«Η Ρωμιοσύνη είναι η πονεμένη Ελλάδα. Η αρχαία Ελλάδα μπορεί να ‘τανε δοξασμένη κι αντρειωμένη, αλλά η καινούργια, η χριστιανική, είναι πιο βαθειά, επειδής ο πόνος είναι ένα πράγμα πιο βαθύ κι από τη δόξα κι από τη χαρά κι από κάθε τί. Οι λαοί που ζούνε με πόνο και με πίστη τυπώνουνε πιο βαθιά τον χαραχτήρα τους στο σκληρό βράχο της ζωής, και σφραγίζουνται με μιά σφραγίδα που δεν σβήνει από τις συμφορές κι από τις αβάσταχτες καταδρομές, αλλά γίνεται πιο άσβηστη. Με μιά τέτοια σφραγίδα είναι σφραγισμένη η Ρωμιοσύνη. Τα έθνη που ξαγοράζουνε κάθε ώρα της ζωής τους με αίμα και μ' αγωνία, πλουτίζονται με πνευματικές χάρες που δεν τις γνωρίζουνε οι καλοπερασμένοι λαοί. Αυτοί απομένουνε φτωχοί από πνευματικούς θησαυρούς κι από ανθρωπιά, γιατί η καλοπέραση κάνει χοντροειδή τον μέσα άνθρωπο. Ενώ ο πόνος κατεργάζεται τους λαούς και τους καθαρίζει, όπως καθαρίζεται το χρυσάφι με φωτιά μέσα στο χωνευτήρι. Για τούτο η δυστυχισμένη Ρωμηοσύνη στολίστηκε με κάποια αμάραντα άνθη, που δεν τ' αξιωθήκανε οι μεγάλοι κ' οι τρανοί λαοί της γής»Πονεμένη Ρωμιοσύνη
|
|
Αυτοπροσωπογραφία |
Ο Φώτης Κόντογλου ( = Φώτης Αποστολλέλης) γεννήθηκε στο Αϊβαλί (Κυδωνίες) της Μικράς Ασίας, τέταρτο παιδί του Νικολάου Αποστολλέλη και της συζύγου του Δέσποινας, το γένος Κόντογλου. Είχε μια αδερφή και δυο αδερφούς. Σε ηλικία ενός μόλις έτους ορφάνεψε από πατέρα και την οικογένεια ανέλαβε ο αδερφός της μητέρας του Στέφανος Κόντογλου (στην κηδεμονία του οποίου ανάγεται και το όνομα Κόντογλου), που ήταν Ηγούμενος στη Μονή Αγίας Παρασκευής. Τα μαθητικά του χρόνια πέρασε στο μετόχι της Αγίας Παρασκευής και στις Κυδωνίες και το 1913 μπήκε με εξετάσεις στο τρίτο έτος της Σχολής Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Λίγους μήνες αργότερα εγκατέλειψε τη σχολή και έφυγε για να συνεχίσει τις εικαστικές σπουδές του στο Παρίσι με οικονομική βοήθεια από τον θείο του. Στο Παρίσι παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής, συνεργάστηκε με το γαλλικό περιοδικό Illustration (σε διαγωνισμό του οποίου βραβεύτηκε για την εικονογράφηση του έργου του Κνουτ Χάμσουν Η πείνα) και εργάστηκε ως εργάτης σε πολεμική βιομηχανία για να ζήσει. Το 1917 ταξίδεψε στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Το 1919 μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου διορίστηκε καθηγητής γαλλικών και ιστορία τέχνης στο Παρθεναγωγείο, ανέπτυξε πνευματική δραστηριότητα και ίδρυσε το σύλλογο Νέοι Άνθρωποι. Το 1921 πήρε μέρος στη μικρασιατική εκστρατεία και μετά την καταστροφή του 1922 κατέφυγε αρχικά στη Μυτιλήνη και στη συνέχεια στην Αθήνα. Είχε προηγουμένως επισκεφτεί το Άγιο Όρος, όπου ξαναπήγε το 1923 για να μελετήσει τη βυζαντινή τέχνη και να δημιουργήσει αντίγραφά αγιογραφιών, τα οποία παρουσίασε σε εκθέσεις, αρχικά στη Μυτιλήνη και στη συνέχεια στην Αθήνα. Το 1926 παντρεύτηκε τη Μαρία Χατζηκαμπούρη, και επισκέφτηκε για τρίτη φορά το Άγιο Όρος. Την περίοδο 1930-1931 εργάστηκε ως συντηρητής στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, από το 1933 δίδαξε ιστορία τέχνης και ζωγραφική στο αμερικάνικο κολλέγιο, όπου γνωρίστηκε με τον Κάρολο Κουν, και είχε μαθητές τον Γιάννη Τσαρούχη και το Νίκο Εγγονόπουλο. Το 1935 ανέλαβε την οργάνωση του βυζαντινού τμήματος του μουσείου της Κέρκυρας. Ανέλαβε τη συντήρηση των τοιχογραφιών του Μυστρά, την εικονογράφηση πολλών εκκλησιών, τη διακόσμηση του Δημαρχείου της Αθήνας Το 1963 τραυματίστηκε σε αυτοκινητιστικό ατύχημα με τη σύζυγό του και έμεινε κατάκοιτος για πέντε μήνες. Πέθανε το 1965 στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού από μετεγχειρητική μόλυνση μετά από χειρουργική επέμβαση στην κύστη. Τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1959, για το βιβλίο του Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας), το Βραβείο Πουρφίνα της Ομάδας των Δώδεκα (1963 για το βιβλίο Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου), το Βραβείο του Ταξιάρχη του Φοίνικα, το Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών (1965 για το σύνολο του έργου του). Μαθητής γυμνασίου ακόμη στις Κυδωνίες είχε κυκλοφορήσει το περιοδικό Μέλισσα, που εικονογραφούσε ο ίδιος. Υπήρξε συνιδρυτής του περιοδικού Φιλική Εταιρεία (μαζί με τους Κώστα Βάρναλη, Δημήτρη Πικιώνη, Στρατή Δούκα και Βάσο Δασκαλάκη) που κυκλοφόρησε από το 1924 ως το 1925 και του περιοδικού Κιβωτός (μαζί με τον Βασίλη Μουστάκη). Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Ελληνικά Γράμματα του Κωστή Μπαστιά (1929), Νέα Εστία, Ελληνική Δημιουργία, Εκκλησία, Εφημέριος και την εφημερίδα Ελευθερία (από το 1949 ως το τέλος της ζωής του) και εξέδωσε μελέτες για τη βυζαντινή τέχνη και έργα ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και πεζογραφίας. Η πρώτη εμφάνιση του Κόντογλου στα γράμματα πραγματοποιήθηκε το 1918 με την έκδοση της νουβέλας του Πέδρο Καζάς σε περιορισμένα αντίτυπα. Το 1928 εκδόθηκε το βιβλίο του Ταξείδια και το 1935 ο Αστρολάβος. Εντονότερη παρουσιάζεται η συγγραφική του δραστηριότητα (θρησκευτικής κυρίως θεματολογίας) στα μέσα της δεκαετίας του 1940 και ως το τέλος της ζωής του.
