Βίντεο : Ιωάννα Βλάχου
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΔΑΦΝΗΣ:ANIMA DOLENS
Είναι η ψυχή μου αλύτρωτα
σφιχτά σφιχτά δεμένη
με ό,τι περνάει και χάνεται
και με ό,τι αργοπεθαίνει…
Και ξέρω από τι πέθανε
το ρόδο εχτές το βράδυ,
πού πάει ο αχνός που υψώνεται
επάνω απ’ τα νερά,
για πού αρμενίζουν τα πουλιά
που εδιάβηκαν ομάδι
με τα γλυκολαλήματα
με τ’ άσπρα τους φτερά.
Νιώθω των ήσκιων τους χορούς
στη λίμνη επάνω επάνω,
ξέρω τι κλαίει ο άνεμος
στο κούφιο το δεντρί,
τι ψάλλει η πικροθάλασσα
με το σκοπό τον πλάνο,
όταν βογγάει και δέρνεται
στον άμμο τον πλατύ.
Κι ακόμα ξέρω πιο καλά
και νιώθω απ’ όλα πρώτα
τι λέει η καμπάνα η πένθιμη
όταν αργά λαλεί,
στις ώρες που χλωμιάζουνε
του δειλινού τα φώτα,
στις ώρες που ένας θάνατος
του ανθρώπου είναι η ζωή.
Με ό,τι περνάει και χάνεται,
και μ’ ό,τι αργοπεθαίνει,
είναι η ψυχή μου αλύτρωτα
σφιχτά σφιχτά δεμένη…
Δάφνης Στέφανος[1882-1947]
Ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος (Άργος - Αθήνα).
Στέφανος Δάφνης είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο του Θρασύβουλου Ζωιόπουλου. Γεννήθηκε στο `Αργος το 1882 και σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εργάστηκε πρώτα ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση και αργότερα διορίστηκε τμηματάρχης στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Από πολύ νωρίς επιδόθηκε στη λογοτεχνία, γράφοντας κυρίως ποιήματα.
Ήδη από το 1911 ο Δάφνης δημοσίευσε την πρώτη ποιητική του συλλογή με τίτλο “Ο ανθισμένος δρόμος”. Η δεύτερη ποιητική του συλλογή “Το ανοικτό παράθυρο” (1920), βραβεύτηκε στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό.
Ο Δάφνης συνεργάστηκε και με πολλές εφημερίδες της εποχής, όπως την “Ακρόπολιν”, τους “Καιρούς” κ.ά. Εκτός από ποιητικές συλλογές , ο Δάφνης δημοσίευσε και κάποια θεατρικά έργα. Σύζυγος του ήταν η ποιήτρια Αιμιλία Δάφνη. Πέθανε στην Αθήνα το 1947.
Ποιητικά έργα:
Ο ανθισμένος δρόμος (1911)
Ανοιχτό παράθυρο (1920) (βραβείο στο Φιλαδέλφεια ποιητικά διαγωνισμό).
Θεατρικά μονόπρακτα:
"Πατρικό σπίτι"
"Σπαραγμός"βραβευμένα και τα δύο από την Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων)
"Ο τυχερός"
"Της φυλακής"
"Το αγριογούρουνο" (βραβείο Κοτοπούλειου διαγωνισμού).
Θεατρικά τρίπρακτα:
"Το τραγούδι της καρδιάς"
"Ο Δον Ζουάν στο χωριό"
Λιμπρέτο της μουσικής κωμωδίας "Στην πόρτα του μοναστηριού".
Μυθιστόρημα του με θέμα τη ζωή του Γ. Βιζυηνού που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα "Τύπος" (1939) με τίτλο: "Με τον προβολέα της ιστορίας. Γεώργιος Βιζυηνός, ο ραψωδός της Θράκης. Η μυθιστορηματική ζωή του και το τραγικό τέλος του ποιητή των Ελληνικών Θρύλων, του έρωτα, της φιλίας και όλης της συγχορδίας του ανθρώπινου πόνου".
Διηγήματα, ιστορήματα, συνεντεύξεις με λόγιους, έρευνες για πνευματικά, γλωσσικά ή κοινωνικά προβλήματα, λογοτεχνικές ή επιστημονικές επικαιρότητες, μεταφράσεις είναι σκορπισμένα σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά.
