Οι ιδέες δεν επιβιώνουν αν δεν έχει κανείς την ευκαιρία να παλέψει γι’ αυτές.
Ο Πάουλ Τόμας Μαν ( Λίμπεκ, 6 Ιουνίου 1875 – Ζυρίχη, 12 Αυγούστου 1955) ήταν γερμανός συγγραφέας, βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας(1929). Βαθύτατα επηρεασμένος από το έργο των Άρθουρ Σοπενχάουερ, Σίγκμουντ Φρόυντ, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε και Φρίντριχ Νίτσε, ο Τόμας Μαν υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Στα γραπτά του κυριαρχούν ο ακριβής ρεαλισμός περικλειόμενος από βαθιές συμβολικές νότες, η ειρωνεία, οι πολυμερείς αντιθέσεις, καθώς επίσης και μια εμβριθής κι επίμονη αναζήτηση σχετική με τη φύση του δυτικού αστικού πολιτισμού, εντός του οποίου η διαβρωτική επίγνωση της ίδιας του της φαυλότητας αντιμάχεται την τρυφερή ευγνωμοσύνη για τα πνευματικά του επιτεύγματα. Σημαντικότερα έργα του Μαν, το Μπούντενμπροκ (1901), ο Θάνατος στη Βενετία (1913), το Μαγικό Βουνό (1924), Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού (1933 - 1943), ο Δόκτωρ Φάουστους(1947), όπως επίσης και το Δοκίμιο για τον Σίλλερ (1955).
Γεννήθηκε στο Λίμπεκ (Lübeck, εξελλ. Λυβέκκη) της Γερμανίας στις 6 Ιουνίου 1875. Υπήρξε δευτερότοκος γιός του Χανσεατικής καταγωγής γερουσιαστή και εμπόρου σιτηρών Τόμας Γιόχαν Χάινριχ Μαν και της γεννημένης στο Ρίο ντε Τζανέιρο συγγραφέως Χούλια ντα Σίλβα Μπρούνς. Ο Μαν προοριζόταν αρχικώς να αναλάβει ενεργό ρόλο στη φυτεία σιτηρών του πατέρα του, σχέδιο που ανατράπηκε από τον αιφνίδιο θάνατο του τελευταίου. Έπειτα από τη ρευστοποίηση της επιχείρησης -η οποία αριθμούσε περί τα εκατό χρόνια ζωής- ο έφηβος τότε Μαν παρέμεινε στο Λίμπεκ για να τελειώσει το σχολείο, και κατόπιν ακολούθησε τη μητέρα και τα μικρότερα αδέλφια του στο Μόναχο. Εκεί εργάστηκε ως υπάλληλος ασφαλιστικής εταιρείας, θέση που σύντομα εγκατέλειψε προκειμένου να παρακολουθήσει διαλέξεις ιστορίας, οικονομικών και λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Ήταν τότε που έγραψε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο Ο μικρός κύριος Φρίντεμαν (1898). Έκτοτε αφιερώθηκε στο γράψιμο, ενώ το 1905 νυμφεύθηκε την Κάτια Πρίνγκσχαϊμ με την οποία απέκτησε έξι παιδιά, τρία κορίτσια και τρία αγόρια.
Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (1914 - 1918), παρόλο που ο ίδιος ο Μαν δεν συμμετείχε, έπαυσε κάθε του καλλιτεχνική δραστηριότητα καθώς υποχρεώθηκε να αναθεωρήσει θεμελιώδεις ιδέες και παραδοχές που είχαν καλλιεργηθεί εντός του με την πάροδο των ετών. Αυτή η εσωτερική διανοητική αναζήτηση εκδηλώθηκε γραπτώς για πρώτη φορά στους Στοχασμούς ενός απολίτικου (1918). Ακολουθούν η έκδοση του Μαγικού Βουνού το 1924 και η βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1929.
Κατά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία το 1933, ο Τόμας Μαν βρισκόταν στη Ζυρίχη με τη σύζυγό του. Ύστερα από προτροπή του γιού του Κλάους δεν επέστρεψε στη Γερμανία, λόγω της έντονης κριτικής που είχε ασκήσει στον Ναζισμό κατά τα προηγούμενα χρόνια. Το 1936 του αφαιρέθηκε η γερμανική υπηκοότητα και ένα χρόνο μετά του αφαιρέθηκε κι ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Βόννης. Το 1939 ταξίδεψε για τις Η.Π.Α., όπου δίδαξε στο πανεπιστήμιο Πρίνστον. Από το 1941 έως το 1952 έζησε στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια, ενώ μετά την πτώση του Τρίτου Ράιχ επισκέπτετο την Ευρώπη τακτικά. Το 1947 εκδόθηκε το μυθιστόρημά του Δόκτωρ Φάουστους.
Στην Ευρώπη επέστρεψε το 1952 και εγκαταστάθηκε στο Κίλχμπεργκ της Ζυρίχης, όπου και πέθανε το 1955. Τα άπαντα του Τόμας Μαν εκδόθηκαν σε δώδεκα τόμους στο Βερολίνο το 1956 και στη Φρανκφούρτη το 1960.
Οι πολιτικές του θέσεις
Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Τόμας Μαν υποστήριζε τον γερμανό αυτοκράτορα Βίλχελμ Β΄ και ήταν αντίθετος με τον φιλελευθερισμό. Σταδιακά οι πολιτικές του θέσεις άλλαξαν, άρχισε να υποστηρίζει τον φιλελευθερισμό και τις δημοκρατικές αρχές, ενώ αργότερα εξέφρασε συμπάθεια προς τις σοσιαλιστικές ιδέες. Κατήγγειλε δημοσίως τον εθνικοσοσιαλισμό και ενεθάρρυνε την αντίσταση από την εργατική τάξη. Το 1930 έδωσε στο Βερολίνο μία διάλεξη (Έκκληση προς την λογική ) με την οποία ζήτησε να συγκροτηθεί ένα κοινό μέτωπο καλλιεργημένων αστών, μέλη της σοσιαλιστικής εργατικής τάξης, ενάντια στη βαρβαρότητα του ναζισμού.