|
Φωτογραφία του Φώτη Κόντογλου στο σπίτι του, τη χρονιά του θανάτου του, 1965. |
ΕΡΓΑ
Σε τούτη τη συλλογή διηγημάτων του, ο κυρ Φώτης Κόντογλου αναπολεί και καταγράφει γεγονότα και ιστορίες της λατρεμένης πατρίδας του, τ' Αϊβαλιού. Της μικρής πολιτείας, όπου έζησε τα νεανικά του χρόνια, που είναι κρυμμένη κάπου εκεί μες στα μπουγάζια και τις ακρογιαλιές της βλογημένης Ανατολής.
Θρηνώντας την απώλειά της, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον ερχομό του στην Ελλάδα, μας μιλάει νοσταλγικά για τους "αρχαίους ανθρώπους" της, μας διηγείται με αυθόρμητη ειλικρίνεια τις προσωπικές ιστορίες τους, πότε για αγίους, πότε για απλοϊκούς ξωμάχους, μα κάποτε και για κακούργους και ληστές.
Ως γνήσια ανατολίτικη ψυχή, γίνεται συχνά κήρυκας της απλότητας, της φυσικότητας. Με το πλούσιο εσωτερικό του θησαύρισμα μας μεταγγίζει ανεπαίσθητα τη γλυκιά ειρήνη της φύσης. Μας μιλά για μια γαλήνη μυστική, που ο ίδιος βίωσε, επιζητώντας άλλοτε τη μοναξιά μέσα σε όμορφα τοπία της πατρίδας του και άλλοτε παρατηρώντας ακόμα και τις πιο απλές και ασήμαντες παρουσίες της φύσης και ιδιαίτερα της αγαπημένης του θάλασσας.
Συνδυάζει με επιτυχία μέσα του την ανατολίτικη μακαριότητα απέναντι στο φαινόμενο της ζωής με τη δική του στοχαστική ιδιοσυγκρασία, η οποία τον οδηγεί συχνά σε θρησκευτική κατάνυξη, όταν αποκαλύπτεται μπροστά του "η άβυσσος της θεϊκής αρμονίας του κόσμου". Ενυπάρχει έτσι μέσα στο λόγο του και η εκστατική φωνή του καλλιτέχνη, του αγιογράφου, που αποκαλύπτεται ταπεινά και αβίαστα μπροστά στην ομορφιά και το μυστήριο της φύσης. Ηλίας Σιγαλός http://www.biblionet.gr/
Ἀσάλευτο Θεμέλιο
Σήμερα νομίζεται καλός σε όλα, όποιος είναι αδιάφορος, όποιος δεν νοιάζεται για τίποτα, όποιος δεν νιώθει καμιά ευθύνη. Αλλιώς τον λένε σωβινιστή, τοπικιστή, μισαλλόδοξο, φανατικό. Όποιος αγαπά την χώρα μας, τα ήθη και έθιμά μας, την παράδοσή μας, την γλώσσα μας, θεωρείται οπισθοδρομικός. Οι αδιάφοροι παιρνούν για φιλελεύθεροι άνθρωποι, για άνθρωποι που ζούνε με το πνεύμα της εποχής μας, που έχουν για πιστεύω την καλοπέραση, το εύκολο κέρδος, τις ευκολίες, τις αναπαύσεις, κι ας μην απομείνει τίποτα που να θυμίζει σε ποιο μέρος βρισκόμαστε, από που κρατάμε, ποιοὶ ζήσανε πριν από μας στην χώρα μας. Η ξενομανία μας έγινε τώρα σωστή ξενοδουλεία, σήμερα περνά για αρετή, κι όποιος έχει τούτη την αρρώστεια πιο βαρειά παρμένη, λογαριάζεται για σπουδαίος άνθρωπος.http://users.uoa.gr
Με τη φρεσκάδα του χρονογραφήματος, αλλά και το βάθος σοφίας του δεξιοτέχνη των νεοελληνικών γραμμάτων Φώτη Κόντογλου, τα κείμενα του "Ευλογημένου καταφυγίου" είναι πάντα επίκαιρα.
Δημοσιευμένα στην εφημερίδα "Ελευθερία" σε διάστημα μιας εικοσαετίας (1948-68), τα πονήματα αυτά του μαστρο-Φώτη έχουν στο επίκεντρό τους διάφορα θέματα.
Κοινό χαρακτηριστικό, το αποτύπωμα της ψυχής του συγγραφέα. Είτε μιλάει για τον τζίτζικα είτε για την ξενοδουλία που ήδη από τότε άρχισε να σαρώνει τα πάντα, ο μαΐστωρ του λόγου και της αγιογραφίας συγκλονίζει με τη γραφή του.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο ("Αγαπημένο καταφύγιο"), ο συγγραφέας μας ταξιδεύει σε πράγματα απλά και καθημερινά, μυώντας μας παράλληλα σε κρυμμένες ομορφιές.
Στο δεύτερο τμήμα ("Βλογημένη Ελλάδα") κυριαρχεί η οδύνη για την αλλοίωση της ελληνορθόδοξης παράδοσης, αλλά αχνοφέγγει και το φως της ελπίδας - αριστοτεχνικό δείγμα έκφρασης της πατερικής χαρμολύπης.
Το τελευταίο μέρος του βιβλίου ("Ανεξιχνίαστα μυστήρια") κυριαρχείται από τις μεταφυσικές αγωνίες του μαΐστορα Κόντογλου.
Μυστικά Ἄνθη
Ο Φώτης Κόντογλου, κατά κοινή ομολογία, είναι ένας από τους μεγάλους Δασκάλους του Γένους. Με όλο το λογοτεχνικό του έργο, άλλα και με την ίδια του τη ζωή, φωταγωγεί το νόημα της εθνικής και θρησκευτικής Παράδοσης των Ελλήνων. Προβάλλει το περιεχόμενό της με μια θαυμαστή ενάργεια και μια φλογερή πειθώ, πού αποτείνονται στο νου και την καρδιά.