Ο Στ. Δάφνης δημοσίευσε αρκετά διηγήματα σε διάφορα περιοδικά της εποχής του, στα οποία υπάρχουν πολλά ηθογραφικά στοιχεία και κατάλοιπα ρομαντισμού. Πολλά από αυτά είναι αναπλιώτικα ( Ο ονειροκρίτης, Αίμα στον κάμπο, Το αγρίμι, Ο ξένος των Χριστουγέννων, Φρυκτωρία, Ο Αρχάγγελος, Το μυστικό των Λοδεράνων, μια τουρκοβενετσιάνικη ιστορία). Επίσης, έγραψε αρκετά μονόπρακτα (Της φυλακής, όπου ζωντανεύει τη βασανισμένη ζωή των κρατουμένων στο Παλαμήδι, Το πατρικό σπίτι, Ο σπαραγμός, που βραβεύτηκε από την Εταιρεία Θεατρικών Συγγραφέων, Το αγριογούρουνο, Το τραγούδι της καρδιάς, ερωτικό δράμα). Αν και είναι γνωστός ο Σπ. Δάφνης περισσότερο ως πεζογράφος, εν τούτοις η ποίησή του είναι ανώτερη από το πεζογραφικό και θεατρικό του έργο.
Η ποιητική δημιουργία του Στέφανου Δάφνη διακρινόταν για την ευγένεια των αισθημάτων και την ειλικρινή έμπνευση και για τους μελωδικούς στίχους της που ήταν σμιλεμένοι με τους καθιερωμένους τεχνικούς κανόνες.
ΤΑ ΡΟΔΑ
Το κατάλευκα τα ρόδα τα θλιμμένα και στερνά
ξεφυλλίσανε και πάνε χτες το βράδυ με τ’ αστέρια,
μάταια πρόσμεναν ως τόσο τα χαϊδέματα τ’ αχνά
από τ’ άσπρα σου τα χέρια.
Δε σου εστόλισαν την κόμη σε χορούς και σε γιορτές
και στο γνώριμο ανθογυάλι δεν αφήσανε το μύρο,
κι ήταν τόσο απελπισμένα όταν ήρθε η αύρα χτες
και τα σκόρπισε τριγύρω…
Τα κατάλευκα τα ρόδα πόσο μοιάζουν τις καρδιές
που ραγίζονται και σπάνε μες τα στήθη αιματωμένες,
δίχως να γνωρίσουν κάποιες ερωτόθυμες βραδιές
και στιγμές ευτυχισμένες.
Στο κρυστάλλινο ανθογυάλι της γλυκύτατης ζωής
δε σκορπίζουν της αγάπης και της νιότης των τα μύρα,
κι έρχεται μονάχα κάποιος αδελφός και λυτρωτής
από μια κλεισμένη θύρα,
κι από κάτου απ’ τα φτερά του που τ’ απλώνει στοργικά
οι καρδιές οι πληγωμένες σταματούν και δε χτυπάνε,
σαν τα κάτασπρα τα ρόδα που πεθαίνουνε γλυκά
και σωριάζονται και πάνε…
Ο Στ. Δάφνης δημοσίευσε αρκετά διηγήματα σε διάφορα περιοδικά της εποχής του, στα οποία υπάρχουν πολλά ηθογραφικά στοιχεία και κατάλοιπα ρομαντισμού. Πολλά από αυτά είναι αναπλιώτικα ( Ο ονειροκρίτης, Αίμα στον κάμπο, Το αγρίμι, Ο ξένος των Χριστουγέννων, Φρυκτωρία, Ο Αρχάγγελος, Το μυστικό των Λοδεράνων, μια τουρκοβενετσιάνικη ιστορία). Επίσης, έγραψε αρκετά μονόπρακτα (Της φυλακής, όπου ζωντανεύει τη βασανισμένη ζωή των κρατουμένων στο Παλαμήδι, Το πατρικό σπίτι, Ο σπαραγμός, που βραβεύτηκε από την Εταιρεία Θεατρικών Συγγραφέων, Το αγριογούρουνο, Το τραγούδι της καρδιάς, ερωτικό δράμα). Αν και είναι γνωστός ο Σπ. Δάφνης περισσότερο ως πεζογράφος, εν τούτοις η ποίησή του είναι ανώτερη από το πεζογραφικό και θεατρικό του έργο. Σημειώνουμε την πρώτη του ποιητική συλλογή Ο ανθισμένος δρόμος (1911), Το ανοιχτό παράθυρο (1920), που τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο του Φιλαδέλφειου Ποιητικού Αγώνος, κ.ά.
