Τόμας Μαν ( 6 Ιουνίου 1875 – 12 Αυγούστου 1955 )

 

Οι ιδέες δεν επιβιώνουν αν δεν έχει κανείς την ευκαιρία να παλέψει γι’ αυτές.

Ο Πάουλ Τόμας Μαν ( Λίμπεκ, 6 Ιουνίου 1875 – Ζυρίχη, 12 Αυγούστου 1955) ήταν γερμανός συγγραφέας, βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας(1929). Βαθύτατα επηρεασμένος από το έργο των Άρθουρ Σοπενχάουερ, Σίγκμουντ Φρόυντ, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε και Φρίντριχ Νίτσε, ο Τόμας Μαν υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Στα γραπτά του κυριαρχούν ο ακριβής ρεαλισμός περικλειόμενος από βαθιές συμβολικές νότες, η ειρωνεία, οι πολυμερείς αντιθέσεις, καθώς επίσης και μια εμβριθής κι επίμονη αναζήτηση σχετική με τη φύση του δυτικού αστικού πολιτισμού, εντός του οποίου η διαβρωτική επίγνωση της ίδιας του της φαυλότητας αντιμάχεται την τρυφερή ευγνωμοσύνη για τα πνευματικά του επιτεύγματα. Σημαντικότερα έργα του Μαν, το Μπούντενμπροκ (1901), ο Θάνατος στη Βενετία (1913), το Μαγικό Βουνό (1924), Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού (1933 - 1943), ο Δόκτωρ Φάουστους(1947), όπως επίσης και το Δοκίμιο για τον Σίλλερ (1955).

Γεννήθηκε στο Λίμπεκ (Lübeck, εξελλ. Λυβέκκη) της Γερμανίας στις 6 Ιουνίου 1875. Υπήρξε δευτερότοκος γιός του Χανσεατικής καταγωγής γερουσιαστή και εμπόρου σιτηρών Τόμας Γιόχαν Χάινριχ Μαν και της γεννημένης στο Ρίο ντε Τζανέιρο συγγραφέως Χούλια ντα Σίλβα Μπρούνς. Ο Μαν προοριζόταν αρχικώς να αναλάβει ενεργό ρόλο στη φυτεία σιτηρών του πατέρα του, σχέδιο που ανατράπηκε από τον αιφνίδιο θάνατο του τελευταίου. Έπειτα από τη ρευστοποίηση της επιχείρησης -η οποία αριθμούσε περί τα εκατό χρόνια ζωής- ο έφηβος τότε Μαν παρέμεινε στο Λίμπεκ για να τελειώσει το σχολείο, και κατόπιν ακολούθησε τη μητέρα και τα μικρότερα αδέλφια του στο Μόναχο. Εκεί εργάστηκε ως υπάλληλος ασφαλιστικής εταιρείας, θέση που σύντομα εγκατέλειψε προκειμένου να παρακολουθήσει διαλέξεις ιστορίας, οικονομικών και λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Ήταν τότε που έγραψε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο Ο μικρός κύριος Φρίντεμαν (1898). Έκτοτε αφιερώθηκε στο γράψιμο, ενώ το 1905 νυμφεύθηκε την Κάτια Πρίνγκσχαϊμ με την οποία απέκτησε έξι παιδιά, τρία κορίτσια και τρία αγόρια.

Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (1914 - 1918), παρόλο που ο ίδιος ο Μαν δεν συμμετείχε, έπαυσε κάθε του καλλιτεχνική δραστηριότητα καθώς υποχρεώθηκε να αναθεωρήσει θεμελιώδεις ιδέες και παραδοχές που είχαν καλλιεργηθεί εντός του με την πάροδο των ετών. Αυτή η εσωτερική διανοητική αναζήτηση εκδηλώθηκε γραπτώς για πρώτη φορά στους Στοχασμούς ενός απολίτικου (1918). Ακολουθούν η έκδοση του Μαγικού Βουνού το 1924 και η βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1929.

Κατά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία το 1933, ο Τόμας Μαν βρισκόταν στη Ζυρίχη με τη σύζυγό του. Ύστερα από προτροπή του γιού του Κλάους δεν επέστρεψε στη Γερμανία, λόγω της έντονης κριτικής που είχε ασκήσει στον Ναζισμό κατά τα προηγούμενα χρόνια. Το 1936 του αφαιρέθηκε η γερμανική υπηκοότητα και ένα χρόνο μετά του αφαιρέθηκε κι ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Βόννης. Το 1939 ταξίδεψε για τις Η.Π.Α., όπου δίδαξε στο πανεπιστήμιο Πρίνστον. Από το 1941 έως το 1952 έζησε στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια, ενώ μετά την πτώση του Τρίτου Ράιχ επισκέπτετο την Ευρώπη τακτικά. Το 1947 εκδόθηκε το μυθιστόρημά του Δόκτωρ Φάουστους.

Στην Ευρώπη επέστρεψε το 1952 και εγκαταστάθηκε στο Κίλχμπεργκ της Ζυρίχης, όπου και πέθανε το 1955. Τα άπαντα του Τόμας Μαν εκδόθηκαν σε δώδεκα τόμους στο Βερολίνο το 1956 και στη Φρανκφούρτη το 1960.

Οι πολιτικές του θέσεις

Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Τόμας Μαν υποστήριζε τον γερμανό αυτοκράτορα Βίλχελμ Β΄ και ήταν αντίθετος με τον φιλελευθερισμό. Σταδιακά οι πολιτικές του θέσεις άλλαξαν, άρχισε να υποστηρίζει τον φιλελευθερισμό και τις δημοκρατικές αρχές, ενώ αργότερα εξέφρασε συμπάθεια προς τις σοσιαλιστικές ιδέες. Κατήγγειλε δημοσίως τον εθνικοσοσιαλισμό και ενεθάρρυνε την αντίσταση από την εργατική τάξη. Το 1930 έδωσε στο Βερολίνο μία διάλεξη (Έκκληση προς την λογική ) με την οποία ζήτησε να συγκροτηθεί ένα κοινό μέτωπο καλλιεργημένων αστών, μέλη της σοσιαλιστικής εργατικής τάξης, ενάντια στη βαρβαρότητα του ναζισμού.

Τα βιβλία του Τόμας Μαν, σε αντίθεση με τα βιβλία του αδερφού του Χάινριχ και του γιου του Κλάους, δεν κάηκαν δημόσια από το ναζιστικό καθεστώς το 1933, ίσως επειδή οι Ναζί φοβήθηκαν τον αντίκτυπο που θα είχε η δημόσια καταστροφή των βιβλίων ενός συγγραφέα που είχε τιμηθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας τέσσερα χρόνια νωρίτερα.