Ότι προήλθε από την ευλογημένη γραφίδα του, δεν έχει μόνο αισθητική αξία, αλλά και χυμούς αγνά ελληνικούς. Τα κείμενά του και το συνταιριασμένο με το συγγραφικό του ύφος ήθος του βίου του είναι "πηγή ζωής" για μας τους συγκαιρινούς του, αλλά και για τις επόμενες γενεές.
Γι' αυτόν, μπορούμε να πούμε πως είναι μια μορφή πολύ κοντινή πνευματικά κι εφάμιλλη σε φεγγοβολή με το Μακρυγιάννη και τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Πώς είναι δηλαδή, κυρίως μες από την αγάπη του προς την Ορθοδοξία, ένας από τους πιο δυνατούς ερμηνευτές του πνευματικού καημού για ότι συνιστά την ελληνική ψυχή κι ότι την εκφράζει γνήσια, μ' ομορφιά κι αλήθεια.
Εντρυφώντας στο λόγο του Κόντογλου, αντλείς από κει μέσα το "ύδωρ το αλλόμενον", το αθάνατο νερό της Ιστορίας μας. 'Η, για να μεταχειριστούμε μιαν άλλη εικόνα, οσφραίνεσαι "οσμήν ευωδίας", το μύρο της ίδιας αθανασίας. Ήγουν θρέφεις το φρόνημά σου, το στεριώνεις και το κάνεις αποδοτικό, με όλα τα στοιχεία της ελληνικής αειζωίας. Μ' αυτή τη βεβαιότητα, συνεχίζουμε την έκδοση των "Έργων", φτάνοντας σήμερα στον ΣΤ' τόμο, πού έχει τον τίτλο "Μυστικά Άνθη". (Από τον πρόλογο της έκδοσης)https://www.politeianet.gr/
Τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία καὶ τί εἶναι ὁ παπισμός
Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Τί εἶναι Ὀρθοδοξία καὶ τί εἶναι παπισμός», Δ´ ἔκδοση, ἐκδοτικὸς οἶκος ΑΣΤΗΡ
[...] Ἔκαμαν ἄνω κάτω σήμερον τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν μας, ἐχώρισαν τὸ ποίμνιόν της, τὸ ἐσκόρπισαν καὶ τρέχει σαστισμένον ἐδῶ καὶ ἐκεῖ. Μεταχειρίσθησαν πᾶν μέσον διὰ νὰ προσεταιρισθοῦν πάντα Ἕλληνα, ὁ ὁποῖος εἶναι τελείως ἀδιάφορος εἰς τὰ τῆς θρησκείας καὶ τὰς Ἐκκλησίας, ἢ ἄθεος καὶ ἐχθρός της, καὶ ὁ ὁποῖος προσποιεῖται ὅτι ἐνδιαφέρεται δι᾿ αὐτὴν καὶ διὰ τὴν τύχην της ἀπὸ ἰδιοτέλειαν ἢ ἀπὸ ἄλλην αἰτίαν, ὁλοτελῶς ξένην πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν, ἂν καὶ διὰ νὰ μεταβληθοῦν οἱ τοιοῦτοι χλιαροὶ εἰς φιλοπαπικοὺς ζηλωτάς, δὲν ἐχρειάσθη καὶ μεγάλη προσπάθεια, διότι αὐτοὶ οἱ «Ὀρθόδοξοί της περιστάσεως» δὲν ἔχουν νὰ χάσουν τίποτε, ἐὰν καταστραφεῖ ἡ Ὀρθόδοξος ἀλήθεια, καὶ ἐπὶ πλέον ἡ φιλία τοῦ Παπισμοῦ ἠμπορεῖ νὰ προσφέρει πάντοτε πολλὰ ὀφέλη εἰς ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἔχει. Δι᾿ αὐτοὺς «οἱ λίθοι γενήσονται ἄρτοι». Ὡς ἐκ τούτου, πολλοὶ ὁποῦ ἦσαν προηγουμένως ἀδιάφοροι, καὶ πολλάκις σαρκασταὶ τῆς θρησκείας καὶ τῆς Ἐκκλησίας, ἔγιναν αἴφνης διαπρύσιοι κήρυκες τῆς Χριστιανικῆς «ἀγάπης», τὴν ὁποίαν μεταχειρίζονται ὡς προπέτασμα καπνοῦ διὰ τὸν πονηρὸν συνεταιρισμὸν τῶν μετὰ τῶν λατίνων. Ὁ σπαραγμὸς τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ τοῦ ποιμνίου της, ἡ ἀναταραχὴ καὶ ἡ διχόνοια, αὐτὰ εἶναι οἱ θεάρεστοι καρποὶ τῆς πολιτείας τῶν κακῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας μας.
[...] Αὐτὰ εἶναι τὰ πρωτάκουστα δεινὰ τὰ ὁποῖα συνεσωρεύθησαν, ἐντὸς μερικῶν μόνον μηνῶν, ἐπάνω εἰς τὸ σῶμα τῆς πολυπαθοῦς Ὀρθοδοξίας, διὰ τὰ ὁποῖα θρηνοῦν οἱ Ἄγγελοι εἰς τὸν οὐρανόν. Καὶ οἱ πρωταίτιοι τῶν δεινῶν τούτων, οἱ κακοὶ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας μας, παρουσιάζουν ὡς ἀγάπην τὸν δαίμονα τῆς φιλοδοξίας ποὺ ἐμφωλεύει εἰς τὰς καρδίας των. http://users.uoa.gr/
Διαβάστε επίσης
|
Αριστερά ο Εγγονόπουλος μαζί με τον Κόντογλου ντυμένοι μοναχοί |
Ματθαῖος Μουντές - Ὁ κυρ-Φώτης δὲν φταίει
ἢ ὁ κυρ-Φώτης θὰ ξαναρθεῖ
Ὁ κυρ-Φώτης δὲν φταίει
γιὰ τὰ νέον στοὺς σταυροὺς τῶν τρούλλων
γιὰ τὰ ἰδιωτικὰ παρεκκλήσια
τῶν νεοαριστοκρατῶν καὶ τῶν νεοπλούτων.
Ἐκεῖνος ἀποκατάστησε τὴν τιμὴ
τῶν βυζαντινῶν εἰκόνων
γιὰ τὶς καθέδρες καὶ τὰ ἐξωκκλήσια
μὲ τάματα καὶ δεήσεις καὶ δάκρυα
κι ὄχι μὲ λαχειοφόρες ἀγορές.