Τα βιβλία του Τόμας Μαν, σε αντίθεση με τα βιβλία του αδερφού του Χάινριχ και του γιου του Κλάους, δεν κάηκαν δημόσια από το ναζιστικό καθεστώς το 1933, ίσως επειδή οι Ναζί φοβήθηκαν τον αντίκτυπο που θα είχε η δημόσια καταστροφή των βιβλίων ενός συγγραφέα που είχε τιμηθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας τέσσερα χρόνια νωρίτερα.
Τα μυθιστορήματα του Τόμας Μαν
Buddenbrooks. Verfall einer Familie (Μπούντενμπροκ. Η παρακμή μιας οικογένειας, 1901)
Η ιστορία της μεγαλοαστικής οικογένειας εμπόρων της Λυβέκης Μπούντενμπροκ, από τη δημιουργία της εμπορικής φίρμας το 1830 μέχρι την εξαφάνισή της μαζί με τον τελευταίο απόγονο, τον Χάννο
Königliche Hoheit (Η Αυτού Βασιλική Υψηλότης, 1909)
Ο πρίγκιπας Κλάους Χάινριχ μέσα από τον έρωτά του για την δεσποινίδα Σπόελμαν θα γνωρίσει την καινούρια εποχή με το ανοιχτό πνεύμα και τους διευρυμένους ορίζοντες και θα ανακαλύψει το πραγματικό νόημα της ύπαρξης, απελευθερωμένος από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος.
Der Zauberberg (Το μαγικό βουνό, 1924)
Ένας τελειόφοιτος μηχανικός σχεδιάζει να επισκεφθεί για τρεις εβδομάδες τον ξάδερφό του, που νοσηλεύεται σε ένα σανατόριο στο Νταβός της Ελβετίας. Τελικά θα παραμείνει εκεί επτά χρόνια. Έργο που άσκησε μεγάλη επίδραση στην λογοτεχνία του 20ου αιώνα, από τις πρώτες ανιχνεύσεις της ιδρυματοποίησης.
Joseph und seine Brüder – Tetralogie (Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού, 1933-1943, τετραλογία)
O Τόμας Μάν αναπλάθει τη γνωστή ιστορία της βίβλου σε αυτή τη τετραλογία, που θεωρείτο από τον ίδιο το magnum opus του. Πρόκειται για μια απόπειρα να ενωθούν οι πολύπτυχες εκφάνσεις των πραγμάτων και του κόσμου, οι διαφορετικές αφηγηματικές νόρμες, ο θρύλος, η βιβλική ιστορία, τα πραγματικά γεγονότα, η ανθρωπογεωγραφία, όλα αυτά μέσα από την προβολή ενός μοναδικού προσώπου.
Lotte in Weimar (Η Λότε στην Βαϊμάρη, 1939)
Η Λόττε, η αγαπημένη του Γκαίτε στα νεανικά του χρόνια, την οποία απαθανάτισε στον Φάουστ, επισκέπτεται τη Βαϊμάρη για να ξανασυναντήσει τον Γκαίτε, ύστερα από 44 χρόνια.
Doktor Faustus (Δόκτωρ Φαούστους, 1947)
Ο συνθέτης Άντριαν Λέβερκυν (Adrian Levekühn) θα έλθει σε συμφωνία με τον διάβολο ζητώντας όχι πλούτη ή δόξα, αλλά τη δυνατότητα πραγματοποίησης του καλλιτεχνικού του οράματος. Σε αυτό το βιβλίο ο Τόμας Μαν θα ασχοληθεί με βασικά θέματα, όπως η τέχνη, η ζωή, η αγάπη, η λαγνεία και η μουσική. Αλλά το βκυριότερο είναι πως θα φτιάξει μια αλληγορία για την γιγάντωση του Ναζισμού στην Γερμανία, θα λοιδορήσει την ίδια την τοιχογραφία της μπουρζουαζίας που στήνει μπροστά στα μάτια μας, θα καταφερθεί εναντίον της Γερμανικότητας και ταυτόχρονα θα την υμνήσει.
Der Erwählte (Ο εκλεκτός, 1951)
Με αφορμή λαϊκούς μεσαιωνικούς θρύλους, ο Μαν θα στήσει την ιστορία του Γρηγόριου, που από φτωχός ψαράς γίνεται πολεμιστής και τέλος δούκας στην πατρίδα του τη Φλάνδρα. Απο εκεί θα ακολουθήσει μια πορεία μέχρι το Βατικανό και την παπική τιάρα.
Bekenntnisse des Hochstaplers Felix Krull (Εξομολογήσεις του απατεώνα Φέλιξ Κρουλ, 1954), ανολοκλήρωτο
Ο Φέλιξ Κρουλ αναλαμβάνει να πάρει τη θέση ενός νεαρού μαρκησίου, που οι γονείς του προμηθεύοντάς τον με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό τον αναγκάζουν να φύγει σε πολύχρονο ταξίδι, για να τον απομακρύνουν από την ανεπιθύμητη γι' αυτούς αγαπημένη του. Ο Κρουλ θα αντικαταστήσει τον Μαρκήσιο και θα αναλάβει μάλιστα και την αλληλογραφία με τους γονείς του.
