεζογραφίας. Επίσης ξεχωρίζει "Η πρώτη αγάπη" κυρίως για την πρωτοτυπία και την τόλμη του θέματος. Περιγράφει τον έρωτα ενός πεντάχρονου αγοριού για μια πολύ μεγαλύτερή του κοπέλα και θα μπορούσε να διακρίνει κανείς φροϋδικά στοιχεία. Εξίσου σημαντικό είναι και το εκτεταμένο διήγημα "Όταν ήμουν δάσκαλος", που παρουσιάζουμε εδώ και που είναι ικανό να δείξει στον αναγνώστη τις αρετές του Κονδυλάκη: Ζωντανή αφήγηση, πλούσια και ρέουσα γλώσσα, στην οποία η καθαρεύουσα της διήγησης (της ομιλίας του αφηγητή) εναλλάσσεται με την ιδιωματική (κρητική) δημοτική της μίμησης (της ομιλίας των προσώπων). Ακόμα, η ευρηματικότητα και η ζωηρή αίσθηση του χιούμορ σε συνδυασμό με τη λιτότητα των εκφραστικών μέσων και τη γρήγορη κίνηση της πλοκής. Τέλος, η απρόσμενη και συνήθως δραματική «λύση», μέσα από την εναλλαγή του αστείου και του σοβαρού, του παιγνιώδους και του τραγικού, όπως είναι και η ίδια η ζωή.
Στο διήγημά μας ο αφηγητής, που μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, μόλις τελείωσε το σχολείο, διορίζεται «σχολάρχης» σ' ένα χωριό της Κρήτης και αφηγείται περιστατικά αυτής της σχολικής χρονιάς τόσο μέσα όσο και έξω από την τάξη και το σχολείο. Τα γεγονότα μάλιστα του σχολείου και της διδασκαλίας είναι δοσμένα με τόση ενάργεια που ασφαλώς σχετίζονται με τις εμπειρίες του ίδιου του Κονδυλάκη ως δασκάλου, ενώ παράλληλα προβάλλουν πρωτοποριακές για την εποχή παιδαγωγικές αντιλήψεις. (Κώστας Μπαλάσκας, από την εισαγωγή της έκδοσης) 

Απόσπασμα 

Εις την μελέτην της γραμματικής προσετέθη η μελέτη της αριθμητικής. Το πείσμα και η ανάγκη μού έδωκαν και την απαιτουμένην νέαν καρτερίαν, αλλά δεν ηδύναντο να δώσουν και εις την μνήμην μου την πειθαρχίαν των αριθμών εις ην δεν είχε συνηθίσει. Και πολλάκις πράγματα τα οποία είχα εννοήσει και απομνημονεύσει την προτεραίαν με διέφευγαν την επιούσαν. Το δέος το οποίον διετήρουν από τους μαθητικούς χρόνους δια τα μαθηματικά, επέφερε σάστισμα και ταραχήν εις την διάνοιάν μου, καθ’ ην στιγμήν επεχείρουν να παραδώσω.

Είχα παρατηρήσει όμως δύο των μαθητών μου, ιδίως δε εις εκ των μεγαλυτέρων, ονόματι Μανούσος, είχαν εξαιρετικήν νοημοσύνην και επιμέλειαν και ήσαν δυνατοί εις όλα τα μαθήματα. Και είχα ήδη αρχίσει να επωφελούμαι τας γνώσεις και την αντίληψίν των εις την τεχνολογίαν. Ερωτών αυτούς, δια να ίδω τάχα εάν γνωρίζουν τον γραμματικόν κανόνα, υπεβοήθουν την μνήμην μου δια των απαντήσεών των και ούτω διδάσκων εδιδασκόμην. Εσκέφθην δε να εφαρμόσω και εις τας δυσκόλους περιστάσεις της αριθμητικής την μέθοδον ταύτην.

Οσάκις τα προβλήματα μου εφαίνοντο δύσκολα, έλεγα με την μεγαλυτέραν αφέλειαν:

-Μελετήσατε αυτά τα προβλήματα. Περιττόν να σας τα παραδώσω. Είναι ευκολώτατα, παιγνιδάκια.