Επίσης, αξίζει να μνημονεύσουμε τα δώδεκα σονέτα με τον γενικό τίτλο Ο κύκλος της χαράς και του πόνου. Στη συλλογή αυτή ανήκει και το σονέτο Άργος, στο οποίο μαρτυρεί την αργείτικη καταγωγή του.
Άργος
Ακόμη στ’ όνομά σου τρέμει, ακόμη
του Σκάμαντρου το θείο στοιχειό, Πατρίδα,
κι ομπρός στο Ορέστη ακόμη τη λεπίδα
της Τραγωδίας ορθή πετιέται η κόμη!
Του ριζικού σου δόξα ως πέρα οι δρόμοι
και το πλοίο σου νικάει την καταιγίδα,
κι ευτυχισμένο, ως πάει, γεμάτο ελπίδα,
το κυβερνούν του Ομήρου οι στίχοι – οι νόμοι.
Χαρά μου, που τα χτύπησε ο δικός σου
αέρας, πρώτη αυγή, τα βλέφαρά μου!
Χαρά μου, στον κύκλο του φωτός σου
με δένει, σαν ευχή και σαν κατάρα,
από το χώμα ανεβατή στα κόκκαλά μου
προγονική η ατρειδική λαχτάρα!
Ο Στέφανος Δάφνης, σεμνός και ταπεινός, άνθρωπος χαμηλών τόνων που απέφευγε την προβολή και δημοσιότητα, άφησε πολλά κείμενά του διάσπαρτα σε λογοτεχνικά και άλλα περιοδικά και εξακολουθούν να είναι σκόρπια.
Ο ΑΝΘΙΣΜΕΝΟΣ ΔΡΟΜΟΣ Βιβλίο του Στέφανου Δάφνη που εκδόθηκε το 1911 με τις ποιητικές συλλογές: Ψυχή
ANIMA DOLENS
Είναι η ψυχή μου αλύτρωτα
σφιχτά σφιχτά δεμένη
με ό,τι περνάει και χάνεται
και με ό,τι αργοπεθαίνει…
Και ξέρω από τι πέθανε
το ρόδο εχτές το βράδυ,
πού πάει ο αχνός που υψώνεται
επάνω απ’ τα νερά,
για πού αρμενίζουν τα πουλιά
που εδιάβηκαν ομάδι
με τα γλυκολαλήματα
με τ’ άσπρα τους φτερά.
Νιώθω των ήσκιων τους χορούς
στη λίμνη επάνω επάνω,
ξέρω τι κλαίει ο άνεμος
στο κούφιο το δεντρί,
τι ψάλλει η πικροθάλασσα
με το σκοπό τον πλάνο,
όταν βογγάει και δέρνεται
στον άμμο τον πλατύ.
Κι ακόμα ξέρω πιο καλά
και νιώθω απ’ όλα πρώτα
τι λέει η καμπάνα η πένθιμη
όταν αργά λαλεί,
στις ώρες που χλωμιάζουνε
του δειλινού τα φώτα,
στις ώρες που ένας θάνατος
του ανθρώπου είναι η ζωή.
Με ό,τι περνάει και χάνεται,
και μ’ ό,τι αργοπεθαίνει,
είναι η ψυχή μου αλύτρωτα
σφιχτά σφιχτά δεμένη…
ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Ύφαινε πέπλους, ύφαινε, και ντύσε αχνά, ω Σελήνη,
τα κυπαρίσσια τ’ άχαρα και τα καμπαναριά,
μην απολείψει τίποτε μες στη φωτοπλημμύρα
που να μην πάρει ολόλευκη και ξωτική θωριά.
Στα νυχτολούλουδα που αργά ανοίγουν τ’ άλικα άνθια
και πίσω από τους φράχτες των με δίψα καρτερούν,
στη λίμνη που άνοιξαν λευκά τα νούφαρα και τρέμουν
κι ως πεταλούδες πρόσχαρες το φως σου λαχταρούν.
Στή Θάλασσα που νείρεται κι αδιάκοπα σαλεύει
τις αργυρές δαντέλλες σου ν’ απλώσεις τεχνικά,
και τις βαρκούλες που περνούν και χάνονται στα μάκρη
δείξε σαν κάποια αέρινα πουλιά και θρυλικά.