Τα μυθιστορήματα του Τόμας Μαν

Buddenbrooks. Verfall einer Familie (Μπούντενμπροκ. Η παρακμή μιας οικογένειας, 1901)
Η ιστορία της μεγαλοαστικής οικογένειας εμπόρων της Λυβέκης Μπούντενμπροκ, από τη δημιουργία της εμπορικής φίρμας το 1830 μέχρι την εξαφάνισή της μαζί με τον τελευταίο απόγονο, τον Χάννο
Königliche Hoheit (Η Αυτού Βασιλική Υψηλότης, 1909)
Ο πρίγκιπας Κλάους Χάινριχ μέσα από τον έρωτά του για την δεσποινίδα Σπόελμαν θα γνωρίσει την καινούρια εποχή με το ανοιχτό πνεύμα και τους διευρυμένους ορίζοντες και θα ανακαλύψει το πραγματικό νόημα της ύπαρξης, απελευθερωμένος από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος.
Der Zauberberg (Το μαγικό βουνό, 1924)
Ένας τελειόφοιτος μηχανικός σχεδιάζει να επισκεφθεί για τρεις εβδομάδες τον ξάδερφό του, που νοσηλεύεται σε ένα σανατόριο στο Νταβός της Ελβετίας. Τελικά θα παραμείνει εκεί επτά χρόνια. Έργο που άσκησε μεγάλη επίδραση στην λογοτεχνία του 20ου αιώνα, από τις πρώτες ανιχνεύσεις της ιδρυματοποίησης.
Joseph und seine Brüder – Tetralogie (Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού, 1933-1943, τετραλογία)
O Τόμας Μάν αναπλάθει τη γνωστή ιστορία της βίβλου σε αυτή τη τετραλογία, που θεωρείτο από τον ίδιο το magnum opus του. Πρόκειται για μια απόπειρα να ενωθούν οι πολύπτυχες εκφάνσεις των πραγμάτων και του κόσμου, οι διαφορετικές αφηγηματικές νόρμες, ο θρύλος, η βιβλική ιστορία, τα πραγματικά γεγονότα, η ανθρωπογεωγραφία, όλα αυτά μέσα από την προβολή ενός μοναδικού προσώπου.
Lotte in Weimar (Η Λότε στην Βαϊμάρη, 1939)
Η Λόττε, η αγαπημένη του Γκαίτε στα νεανικά του χρόνια, την οποία απαθανάτισε στον Φάουστ, επισκέπτεται τη Βαϊμάρη για να ξανασυναντήσει τον Γκαίτε, ύστερα από 44 χρόνια.
Doktor Faustus (Δόκτωρ Φαούστους, 1947)
Ο συνθέτης Άντριαν Λέβερκυν (Adrian Levekühn) θα έλθει σε συμφωνία με τον διάβολο ζητώντας όχι πλούτη ή δόξα, αλλά τη δυνατότητα πραγματοποίησης του καλλιτεχνικού του οράματος. Σε αυτό το βιβλίο ο Τόμας Μαν θα ασχοληθεί με βασικά θέματα, όπως η τέχνη, η ζωή, η αγάπη, η λαγνεία και η μουσική. Αλλά το βκυριότερο είναι πως θα φτιάξει μια αλληγορία για την γιγάντωση του Ναζισμού στην Γερμανία, θα λοιδορήσει την ίδια την τοιχογραφία της μπουρζουαζίας που στήνει μπροστά στα μάτια μας, θα καταφερθεί εναντίον της Γερμανικότητας και ταυτόχρονα θα την υμνήσει.
Der Erwählte (Ο εκλεκτός, 1951)
Με αφορμή λαϊκούς μεσαιωνικούς θρύλους, ο Μαν θα στήσει την ιστορία του Γρηγόριου, που από φτωχός ψαράς γίνεται πολεμιστής και τέλος δούκας στην πατρίδα του τη Φλάνδρα. Απο εκεί θα ακολουθήσει μια πορεία μέχρι το Βατικανό και την παπική τιάρα.
Bekenntnisse des Hochstaplers Felix Krull (Εξομολογήσεις του απατεώνα Φέλιξ Κρουλ, 1954), ανολοκλήρωτο
Ο Φέλιξ Κρουλ αναλαμβάνει να πάρει τη θέση ενός νεαρού μαρκησίου, που οι γονείς του προμηθεύοντάς τον με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό τον αναγκάζουν να φύγει σε πολύχρονο ταξίδι, για να τον απομακρύνουν από την ανεπιθύμητη γι' αυτούς αγαπημένη του. Ο Κρουλ θα αντικαταστήσει τον Μαρκήσιο και θα αναλάβει μάλιστα και την αλληλογραφία με τους γονείς του.



Εργογραφία και ελληνικές μεταφράσεις

Μυθιστορήματα
1901: Buddenbrooks. Verfall einer Familie (Μπούντενμπροκς. Η παρακμή μιας οικογένειας)—μτφ. Τούλα Σιετή (εκδ. "Οδυσσέας", α΄ έκδ. 1986)
1909: Königliche Hoheit (Η Αυτού Βασιλική Υψηλότης)—μτφ. Κώστας Σκαλίδης (εκδ. "Ερατώ", 2000)
1924: Der Zauberberg (Το μαγικό βουνό)—μτφ. Άρης Δικταίος (εκδ. "Δίφρος", 1956 και εκδ. "Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος", 1989)—μτφ. Θεόδωρος Παρασκευόπουλος (εκδ. "Εξάντας", 1995 και εκδ. "Μεταίχμιο", 2017)
1933-1943 : Joseph und seine Brüder – Tetralogie (Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού τετραλογία)—μτφ. Λευτέρης Αναγνώστου (εκδ. "Gutenberg", 2004 – Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Έργου Ξένης Λογοτεχνίας στην Ελληνική Γλώσσα, για το 2005)
1933: Die Geschichten Jaakobs (Οι ιστορίες του Ιακώβ)
1934: Der junge Joseph (Ο νέος Ιωσήφ)
1936: Joseph in Ägypten (Ο Ιωσήφ στην Αίγυπτο)
1943: Joseph der Ernährer (Ιωσήφ ο τροφοδότης)
1939: Lotte in Weimar (Η Λόττε στην Βαϊμάρη)—μτφ. Θόδωρος Παρασκευόπουλος (εκδ. "Εξάντας", 2000)
1947: Doktor Faustus. Das Leben des deutschen Tonsetzers Adrian Leverkuhn erzahlt von einem Freunde (Δόκτωρ Φαούστους. Η ζωή του γερμανού μουσουργού Άντριαν Λέβερκυν εξιστορημένη από ένα φίλο)—μτφ. Άρης Δικταίος (εκδ. " Σ. Ι.Ζαχαρόπουλος", 1992—μτφ. Θόδωρος Παρασκευόπουλος (εκδ. "Πόλις", 2002)
1951: Der Erwählte (Ο εκλεκτός)—μτφ. Στέλλα Βουρδουμπά, (εκδ. "Δίφρος" χ.χ.)—μτφ. Σοφία Γεωργοπούλου, (εκδ. "Εξάντας", 2005)
1954: Bekenntnisse des Hochstaplers Felix Krull (Εξομολογήσεις του αρχιαπατεώνα Φέλιξ Κρουλ), ανολοκλήρωτο—μτφ. Α. Σπυρόπουλος, (εκδ. "Μαγγανιάς", χ.χ.)—μτφ. Τούλα Σιετή (εκδ. "Οδυσσέας", α΄ έκδ. 1986)

Διηγήματα και νουβέλες
1893: Vision (Οπτασία)—μτφ. Αλέξανδρος Κυπριώτης (εκδ. "Ίνδικτος", 2002) (περιέχεται στην συλλογή 13 διηγημάτων του Μαν «Συγκεχυμένα ανέρχονται τα λησμονημένα», όπως και όλα τα διηγήματα με αστερίσκο που ακολουθούν)
1894: Gefallen (Η χάρη)
1896: Der Wille zum Glück (Η βούληση για ευτυχία) *
1897: Der Tod (Ο θάνατος)
1897: Der kleine Herr Friedemann (Ο μικρός κύριος Φρήντεμαν)—μτφ. Τέα Ανεμογιάννη ("Νέα Εστία" 1957 Α΄)—μτφ. Γιώργος Δεπάστας (εκδ. "Μεταίχμιο", 2006)—μτφ. Βασινιώτης ("Ερατώ", 1990)
1897: Der Bajazzo (Ο παλιάτσος)*
1898: Tobias Mindernickel (Τομπίας Μίντερνίκελ)*
1899: Der Kleiderschrank (Το ιματιοφυλάκιο)
1899: Gerächt (Εκδίκηση)*
1900: Luischen (Λουιζάκι) *
1900: Der Weg zum Friedhof (Ο δρόμος για το κοιμητήριο)—μτφ. Βασ. Λαζανάς ("Νέα Εστία" 1957 Α΄)
1902: Gladius Dei [Το ξίφος του Θεού]—μτφ. Άρης Δικταίος (εκδ. "Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος", 1988)
1903: Tristan (Τριστάνος)*—& μτφ. Κυριάκος Κεντρωτής (εκδ. "Ύψιλον", 1985)
1903: Das Wunderkind (Το παιδί θαύμα)*
1903: Die Hungernden
1903: Tonio Kröger (Τόνιο Κρέγκερ) , νουβέλα—μτφ. Δ. Διβαρής (εκδ. "Κλασσικά Παπύρου", χ.χ.)—μτφ. Αλέξανδρος Ίσαρης (εκδ. "Ύψιλον", 1985)—μτφ. Αλέξανδρος Κυπριώτης (εκδ. "Ίνδικτος", 2000
1904: Ein Glück (Μια κάποια ευτυχία)* [31]
1904: Beim Propheten (Παρά τω Προφήτη)*
1905: Schwere Stunde (Δύσκολη ώρα)
1908: Anekdote (Ανέκδοτο)*
1909: Das Eisenbahnunglück (Το σιδηροδρομικό ατύχημα)*
1911: Wie Jappe und Do Escobar sich prügelten (Πώς παίξανε ξύλο ο Γιάπε και ο Ντο Εσκομπάρ)
1912: Der Tod in Venedig (Ο θάνατος στη Βενετία)—μτφ. Άρης Δικταίος (εκδ. "Σ. Ι.Ζαχαρόπουλος, 1993—μτφ. Δ. Διβαρής (εκδ. "Κλασσικά Παπύρου", χ.χ.)—μτφ. Μαρία Αγγελίδου (εκδ. "Αναστασιάδης", 1997)—μτφ. Μαρία Κωνσταντινίδη (εκδ. "Ίνδικτος", 2017)
1918: Herr und Hund. Ein Idyll (Σκύλος και αφέντης)—μτφ. Γιώργος Δεπάστας (εκδ. "Μεταίχμιο", 2006)
1919: Gesang vom Kindchen (Το τραγούδι του παιδιού)
1921: Wälsungenblut (Το αίμα των Βελσούνγκεν)—μτφ. Γιάννης Κοιλής (εκδ. "Κριτική", 1989)
1923: Tristan und Isolde (Τριστάνος και Ιζόλδη)
1925: Unordnung und fruhes Leid (Αναστάτωση και πρώιμος πόνος)—μτφ. Γ. Κοιλής (εκδ. "Κριτική", 1989)
1930: Mario und der Zauberer (Ο Μάριο και ο μάγος)—μτφ. Φώτης Βασινιώτης (εκδ. "Ερατώ", 1990)
1940: Die Vertauschten Köpfe (Τα αλλαγμένα κεφάλια)—μτφ. Νίκος Λίβος (εκδ. "Κριτική", 1988)
1944: Das Gesetz (Ο Νόμος)—μτφ. Άρης Δικταίος (εκδ. " Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος", 1988)
1953 Die Betrogene (Η απατημένη), νουβέλα—μτφ. Γ. Κοιλής (εκδ. "Κριτική", 1989)