Εργογραφία και ελληνικές μεταφράσεις
Μυθιστορήματα
1901: Buddenbrooks. Verfall einer Familie (Μπούντενμπροκς. Η παρακμή μιας οικογένειας)—μτφ. Τούλα Σιετή (εκδ. "Οδυσσέας", α΄ έκδ. 1986)
1909: Königliche Hoheit (Η Αυτού Βασιλική Υψηλότης)—μτφ. Κώστας Σκαλίδης (εκδ. "Ερατώ", 2000)
1924: Der Zauberberg (Το μαγικό βουνό)—μτφ. Άρης Δικταίος (εκδ. "Δίφρος", 1956 και εκδ. "Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος", 1989)—μτφ. Θεόδωρος Παρασκευόπουλος (εκδ. "Εξάντας", 1995 και εκδ. "Μεταίχμιο", 2017)
1933-1943 : Joseph und seine Brüder – Tetralogie (Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού τετραλογία)—μτφ. Λευτέρης Αναγνώστου (εκδ. "Gutenberg", 2004 – Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Έργου Ξένης Λογοτεχνίας στην Ελληνική Γλώσσα, για το 2005)
1933: Die Geschichten Jaakobs (Οι ιστορίες του Ιακώβ)
1934: Der junge Joseph (Ο νέος Ιωσήφ)
1936: Joseph in Ägypten (Ο Ιωσήφ στην Αίγυπτο)
1943: Joseph der Ernährer (Ιωσήφ ο τροφοδότης)
1939: Lotte in Weimar (Η Λόττε στην Βαϊμάρη)—μτφ. Θόδωρος Παρασκευόπουλος (εκδ. "Εξάντας", 2000)
1947: Doktor Faustus. Das Leben des deutschen Tonsetzers Adrian Leverkuhn erzahlt von einem Freunde (Δόκτωρ Φαούστους. Η ζωή του γερμανού μουσουργού Άντριαν Λέβερκυν εξιστορημένη από ένα φίλο)—μτφ. Άρης Δικταίος (εκδ. " Σ. Ι.Ζαχαρόπουλος", 1992—μτφ. Θόδωρος Παρασκευόπουλος (εκδ. "Πόλις", 2002)
1951: Der Erwählte (Ο εκλεκτός)—μτφ. Στέλλα Βουρδουμπά, (εκδ. "Δίφρος" χ.χ.)—μτφ. Σοφία Γεωργοπούλου, (εκδ. "Εξάντας", 2005)
1954: Bekenntnisse des Hochstaplers Felix Krull (Εξομολογήσεις του αρχιαπατεώνα Φέλιξ Κρουλ), ανολοκλήρωτο—μτφ. Α. Σπυρόπουλος, (εκδ. "Μαγγανιάς", χ.χ.)—μτφ. Τούλα Σιετή (εκδ. "Οδυσσέας", α΄ έκδ. 1986)
Διηγήματα και νουβέλες
1893: Vision (Οπτασία)—μτφ. Αλέξανδρος Κυπριώτης (εκδ. "Ίνδικτος", 2002) (περιέχεται στην συλλογή 13 διηγημάτων του Μαν «Συγκεχυμένα ανέρχονται τα λησμονημένα», όπως και όλα τα διηγήματα με αστερίσκο που ακολουθούν)
1894: Gefallen (Η χάρη)
1896: Der Wille zum Glück (Η βούληση για ευτυχία) *
1897: Der Tod (Ο θάνατος)
1897: Der kleine Herr Friedemann (Ο μικρός κύριος Φρήντεμαν)—μτφ. Τέα Ανεμογιάννη ("Νέα Εστία" 1957 Α΄)—μτφ. Γιώργος Δεπάστας (εκδ. "Μεταίχμιο", 2006)—μτφ. Βασινιώτης ("Ερατώ", 1990)
1897: Der Bajazzo (Ο παλιάτσος)*
1898: Tobias Mindernickel (Τομπίας Μίντερνίκελ)*
1899: Der Kleiderschrank (Το ιματιοφυλάκιο)
1899: Gerächt (Εκδίκηση)*
1900: Luischen (Λουιζάκι) *
1900: Der Weg zum Friedhof (Ο δρόμος για το κοιμητήριο)—μτφ. Βασ. Λαζανάς ("Νέα Εστία" 1957 Α΄)
1902: Gladius Dei [Το ξίφος του Θεού]—μτφ. Άρης Δικταίος (εκδ. "Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος", 1988)
1903: Tristan (Τριστάνος)*—& μτφ. Κυριάκος Κεντρωτής (εκδ. "Ύψιλον", 1985)
1903: Das Wunderkind (Το παιδί θαύμα)*
1903: Die Hungernden
1903: Tonio Kröger (Τόνιο Κρέγκερ) , νουβέλα—μτφ. Δ. Διβαρής (εκδ. "Κλασσικά Παπύρου", χ.χ.)—μτφ. Αλέξανδρος Ίσαρης (εκδ. "Ύψιλον", 1985)—μτφ. Αλέξανδρος Κυπριώτης (εκδ. "Ίνδικτος", 2000
1904: Ein Glück (Μια κάποια ευτυχία)* [31]
1904: Beim Propheten (Παρά τω Προφήτη)*
1905: Schwere Stunde (Δύσκολη ώρα)
1908: Anekdote (Ανέκδοτο)*
1909: Das Eisenbahnunglück (Το σιδηροδρομικό ατύχημα)*
1911: Wie Jappe und Do Escobar sich prügelten (Πώς παίξανε ξύλο ο Γιάπε και ο Ντο Εσκομπάρ)
1912: Der Tod in Venedig (Ο θάνατος στη Βενετία)—μτφ. Άρης Δικταίος (εκδ. "Σ. Ι.Ζαχαρόπουλος, 1993—μτφ. Δ. Διβαρής (εκδ. "Κλασσικά Παπύρου", χ.χ.)—μτφ. Μαρία Αγγελίδου (εκδ. "Αναστασιάδης", 1997)—μτφ. Μαρία Κωνσταντινίδη (εκδ. "Ίνδικτος", 2017)
1918: Herr und Hund. Ein Idyll (Σκύλος και αφέντης)—μτφ. Γιώργος Δεπάστας (εκδ. "Μεταίχμιο", 2006)
1919: Gesang vom Kindchen (Το τραγούδι του παιδιού)
1921: Wälsungenblut (Το αίμα των Βελσούνγκεν)—μτφ. Γιάννης Κοιλής (εκδ. "Κριτική", 1989)
1923: Tristan und Isolde (Τριστάνος και Ιζόλδη)
1925: Unordnung und fruhes Leid (Αναστάτωση και πρώιμος πόνος)—μτφ. Γ. Κοιλής (εκδ. "Κριτική", 1989)
1930: Mario und der Zauberer (Ο Μάριο και ο μάγος)—μτφ. Φώτης Βασινιώτης (εκδ. "Ερατώ", 1990)
1940: Die Vertauschten Köpfe (Τα αλλαγμένα κεφάλια)—μτφ. Νίκος Λίβος (εκδ. "Κριτική", 1988)
1944: Das Gesetz (Ο Νόμος)—μτφ. Άρης Δικταίος (εκδ. " Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος", 1988)
1953 Die Betrogene (Η απατημένη), νουβέλα—μτφ. Γ. Κοιλής (εκδ. "Κριτική", 1989)
Δοκίμια (Επιλογή)
1918: Betrachtungen eines Unpolitischen (Στοχασμοί ενός απολίτικου)—μτφ. Μαντώ Πουλή (εκδ. "Ίνδικτος", 1999)
1932: Goethe und Tolstoi. Zum Problem der Humanität (Γκαίτε και Τολστόι)—μτφ. Γερ. Λυκιαρδόπουλος (εκδ. "Ύψιλον", 2012)
1933: Leiden und Größe Richard Wagners (Πάθος και μεγαλείο του Ρίχαρντ Βάγκνερ)
1934: Meerfahrt mit Don Quijote (Ταξίδι με τον Δον Κιχώτη), μεταθανάτια έκδοση—μτφ. Γερ. Λυκιαρδόπουλος και Στέφανος Ροζάνης (εκδ. "Έρασμος", 2002)
1936: Freud und die Zukunft (Ο Φρόυντ και το μέλλον)—μτφ. Στάθης Φερεντίνος (εκδ. "Γκοβόστη", χ.χ.)