Την ημέραν δε καθ’ ην είχαμε αριθμητικήν, εκάλουν τον αμελέστερον να λύση τα «παιγνιδάκια», βέβαιος ων εκ των προτέρων ότι θ’ απετύγχανεν. Εκάλουν έπειτα άλλον και άλλον και ούτω παρέτασσα τους ασθενεστέρους προ του μαυροπίνακος. Τελευταίον εκάλουν τον ένα εκ των επιλέκτων:

– Έλα συ, Κώστα, να τους δείξης ότι δεν μπορούν να νοιώσουν τα ευκολώτερα των πραγμάτων. Προσέχετε καλά, ανόητοι!

Ο Κώστας ήρχιζε την λύσιν, εγώ δε παρηκολούθουν δια του ενός οφθαλμού τα τελούμενα επί του μαυροπίνακος, δια δε του άλλου όχι πλέον τας σημειώσεις μου, αλλά την φυσιογνωμίαν του Μανούσου. Ο τυφλοσούρτης μου ήτο ζωντανός τώρα. Εάν έβλεπα επιδοκιμαστικά νεύματα ανεφώνουν:

-Βλέπετε τώρα, τι εύκολα πράγματα σας εντρόπιασαν; Εύγε, Κώστα! Κάμε το άλλη μια φορά να το νοιώσουν.

Και ούτω ο Κώστας εδίδασκε τους συμμαθητάς … και τον διδάσκαλόν του.

Εάν όμως διέκρινα εις την φυσιογνωμίαν του Μανούσου σημεία αποδοκιμασίας, μορφασμόν ή μειδίαμα, ήρχιζα να κινώ την κεφαλήν:

-Δεν τα κατάφερες, Κώστα, και θα καλέσω το Μανούσο να σου βάλη τα γυαλιά… Για σκέψου λίγο… Ας είναι, δεν τα καταφέρνεις… έλα, Μανούσο!

Ο Κώστας απεσύρετο κατακόκκινος και παρεχώρει την θέσιν του και την κιμωλίαν εις τον αντίζηλον. Διότι ούτω κατώρθωνα συγχρόνως ν’ αναπτύσσω μεταξύ των δύο επιλέκτων άμιλλαν, ήτις υπεδαύλιζε και διετήρει τον ζήλον και την επιμέλειάν των. Ο Μανούσος πάντοτε με καταπληκτικήν ευκολίαν εύρισκε την ορθήν λύσιν. Αλλά τι θα εγίνετο, Θεέ μου, αν ήτο και αυτός ως οι άλλοι; Μίαν φοράν παρ’ ολίγον να ευρεθώμεν εις το αδιέξοδον τούτο. Επρόκειτο περί της υφαιρέσεως εσωτερικής ή εξωτερικής, δεν ενθυμούμαι καλά. Ο Κώστας περιήλθεν εις αμηχανίαν, το δε πρόσωπον του Μανούσου δεν εξέφραζε τίποτε. Τώρα μάλιστα με παρετήρει και αυτός προσπαθών να μαντεύση την λύσιν από τας κινήσεις της φυσιογνωμίας μου. Αλλ’ εγώ είχα φυσιογνωμίαν σφιγγός ανεξερεύνητον, ενώ εντός μου εσφάδαζε αγωνία φοβερά. Αλλά τι να γίνη; Ο Κώστας είχε κοκκινίσει μέχρι των ώτων και κύψας την κεφαλήν, παρητήθη από την αδύνατον επιχείρησιν. Ηναγκάσθην δε να καλέσω τον Μανούσον και συγχρόνως εσκεπτόμην πυρετωδώς τι να είπω και τι να κάμω εν περιπτώσει καθ’ ην θα εψεύδετο και η τελευταία μου ελπίς. Και πράγματι μετ’ ολίγον ήρχιζε να κοκκινίζη και ο Μανούσος και εψιθύρισε:

– Παράξενο πράμα! Εχθές το ’καμα χωρίς καμμία δυσκολία.