Μέσα απ’ τις γρίλιες πέρασε και απλώσου ερωτεμένη
σε κρεβατάκια κάτασπρα, σε μάτια σφαλιστά,
στα χείλη τα κοράλλινα που ψιθυρίζουν πόθους,
στα στήθη τ’ αλαβάστρινα και τα μισοκλειστά.
Στο δρόμο τον ερημικό που εστέναξε η κιθάρα
κι ανέβη κι ετρεμούλιασεν ένας καημός κρυφός,
στα πάντα απόψε ας απλωθεί, κι ας λάμψει κι ας γιορτάσει
το μελιχρό σου φως!
Κι ακόμα επάνω απ’ το μικρό κι αγαπημένον τάφο
με το Σταυρό που ολόγυρα περίπλεξε ο κισσός,
άναψε εκεί τις άυλες κι ουράνιες σου λαμπάδες
όταν σε φέρει επάνω του ο δρόμος σου ο χρυσός.
Κι απόψε που όλα χαίρονται και πίνουν φως και λάμπουν
κάμε την άσπρη πλάκα του να λάμπει αστραφτερά,
μέσα κοιμάται μια καρδιά που είχε πολύ αγαπήσει
το φως και τη χαρά…
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ ΜΟΥ
Ένα τραγούδι επόθησα να υψώσω πάλι ως ύμνον!
απόψε τόσο είναι έμορφη και ξάστερη η βραδιά,
τόσο καλά και ειρηνικά η σκέψη μου αρμενίζει
κι έτσι χτυπάει παράξενα στα στήθη μου η καρδιά.
Να ειπώ για τις παιδιάτικες χαρές στη λίμνη γύρω,
με τις ιτιές που εγέρνανε οι αιώνιες στα νερά,
και με τους κύκνους που άνοιγαν, οι ανάερες βαρκούλες,
μες στα θαμπά χαράματα τα ολάσπρα των φτερά.
Ένα τραγούδι! Να μιλεί για κάποια περασμένα
για των αγρών την όμορφη με τα χρυσά μαλλιά,
για κάποιο δείλι, που απαλά στα ρείκια καθισμένοι
τα χέρια μόνο εσφίγγαμε κι αλλάζαμε φιλιά.
Ένα τραγούδι! Ν’ απλωθεί στο ανάκρουσμα της λύρας
όλο της νιότης τ’ όραμα το ρόδινο κι αχνό,
ν’ αστράψει εμπρός στα μάτια μου, ωσάν το βόρειο σέλας
που ορμάει κι εναγκαλίζεται τον άπειρο ουρανό!
Ένα τραγούδι! Που η Χαρά, η Ελπίδα και η Αγάπη,
(Ωκεανίδες πρόθυμες στην άκρη ενός γιαλού)
να ‘ρθουν απ’ των παραμυθιών τις χώρες ναν το ψάλλουν
με το ρυθμό του κύματος στο φύσημα του αυλού.
Κι έτσι σα βάρδος να χαρώ τα περασμένα πάλι,
να νιώσω, ως πρώτα, μέσα μου να πλημμυράει η καρδιά,
ενώ θα ζώνει μυστικά τα ουράνια ο Γαλαξίας
και θα σκορπάει τα μάγια της περίγυρα η βραδιά!
Οι Δώδεκα Ώρες,
ΦΥΛΛΑ
Άνθρωποι εμείς, σαν τα χειμέρια φύλλα
απ’ τους ενάντιους άνεμους σκορπούμε·
μας πάνε από τη Χάρυβδη στη Σκύλλα,
και ζούμε όσο τα φύλλα μόνο, αν ζούμε…
Στου αγνώστου την πυκνότατη μαυρίλα,
μοιραίοι τυφλοί, το δρόμο αναζητούμε,
και μόνο απ’ της ψυχής μας την καντήλα
παίρνουμε λίγο φως και προχωρούμε.
Τα ανθρώπινά μας όνειρα όλα φρούδα,
η περηφάνεια μας καπνός, του ψήλου
πάει, και μια η χαρά μας πεταλούδα.
Το πέσιμό μας είναι όπως του φύλλου
κι είναι επωδός ζωής αφανισμένης
το γέλιο το πικρό της Ειμαρμένης!