1938: Schopenhauer—μτφ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος (εκδ. "Έρασμος", 2006)
1947: Nietzsches Philosophie im Lichte unserer Erfahrung (Η φιλοσοφία του Νίτσε υπό το φως της εμπειρίας μας)—μτφ. Γιώργος Λαμπράκος (εκδ. "Οκτώ", 2017)
1955: Versuch über Schiller (Δοκίμιο για τον Σίλλερ)—μτφ. Θανάσης Λάμπρου (εκδ. "Ίνδικτος", 2002)
1963 Wagner und unsere Zeit (Ο Βάγκνερ και η εποχή μας) , μεταθανάτια έκδοση—μτφ. Γιάννης Λάμψας (εκδ. "PRINTA", 1993)
Αυτοβιογραφικά
1950: Meine Zeit (Η εποχή μου), σκέψεις του συγγραφέα σε αυτοβιογραφικό τόνο—μτφ. Αντιγόνη Χατζηθεοδώρου ("Εκδόσεις των Φίλων", α΄ έκδ. 1972)
Theodor W. Adorno-Thomas Mann: Briefwechsel, 1943-1955 (Theodor W. Adorno-Thomas Mann: Αλληλογραφία 1943-1955)—μτφ. Λευτέρης Αναγνώστου (εκδ. "Αλεξάνδρεια", 2009)
Herman Hess Thomas Mann:Briefwechsel (Έρμαν Έσσε- Τόμας Μαν: Αλληλογραφία 1910-1955), επιστολογραφία—μτφ. Γιώτα Λαγουδάκου (εκδ. "Καστανιώτης", 2003)
Έργα σχετικά με τον Τόμας Μαν στα Ελληνικά
Γκόλο Μαν: Αναμνήσεις από τον πατέρα μου Τόμας Μαν,1965, σύντομη βιογραφία του συγγραφέα από τον γιό του (εκδ. "Γαβριηλίδης", 2005)
Μπρίτα Μπέλερ: Τόμας Μαν, οι τρεις κρίσιμες μέρες (De Beslissing), (μτφ. Μαργαρίτα Μπονάτσου (εκδ. "Καπόν", 2014) λογοτεχνική ανακατασκευή της συγγραφέως με βάση τα ημερολόγια του Μαν των ημερών που προηγήθηκαν της ανοιχτής επιστολής που έστειλε ο συγγραφέας στις εφημερίδες της Γερμανίας καταγγέλοντας τον Ναζισμό
Klaus Betzen: Ο Τόμας Μαν και το πρόβλημα του ανθρωπισμού, από διάλεξη στο Ινστιτούτο Γκαίτε τον Δεκέμβριο του 1975. (μτφ. Νίκος Μ.Σκουτερόπουλος, "Εκδόσεις των Φίλων", 1977) https://el.wikipedia.org/
Η πρώτη έκδοση του «Δόκτωρ Φαούστους. Η ζωή του γερμανού μουσουργού Άντριαν Λέβερκυν εξιστορημένη από ένα φίλο»
Το Μαγικό βουνό
Παρουσίαση
Το Μαγικό βουνό είναι ένα αριστούργημα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας από έναν νομπελίστα συγγραφέα που διερευνά τη γοητεία και τον εκφυλισμό των ιδεών σε μια εσωστρεφή κοινότητα τις παραμονές του Μεγάλου Πολέμου. Η υπόθεση είναι φαινομενικά απλή. Ο νεαρός μηχανικός από το Αμβούργο Χανς Κάστορπ επισκέπτεται το σανατόριο Μπέργκχοφ της Ελβετίας για να δει τον ξάδερφό του. Μια μικρή αδιαθεσία και ένας παρατεταμένος πυρετός οδηγούν τον γιατρό Μπέρενς να του προτείνει να παρατείνει την παραμονή του. Τελικά ο Χάνς Κάστορπ αποφασίζει να μείνει στο σανατόριο για τρεις βδομάδες. Μόνο που οι τρεις βδομάδες, χωρίς να το καταλάβει, μετατρέπονται σε επτά χρόνια, καθώς ο Χανς ερωτεύεται και μεθά από τις ιδέες που ακούει να συζητιούνται εκεί. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
- "Διάσημος για την ειρωνεία του ο Τόμαν Μαν, μαζί με τους Σοπενχάουερ, Νίτσε και Φρόιντ, προσφέρει την ενοποιητική ουσία, την αγάπη για την τέχνη και τη φαντασία, που χρειάζεται ο σύγχρονος κόσμος για να μην διαλυθεί ύστερα από την κατάρρευση των κοινωνικών δυνάμεων και των θρησκειών" (Independent)
Το Μαγικό βουνό, πέραν όλων των άλλων, είναι πρωτίστως και στην ουσία του ένα έργο τέχνης που "στόχος του είναι να παρέχει ευχαρίστηση, να ψυχαγωγεί και να αναζωογονεί, όπως υποστηρίζει και ο ίδιος ο Μαν στο άρθρο "Πώς γράφτηκε το Μαγικό βουνό" στο επίμετρο του βιβλίου. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για ένα έργο με τόσο αρμονική και αισθητική σύνθεση των θεματικών και των ιδεών του, φτιαγμένο περισσότερο για το θυμοειδές παρά για το έλλογο, ώστε ομοιάζει περισσότερο με μουσικό κομμάτι και την απόλαυση που προκύπτει από αυτό. Θα μπορούσε, επομένως, να διαβαστεί σαν μία συμφωνία, ένα έργο αντίστιξης. Σε αυτό συνηγορούν επίσης και η προτροπή του ίδιου του συγγραφέα να διαβάσει κάποιος, ει δυνατόν, το μυθιστόρημα δύο φορές - όσες φορές δηλαδή χρειάζεται κανείς να ακούσει ένα μουσικό κομμάτι για να το γνωρίσει καλύτερα και να το ευχαριστηθεί - καθώς και η εκτεταμένη χρήση του Leitmotiv που υιοθετεί στον λόγο του επηρεασμένος από τη χρήση του στις όπερες του Βάγκνερ. Πρόκειται για ένα εμβληματικό συμβολικό μυθιστόρημα του ευρωπαϊκού πνεύματος που αποτελεί μία δυνατή αναγνωστική εμπειρία και ένα έργο-παρακαταθήκη για το πολιτισμικό μέλλον αυτής της ηπείρου. (ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ bookpress.gr, 2/12/2017)