Πολέμησε τοὺς εἰκονοκλάστες
ἐγκόσμια νηπτικός·
στάθηκε κοντὰ στοὺς καυσοκαλυβίτες
ἄσκευος καὶ ἀπέριττος·
κάλεσε σὲ αὐτοσχέδια τράπεζα
τοὺς πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν ἁπλότητα·
τὶς ὀπῶρες τῆς Ὀρθοδοξίας
μάζευε στὸ καλαθάκι τῆς ἀλήθειάς του.
Στὸν Ξηροπόταμο τῶν ἀγαθῶν
εὐλόγησε τὰ ἄσπαρτα χωράφια·
συντρόφεψε τοὺς ἀσκητὲς καὶ τὰ κυνάρια·
νωτοφόρος καὶ ἄγρυπνος
κουβάλησε τὸ μικρὸ κοινόβιό του
στὴν ὀροφὴ τῶν οὐρανῶν.
Ἔπηξε τὴ Λαύρα του
στὴν πλαγιὰ τῆς ἀκτημοσύνης
καὶ κλάδευε τὴν ἀμπελικιά του
γιὰ νὰ τοῦ δίνει μιὰ μικρὴ νταμιζάνα κρασί.
Ἐπέστρεφε συχνὰ στὴν καταγωγὴ τῶν ὑδάτων
στὸ μικρὸ ἐπίνειο τῆς ταπεινοσύνης
στοὺς ἀρσανάδες τῆς πολύβουης ἀκτῆς.
Ἡσύχιος καὶ ἀνύπνωτος
κατέγραψε τὰς ἐπιδρομὰς τῶν δαιμόνων
καὶ τῶν πειρατῶν.
Ὁ κυρ-Φώτης δὲν φταίει
γιὰ τοὺς τοκογλύφους τῶν ἰδεῶν
καὶ τοὺς χριστοκάπηλους.
Πρὸς τὸ παρὸν σιωπᾶ.
Ὅμως φραγγέλιο μᾶς ἑτοιμάζει
ἀπὸ κεῖ ψηλὰ ποὺ μᾶς βλέπει.
(Πίνει τὸ τσιπουράκι του μὲ τὸν κὺρ Ἀλέξανδρο
καὶ τὸν Καροῦζο - ὁ Τσαρούχης τρώει τὸ γλυκό του.)
Συχνὰ ἀποστρέφει μὲ βδελυγμία τὸ πρόσωπο.
Ὀργίζεται.
Καὶ θἄρθει ὥρα καὶ νῦν ἐστι
ποὺ θὰ παραμερίσει βίαια
τοὺς κίβδηλους καὶ τοὺς παραχαράκτες
τὸν ἑσμὸ τῶν Φαρισαίων
τῶν καθαρῶν
τῶν κυμβάλων ποὺ ἀλαλάζουν τὴν ἀρετή τους
καὶ θὰ ἀποκαταστήσει ξανὰ
τὴν πονεμένη Ρωμιοσύνη.
Ἐκεῖ ποὺ τὰ ξυλοκέρατα τῶν ἀνέραστων
ἐκεῖ ποὺ πλαστικὰ ἰδανικὰ πλεονάζουν
ἐκεῖ, στὴν πενία καὶ στὴν ἔνδεια
θἄρθει καὶ θὰ μᾶς ἐμπλήσει καὶ πάλι
σίτου, οἴνου καὶ ἐλαίου.
Νικηφόρος Βρεττάκος - Ὁ ἰδιότυπος Φώτης Κόντογλου
Ἡ πρώτη μου γνωριμία μὲ τὸ εἶδος γραφῆς τοῦ Φώτη Κόντογλου, ἔγινε στὰ μαθητικά μου χρόνια. Τότε διάβασα τὸ βιβλίο τοῦ «Πέδρο Καζᾶς» (ἐκδόσεις Χ. Γανιάρη, 1922) καὶ ἐντυπωσιάστηκα ἀπὸ τὴν ἰδιοτυπία του: Γλώσσα, τρόπος ἀφήγησης, πειστικὴ περιπέτεια. Κι ὅπως τὰ καλὰ βιβλία ποὺ μποροῦσαν νὰ φτάσουν ὡς τὴν ἐπαρχία μου ἦταν ἐλάχιστα, τὸ διάβασα καὶ τὸ ξαναδιάβασα. Ἔτυχε μάλιστα νὰ τὸ διαβάσω κοντὰ-κοντὰ μὲ τὸ «Ντὲ προφούντις» τοῦ Ὄσκαρ Οὐάιλντ, ἕνα βιβλίο ποὺ μὲ εἶχε συνεπάρει μὲ τὸν κεντημένο του λόγο, τὴ λεπταισθησία καὶ τὴν πραγματικὰ ἐκ βαθέων ἀνθρώπινη θλίψη του. Αὐτὰ καὶ ἄλλα, ποὺ παράλληλα διάβασα τὴν ἴδια ἐποχή, δὲν εἶχαν καμμία σχέση τὸ ἕνα με τὸ ἄλλο. Ἀποτελοῦσαν διαφορετικοὺς κόσμους ἄσχετους μεταξύ τους. Μποροῦσα νὰ διακρίνω ἔτσι τοὺς κόσμους αὐτῶν τῶν δημιουργῶν, ποὺ ὁ καθένας τοὺς εἶχε τὴ δική του ἀτμόσφαιρα, τὸ δικό του χρῶμα, τὴ δική του ἰδεατὴ αὐτοτέλεια. Τὸ κοινό τους γνώρισμα ἦταν τὸ ὅτι εἶχαν τὴ δύναμη νὰ ἐπιβάλλουν τὴν ἀποδοχή τους καὶ νὰ ἐντυπώνουν στὸ μυαλό μου τὸ ὄνομα τοῦ συγγραφέα τους.
Ἀπὸ τότε τοποθέτησα τὸ ὄνομα τοῦ Φώτη Κόντογλου στὰ ἰδιαίτερά μου. Δὲν μποροῦσα νὰ ἀποστῶ τοῦ πειρασμοῦ. Ἀναζητοῦσα κάθε νέο βιβλίο ἢ ἀνάτυπο, φυλλάδιο, ἢ ἐπιφυλλίδα ποὺ εἶχε τὸ ὄνομά του. Ἀκόμη καὶ τὸ «πεποιημένο» ὕφος του στὶς πολύμορφες ἀφηγήσεις τῶν τελευταίων χρόνων του δὲν ἦταν στερημένο ἀπὸ τὴν ἰδιότυπη γοητεία τοῦ εὔστροφου καὶ πληθωρικοῦ Ἀνατολίτη Κόντογλου. Ὁ συγκερασμὸς τοῦ ἐξωτικοῦ, τοῦ μυστικιστικοῦ, ἱστορικοῦ ἢ ἁπλῶς παραδοσιακοῦ στοιχείου στὸν σχεδὸν λαϊκὸ λόγο, δὲ σὲ ἄφηνε ἀδιάφορο. Ὁ Κόντογλου ἦταν ἕνας καθαρόαιμος Ῥωμιὸς καὶ μαγνήτιζε μὲ τὰ κείμενά του τὸν λίγο ἢ πολὺ Ῥωμιὸ ποὺ ὅλοι μας ἔχουμε μέσα μας.