ΧΡΗΣΜΟΣ
Θα ‘ρθεί μια κάποια ημέρα, αλίμονό σου,
να βρεις την ερημιά σου πλέον μεγάλη,
να βρεις ναυαγισμένο τον εαυτό σου,
σε κάποιο ξένο, απόξενο ακρογιάλι.
Για σένα μια καρδιά δε θε να πάλλει
από στοργή, απ’ αγάπη στο πλευρό σου,
κι από το πρώτο φως στο πρόσωπό σου
ουδ’ όσο ένα φτωχότατο κοράλλι.
Κι όταν στην ανοιξιάτικη την κλίνη
τα πλάσματα θα δένει η αγάπη στέρια
απ’ τα λουλούδια, απ’ τα πουλιά, ως τ’ αστέρια,
ζητώντας μάταια η ψυχή σου τη γαλήνη
τόσο ένα ήσκιο μόνο θα ποθήσει
όσο ρίχνει στη γη ένα κυπαρίσσι.
ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΑ, ΟΠΩΣ ΘΡΗΝΟΣ…
Για μια φοράν ακόμη συντριμμένα
διπλώνω τα αιματόβρεχτα φτερά μου
και πέφτω· σε ποιαν άβυσσον, οϊμένα,
θα κρύψω τη μεγάλη συμφορά μου;
Σαχάρα η πολυστέναχτη ερημιά μου,
κι όλα για μένανε άγνωρα και ξένα,
και για τ’ αποσταμένα κόκαλά μου
ούτε ένα καλυβάκι μόνο, ούτ’ ένα!
Νάειναι βαθιά η σπηλιά, να πέφτει αγάλι
σταλαγματιά, όπως θρήνος, το νεράκι·
Και η Λήθη αν δεν ερθεί για να μου βάλει
στα χείλη μου ροδόσταμο ή φαρμάκι,
να ‘χω το αργό νερό που θα κυλάει
τις ώρες τις πικρές να μου μετράει.
ΤΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΑΚΙ
Το πράσινο, αδελφέ μου, κυπαρίσσι
που στης αυλής εφύτεψες τη μέση,
το μάτι μου θερμά το ‘χει αγαπήσει
κι όλη η ψυχή μου απάνου του έχει πέσει.
Πέρσι η λιγνή κορφή του είχε μπορέσει
στο μέτωπο απαλά να με φιλήσει·
ψηλότερη είναι εφέτο, μ’ έχει αφήσει
και πάει κορώνα τ’ άστρα να φορέσει…
Κι όταν για μένα ερθεί ο καιρός οπού όντας
παραδομένος άτολμα στα χρόνια
φιλί δε θα προσμένω, ούτε και χάδι,
θα χωριστούμε πλέον μια μέρα αιώνια:
Εκειό θα πάει το φως αποζητώντας
κι εγώ θα κατεβαίνω στο σκοτάδι!
Ρόδακες και Ανθέμια,
Ο ΡΑΓΙΣΜΕΝΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ
Όταν τα κέρινά τους δάκρυα χύνανε
οι κάτασπρες χλωμόφεγγες λαμπάδες,
κι ετρέμανε οι σκιές γύρω τριγύρω σου,
κι εκλαίγαν τις χαμένες σου ομορφάδες·
όταν μια τρικυμία από θρήνους φούσκωνε,
στο σπίτι σου που ο Θάνατος το βρήκε,
—της σάλας ξάφνου η θύρα αγάλια εστέναξε
και κάποιος μέσα μπήκε, κάποιος μπήκε.
Και στον καθρέφτη αντίκρυ η Μοίρα εστάθηκε
στον ακριβό βενέτικο καθρέφτη,
κι εκεί που η ομορφιά σου αστραποβόλαγεν
η ξωτικιά η θωριά της τώρα πέφτει!
Κι απλώνει το ραβδί της μεγαλόπρεπα,
και στης νυχτιάς την άγρια τη φοβέρα,
ακούστηκε ένας βόγγος, κι ένα τρίξιμο
κι εράγισε ο καθρέφτης πέρα ως πέρα!…
Και το πρωί, όταν σε έβγαλαν αμίλητη,
με τα λευκά και τα άνθια στολισμένη,
κι εμπρός από τη σάλα σε επεράσανε
κι από τη θύρα εμπρός την ανοιγμένη,
επάνω στον καθρέφτη τον κρυστάλλινο
—κι ενώ το κλάμα ολόγυρα ξεσπάει,
στερνή φορά η μορφή σου ωραία βασίλεψε
και πάει με ένα παράπονον, και πάει.