Δοκίμια (Επιλογή)
1918: Betrachtungen eines Unpolitischen (Στοχασμοί ενός απολίτικου)—μτφ. Μαντώ Πουλή (εκδ. "Ίνδικτος", 1999)
1932: Goethe und Tolstoi. Zum Problem der Humanität (Γκαίτε και Τολστόι)—μτφ. Γερ. Λυκιαρδόπουλος (εκδ. "Ύψιλον", 2012)
1933: Leiden und Größe Richard Wagners (Πάθος και μεγαλείο του Ρίχαρντ Βάγκνερ)
1934: Meerfahrt mit Don Quijote (Ταξίδι με τον Δον Κιχώτη), μεταθανάτια έκδοση—μτφ. Γερ. Λυκιαρδόπουλος και Στέφανος Ροζάνης (εκδ. "Έρασμος", 2002)
1936: Freud und die Zukunft (Ο Φρόυντ και το μέλλον)—μτφ. Στάθης Φερεντίνος (εκδ. "Γκοβόστη", χ.χ.)
1938: Schopenhauer—μτφ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος (εκδ. "Έρασμος", 2006)
1947: Nietzsches Philosophie im Lichte unserer Erfahrung (Η φιλοσοφία του Νίτσε υπό το φως της εμπειρίας μας)—μτφ. Γιώργος Λαμπράκος (εκδ. "Οκτώ", 2017)
1955: Versuch über Schiller (Δοκίμιο για τον Σίλλερ)—μτφ. Θανάσης Λάμπρου (εκδ. "Ίνδικτος", 2002)
1963 Wagner und unsere Zeit (Ο Βάγκνερ και η εποχή μας) , μεταθανάτια έκδοση—μτφ. Γιάννης Λάμψας (εκδ. "PRINTA", 1993)

Αυτοβιογραφικά
1950: Meine Zeit (Η εποχή μου), σκέψεις του συγγραφέα σε αυτοβιογραφικό τόνο—μτφ. Αντιγόνη Χατζηθεοδώρου ("Εκδόσεις των Φίλων", α΄ έκδ. 1972)
Theodor W. Adorno-Thomas Mann: Briefwechsel, 1943-1955 (Theodor W. Adorno-Thomas Mann: Αλληλογραφία 1943-1955)—μτφ. Λευτέρης Αναγνώστου (εκδ. "Αλεξάνδρεια", 2009)
Herman Hess Thomas Mann:Briefwechsel (Έρμαν Έσσε- Τόμας Μαν: Αλληλογραφία 1910-1955), επιστολογραφία—μτφ. Γιώτα Λαγουδάκου (εκδ. "Καστανιώτης", 2003)

Έργα σχετικά με τον Τόμας Μαν στα Ελληνικά
Γκόλο Μαν: Αναμνήσεις από τον πατέρα μου Τόμας Μαν,1965, σύντομη βιογραφία του συγγραφέα από τον γιό του (εκδ. "Γαβριηλίδης", 2005)
Μπρίτα Μπέλερ: Τόμας Μαν, οι τρεις κρίσιμες μέρες (De Beslissing), (μτφ. Μαργαρίτα Μπονάτσου (εκδ. "Καπόν", 2014) λογοτεχνική ανακατασκευή της συγγραφέως με βάση τα ημερολόγια του Μαν των ημερών που προηγήθηκαν της ανοιχτής επιστολής που έστειλε ο συγγραφέας στις εφημερίδες της Γερμανίας καταγγέλοντας τον Ναζισμό 
Klaus Betzen: Ο Τόμας Μαν και το πρόβλημα του ανθρωπισμού, από διάλεξη στο Ινστιτούτο Γκαίτε τον Δεκέμβριο του 1975. (μτφ. Νίκος Μ.Σκουτερόπουλος, "Εκδόσεις των Φίλων", 1977)  https://el.wikipedia.org/


Η πρώτη έκδοση του «Δόκτωρ Φαούστους. Η ζωή του γερμανού μουσουργού Άντριαν Λέβερκυν εξιστορημένη από ένα φίλο» 

Το Μαγικό βουνό

Παρουσίαση

Το Μαγικό βουνό είναι ένα αριστούργημα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας από έναν νομπελίστα συγγραφέα που διερευνά τη γοητεία και τον εκφυλισμό των ιδεών σε μια εσωστρεφή κοινότητα τις παραμονές του Μεγάλου Πολέμου. Η υπόθεση είναι φαινομενικά απλή. Ο νεαρός μηχανικός από το Αμβούργο Χανς Κάστορπ επισκέπτεται το σανατόριο Μπέργκχοφ της Ελβετίας για να δει τον ξάδερφό του. Μια μικρή αδιαθεσία και ένας παρατεταμένος πυρετός οδηγούν τον γιατρό Μπέρενς να του προτείνει να παρατείνει την παραμονή του. Τελικά ο Χάνς Κάστορπ αποφασίζει να μείνει στο σανατόριο για τρεις βδομάδες. Μόνο που οι τρεις βδομάδες, χωρίς να το καταλάβει, μετατρέπονται σε επτά χρόνια, καθώς ο Χανς ερωτεύεται και μεθά από τις ιδέες που ακούει να συζητιούνται εκεί. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

- "Διάσημος για την ειρωνεία του ο Τόμαν Μαν, μαζί με τους Σοπενχάουερ, Νίτσε και Φρόιντ, προσφέρει την ενοποιητική ουσία, την αγάπη για την τέχνη και τη φαντασία, που χρειάζεται ο σύγχρονος κόσμος για να μην διαλυθεί ύστερα από την κατάρρευση των κοινωνικών δυνάμεων και των θρησκειών" (Independent)

Το Μαγικό βουνό, πέραν όλων των άλλων, είναι πρωτίστως και στην ουσία του ένα έργο τέχνης που "στόχος του είναι να παρέχει ευχαρίστηση, να ψυχαγωγεί και να αναζωογονεί, όπως υποστηρίζει και ο ίδιος ο Μαν στο άρθρο "Πώς γράφτηκε το Μαγικό βουνό" στο επίμετρο του βιβλίου. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για ένα έργο με τόσο αρμονική και αισθητική σύνθεση των θεματικών και των ιδεών του, φτιαγμένο περισσότερο για το θυμοειδές παρά για το έλλογο, ώστε ομοιάζει περισσότερο με μουσικό κομμάτι και την απόλαυση που προκύπτει από αυτό. Θα μπορούσε, επομένως, να διαβαστεί σαν μία συμφωνία, ένα έργο αντίστιξης. Σε αυτό συνηγορούν επίσης και η προτροπή του ίδιου του συγγραφέα να διαβάσει κάποιος, ει δυνατόν, το μυθιστόρημα δύο φορές - όσες φορές δηλαδή χρειάζεται κανείς να ακούσει ένα μουσικό κομμάτι για να το γνωρίσει καλύτερα και να το ευχαριστηθεί - καθώς και η εκτεταμένη χρήση του Leitmotiv που υιοθετεί στον λόγο του επηρεασμένος από τη χρήση του στις όπερες του Βάγκνερ. Πρόκειται για ένα εμβληματικό συμβολικό μυθιστόρημα του ευρωπαϊκού πνεύματος που αποτελεί μία δυνατή αναγνωστική εμπειρία και ένα έργο-παρακαταθήκη για το πολιτισμικό μέλλον αυτής της ηπείρου. (ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ bookpress.gr, 2/12/2017) 

Απόσπασμα 

Ελευθερία

Πώς του φάνηκε αλήθεια του Χανς Κάστορπ; Μήπως σαν οι επτά εβδομάδες, τις οποίες αποδεδειγμένα και χωρίς καμιά αμφιβολία είχε ήδη περάσει σε αυτούς εδώ επάνω, να ήταν μόνο επτά ημέρες; Ή μήπως, αντίθετα, του φάνηκε πως ζούσε πολύ πολύ περισσότερο σε αυτόν τον τόπο από όσο βρισκόταν εδώ στην πραγματικότητα; Αναρωτιόταν και ο ίδιος, τόσο μέσα του όσο και με ερωτήσεις προς τον Γιοάχιμ, δεν μπορούσε όμως να αποφασίσει. Μάλλον συνέβαιναν και τα δύο: αναδρομικά, ο χρόνος που είχε περάσει εδώ του φαινόταν αφύσικα σύντομος και αφύσικα πολύς μαζί· και μόνο όπως ήταν πραγματικά δεν ήθελε να του φανεί – με την προϋπόθεση πως ο χρόνος είναι στ’ αλήθεια φύση και πως είναι επιτρεπτό να τον συνδέουμε με την έννοια της πραγματικότητας.