Ὁ συγγραφέας τοῦ «Πέδρο Καζᾶς» ἀποτελεῖ μίαν ἰδιοτυπία γιὰ τὰ Γράμματά μας, γιὰ τὴ ζωγραφική, ἀκόμη καὶ τὶς δοκιμιακὲς ἐπιδόσεις του («Ἡ τέχνη τοῦ Ἄθω» 1923, «Γιὰ νὰ πάρουμε μία ἰδέα γιὰ τὴ ζωγραφική» 1929, «Ἔκφρασις» 1960). Κι ἂν ἡ ἰδιοτυπία εἶναι αὐτὸ ποὺ ξεχωρίζει τὶς προσωπικότητες μεταξύ τους, ἡ δική του ἰδιοτυπία ἀποτελεῖ μία μοναδικότητα. Οἱ δημιουργοὶ καλύπτουν τὴν ἱστορία τῆς ζωῆς καὶ ἡ ἀπουσία τῆς δικῆς του ἰδιοτυπίας θὰ ἄφηνε μία μακριὰ περίοδο δρώμενων τῆς φυλῆς μας ἀνιστόρητη. Τὸ γένος, ἡ πίστη, ἡ ὀρθοδοξία, ἡ ἀποκοτιά, ἡ περιπέτεια, τὸ ἐξαγιασμένο ἀπὸ τὸ αἷμα πατρικὸ χῶμα, πράγματα «φημισμένα» ποὺ πᾶνε νὰ λησμονηθοῦν, ὁ Ἕλληνας. Κυρίως ὁ Ἕλληνας, ποὺ ἐξαιτίας τῆς πίστης του καὶ τῶν βασάνων του, ἀπόχτησε μία θειότητα σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ὁ Ἕλληνας γιὰ τὸν Κόντογλου, ἔχει μίαν ἁγιότητα μέσα του κι εἴτε γίνεται πειρατής, εἴτε κουρσάρος, εἴτε καὶ φονιὰς ἀκόμη, ὁ Θεὸς ὅλα τοῦ τὰ συγχωρεῖ.
Τὸ πνεῦμα αὐτοῦ τοῦ Ἕλληνα καὶ αὐτῆς τῆς ἐποχῆς, ἀποτελεῖ τὴ συνισταμένη τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ πνεύματός του. Εἶναι ὁ ἴδιος καμωμένος ἀπὸ τὴ δόξα τῶν ἡρώων του. Κι ἂν δὲν ἦταν συγγραφέας, ζωγράφος, εἰκονογράφος βιβλίων, δάσκαλος, θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι θαλασσοπόρος καὶ πειρατὴς καὶ κουρσάρος. Ὁ κόσμος του δὲ δέχεται καμμία ἐπιρροὴ ἀπὸ τὸν ἔξω κόσμο. Ἐκφράζεται μὲ τὴ δική του σκέψη, τὴ δική του γλώσσα, τὸ δικό του ὕφος. Γράφει ὅπως ἕνας ἀσπούδαχτος. Πρότυπά του ὁ λαϊκὸς λόγος, γραμμένος ἢ προφορικός. Φιλοδοξεῖ νὰ γίνει ὁ ἀπολογητὴς τῶν παθῶν τοῦ Ἕλληνα, ποὺ πιστεύει καὶ πολεμάει ἀδιάκοπα μὲ κάθε τρόπο.
Ἦταν γύρω στὸ 1946 ὅταν στὸ βιβλιοπωλεῖο «Ἀετὸς» μισογυρμένος, ὅπως τὸ συνήθιζε, μὲ ἀκουμπισμένο μὲ τὸ ἕνα του πλευρὸ σ᾿ ἕναν πάγκο ἀπὸ βιβλία, μοῦ μίλησε μ᾿ ἕνα πάθος σχεδὸν μανιακὸ γι᾿ αὐτὰ τὰ ξένα ρεύματα ποὺ ἔρχονται νὰ ἀνατρέψουν τὴν ἱστορικὴ συνέχεια αὐτοῦ τοῦ Ἕλληνα. Μοῦ ἔλεγε: «Αὐτοὶ ποὺ τὰ δέχονται, εἶναι πολέμιοι τοῦ γένους μας. Ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ χάνουμε τὸ θεὸ ἀπὸ τὰ μάτια μας κ᾿ ἐκείνους ποὺ μὲ τὰ βάσανά τους μᾶς ὁδήγησαν ὡς ἐδῶ ποὺ εἴμαστε. Ἔτσι ποὺ πᾶμε, θ᾿ ἀφανιστοῦμε». Ἀποτελεῖ κι αὐτὸ μιὰ πλευρὰ τῆς μοναδικῆς ἰδιοτυπίας τοῦ Κόντογλου, ποὺ δὲν ἦταν ἀπαλλαγμένος κι ἀπὸ ἕνα εἶδος δονκιχωτισμοὺ γιὰ τὶς μέρες ἐκεῖνες καί, φυσικά, καὶ γιὰ τὶς μέρες μας. θεωροῦσε προδοσία τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῶν ἀδάμαστων ψυχῶν». Αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος ἔλεγε «τιμιώτατον» γιὰ τὸ ἔργο του ἦταν ἡ παθολογική του ἀγάπη, ἡ συνοστέωσή του θὰ ἔλεγα μ᾿ αὐτὸ τὸν τόπο, τὶς παραδόσεις του καὶ τὴ θρησκεία του. Ἡ μονομανία του μεταβαλλόταν κάποτε σὲ σκέτη χολή. «Τί ψυχολογίες, τί ὑποσυνείδητα, τί ἰψενικὰ τρίγωνα, τί πασχαλινὰ τετράγωνα, τί σοφίες ποὺ τρέμει ὁ κόσμος, τί θεωρίες, φοβερὰ πράγματα(...) Τί εἶπε ὁ Προύστ, τί ἔκανε ὁ Μπωντλαίρ(...) γιόμισε ὁ κόσμος ἀπὸ λογῆς-λογῆς ξεράσματα καὶ κλεφτοφάναρα».