Απόσπασμα
Ελευθερία
Πώς του φάνηκε αλήθεια του Χανς Κάστορπ; Μήπως σαν οι επτά εβδομάδες, τις οποίες αποδεδειγμένα και χωρίς καμιά αμφιβολία είχε ήδη περάσει σε αυτούς εδώ επάνω, να ήταν μόνο επτά ημέρες; Ή μήπως, αντίθετα, του φάνηκε πως ζούσε πολύ πολύ περισσότερο σε αυτόν τον τόπο από όσο βρισκόταν εδώ στην πραγματικότητα; Αναρωτιόταν και ο ίδιος, τόσο μέσα του όσο και με ερωτήσεις προς τον Γιοάχιμ, δεν μπορούσε όμως να αποφασίσει. Μάλλον συνέβαιναν και τα δύο: αναδρομικά, ο χρόνος που είχε περάσει εδώ του φαινόταν αφύσικα σύντομος και αφύσικα πολύς μαζί· και μόνο όπως ήταν πραγματικά δεν ήθελε να του φανεί – με την προϋπόθεση πως ο χρόνος είναι στ’ αλήθεια φύση και πως είναι επιτρεπτό να τον συνδέουμε με την έννοια της πραγματικότητας.
Πάντως ο Οκτώβριος βρισκόταν στα πρόθυρα, θα έμπαινε από τη μια ημέρα στην άλλη. Για τον Χανς Κάστορπ ήταν εύκολο να το λογαριάσει, και εκτός αυτού το πρόσεχε ακούγοντας τις συζητήσεις των άλλων ασθενών. «Ξέρετε πως σε πέντε μέρες θα ’χουμε πάλι πρωτομηνιά;» άκουγε τη Χερμίνε Κλέφελντ να λέει στους δυο νεαρούς κυρίους της παρέας της, στον φοιτητή Ρασμούσεν και σε εκείνον με τα χοντρά χείλη που λεγόταν Γκένζερ. Στέκονταν μετά το κύριο γεύμα στην άχνα των φαγητών ανάμεσα στα τραπέζια και συζητώντας καθυστερούσαν να πάνε για κατάκλιση. «Πρώτη Οκτωβρίου, το είδα στη Διαχείριση, στο ημερολόγιο. Είναι η δεύτερη του είδους που περνώ σε ετούτο τον τόπο των απολαύσεων. Ωραία, το καλοκαίρι πέρασε, όσο ήταν καλοκαίρι, μας το ’κλεψαν, όπως μας κλέβουν τη ζωή, συνολικά και εν γένει». Και αναστέναξε με το μισό της πνευμόνι, ενώ έστρεφε, κουνώντας το κεφάλι, τα σκιασμένα από τη βλακεία μάτια της στο ταβάνι. «Ευθυμήστε, Ρασμούσεν!» είπε μετά και χτύπησε τον σύντροφό της στον γειρτό του ώμο. «Πείτε μας κανέν’ αστείο!» «Δεν ξέρω και πολλά» απάντησε ο Ρασμούσεν και άφησε τα χέρια του να κρέμονται στο ύψος του στήθους σαν πτερύγια «κι όσα ξέρω δεν μου βγαίνουν, είμαι συνέχεια τόσο κουρασμένος». «Ούτε σκύλος δεν θα ’θελε να ζήσει για πολύ ακόμη έτσι» είπε ο Γκένζερ μέσα από τα δόντια. Και γέλασαν σηκώνοντας τους ώμους.
Εκεί κοντά στεκόταν και ο Σεττεμπρίνι, με την οδοντογλυφίδα του ανάμεσα στα δόντια, και βγαίνοντας είπε στον Χανς Κάστορπ:
«Μην τους πιστεύετε, μηχανικέ, μην τους πιστεύετε ποτέ όταν εξανίστανται! Το κάνουν όλοι ανεξαιρέτως, παρόλο που νιώθουν απολύτως στο σπίτι τους. Ζουν ανέμελα και απαιτούν επιπλέον λύπηση, θεωρούν πως έχουν δικαίωμα στην πικρία, στην ειρωνεία, στον κυνισμό! “Σ’ ετούτο τον τόπο των απολαύσεων!” Μήπως δεν είναι τόπος των απολαύσεων; Πιστεύω πως είναι, και μάλιστα με μια πιο διφορούμενη σημασία της λέξης! “Μ’ έκλεψαν” λέει αυτό το θηλυκό “μου κλέβουν τη ζωή σ’ ετούτο τον τόπο των απολαύσεων”. Αφήστε τη να πάει στα πεδινά, και η διαγωγή της εκεί δεν θα αφήνει καμιά αμφιβολία πως κάνει τα πάντα για να ξανάρθει το συντομότερο εδώ επάνω. Α, μάλιστα, η ειρωνεία! Μηχανικέ, φυλαχτείτε από την ειρωνεία που ευδοκιμεί εδώ! Γενικά φυλαχθείτε από αυτή την πνευματική στάση! Όπου δεν είναι ένα ευθύ και κλασικό μέσο της ρητορικής, ούτε στιγμή παρεξηγήσιμο για τον υγιή νου, εκεί γίνεται παραλυσία, εμπόδιο για τον πολιτισμό, αμφίβολη ερωτοτροπία με τη στασιμότητα, με το κακό, με το πρόστυχο πάθος. Και επειδή η ατμόσφαιρα στην οποία ζούμε φαίνεται να ευνοεί την ευδοκίμηση αυτού του σαπρόφυτου, επιτρέψτε μου να ελπίζω ή να φοβάμαι πως με καταλαβαίνετε».