Πάντως ο Οκτώβριος βρισκόταν στα πρόθυρα, θα έμπαινε από τη μια ημέρα στην άλλη. Για τον Χανς Κάστορπ ήταν εύκολο να το λογαριάσει, και εκτός αυτού το πρόσεχε ακούγοντας τις συζητήσεις των άλλων ασθενών. «Ξέρετε πως σε πέντε μέρες θα ’χουμε πάλι πρωτομηνιά;» άκουγε τη Χερμίνε Κλέφελντ να λέει στους δυο νεαρούς κυρίους της παρέας της, στον φοιτητή Ρασμούσεν και σε εκείνον με τα χοντρά χείλη που λεγόταν Γκένζερ. Στέκονταν μετά το κύριο γεύμα στην άχνα των φαγητών ανάμεσα στα τραπέζια και συζητώντας καθυστερούσαν να πάνε για κατάκλιση. «Πρώτη Οκτωβρίου, το είδα στη Διαχείριση, στο ημερολόγιο. Είναι η δεύτερη του είδους που περνώ σε ετούτο τον τόπο των απολαύσεων. Ωραία, το καλοκαίρι πέρασε, όσο ήταν καλοκαίρι, μας το ’κλεψαν, όπως μας κλέβουν τη ζωή, συνολικά και εν γένει». Και αναστέναξε με το μισό της πνευμόνι, ενώ έστρεφε, κουνώντας το κεφάλι, τα σκιασμένα από τη βλακεία μάτια της στο ταβάνι. «Ευθυμήστε, Ρασμούσεν!» είπε μετά και χτύπησε τον σύντροφό της στον γειρτό του ώμο. «Πείτε μας κανέν’ αστείο!» «Δεν ξέρω και πολλά» απάντησε ο Ρασμούσεν και άφησε τα χέρια του να κρέμονται στο ύψος του στήθους σαν πτερύγια «κι όσα ξέρω δεν μου βγαίνουν, είμαι συνέχεια τόσο κουρασμένος». «Ούτε σκύλος δεν θα ’θελε να ζήσει για πολύ ακόμη έτσι» είπε ο Γκένζερ μέσα από τα δόντια. Και γέλασαν σηκώνοντας τους ώμους.

Εκεί κοντά στεκόταν και ο Σεττεμπρίνι, με την οδοντογλυφίδα του ανάμεσα στα δόντια, και βγαίνοντας είπε στον Χανς Κάστορπ:

«Μην τους πιστεύετε, μηχανικέ, μην τους πιστεύετε ποτέ όταν εξανίστανται! Το κάνουν όλοι ανεξαιρέτως, παρόλο που νιώθουν απολύτως στο σπίτι τους. Ζουν ανέμελα και απαιτούν επιπλέον λύπηση, θεωρούν πως έχουν δικαίωμα στην πικρία, στην ειρωνεία, στον κυνισμό! “Σ’ ετούτο τον τόπο των απολαύσεων!” Μήπως δεν είναι τόπος των απολαύσεων; Πιστεύω πως είναι, και μάλιστα με μια πιο διφορούμενη σημασία της λέξης! “Μ’ έκλεψαν” λέει αυτό το θηλυκό “μου κλέβουν τη ζωή σ’ ετούτο τον τόπο των απολαύσεων”. Αφήστε τη να πάει στα πεδινά, και η διαγωγή της εκεί δεν θα αφήνει καμιά αμφιβολία πως κάνει τα πάντα για να ξανάρθει το συντομότερο εδώ επάνω. Α, μάλιστα, η ειρωνεία! Μηχανικέ, φυλαχτείτε από την ειρωνεία που ευδοκιμεί εδώ! Γενικά φυλαχθείτε από αυτή την πνευματική στάση! Όπου δεν είναι ένα ευθύ και κλασικό μέσο της ρητορικής, ούτε στιγμή παρεξηγήσιμο για τον υγιή νου, εκεί γίνεται παραλυσία, εμπόδιο για τον πολιτισμό, αμφίβολη ερωτοτροπία με τη στασιμότητα, με το κακό, με το πρόστυχο πάθος. Και επειδή η ατμόσφαιρα στην οποία ζούμε φαίνεται να ευνοεί την ευδοκίμηση αυτού του σαπρόφυτου, επιτρέψτε μου να ελπίζω ή να φοβάμαι πως με καταλαβαίνετε».

Πράγματι, τα λόγια του Ιταλού ήταν του είδους που μόλις πριν από επτά εβδομάδες θα ηχούσαν κενά στα αυτιά του Χανς Κάστορπ, που η παραμονή του όμως εδώ είχε κάνει το πνεύμα του επιδεκτικό για τη σημασία τους: επιδεκτικό με την έννοια της νοητικής κατανόησης, όχι οπωσδήποτε με την έννοια της συμπάθειας, πράγμα ίσως ακόμα σημαντικότερο. Γιατί, αν και στα βάθη της ψυχής του χαιρόταν που ο Σεττεμπρίνι ακόμη και τώρα, παρ’ όλα όσα είχαν συμβεί, συνέχιζε να του μιλά όπως του μιλούσε, συνέχιζε να τον συμβουλεύει, να τον προειδοποιεί και να προσπαθεί να τον επηρεάσει, η αντιληπτική του ικανότητα ήταν τόση που έκρινε τα λόγια του και τους αρνιόταν, ως έναν βαθμό τουλάχιστον, την επίνευση.

Για δες, σκεφτόταν, μιλάει για την ειρωνεία με παρόμοιο τρόπο όπως και για τη μουσική, το μόνο που λείπει τώρα είναι να την αποκαλέσει «πολιτικά ύποπτη», και συγκεκριμένα από τη στιγμή που παύει να είναι ένα «ευθύ και κλασικό μέσο διδασκαλίας». Μια ειρωνεία όμως που «δεν είναι ούτε στιγμή παρεξηγήσιμη» – για όνομα του Θεού, τι λογής ειρωνεία είναι αυτή, αν μου πέφτει λόγος; Ξερή και δασκαλίστικη θα ήταν και τίποτε άλλο! – τόσο αγνώμων είναι η νεότητα στη διαμόρφωσή της. Δέχεται να της δωρίζουν για να μπορεί μετά να βγάλει τα δώρα σκάρτα.

Όσο να ’ναι, θα του φαινόταν παράτολμο να εκφράσει με λόγια την αντίθεσή του. Περιόρισε τις αντιρρήσεις του στην κρίση του κυρίου Σεττεμπρίνι για τη Χερμίνε Κλέφελντ, που του φαινόταν άδικη ή που, για ορισμένους λόγους, ήθελε να την εμφανίσει έτσι.

«Μα το κορίτσι είναι άρρωστο!» είπε. «Είναι πραγματικά και στ’ αλήθεια βαριά άρρωστη και έχει κάθε λόγο να είναι απελπισμένη! Τι της ζητάτε τώρα;»

«Αρρώστια και απελπισία» είπε ο Σεττεμπρίνι «είναι συχνά και αυτές μορφές της παραλυσίας».

Και ο Λεοπάρντι, σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ, ο οποίος αμφέβαλλε κατηγορηματικά για την επιστήμη και την πρόοδο; Και ο ίδιος ο κύριος σχολάρχης; Είναι και ο ίδιος άρρωστος και έρχεται ολοένα εδώ πάνω, και ο Καρντούτσι δεν θα ’ταν καθόλου ευχαριστημένος μαζί του. Και δυνατά είπε:

«Καλός είστε κι εσείς. Το κορίτσι μπορεί κάθε στιγμή να τα τινάξει, και αυτό το λέτε εσείς παραλυσία! Θα πρέπει να μου το εξηγήσετε περισσότερο. Αν μου λέγατε: η ασθένεια είναι κάποτε επακόλουθο της παραλυσίας, αυτό θα ήταν κατανοητό…»

«Είναι πολύ λογικό» τον διέκοψε ο Σεττεμπρίνι. «Μα την πίστη μου, θα σας αρκούσε να σταματούσα εδώ;»


«Ή αν λέγατε: η αρρώστια αποτελεί κάποτε πρόσχημα για την παραλυσία – κι αυτό θα το δεχόμουν».