Ὡστόσο, ἂν δὲν ἦταν ὁ τόσο πεισματικὰ ἀσυμβίβαστος, ὁ κολλημένος ὅπως τὸ ὄστρακο πάνω στὴ δική του πέτρα, δὲν θὰ ἦταν ὁ Φώτης Κόντογλου, ὁ κάποτε ἡρωικο-κουτσαβάκης, ἀλλὰ κάτι ἄλλο. Εἶναι ἕνας ἔντιμος καὶ δίκαιος ποὺ προσωποποιεῖ τὸν Ἕλληνα ἀνάμεσα στὸ Βυζάντιο καὶ τὴ Μικρασιατικὴ καταστροφή. Ὁ Κόντογλου δὲν ἀπέτυχε σ᾿ αὐτὴ τὴν προσωποποίηση, οὔτε ὡς συγγραφέας, οὔτε ὡς ζωγράφος, οὔτε ὡς ἁγιογράφος, οὔτε ὡς εἰκονογράφος βιβλίων. Μὲ τὴν ἀντίληψη ὅτι «ὁ ποιητὴς εἶναι ἀνάγκη, δίχως ἄλλο, νἄχει χαρίσματα ζωγράφου» καί, φυσικά, κι ὁ ζωγράφος χαρίσματα ποιητῆ, κατόρθωσε νὰ ἑνοποιήσει τὴν πολύμορφη δραστηριότητά του καὶ νὰ ἐπιβάλει τὴ δική του ἰδιότυπη προσωπικότητα, δίνοντας τὰ πράγματα καὶ τὰ συμβάντα τῶν ἡμερῶν ποὺ ἱστόρησε μὲ κάποια φυσικὰ καὶ κάποτε ἠθελημένη ἁπλότητα, μὲ φαντασία, ἀλλὰ χωρὶς φανταχτερὰ χρώματα, ὅπως ἔδωσε καὶ τοὺς Ἁγίους του. Γήινα πράγματα, ἐπιβεβαίωση τῆς θεότητας.http://users.uoa.gr/
Η Ιωνική Δωδεκάπολη (Λεπτομέρεια), 1937. Τοιχογραφία στο Δημαρχείο Αθηνών
ΠΙΝΑΚΕΣ - ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΕΣ
Φώτης Κόντογλου - Τέχνη τῆς Εἰκονογραφίας
Ἡ πάντιμος τέχνη τῆς Εἰκονογραφίας τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶναι μία ἱερὰ τέχνη καὶ λειτουργική, ὅπως εἶναι ὅλαι αἱ ἐκκλησιαστικαὶ τέχναι, ὅπου ἔχουν σκοπὸν πνευματικόν. Αἱ ἅγιαι αὐταὶ τέχναι δὲν θέλουν νὰ στολίσουν μόνον τὸν ναὸν μὲ ζωγραφικὴν διὰ νὰ εἶναι εὐχάριστος καὶ τερπνὸς εἰς τοὺς ἐκκλησιαζομένους, ἢ νὰ τέρψουν τὴν ἀκοήν των μὲ τὴν μουσικήν, ἀλλὰ νὰ τοὺς ἀνεβάσουν εἰς τὸν μυστικὸν κόσμον τῆς πίστεως μὲ τὴν πνευματικὴν κλίμακα, ὅπου ἔχει διαβαθμίδας ἤγουν σκαλούνια, τὰς ἱερὰς τέχνας, τὴν ὑμνολογίαν, τὴν ψαλμωδίαν, τὴν οἰκοδομήν, τὴν ἁγιογραφίαν καὶ τὰς λοιπὰς τέχνας, ὁποῦ συνεργούν, ὅλες μαζί, εἰς τὸ νὰ μορφωθῆ μέσα εἰς τὰς ψυχὰς τῶν πιστῶν ὁ μυστικὸς Πράδεισος, ὁ εὐωδιάζων μὲ πνευματικὴν εὐωδίαν. Δία τοῦτο, τὰ ἔργα τῶν ἐκκλησιαστικῶν τεχνῶν τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὑπομνήματα εἰς τὸν θεῖον λόγον.
Ἡ τέχνη τῶν Εἰκόνων εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν λέγεται Ἁγιογραφία, ὡς ζωγραφοῦσα ἅγια πρόσωπα καὶ ἁγίας ὑποθέσεις. Ὁ δὲ ἁγιογράφος δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας τεχνίτης ὁποῦ κάμνει μίαν ἀναπαραστατικὴν ζωγραφίαν ἐπάνω εἰς κάποια θέματα θρησκευτικά, ἀλλὰ ἔχει πνευματικὸν ἀξίωμα καὶ πνευματικὴν διακονίαν, τὴν ὁποίαν ἐπιτελεῖ εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὡς ὁ ἱερεὺς καὶ ὁ ἱεροκῆρυξ.
Ἡ λειτουργικὴ Εἰκὼν ἔχει θεολογικὴν ἔνοιαν. Δὲν εἶναι, ὡς εἴπαμεν, μία ζωγραφιὰ ὅπου γίνεται διὰ νὰ τέρπῃ τοὺς ὀφθαλμούς μας, ἢ ἀκόμα διὰ νὰ μᾶς ἐνθυμίζῃ ἁπλῶς τὰ ἅγια πρόσωπα, ὅπως γίνεται μὲ τὰς εἰκόνας ὅπου ἔχομεν διὰ νὰ φέρνωμεν εἰς τὴν μνήμην μας τοὺς ἀγαπημένους συγγενεῖς καὶ φίλους μας, ἀλλὰ εἶναι κατὰ τέτοιον τρόπον ζωγραφισμένη, ὥστε νὰ μᾶς ὑψώνῃ ἀπὸ τὸν φθαρτὸν κόσμον τοῦτον, καὶ νὰ μᾶς κάμνῃ νὰ ὀσφρανθῶμεν ἐκεῖνον τὸν καινὸν ἀέρα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦτο δὲν ἔχει καμμίαν ὁμοιότητα μὲ τὰς ζωγραφίας ὁποῦ παριστάνουν μὲ ὑλικὸν τρόπον κάποια πρόσωπα, ἀκόμα καὶ Ἁγίους, ὅπως γίνεται εἰς τὴν θρησκευτικὴν τέχνην τῆς Δύσεως. Εἰς τὴν λειτουργικὴν εἰκόνα τὰ ἅγια πρόσωπα εἰκονίζονται ἐν ἀφθαρσίᾳ.