Πράγματι, τα λόγια του Ιταλού ήταν του είδους που μόλις πριν από επτά εβδομάδες θα ηχούσαν κενά στα αυτιά του Χανς Κάστορπ, που η παραμονή του όμως εδώ είχε κάνει το πνεύμα του επιδεκτικό για τη σημασία τους: επιδεκτικό με την έννοια της νοητικής κατανόησης, όχι οπωσδήποτε με την έννοια της συμπάθειας, πράγμα ίσως ακόμα σημαντικότερο. Γιατί, αν και στα βάθη της ψυχής του χαιρόταν που ο Σεττεμπρίνι ακόμη και τώρα, παρ’ όλα όσα είχαν συμβεί, συνέχιζε να του μιλά όπως του μιλούσε, συνέχιζε να τον συμβουλεύει, να τον προειδοποιεί και να προσπαθεί να τον επηρεάσει, η αντιληπτική του ικανότητα ήταν τόση που έκρινε τα λόγια του και τους αρνιόταν, ως έναν βαθμό τουλάχιστον, την επίνευση.
Για δες, σκεφτόταν, μιλάει για την ειρωνεία με παρόμοιο τρόπο όπως και για τη μουσική, το μόνο που λείπει τώρα είναι να την αποκαλέσει «πολιτικά ύποπτη», και συγκεκριμένα από τη στιγμή που παύει να είναι ένα «ευθύ και κλασικό μέσο διδασκαλίας». Μια ειρωνεία όμως που «δεν είναι ούτε στιγμή παρεξηγήσιμη» – για όνομα του Θεού, τι λογής ειρωνεία είναι αυτή, αν μου πέφτει λόγος; Ξερή και δασκαλίστικη θα ήταν και τίποτε άλλο! – τόσο αγνώμων είναι η νεότητα στη διαμόρφωσή της. Δέχεται να της δωρίζουν για να μπορεί μετά να βγάλει τα δώρα σκάρτα.
Όσο να ’ναι, θα του φαινόταν παράτολμο να εκφράσει με λόγια την αντίθεσή του. Περιόρισε τις αντιρρήσεις του στην κρίση του κυρίου Σεττεμπρίνι για τη Χερμίνε Κλέφελντ, που του φαινόταν άδικη ή που, για ορισμένους λόγους, ήθελε να την εμφανίσει έτσι.
«Μα το κορίτσι είναι άρρωστο!» είπε. «Είναι πραγματικά και στ’ αλήθεια βαριά άρρωστη και έχει κάθε λόγο να είναι απελπισμένη! Τι της ζητάτε τώρα;»
«Αρρώστια και απελπισία» είπε ο Σεττεμπρίνι «είναι συχνά και αυτές μορφές της παραλυσίας».
Και ο Λεοπάρντι, σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ, ο οποίος αμφέβαλλε κατηγορηματικά για την επιστήμη και την πρόοδο; Και ο ίδιος ο κύριος σχολάρχης; Είναι και ο ίδιος άρρωστος και έρχεται ολοένα εδώ πάνω, και ο Καρντούτσι δεν θα ’ταν καθόλου ευχαριστημένος μαζί του. Και δυνατά είπε:
«Καλός είστε κι εσείς. Το κορίτσι μπορεί κάθε στιγμή να τα τινάξει, και αυτό το λέτε εσείς παραλυσία! Θα πρέπει να μου το εξηγήσετε περισσότερο. Αν μου λέγατε: η ασθένεια είναι κάποτε επακόλουθο της παραλυσίας, αυτό θα ήταν κατανοητό…»
«Είναι πολύ λογικό» τον διέκοψε ο Σεττεμπρίνι. «Μα την πίστη μου, θα σας αρκούσε να σταματούσα εδώ;»
«Ή αν λέγατε: η αρρώστια αποτελεί κάποτε πρόσχημα για την παραλυσία – κι αυτό θα το δεχόμουν».
«Grazie tanto!»
«Αλλά η ασθένεια μια μορφή της παραλυσίας; Αυτό σημαίνει: δεν προέρχεται από παραλυσία, αλλά είναι η ίδια παραλυσία. Αυτό δεν είναι παράδοξο;»
«Παρακαλώ, μηχανικέ, μη μου καταλογίζετε τέτοια πράγματα! Περιφρονώ την παραδοξολογία, τη μισώ! Θεωρήστε πως όλες μου οι παρατηρήσεις σχετικά με την ειρωνεία ισχύουν και για την παραδοξολογία, και κάτι παραπάνω. Το παράδοξο είναι το φαρμακερό λουλούδι του ησυχασμού, η μαρμαρυγή του σαπρού πνεύματος, η μεγαλύτερη παραλυσία από όλες! Αλλά διαπιστώνω πως υπερασπίζεστε και πάλι την ασθένεια…»
«Όχι, μ’ ενδιαφέρουν αυτά που λέτε. Μου θυμίζουν κάτι από εκείνα που εκφέρει ο δρ Κροκόφσκι τις Δευτέρες του. Κι εκείνος δηλώνει πως η οργανική ασθένεια είναι ένα δευτερογενές φαινόμενο».
«Δεν το λέει από καθαρό ιδεαλισμό».
«Τι έχετε εναντίον του;»
«Ακριβώς αυτό».
«Είστε κατά της ψυχανάλυσης;»
«Όχι πάντα. Είμαι σφοδρός αντίπαλος και θερμός οπαδός – πότε το ένα και πότε το άλλο, μηχανικέ».
«Τι εννοείτε;»
«Η ψυχανάλυση είναι καλή ως όργανο της διαφώτισης και του πολιτισμού, είναι καλή στο μέτρο που κλονίζει ηλίθιες πεποιθήσεις, που διαλύει φυσικές προκαταλήψεις και υπονομεύει την εξουσία· με άλλα λόγια, είναι καλή όταν απελευθερώνει, εκλεπτύνει, εξανθρωπίζει και κάνει τους δούλους ώριμους για την ελευθερία. Είναι κακή, πολύ κακή, όσο εμποδίζει τη δράση, προσβάλλει τη ζωή στη ρίζα, επειδή είναι ανίκανη να τη διαμορφώσει. Η ανάλυση μπορεί να είναι μια πολύ αηδιαστική υπόθεση, αηδιαστική όπως ο θάνατος, όπου μάλλον ανήκει στην πραγματικότητα – συγγενής προς τον τάφο και τη δύσοσμη ανατομία του…»
Καλά τους τα ’πες, δάσκαλε, ήταν η σκέψη του Χανς Κάστορπ, αναπόφευκτη, όπως συνήθως όταν ο κύριος Σεττεμπρίνι εξέφραζε κάτι παιδευτικό. Το μόνο που είπε όμως ήταν:
«Τελευταία επιδοθήκαμε στη φωτοανατομία στο ισοϋπόγειό μας. Έτσι την αποκάλεσε ο Μπέρενς όταν μας ακτινοσκοπούσε».