«Grazie tanto!»

«Αλλά η ασθένεια μια μορφή της παραλυσίας; Αυτό σημαίνει: δεν προέρχεται από παραλυσία, αλλά είναι η ίδια παραλυσία. Αυτό δεν είναι παράδοξο;»

«Παρακαλώ, μηχανικέ, μη μου καταλογίζετε τέτοια πράγματα! Περιφρονώ την παραδοξολογία, τη μισώ! Θεωρήστε πως όλες μου οι παρατηρήσεις σχετικά με την ειρωνεία ισχύουν και για την παραδοξολογία, και κάτι παραπάνω. Το παράδοξο είναι το φαρμακερό λουλούδι του ησυχασμού, η μαρμαρυγή του σαπρού πνεύματος, η μεγαλύτερη παραλυσία από όλες! Αλλά διαπιστώνω πως υπερασπίζεστε και πάλι την ασθένεια…»

«Όχι, μ’ ενδιαφέρουν αυτά που λέτε. Μου θυμίζουν κάτι από εκείνα που εκφέρει ο δρ Κροκόφσκι τις Δευτέρες του. Κι εκείνος δηλώνει πως η οργανική ασθένεια είναι ένα δευτερογενές φαινόμενο».

«Δεν το λέει από καθαρό ιδεαλισμό».

«Τι έχετε εναντίον του;»

«Ακριβώς αυτό».

«Είστε κατά της ψυχανάλυσης;»

«Όχι πάντα. Είμαι σφοδρός αντίπαλος και θερμός οπαδός – πότε το ένα και πότε το άλλο, μηχανικέ».

«Τι εννοείτε;»

«Η ψυχανάλυση είναι καλή ως όργανο της διαφώτισης και του πολιτισμού, είναι καλή στο μέτρο που κλονίζει ηλίθιες πεποιθήσεις, που διαλύει φυσικές προκαταλήψεις και υπονομεύει την εξουσία· με άλλα λόγια, είναι καλή όταν απελευθερώνει, εκλεπτύνει, εξανθρωπίζει και κάνει τους δούλους ώριμους για την ελευθερία. Είναι κακή, πολύ κακή, όσο εμποδίζει τη δράση, προσβάλλει τη ζωή στη ρίζα, επειδή είναι ανίκανη να τη διαμορφώσει. Η ανάλυση μπορεί να είναι μια πολύ αηδιαστική υπόθεση, αηδιαστική όπως ο θάνατος, όπου μάλλον ανήκει στην πραγματικότητα – συγγενής προς τον τάφο και τη δύσοσμη ανατομία του…»

Καλά τους τα ’πες, δάσκαλε, ήταν η σκέψη του Χανς Κάστορπ, αναπόφευκτη, όπως συνήθως όταν ο κύριος Σεττεμπρίνι εξέφραζε κάτι παιδευτικό. Το μόνο που είπε όμως ήταν:

«Τελευταία επιδοθήκαμε στη φωτοανατομία στο ισοϋπόγειό μας. Έτσι την αποκάλεσε ο Μπέρενς όταν μας ακτινοσκοπούσε».


«Α, ώστε φτάσατε και σ’ αυτό το στάδιο. Και λοιπόν;»

«Είδα τον σκελετό του χεριού μου» είπε ο Χανς Κάστορπ, προσπαθώντας να ανακαλέσει τα αισθήματα που είχαν φουντώσει μέσα του με αυτό το θέαμα. «Σας έδειξαν καμιά φορά και τον δικό σας;»

«Όχι, ο σκελετός μου δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Και η ιατρική διάγνωση;»

«Είδε ίνες, ίνες με κόμπους».

«Ε του διαβόλου ο παραγιός».

«Είναι η δεύτερη φορά που αποκαλείτε έτσι τον αυλικό σύμβουλο Μπέρενς. Τι θέλετε να πείτε;»

«Να είστε σίγουρος πως πρόκειται για καλά επιλεγμένο χαρακτηρισμό!»

«Α, όχι, είστε άδικος, κύριε Σεττεμπρίνι! Σύμφωνοι, ο άνθρωπος έχει τις αδυναμίες του. Ο τρόπος που μιλάει μου γίνεται κι εμένα δυσάρεστος με τον καιρό· συχνά έχει η ομιλία του κάτι το βεβιασμένο, ιδίως αν σκεφτεί κανείς πως πέρασε τόσο μεγάλο καημό όταν έχασε τη γυναίκα του εδώ πάνω. Αλλά, εν κατακλείδι, πόσο αξιέπαινος και αξιοσέβαστος άνθρωπος είναι, ένας ευεργέτης της πάσχουσας ανθρωπότητας! Πρόσφατα τον συνάντησα καθώς ερχόταν από μια εγχείρηση, μια πλευρεκτομή, μια υπόθεση όπου παίζονταν όλα για όλα. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση όπως τον είδα να έρχεται από τη δύσκολη, χρήσιμη εργασία του, που την ξέρει τόσο καλά. Ήταν ακόμη τελείως ξαναμμένος, και για αμοιβή είχε ανάψει ένα πούρο. Τον ζήλεψα».

«Τι ευγενικό εκ μέρους σας. Και η ποινή σας;»

«Δεν μου καθόρισε κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα».

«Καλό και αυτό. Ας ξαπλώσουμε λοιπόν, μηχανικέ. Στις θέσεις μας».

Αποχαιρετίστηκαν μπρος στο νούμερο 34.

«Εσείς πηγαίνετε τώρα στην ταράτσα σας, κύριε Σεττεμπρίνι. Πρέπει να ’ναι πιο χαρούμενο να ξαπλώνεις έτσι με συντροφιά παρά μόνος. Διασκεδάζετε; Είναι ενδιαφέροντες οι άνθρωποι με τους οποίους κάνετε μαζί την κούρα;»

«Αχ, είναι όλοι Πάρθοι και Σκύθες!»

«Εννοείτε Ρώσοι;»

«Και Ρωσίδες» είπε ο κύριος Σεττεμπρίνι, και η άκρη του στόματός του τραβήχτηκε. «Αντίο, μηχανικέ!»

Αυτό είχε λεχθεί με σημασία, ήταν αναμφίβολο. Ο Χανς Κάστορπ μπήκε στο δωμάτιό του ταραγμένος. Γνώριζε ο Σεττεμπρίνι τι του συνέβαινε; Σαν παιδαγωγός, θα είχε παρακολουθήσει αυτόν και τους δρόμους που έπαιρναν τα μάτια του. Ο Χανς Κάστορπ ήταν οργισμένος με τον Ιταλό, αλλά και με τον εαυτό του που είχε εκτεθεί απρόκλητα. Ενώ έψαχνε χαρτί και μελάνι για να τα πάρει μαζί του στην κούρα –τώρα δεν χωρούσαν άλλοι δισταγμοί, ήταν ώρα να γραφτεί το γράμμα του στο σπίτι, το τρίτο–, συνέχισε να εξοργίζεται, μουρμούριζε το ένα και το άλλο γι’ αυτόν τον φαφλατά, τον περιαυτολόγο που ανακατευό­ταν σε πράγματα χωρίς να του πέφτει λόγος ενώ και ο ίδιος σφύριζε στα κορίτσια στον δρόμο – και δεν είχε πια καμιά όρεξη να γράψει, αυτός ο λατερνατζής τού είχε χαλάσει τελείως τη διάθεση. Όπως και να ήταν όμως, χρειαζόταν χειμωνιάτικα ρούχα, χρήματα, εσώρουχα, παπούτσια· με λίγα λόγια, όλα όσα θα είχε πάρει μαζί του αν ήξερε πως δεν είχε έρθει για τρεις εβδομάδες στο κατακαλόκαιρο, αλλά… αλλά για ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, το οποίο όμως θα επεκτεινόταν οπωσδήποτε και στον χειμώνα, και μάλιστα, όπως ήταν τα πράγματα και τα χρονικά δεδομένα σ’ εμάς εδώ επάνω, θα τον περιέκλειε. Αυτή τη φορά έπρεπε να γίνουν όλα στην εντέλεια, να παίξει με ανοιχτά χαρτιά με εκείνους εκεί κάτω και να μην κρύβεται πια ούτε από εκείνους ούτε από τον εαυτό του.