Ο διδάσκαλος είχε καθήκον πλέον να παρέμβη με τα φώτα του· αλλ’ ο διδάσκαλος δεν ενόει ν’ αναμειχθή εις πράγματα τόσον εύκολα, από τα οποία δεν ενόει τίποτε. Και ανεκουφίσθη με μίαν σκέψιν: «Το κάτω κάτω καταργούμεν την υφαίρεσιν. Σήμερον δεν την χρησιμοποιούν πια. Η νέα μέθοδος…» Με αυτήν την «νέαν μέθοδον» εδικαιολόγουν πολλά πράγματα.

Αλλ’ καθ’ ην στιγμήν ήνοιγα το στόμα δια να καταργήσω την υφαίρεσιν, ήνοιξε το ιδικό του και ο Μανούσος – καλή του ώρα! – και επρόφερεν έν επιφώνημα, πλήρες χρηστών ελπίδων:

– Α! Το βρήκα.

– Έλα, Αρχιμήδη! του είπα. Εγώ προς τιμωρίαν δεν σ’ εβοήθησα… Έπειτα πρέπει να μάθετε να σκέπτεσθε μόνοι σας… Η νέα μέθοδος αυτό επιβάλλει.

Και όταν οι αριθμοί έφθασαν εις αίσιον πέρας:

– Ωραία! ανεφώνησα. Βλέπεις ότι δεν εχρειάζετο και μεγάλη φιλοσοφία… Αμέ όταν θα διδαχθήτε Άλγεβραν εις το γυμνάσιον, πώς θα κάνετε; Εκεί να ιδήτε αλαμπουρνέζικα! Εγώ, που ήμουν ο πρώτος της τάξεώς μου εις τα μαθηματικά (ω, αν με ήκουεν ένας καθηγητής των μαθηματικών με παραγναθίδας!)… Έλα κάνε το άλλη μια φορά να δούνε και οι άλλοι.

Φαίνεται όμως ότι η ηθοποιία μου δεν κατώρθωνε να κρύπτη τελείως την αδυναμίαν μου εις την οξυδέρκειαν του Μανούσου. Εις τούτο άλλως συνετέλουν και αι σπερμολογίαι του καλού μου συναδέλφου, αίτινες, αν δεν επιστεύθησαν, αφήκαν όμως υπονοίας. Και μου εφάνη ότι ο Μανούσος δεν μου εδείκνυεν από τινός όλον τον σεβασμόν, ότι ήρχισε να γίνεται αλαζών, μαντεύσας ίσως ότι είχεν την ανάγκην του ο διδάσκαλος. Ο κίνδυνος δεν ήτο μικρός· και έπρεπε να παταχθή ταχέως το κακόν πριν ή γενικευθή και μετατραπή εις ανταρσίαν. Έπρεπε να του πάρω τον αέρα, δια να μη μου τον πάρη αυτός. Και μίαν ημέραν, ενώ διήρχετο πλησίον μου και μου εφάνη ότι δεν μ’ εχαιρέτησεν ή ότι μ’ εχαιρέτησεν αμελώς, τον εσταμάτησα και με οργήν του είπα:

– Γιατί δεν χαιρετάς, ε; Γιατί δεν χαιρετάς;

– Εχαιρέτησα, δάσκαλε, απήντησεν ωχριάσας.

– Τόσον καλά εχαιρέτησες ώστε δεν σε είδα. Αλλ’ εγώ δεν ανέχομαι αυθαδείας. Τας κόβω μία και καλή.

Και συγχρόνως με την τελευταίαν λέξιν επλατάγισαν δύο ραπίσματα εις τα μάγουλά του.

– Τι νόμισες; Είσαι ο πρώτος στα μαθήματα, αλλ’ οφείλεις να είσαι και ο πρώτος εις την συμπεριφοράν… Πήγαινε και άλλη φορά να είσαι προσεκτικώτερος!

Και απομακρυνόμενος είπα μονολογών:

– Και να μου μαθαίνης καλά το μάθημα.


ΔΕΙΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/