«Α, ώστε φτάσατε και σ’ αυτό το στάδιο. Και λοιπόν;»
«Είδα τον σκελετό του χεριού μου» είπε ο Χανς Κάστορπ, προσπαθώντας να ανακαλέσει τα αισθήματα που είχαν φουντώσει μέσα του με αυτό το θέαμα. «Σας έδειξαν καμιά φορά και τον δικό σας;»
«Όχι, ο σκελετός μου δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Και η ιατρική διάγνωση;»
«Είδε ίνες, ίνες με κόμπους».
«Ε του διαβόλου ο παραγιός».
«Είναι η δεύτερη φορά που αποκαλείτε έτσι τον αυλικό σύμβουλο Μπέρενς. Τι θέλετε να πείτε;»
«Να είστε σίγουρος πως πρόκειται για καλά επιλεγμένο χαρακτηρισμό!»
«Α, όχι, είστε άδικος, κύριε Σεττεμπρίνι! Σύμφωνοι, ο άνθρωπος έχει τις αδυναμίες του. Ο τρόπος που μιλάει μου γίνεται κι εμένα δυσάρεστος με τον καιρό· συχνά έχει η ομιλία του κάτι το βεβιασμένο, ιδίως αν σκεφτεί κανείς πως πέρασε τόσο μεγάλο καημό όταν έχασε τη γυναίκα του εδώ πάνω. Αλλά, εν κατακλείδι, πόσο αξιέπαινος και αξιοσέβαστος άνθρωπος είναι, ένας ευεργέτης της πάσχουσας ανθρωπότητας! Πρόσφατα τον συνάντησα καθώς ερχόταν από μια εγχείρηση, μια πλευρεκτομή, μια υπόθεση όπου παίζονταν όλα για όλα. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση όπως τον είδα να έρχεται από τη δύσκολη, χρήσιμη εργασία του, που την ξέρει τόσο καλά. Ήταν ακόμη τελείως ξαναμμένος, και για αμοιβή είχε ανάψει ένα πούρο. Τον ζήλεψα».
«Τι ευγενικό εκ μέρους σας. Και η ποινή σας;»
«Δεν μου καθόρισε κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα».
«Καλό και αυτό. Ας ξαπλώσουμε λοιπόν, μηχανικέ. Στις θέσεις μας».
Αποχαιρετίστηκαν μπρος στο νούμερο 34.
«Εσείς πηγαίνετε τώρα στην ταράτσα σας, κύριε Σεττεμπρίνι. Πρέπει να ’ναι πιο χαρούμενο να ξαπλώνεις έτσι με συντροφιά παρά μόνος. Διασκεδάζετε; Είναι ενδιαφέροντες οι άνθρωποι με τους οποίους κάνετε μαζί την κούρα;»
«Αχ, είναι όλοι Πάρθοι και Σκύθες!»
«Εννοείτε Ρώσοι;»
«Και Ρωσίδες» είπε ο κύριος Σεττεμπρίνι, και η άκρη του στόματός του τραβήχτηκε. «Αντίο, μηχανικέ!»
Αυτό είχε λεχθεί με σημασία, ήταν αναμφίβολο. Ο Χανς Κάστορπ μπήκε στο δωμάτιό του ταραγμένος. Γνώριζε ο Σεττεμπρίνι τι του συνέβαινε; Σαν παιδαγωγός, θα είχε παρακολουθήσει αυτόν και τους δρόμους που έπαιρναν τα μάτια του. Ο Χανς Κάστορπ ήταν οργισμένος με τον Ιταλό, αλλά και με τον εαυτό του που είχε εκτεθεί απρόκλητα. Ενώ έψαχνε χαρτί και μελάνι για να τα πάρει μαζί του στην κούρα –τώρα δεν χωρούσαν άλλοι δισταγμοί, ήταν ώρα να γραφτεί το γράμμα του στο σπίτι, το τρίτο–, συνέχισε να εξοργίζεται, μουρμούριζε το ένα και το άλλο γι’ αυτόν τον φαφλατά, τον περιαυτολόγο που ανακατευόταν σε πράγματα χωρίς να του πέφτει λόγος ενώ και ο ίδιος σφύριζε στα κορίτσια στον δρόμο – και δεν είχε πια καμιά όρεξη να γράψει, αυτός ο λατερνατζής τού είχε χαλάσει τελείως τη διάθεση. Όπως και να ήταν όμως, χρειαζόταν χειμωνιάτικα ρούχα, χρήματα, εσώρουχα, παπούτσια· με λίγα λόγια, όλα όσα θα είχε πάρει μαζί του αν ήξερε πως δεν είχε έρθει για τρεις εβδομάδες στο κατακαλόκαιρο, αλλά… αλλά για ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, το οποίο όμως θα επεκτεινόταν οπωσδήποτε και στον χειμώνα, και μάλιστα, όπως ήταν τα πράγματα και τα χρονικά δεδομένα σ’ εμάς εδώ επάνω, θα τον περιέκλειε. Αυτή τη φορά έπρεπε να γίνουν όλα στην εντέλεια, να παίξει με ανοιχτά χαρτιά με εκείνους εκεί κάτω και να μην κρύβεται πια ούτε από εκείνους ούτε από τον εαυτό του.