Με αυτό το πνεύμα τούς έγραψε λοιπόν, ακολουθώντας την τεχνική που είχε δει να τη χρησιμοποιεί πολλές φορές ο Γιοάχιμ: στη σεζ λονγκ, με το στιλό και τον ταξιδιωτικό του χαρτοφύλακα επάνω στα ανασηκωμένα γόνατα. Έγραψε στον Τζέιμς Τίναππελ, σε εκείνον από τους τρεις θείους με τον οποίο ήταν περισσότερο συνδεδεμένος, σε επιστολόχαρτο του ιδρύματος, που απόθεμά τους βρισκόταν στο συρτάρι του τραπεζιού, και τον παρακάλεσε να ενημερώσει τον πρόξενο. Έγραφε για ένα δυσάρεστο συμβάν, για φόβους που είχαν επαληθευτεί, για την ανάγκη που είχε διαπιστώσει ο γιατρός να περάσει ένα μέρος του χειμώνα, ίσως και ολόκληρο τον χειμώνα, εδώ πάνω, γιατί περιπτώσεις σαν τη δική του ήταν συχνά πιο επίμονες από εκείνες που ξεκινούσαν πιο εντυπωσιακά, και γιατί το ζήτημα ήταν να επέμβουν αποφασιστικά και να προλάβουν το κακό εγκαίρως και μια και καλή. Από αυτή την άποψη, έγραφε, ήταν τυχερός που είχαν έρθει έτσι τα πράγματα, που ανέβηκε τυχαία εδώ πάνω και πείστηκε να εξεταστεί· αλλιώς, θα αγνοούσε για αρκετό καιρό την κατάστασή του και θα τη γνώριζε ίσως αργότερα με πολύ πιο δυσάρεστο τρόπο. Όσο για την προβλεπόμενη διάρκεια της παραμονής του, δεν θα έπρεπε να εκπλαγούν αν έμενε όλο τον χειμώνα και αν δεν μπορούσε να επιστρέψει νωρίτερα από τον Γιοάχιμ. Η έννοια του χρόνου είναι, έγραφε, διαφορετική εδώ από εκείνη που ίσχυε συνήθως για ταξίδια σε λουτροπόλεις και αεροθεραπείες· ο μήνας είναι κάτι σαν τη μικρότερη μονάδα του χρόνου, και ένας μήνας μόνο δεν παίζει κανέναν ρόλο…

Έκανε ψύχρα, έγραφε φορώντας παλτό, τυλιγμένος στην κουβέρτα, με κόκκινα χέρια. Πού και πού σήκωνε το βλέμμα από το χαρτί, που γέμιζε με λογικές και πειστικές φράσεις, και κοιτούσε το γνώριμο τοπίο, που σχεδόν πια δεν το έβλεπε, αυτή τη μακρόστενη κοιλάδα με τις σήμερα σαν γυάλινες, χλωμές κορυφές που στριμώχνονταν στο άνοιγμα, τον ανοιχτόχρωμο, κατοικημένο βυθό της, που άστραφτε πού και πού στον ήλιο, και τις πλαγιές, άλλες αδρά δασωμένες και άλλες με λιβάδια από όπου ερχόταν το κουδούνισμα των αγελάδων. Έγραφε με όλο και μεγαλύτερη άνεση και δεν καταλάβαινε πια το δέος που είχε νιώσει για το γράμμα. Γράφοντας καταλάβαινε ο ίδιος πως τίποτε δεν μπορούσε να είναι πιο λογικό από τις εξηγήσεις του και πως στο σπίτι θα τις κατανοούσαν απόλυτα. Ένας νεαρός της τάξης του και στην κατάστασή του φρόντιζε τον εαυτό του όταν αποδεικνυόταν σωστό, και χρησιμοποιούσε τις ανέσεις που προορίζονταν ειδικά για τους ομοίους του. Έτσι άρμοζε. Αν είχε επιστρέψει και ανέφερε όσα συνέβαιναν, θα τον είχαν στείλει πάλι επάνω. Παρακάλεσε να φροντίσουν να λάβει ό,τι χρειαζόταν. Στο τέλος παρακάλεσε να του αποστέλλονται τακτικά τα αναγκαία χρήματα· με 800 μάρκα τον μήνα θα μπορούσε να καλύψει όλα του τα έξοδα.

Υπέγραψε. Πάει και αυτό. Αυτό το τρίτο γράμμα στο σπίτι ήταν πλούσιο, κρατούσε πολύ – όχι κατά την έννοια του χρόνου κάτω, αλλά κατ’ αυτήν που κυριαρχούσε εδώ επάνω· οχύρωνε την ελευθερία του Χανς Κάστορπ. Αυτή ήταν η λέξη που μεταχειρίστηκε, όχι ρητά, όχι σχηματίζοντας, έστω και μέσα του, τις συλλαβές της, ένιωθε όμως το ευρύτατο νόημά της, όπως είχε μάθει να το νιώθει κατά τη διαμονή του εδώ –νόη­μα που δεν είχε πολλά κοινά με εκείνο που έδινε ο Σεττεμπρίνι σε αυτή τη λέξη–, και τον σκέπασε ένα από καιρό γνώριμο κύμα τρόμου και διέγερσης, που έκανε το στήθος του να τρέμει καθώς αναστέναζε.

Από το γράψιμο του είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι, τα μάγουλά του έκαιγαν. Πήρε τη στήλη του υδραργύρου από το τραπεζάκι και μέτρησε τη θερμοκρασία του, σαν να έπρεπε να επωφεληθεί της ευκαιρίας. Ο υδράργυρος ανέβηκε στο 37,8.

Βλέπετε; σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ. Και πρόσθεσε το υστερόγραφο: «Λοιπόν, το γράμμα με κούρασε. Έχω 37,8. Βλέπω πως θα πρέπει προς το παρόν να μείνω ήσυχος. Πρέπει να έχετε κατανόηση αν σας γράφω σπάνια». Ύστερα έμεινε ξαπλωμένος και σήκωσε το χέρι προς τον ουρανό, την παλάμη προς τα έξω, έτσι όπως το είχε κρατήσει πίσω από την οθόνη. Αλλά το φως του ουρανού άφησε την έμβια μορφή ανέπαφη μπρος στη λάμψη του· μάλιστα, η ύλη έγινε πιο σκούρα και αδιαφανής και μόνο το εξωτερικό περίγραμμα εμφανίστηκε με μια κοκκινωπή διαφάνεια. Ήταν το έμβιο χέρι που είχε συνηθίσει να βλέπει, να καθαρίζει, να χρησιμοποιεί – όχι εκείνο το ξένο σκελέτωμα που είχε δει στην οθόνη – ο αναλυτικός λάκκος που είχε δει τότε ανοιγμένο είχε κλείσει πάλι.




Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/












Γιάννα Περσάκη (5 Ιουνίου 1921 - 20 Ιανουαρίου 2008)

 

Η φωτογραφία είναι από https://www.lifo.gr/

Η Γιάννα Περσάκη (5 Ιουνίου 1921 - 20 Ιανουαρίου 2008) ήταν Ελληνίδα ζωγράφος αφηρημένης τέχνης και σύντροφος του ποιητή Μίλτου Σαχτούρη.

Γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου του 1921. Σε ηλικία 8 ετών παρακολουθεί τα πρώτα της μαθήματα ζωγραφικής από τη ζωγράφο Ελευθερία Σταθοπούλου και αργότερα από τους Φάνη Γαλανό και Δημήτρη Δαβή. Το 1943 παντρεύεται τον γλύπτη Κώστα Κουλεντιανό. Ο γάμος δεν θα κρατήσει παρά μονάχα τρία χρόνια. Το 1945 συμμετέχει στην πρώτη της ομαδική έκθεση, όπου και την ξεχωρίζει ο ζωγράφος Κωνσταντίνος Παρθένης, με τον οποίον αναπτύσσουν μια σχέση αμοιβαίου θαυμασμού. Το 1946 φεύγει για το Παρίσι, και συνεχίζει εκεί τις σπουδές της δίπλα στον Fernand Léger.

Από τις πρώτες καλλιτέχνιδες της αφηρημένης τέχνης της Ελλάδας, θεωρείται επίσης πρωτοπόρος του τρίτου κύματος του μοντερνισμού (τα προηγούμενα ήταν ο κύκλος του Παρθένη και η γενιά του '30).

Το 1949 παίρνει υποτροφία από τη Γαλλία για να φοιτήσει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών νωπογραφία στο εργαστήρι του Ducos de la Haye. Παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής, σχεδίου και κεραμικής και έκανε μαθήματα στα εργαστήρια των André Lhote και Jean Souverbie, καθώς και στην Ακαδημία Grande Chaumière.