ΘΛΙΨΗ
Καταραμένη η ώρα, που εφίλησες, ω Θλίψη,
το ωχρό το μέτωπό μου μια ανάστερη βραδιά,
το δάκρυ από τα μάτια δεν έχει μου απολείψει
δεν έχει μου απολείψει το κλάμα απ’ την καρδιά.
Χτυπάω σκληρά το χώμα, κι εκείνο δεν ανοίγει!
Μάταια τα χέρια υψώνω στο δίκαιον Ουρανό,
κι έρχεται μια απαλάμη κι αλύτρωτα μου πνίγει
μου πνίγει το τραγούδι στο στόμα μου το αχνό.
Καταραμένη η ώρα που μου ‘βαλες, ω Θλίψη,
τη μαύρη σου σφραγίδα στο μέτωπο πλατιά,
όλα περνούν, και μόνο δεν έρχεται να σκύψει
επάνω μου η Γαλήνη, παραπονιάρα ιτιά.
ΠΝΟΕΣ ΣΤΑ ΦΥΛΛΑ
Στα κεραμίδια εβρόντησεν εφέτος το χαλάζι,
μα ήρθεν ο Μάρτης κι έφερε ταίρι τα δυο πουλάκια,
κι απ’ τη φωλιά ολοτρόγυρα το αέρι αναγαλλιάζει
από χελιδονίσματα και γλυκοτραγουδάκια…
Αθλία καρδιά, που σε έδειρε το ορμητικό μπουρίνι
κι επρόσμενες την Άνοιξη με το ζεφύρισμά της,
άραγε τόσο επίμονη η ελπίδα σου έχει μείνει
που καρτεράς να ‘ρθεί η χαρά και νάεισαι εσύ η φωλιά της;
……………………………………
Τα δυο σου μάτια εφίλησα μια νύχτα του Γενάρη,
τα δυο σου μάτια εφίλησα του Μάη μια χαραυγή.
Στην πρώτην έλαμπε αργυρό στα ουράνια το φεγγάρι,
στη δεύτερη εκαμάρωνε η ολανθισμένη γη.
Τώρα τα χρόνια επέρασαν, μα τα θυμούμαι ακόμη
τα μάτια τ’ αλησμόνητα—διπλοί καημοί και τρόμοι—
και τα προσμένω ανώφελα να ‘ρθούν, στερνή μου χάρη,
με τις δροσούλες του Μαγιού, τα φέγγη του Γενάρη!..
ΤΡΙΠΤΥΧΑ
Πόσο πικρή κι αβέβαιη
καρδιά στα στήθη μου έχω
την κάθε αγάπη που αγαπώ
με δάκρυα τήνε βρέχω.
Το κάνω πιο πικρότερο
το κάθε τι που εγγίζω,
κι έτσι στη λίμνη του καημού
την όψη αντιφεγγίζω,
Σαν σε κοιμάμενο γιαλό
απ’ του Ουρανού τη μέση
τ’ αστέρι που ζυγίζεται
και τρέμει για να πέσει…
Με τα Πλατιά Φτερά
Η ΛΙΜΝΗ
Θυμάσαι τη γελούμενη τη Λίμνη
με τα γαλάζια, ακύμαντα νερά;
Του φθινοπώρου τώρα το μαράζι
απλώθη επάνωθέ της θλιβερά.
Κι είναι τα νούφαρά της πεθαμένα,
τριγύρω της πουλιά δεν κελαηδούν,
και των ιτιών τα φύλλα ξεραμένα
δαρμένα από τον άνεμο μαδούν.
Και ο κύκνος που την κοίμιζεν αγάλια
με τη γλυκιά, πλανεύτρα του λαλιά,
προχτές που γύρω εστάζανε τα πένθη
στης δύσης τη θλιμμένη σιγαλιά,
εκάρφωσε τα μάτια προς τον Ήλιο,
κι ανοίγοντας τα κάτασπρα φτερά,
το τελευταίο τραγούδησε τραγούδι
κι απλώθη πεθαμένος στα νερά!
Επιλογή κειμένου και φωτογραφιών : Ιωάννα Βλάχου Πηγή: Διαδίκτυο