Με αυτό το πνεύμα τούς έγραψε λοιπόν, ακολουθώντας την τεχνική που είχε δει να τη χρησιμοποιεί πολλές φορές ο Γιοάχιμ: στη σεζ λονγκ, με το στιλό και τον ταξιδιωτικό του χαρτοφύλακα επάνω στα ανασηκωμένα γόνατα. Έγραψε στον Τζέιμς Τίναππελ, σε εκείνον από τους τρεις θείους με τον οποίο ήταν περισσότερο συνδεδεμένος, σε επιστολόχαρτο του ιδρύματος, που απόθεμά τους βρισκόταν στο συρτάρι του τραπεζιού, και τον παρακάλεσε να ενημερώσει τον πρόξενο. Έγραφε για ένα δυσάρεστο συμβάν, για φόβους που είχαν επαληθευτεί, για την ανάγκη που είχε διαπιστώσει ο γιατρός να περάσει ένα μέρος του χειμώνα, ίσως και ολόκληρο τον χειμώνα, εδώ πάνω, γιατί περιπτώσεις σαν τη δική του ήταν συχνά πιο επίμονες από εκείνες που ξεκινούσαν πιο εντυπωσιακά, και γιατί το ζήτημα ήταν να επέμβουν αποφασιστικά και να προλάβουν το κακό εγκαίρως και μια και καλή. Από αυτή την άποψη, έγραφε, ήταν τυχερός που είχαν έρθει έτσι τα πράγματα, που ανέβηκε τυχαία εδώ πάνω και πείστηκε να εξεταστεί· αλλιώς, θα αγνοούσε για αρκετό καιρό την κατάστασή του και θα τη γνώριζε ίσως αργότερα με πολύ πιο δυσάρεστο τρόπο. Όσο για την προβλεπόμενη διάρκεια της παραμονής του, δεν θα έπρεπε να εκπλαγούν αν έμενε όλο τον χειμώνα και αν δεν μπορούσε να επιστρέψει νωρίτερα από τον Γιοάχιμ. Η έννοια του χρόνου είναι, έγραφε, διαφορετική εδώ από εκείνη που ίσχυε συνήθως για ταξίδια σε λουτροπόλεις και αεροθεραπείες· ο μήνας είναι κάτι σαν τη μικρότερη μονάδα του χρόνου, και ένας μήνας μόνο δεν παίζει κανέναν ρόλο…
Έκανε ψύχρα, έγραφε φορώντας παλτό, τυλιγμένος στην κουβέρτα, με κόκκινα χέρια. Πού και πού σήκωνε το βλέμμα από το χαρτί, που γέμιζε με λογικές και πειστικές φράσεις, και κοιτούσε το γνώριμο τοπίο, που σχεδόν πια δεν το έβλεπε, αυτή τη μακρόστενη κοιλάδα με τις σήμερα σαν γυάλινες, χλωμές κορυφές που στριμώχνονταν στο άνοιγμα, τον ανοιχτόχρωμο, κατοικημένο βυθό της, που άστραφτε πού και πού στον ήλιο, και τις πλαγιές, άλλες αδρά δασωμένες και άλλες με λιβάδια από όπου ερχόταν το κουδούνισμα των αγελάδων. Έγραφε με όλο και μεγαλύτερη άνεση και δεν καταλάβαινε πια το δέος που είχε νιώσει για το γράμμα. Γράφοντας καταλάβαινε ο ίδιος πως τίποτε δεν μπορούσε να είναι πιο λογικό από τις εξηγήσεις του και πως στο σπίτι θα τις κατανοούσαν απόλυτα. Ένας νεαρός της τάξης του και στην κατάστασή του φρόντιζε τον εαυτό του όταν αποδεικνυόταν σωστό, και χρησιμοποιούσε τις ανέσεις που προορίζονταν ειδικά για τους ομοίους του. Έτσι άρμοζε. Αν είχε επιστρέψει και ανέφερε όσα συνέβαιναν, θα τον είχαν στείλει πάλι επάνω. Παρακάλεσε να φροντίσουν να λάβει ό,τι χρειαζόταν. Στο τέλος παρακάλεσε να του αποστέλλονται τακτικά τα αναγκαία χρήματα· με 800 μάρκα τον μήνα θα μπορούσε να καλύψει όλα του τα έξοδα.
Υπέγραψε. Πάει και αυτό. Αυτό το τρίτο γράμμα στο σπίτι ήταν πλούσιο, κρατούσε πολύ – όχι κατά την έννοια του χρόνου κάτω, αλλά κατ’ αυτήν που κυριαρχούσε εδώ επάνω· οχύρωνε την ελευθερία του Χανς Κάστορπ. Αυτή ήταν η λέξη που μεταχειρίστηκε, όχι ρητά, όχι σχηματίζοντας, έστω και μέσα του, τις συλλαβές της, ένιωθε όμως το ευρύτατο νόημά της, όπως είχε μάθει να το νιώθει κατά τη διαμονή του εδώ –νόημα που δεν είχε πολλά κοινά με εκείνο που έδινε ο Σεττεμπρίνι σε αυτή τη λέξη–, και τον σκέπασε ένα από καιρό γνώριμο κύμα τρόμου και διέγερσης, που έκανε το στήθος του να τρέμει καθώς αναστέναζε.
Από το γράψιμο του είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι, τα μάγουλά του έκαιγαν. Πήρε τη στήλη του υδραργύρου από το τραπεζάκι και μέτρησε τη θερμοκρασία του, σαν να έπρεπε να επωφεληθεί της ευκαιρίας. Ο υδράργυρος ανέβηκε στο 37,8.
Βλέπετε; σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ. Και πρόσθεσε το υστερόγραφο: «Λοιπόν, το γράμμα με κούρασε. Έχω 37,8. Βλέπω πως θα πρέπει προς το παρόν να μείνω ήσυχος. Πρέπει να έχετε κατανόηση αν σας γράφω σπάνια». Ύστερα έμεινε ξαπλωμένος και σήκωσε το χέρι προς τον ουρανό, την παλάμη προς τα έξω, έτσι όπως το είχε κρατήσει πίσω από την οθόνη. Αλλά το φως του ουρανού άφησε την έμβια μορφή ανέπαφη μπρος στη λάμψη του· μάλιστα, η ύλη έγινε πιο σκούρα και αδιαφανής και μόνο το εξωτερικό περίγραμμα εμφανίστηκε με μια κοκκινωπή διαφάνεια. Ήταν το έμβιο χέρι που είχε συνηθίσει να βλέπει, να καθαρίζει, να χρησιμοποιεί – όχι εκείνο το ξένο σκελέτωμα που είχε δει στην οθόνη – ο αναλυτικός λάκκος που είχε δει τότε ανοιγμένο είχε κλείσει πάλι.
Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/