Το 1955 επιστρέφει στην Ελλάδα για οικογενειακούς λόγους. Δύο χρόνια αργότερα και μέχρι το 1982 αναλαμβάνει την διεύθυνση της Χ.Ε.Ν. όπου διδάσκει σχέδιο, ζωγραφική και κεραμική. Την ίδια χρονιά γνωρίζει τον ποιητή Μίλτο Σαχτούρη. Εννιά χρόνια αργότερα γίνονται ζευγάρι αλλά δεν θα παντρευτούν ποτέ, ούτε καν θα συγκατοικήσουν. Το 1971 της αφιερώνει την ποιητική συλλογή του Το σκεύος. Η Περσάκη απεβίωσε στις 20 Ιανουαρίου του 2008.

Δυο χαρακτηριστικά έργα της κοσμούν κτίρια της Αθήνας επί των οδών Μαυρομματαίων 5 και Αμερικής 11. Ένα από τα έργα της στη Συλλογή Καγκελάρη  εκτέθηκε στην Δημοτική Πινακοθήκη Ψυχικού (2008-2009), στο πλαίσιο της έκθεσης "Σύγχρονη Ελληνική Ζωγραφική: Συλλογή Καγκελάρη". 
 
 
ΓΙΑΝΝΑ ΠΕΡΣΑΚΗ -Ασυμβίβαστη καλλιτεχνικά

Συζήτηση με τη σημαντική εικαστική δημιουργό
 
Γιάννα Περσάκη. Για τους περισσότερους, το όνομά της συνδέεται με τη ζωή του Μίλτου Σαχτούρη, αφού για 40 χρόνια στάθηκε στο πλάι του. Για εκείνους, όμως, που είχαν την τύχη να τη γνωρίσουν, αποτελεί μία σημαντική εικαστική δημιουργό, πρωτοστάτη της αφαίρεσης στην ελληνική ζωγραφική. Μία δυναμική παρουσία, που, με σεμνότητα και επιμονή, διεκδίκησε τη θέση της σε μία εποχή που ο εικαστικός χώρος αντιμετώπιζε με επιφυλακτικότητα τις γυναίκες - εικαστικούς. Φρέσκο, κεραμική, σκηνογραφία, ζωγραφική, οι τομείς που συγκέντρωσαν το ενδιαφέρον της.

Γιάννα Περσάκη. Ασυμβίβαστη, ζωντανή, αυθόρμητη. Η «έφηβη» των 84 χρόνων, μας μιλά για τη ζωή και τη δημιουργία της. Αφορμή, η έκθεση έργων της που πραγματοποιείται στην γκαλερί «Το μήλο» (πλατεία Προσκόπων, Παγκράτι). Ο λόγος της γεμάτος εικόνες. Μικρά περιστατικά, από μια μεγάλη ζωή, συνθέτουν τη μεστή σε γεγονότα πορεία της δημιουργού.

Η Γιάννα Περσάκη γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1921. Μόλις σε ηλικία 8 χρόνων πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής. Εκείνη την περίοδο, οι γονείς της, «άνθρωποι καλλιεργημένοι και δημοκρατικοί», όπως τους χαρακτηρίζει η ίδια, αποφάσισαν να μάθει αριθμητική και γραμματική στο σπίτι. Στην οδό Στουρνάρη όπου έμενε, ξεκίνησε ιδιαίτερα με την κυρία Λέλα, τα οποία πολύ σύντομα κατέληξαν σε μαθήματα ζωγραφικής, αφού αμέσως η δασκάλα της κατάλαβε τη μεγάλη της αγάπη και την κλίση που είχε. «Λέγοντας στους γονείς μου ότι πάω για γραμματική, εγώ μάθαινα ζωγραφική και μάλιστα με μοντέλο που είχε η κυρία Λέλα. Από παιδί εκεί ήταν το μυαλό μου. Στη συνέχεια, ο πατέρας μου, με έγραψε στη Σχολή του Φάνη Γαλανού, ο οποίος είχε έρθει πρόσφατα από το Παρίσι, με καινούριες ιδέες. Ηταν εξαιρετικός δάσκαλος».

Στην Κατοχή, η Γ. Περσάκη μαθήτευσε κοντά στον Δημήτρη Δάβη, ενώ παράλληλα δούλευε στην Εθνική Τράπεζα, παίρνοντας μάλιστα ενεργό μέρος στους αγώνες του ΕΑΜ Τραπεζοϋπαλλήλων. «Το χώρο, στο πίσω μέρος της Εθνικής, τον είχα μετατρέψει σε εργαστήριο πλακάτ στην Κατοχή. Κάναμε πολλά πλακάτ, που το βράδυ τα κολλούσαμε στους δρόμους. Μερικές φορές ερχόταν και η Κατερίνα Χαριάτη». Στην τράπεζα η Γ. Περσάκη γνώρισε τον γλύπτη Κώστα Κουλεντιανό, τον οποίο παντρεύτηκε το 1944. Πολλές φορές ο Κ. Κουλεντιανός τη βοηθούσε στο τύπωμα και το κόλλημα των πλακάτ.

Με τον Κ. Κουλεντιανό χώρισε το 1946, όταν έφτασε στο Παρίσι, ένα χρόνο μετά την εγκατάσταση του συζύγου της. «Η δεκάχρονη, περίπου, παραμονή μου στο Παρίσι είναι τα καλύτερα καλλιτεχνικά μου χρόνια. Εκεί, μαθήτευσα στα εργαστήρια των: Φ. Λεζέ και Α. Λοτ, ενώ παράλληλα, σχεδίαζα στην ακαδημία της Grande Chaumiere. To 1949 σπούδασα νωπογραφία και έμαθα κεραμική. Το πρωί δούλευα ως γραμματέας». Τα χρόνια του Παρισιού, εκτός από πολλή δουλιά και σκληρό αγώνα για επιβίωση, ήταν χρόνια αναγνώρισης και καλλιτεχνικών επιτυχιών. Ομως, διακόπηκαν στα μέσα της δεκαετίας του '50, όταν γύρισε αιφνιδιαστικά στην Ελλάδα, για να είναι κοντά στον άρρωστο πατέρα της.

«Τα άφησα όλα και γύρισα. Εδώ τα βρήκα "σκούρα"». Οι εκθέσεις έργων της συνέπεσαν με την εποχή της αναγνώρισης του Θεόφιλου, με την «ανακάλυψη» της λαϊκής τέχνης, τη δραστηριότητα του Λυκείου των Ελληνίδων... Η αφαιρετική διάθεση των έργων της, οι κυβιστικές αναζητήσεις, το γεγονός ότι ήταν γυναίκα - δημιουργός, ήταν στοιχεία αρνητικά για την αποδοχή της από το ελληνικό ανδροκρατούμενο εικαστικό δυναμικό.

«Επειδή ήμουν αριστερή, κάθε πρωί με πήγαιναν στην Μπουμπουλίνας και με φοβέριζαν, με παρακολουθούσαν. Από τις εκθέσεις που έκανα, δεν μπορούσα να ζήσω. Ευτυχώς, από το 1957 έως το 1982 δούλεψα στη ΧΕΝ Αθηνών. Από εμένα βγήκαν όλες οι κεραμίστριες καλλιτέχνιδες. Καλοί μου φίλοι ήταν ο Γ. Τσαρούχης, ο Ν. Χατζηκυριάκος - Γκίκας, ο σπουδαίος Διαμαντής Διαμαντόπουλος, ο Γ. Μόραλης... Με εκτιμούσαν οι καλοί καλλιτέχνες. Οι μέτριοι με υποδέχτηκαν άσχημα».

Στα πρώτα χρόνια της επιστροφής της στην Ελλάδα, η Γ. Περσάκη φιλοτέχνησε και τρία έργα μεγάλων επιφανειών με φρέσκο. Δύο από αυτά κοσμούν πολυκατοικίες στην Αθήνα (Μαυρομματαίων 5 και Αμερικής 11). Στη ζωγραφική της δημιουργία, κυριαρχούν οι παλλόμενες επιφάνειες καθαρού χρώματος. Αυτό επιτυγχάνεται με τη συνεχή αναγωγή των μορφών σε απλούστερα σχήματα και λιτές γεωμετρικές συνθέσεις. Το αποτέλεσμα είναι ένα οργανωμένο σύνολο που αποπνέει δυναμισμό και αποκαλύπτει το συγκινησιακό υπόβαθρο της σύλληψης.