Δι᾿ αὐτὴν τὴν αἰτίαν, ἡ λειτουργικὴ τέχνη δὲν ἀλλάζει κάθε τόσον μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα ἀνθρώπινα πράγματα, ἀλλὰ εἶναι ἀμετακίνητος ὅπως ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποίαν ἐκφράζει. Ἡ ἱερὰ παράδοσις εἶναι ὁ πύρινος στύλος ὁποῦ τὴν ὁδηγεῖ μέσα εἰς τὴν ἔρημὸν τοῦ ἀσταθοῦς κόσμου. Τοῦτο ξενίζει τοὺς ἀνθρώπους τοῦ αἰῶνος τούτου, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι εἰς θέσιν νὰ εἰσδύσουν εἰς τὸν βυθὸν τῆς πνευματικῆς θαλάσσης, ἀλλὰ κολυμβοῦν εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῶν αἰσθήσεων, παρασυρόμενοι ἀπὸ τὰ ρεύματα καὶ τὰς δίνας τῶν ὑδάτων.
Ἡ λειτουργικὴ τέχνη τρέφει τὸν πιστὸν μὲ πνευματικὰ ὁράματα καὶ ἀκούσματα, διυλίζουσα τὰ εἰσερχόμενα διὰ τῶν πυλὼν τῶν αἰσθήσεων, φαιδρύνουσα τὴν ψυχὴν αὐτοῦ μὲ τὸν οὐράνιον οἶνον, καὶ δωρούμενη εἰς αὐτὸν τὴν εἰρήνην τῆς διανοίας.
Ἡ παροῦσα βίβλος εἶναι τεχνικὴ καὶ παραστατική, καὶ ἠμπορεῖ ὁ ἀναγνώστης νὰ νομίση ὅτι εἶναι ἄσχετος πρὸς τὴν θεολογίαν. Πλὴν ἂς γνωρίζη, ὅτι εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν τὰ πάντα εἶναι πνευματικά. Οὕτω καὶ εἰς τὴν τέχνην τῆς ἁγιογραφίας γίνονται πνευματικὰ ἀκόμα καὶ τὰ βάναυσα ἐργαλεῖα, καὶ τὰ χρώματα, καὶ οἱ τοῖχοι, καὶ αἱ σανίδες, καὶ ὅλα τὰ ὑλικὰ πράγματα καθαγιάζονται διὰ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γινόμενα ὄργανα μιᾶς ἁγίας τέχνης.
Ἡ τεχνικὴ γνῶσις ταύτης τῆς τέχνης δὲν εἶναι μόνον μία μηχανικὴ ἐργασία, ἀλλὰ μετέχει ἀπὸ τὴν πνευματικότητα καὶ ἁγιότητα ἐκεῖνων τῶν πραγμάτων ὅπου θέλει νὰ παραστήση. Διὰ τοῦτο, καὶ τὸ τεχνικὸν λεκτικὸν τῆς ἁγιογραφίας, αἱ ὀνομασίαι τῶν ἐργαλείων καὶ ἡ ἔκφρασις ὁποῦ ἔχει τὸ κάθε πράγμα εἰς αὐτήν, ἔχει θρησκευτικὸν χαρακτήρα. Καὶ αὐτὰ τὰ ὑλικὰ ὁποῦ μεταχειρίζεται ὁ Ἁγιογράφος, εἶναι εὐλογημένα, ταπεινά, εὔοσμα, λεπτά. Οὕτω, διὰ νὰ κάμη κάρβουνα μὲ τὰ ὁποῖα σχεδιάζη, μεταχειρίζεται ξύλον ἄσηπτον ξηρᾶς λεπτοκαρυᾶς ἢ μυρσίνης. Διὰ νὰ κάμῃ σανίδα ἐπάνω εἰς τὴν ὁποίαν θὰ ζωγραφίση τὴν εἰκόνα, μεταχειρίζεται τὴν κυπάρισσον, τὴν καρυδέαν, τὴν καστανέαν, τὴν πεύκην ἢ ἄλλο δένδρον εὐωδιάζον. Τὰ χρώματα εἶναι τὰ περισσότερα χώματα τῆς γῆς ὁποῦ μοσχοβολοῦν ὅταν βραχοῦν ἀπὸ τὸ νερόν, ἰδίως εἰς τὴν ζωγραφικὴν τοῦ τοίχου, καὶ εὐωδιάζουν ὅπως τὰ βουνὰ κατὰ τὰ πρωτοβρόχια ἢ ὡσὰν ἕνα καινούργιον κανάτι μὲ δροσερὸν νερόν. Εἰς τὸ αὐγὸν βάζει ὁ τεχνίτης καὶ ὀλίγον ὄξος, διὰ νὰ τὸ διατηρήσῃ. Τὰ βερνίκια μοσχοβολοῦν ὡσὰν θυμίαμα, καὶ ὁ ἀσπαζόμενος τὴν εἰκόνα αἰσθάνεται ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς. Τὰ ὑλικὰ τῆς εἰκόνος εἶναι τὰ χρώματα ὁποῦ τὰ περισσότερα εἶναι χώματα, τὸ αὐγὸν μὲ τὸ ὄξος, ὁ κηρός, τὸ ρετσίνι τῶν πεύκων, ἡ εὔοσμος σαντράκα, τὸ μαστίχι, τὸ μέλι, τὸ κομμίδι τῆς μυγδαλιᾶς. Μὲ ἕνα σύντομον λόγον ἡ ἁγιασμένη τούτη τέχνη δὲν μεταχειρίζεται χονδροειδῆ καὶ πηκτὰ ὑλικά, ὅπως ἡ κοσμικὴ ζωγραφικὴ ὁποῦ μεταχειρίζεται λινέλαια κάκοσμα καὶ χρώματα πηκτὰ καὶ βοῦρτσες χονδρότριχες.
Ὅσον διὰ τὸ λεκτικὸν τῆς ἁγιογραφικῆς τέχνης, εἶναι ὡσὰν νὰ ἀναγινώσκη κανεὶς κάποιον συναξάρι ἢ ἄλλο βιβλίον τῆς θρησκείας, ὅταν διαβάζη κανὲν τεχνικὸν βιβλίον ὅπου νὰ διαλαμβάνη δι᾿ αὐτὴν τὴν τέχνην. Οὕτω, ἀναγινώσκει λόγια ὅπως εἶναι τὰ ἀκόλουθα: Φιαλόεσσα ἐκκλησία, σεμνοχρωμία, στύλβωμα, περὶ λινῶν, περὶ λινωχρῶν, περὶ πυρρωδισμοῦ, περὶ προπλασμοῦ, περὶ σαρκωμάτων, περὶ λαμμάτων, περὶ κινναβάρεως, ἑρμηνεία τῶν μέτρων, ἱστορία, ἱστορίζω τοῖχον, περὶ χρυσώματος, περὶ λινοκοπίας, πῶς νὰ ποιήσῃς βαφὴν νὰ στιλβώνεται, βάλε εἰς χυβάδαν ψυμμίθι μὲ διάκρισιν, κατασταλακτή, ὄξος ἁγνόν, χρῶμα θαυμασιώτατον, ἁγιοκέρι, προπλαστάρι, λαμματίζω, λαγαρίζω ἀσβέστην, ἄφησε νὰ ψυχιάση ὁ ἀσβέστης, βάλε τὴν ὄψιν, περὶ ὀμματοφρυδίων, περὶ γλυκασμοῦ, περὶ γανώματος, καθάρισον μὲ λαγοπόδι, χρυσοκονδυλιὰ καὶ χρυσοκονδυλίζω, βάλε εἰς τὴν χωνίαν, ἄρτυσε βαφήν, τὰ ὀμματόκλαδα, κατενώπιον. κ.ἄ.
Ὀμιλώντας διὰ τεχνικὰ πράγματα, οἱ ἁγιογράφοι μεταχειρίζονται πολλάκις λόγια θρησκευτικὰ καὶ θεολογικά, ὡς εἶναι διὰ παράδειγμα τὰ ἀκόλουθα: «γράψον τὰ ψυμμιθίας ὄχι μὲ μόνον ἄσπρον, ἀλλὰ μὲ ὀλίγην ὤχραν, διὰ νὰ εἶναι ταπειναὶ καὶ κατανυκτικαί»,ἢ «οἱ βαφὲς ἔχουν οὕτω πολλὴν γλυκύτητα καὶ εὐσέβειαν», κ.ἄ.
Τὸ κάλλος εἰς τὴν λειτουργικὴν ζωγραφικὴν εἶναι κάλλος πνευματικόν, καὶ οὐχὶ σαρκικόν. Ἡ τέχνη αὕτη εἶναι νηστευτικὴ καὶ λιτή, ἐκφράζουσα τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια, καὶ ὅπως εἶναι τὸ Εὐαγγέλιον καὶ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη συνοπτικὰ καὶ συντομολόγα, οὕτω καὶ ἡ Ὀρθόδοξος ἁγιογραφία εἶναι ἁπλὴ χωρὶς περιττὰ στολίδια καὶ ματαίας ἐπιδείξεις.
Οἱ παλαιοὶ ἐκεῖνοι ἁγιογράφοι ἐνήστευαν, δουλεύοντας, καὶ ὁπόταν ἄρχιζαν μίαν εἰκόνα, ἄλλαζαν τὰ ἐσώρουχά των, διὰ νὰ εἶναι καθαροὶ ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν, καὶ ἐργαζόμενοι ἔψαλλαν, διὰ νὰ γίνεται τὸ ἔργον των μὲ κατάνυξιν καὶ διὰ νὰ μὴν μετεωρίζεται ὁ νοῦς των εἰς τὰ ἐγκόσμια.
Δι᾿ αὐτό, αἱ κατ᾿ ἐξοχὴν λειτουργικαὶ καὶ κατανυκτικώτεραι Εἰκόνες φαίνονται δύσμορφοι εἰς ὅσους ἔχουν τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου τούτου, τὰ δὲ πρόσωπα δὲν ἔχουν κατ᾿ αὐτοὺς «εἶδος, οὐδὲ κάλλος», καθ᾿ ὅσον «τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς Θεόν» (Ρωμ. η´ 7). «Ἡ σὰρξ ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ πνεύματος, τὸ δὲ Πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός» (Γαλ. ε´ 17). Εἰς τὰς ἱερὰς εἰκόνας «ἡ σὰρξ ἐσταύρωται σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις». Τὸ πνευματικὸν κάλλος των εἶναι «ἡ καλὴ ἀλλοίωσις» ὅπου ἔλεγεν ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος ὅτι ἔβλεπεν εἰς τὰ νηστευτικὰ πρόσωπα τῶν πνευματικῶν τέκνων του, κατὰ τὴν νηστείαν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Ἡ Μυστικὴ Πύλη, ἡ κατ᾿ Ἀνατολάς, εἶναι καὶ ἔσται κεκλεισμένη δι᾿ ὅσους καταγίνονται μὲ τὴν σαρκικὴν γνῶσιν, ἡ ὁποία «φυσιοῖ», ἤγουν κάμνει ὑπερήφανον τὸν ἄνθρωπον, κατὰ τὸν ἀπόστολον Παῦλον. Ἐνῶ, «ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ τοὺς ταπεινόφρονας, τοῦ εὐφράναι αὐτούς».
Ὅσην εὐλάβειαν καὶ ταπείνωσιν καὶ πίστιν εἶχαν οἱ ἁγιογράφοι ὁποῦ ἐποίησαν τὰς σεβασμίας καὶ ἁγίας εἰκόνας, ἄλλην τόσην εὐλάβειαν καὶ ταπείνωσιν καὶ πίστιν πρέπει νὰ ἔχωμεν καὶ ἡμεῖς ὁποῦ τὰς προσκυνοῦμεν, διὰ νὰ ἀξιωθῶμεν τὴν μυστικὴν χάριν ὁποῦ διαχύνεται ἀπὸ αὐτάς, κατὰ τοὺς λόγους τούτους τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ, ὅπου λέγει:«Τῆς αὐτῆς δυνάμεως δεῖται προφητεύουσί τε καὶ ἀκροωμένοις προφητῶν, καὶ οὐκ ἂν ἀκούσει προφήτου, οὕτω μὴ αὐτῷ προφητεῦσαν Πνεῦμα τὴν σύνεσιν τῶν αὐτοῦ λόγων ἐδωρήσατο».
Ἀπὸ τὸ βιβλίο του «ΕΚΦΡΑΣΙΣ τῆς ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑΣ» τόμος 2ος,
τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου «ΑΣΤΗΡ» ΑΛ.& Ε. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ. Β´ ἔκδοσις Ἀθῆναι, 1960.
Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, 1952
Οι Άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός,1953
Η Μεταμόρφωση.Τοιχογραφία
Η Πλατυτέρα,1936.
Ο Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλήτης,
1948.