Αν και η γνωριμία της με τον Μίλτο Σαχτούρη ήταν το 1955, η κοινή ζωή τους ξεκίνησε δέκα χρόνια αργότερα. «Εγώ είχα τη μανία της ζωγραφικής, εκείνος της ποίησης. Και οι δύο, όμως, είχαμε τη μανία του βιβλίου». Δίπλα του ως την τελευταία στιγμή, μιλά με παράπονο για τη στάση της πολιτείας απέναντι σε σημαντικούς ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών. «Κανείς δεν τον επισκέφτηκε από την πολιτεία, στους δύσκολους τελευταίους του μήνες. Το βραβείο που πήρε το 2003, του είχαν πει ότι ήταν 10 εκατομμύρια, μετά έγινε 8, μετά 6 και τελικά πήρε 4,5 εκατομμύρια. Ωραία είναι τα μπράβο και οι έπαινοι. Με ρώτησε, όμως, κανείς πώς τα έβγαλα πέρα; Η σύνταξη του Μίλτου ήταν 600 ευρώ. Για το γηροκομείο όμως, που έμεινε τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, χρειάζονταν 900 ευρώ. Ευτυχώς, με βοήθησαν φίλοι. Με βοήθησε πολύ ο Θάνος Κωνσταντινίδης. Αγαπούσε πολύ τον Μίλτο. Επρεπε η πολιτεία να προνοήσει για ένα ίδρυμα για τους καλλιτέχνες, τους ανθρώπους της Τέχνης. Να φροντίσει να έχουν μια ευπρεπή σύνταξη για να μπορούν να ζήσουν αξιοπρεπώς στα γεράματά τους».
Η. ΜΟΡΤΟΓΛΟΥ
 
 Εφημερίδα Ριζοσπάστης - Κυριακή 20 Νοέμβρη 2005
 
Untitled , 2000
 

  Little girl with toys, 1950
 
 
 
Lady closed within herself

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/

















ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ ( 5 Ιουνίου 1898 – 19 Αυγούστου 1936)

 

«Εγώ ποτέ δεν θα γίνω πολιτικός. Είμαι επαναστάτης, γιατί δεν υπάρχει αληθινός ποιητής που να μην είναι επαναστάτης»


Γεννήθηκε το 1898 στην Ανδαλουσία. Γιoς αγρότη και δασκάλας πιάνου, ποιητής, συγγραφέας και μουσικός. Εγκατέλειψε τις σπουδές του στη νομική για να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία, τη μουσική και τη ζωγραφική. 
Το 1919, εγκαταστάθηκε στη Φοιτητική Κατοικία του Πανεπιστημίου της Μαδρίτης, που τότε λειτουργούσε ως ανοιχτό πανεπιστήμιο, πολιτιστικό κέντρο, της ισπανικής πρωτεύουσας. Εκεί συνάντησε τον Σαλβαδόρ Νταλί, τον σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ, τον ποιητή Ραφαέλ Αλμπέρτι και τον Χιμένεθ. Την ίδια περίοδο συνέθεσε τα πρώτα του ποιήματα που κυκλοφόρησαν το 1921, με τίτλο Βιβλίο Ποιημάτων. Λίγο νωρίτερα, το 1918, είχε δημοσιεύσει το έργο Εντυπώσεις & Τοπία περιδιαβαίνοντας την Καστίλη.
Ο Λόρκα σε ηλικία 6 ετών.

Το 1922, συνεργάστηκε με τον συνθέτη Μανουέλ ντε Φάγια στο Φεστιβάλ Λαϊκής Μουσικής, στη Γρανάδα. Στις παραδόσεις της λαϊκής και τσιγγάνικης μουσικής, πίστευε πως βρίσκει τη βάση των ποιητικών και πνευματικών του ενορμήσεων. Δημιούργημα του, εκείνη την εποχή, ήταν το Ποίημα Του Κάντε Χόντο, λαϊκό τραγούδι της Ανδαλουσίας, που τραγουδιέται από τσιγγάνους με συνοδεία κιθάρας και λίγο αργότερα, το 1924, ξεκίνησε να γράφει το Ρομανθέρο Χιτάνο, έργο που ολοκλήρωσε τελικά το 1927, σύνθεση 18 ποιημάτων με σταθερή στιχουργική μορφή, έκφραση μιας από τις αρχαιότερες μορφές ισπανικής ποίησης. Την ίδια περίοδο συνέθεσε και την Ωδή Στον Σαλβαντόρ Νταλί ενώ παράλληλα έγραψε το θεατρικό έργο Μαριάνα Πινέδα, που πρωτοπαρουσιάστηκε στη Βαρκελώνη, την ίδια χρονιά, σε σκηνογραφία Νταλί, σημειώνοντας επιτυχία.
Τα έτη 1929-1930, αναζήτησε νέες πηγές έμπνευσης και ταξίδεψε στις ΗΠΑ και στην Κούβα. Οι εμπειρίες του στις Ηνωμένες Πολιτείες αξιοποιήθηκαν στο ποίημα Ένας Ποιητής Στη Νέα Υόρκη. Επέστρεψε στην Ισπανία το 1931 και συνέθεσε το Ντιβάνι Της Ταμαρίτ, ενώ παράλληλα δούλεψε και πάνω σε έργα για το κουκλοθέατρο. Εκεί έδειξε ξεκάθαρα πως επέλεγε ως κύρια ενασχόλησή του, τη συγγραφή θεατρικών και τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του ολοκλήρωσε τις κορυφαίες του δημιουργίες: Το Σπίτι Της Μπερνάρντα Άλμπα, Ματωμένος Γάμος, Γέρμα, Θρήνος Για Τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας, τραγωδίες με θέμα τη κοινωνική καταπίεση κι έκδηλο το ανθρώπινο στοιχείο.
Με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, οργάνωσε μία θεατρική ομάδα υπό την ονομασία La Barroca, η οποία με τη βοήθεια του Υπουργείου Παιδείας, έδωσε παραστάσεις κλασσικών έργων σε χώρους εργατών κι αγροτικές περιοχές. Το 1936 υποδέχθηκε τον Αλμπέρτι, καθώς επέστρεψε από τη Μόσχα. Συνέταξε μια διακήρυξη συγγραφέων κατά του φασισμού κι ξεκίνησε να γράφει μια σειρά θεατρικών σκηνών με μορφή επιθεώρησης, ωστόσο τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, ξέσπασε ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος.
Τα ξημερώματα της 19ης Αυγούστου του 1936, ήρθε το τέλος για τον κορυφαίο ποιητή, ζωγράφο, δραματουργό και θεατρικό σκηνοθέτη, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Εκτελέστηκε στο Βίθναρ της Ισπανίας από παραστρατιωτικούς οπαδούς του Φράνκο που έθαψαν τη σορό του, μαζί με άλλα τρία άτομα που εκτέλεσαν εκείνη την αυγή σε ομαδικό τάφο. 
Οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι ο Λόρκα εκτελέστηκε στο Αλφακάρ και πολλοί πίστευαν ότι είχε ταφεί στην περιοχή αυτή, μαζί με άλλους εκτελεσθέντες. Πέρυσι, οι αρχές της Ανδαλουσίας διέταξαν το άνοιγμα του συγκεκριμένου τάφου, κατόπιν αιτήματος των οικογενειών των άλλων πέντε ανθρώπων που πιθανολογείτο ότι είχαν ταφεί εκεί. Από την ανασκαφή και την έρευνα που έγινε στο χώρο όμως δεν βρέθηκε τίποτα.
Το τέλος του πολέμου έφερε μαζί του και την «Συμφωνία για Λήθη», μια συμφωνία ανάμεσα στην κυβέρνηση και το στρατό, η οποία άνοιξε την πόρτα για τη Δημοκρατία με αντάλλαγμα γενική αμνηστία για το καθεστώς του Φράνκο. Πρόσφατα όμως εμφανίστηκαν ρωγμές στη συμφωνία.
Η κυβέρνηση των σοσιαλιστών, το 2007, ψήφισε το Νόμο της Ιστορικής Μνήμης, η οποία για πρώτη φορά αναγνώριζε επίσημα τα θύματα της δικτατορίας του Φράνκο. Ο νόμος επιτρέπει σε όποιον έχει αποδείξεις για ομαδικό τάφο να ζητήσει την βοήθεια του κράτους για την εκταφή και την ταυτοποίηση των λειψάνων.

Τον Οκτώβριο του 2008, μετά από μια δεκαετία προσπαθειών από οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Ισπανίας, ο δικαστής Μπαλτάσαρ Γκαρθόν διέταξε την εκταφή και αναγνώριση των θυμάτων από 19 ομαδικούς τάφους, μεταξύ των οποίων και αυτός όπου θεωρείται του Λόρκα. Ωστόσο, 73 χρόνια μετά το θάνατο του Λόρκα, η αντίσταση στην εκταφή της καταπιεσμένης μνήμης της χώρας παρέμενε ισχυρή. Μια εβδομάδα μετά την έκδοση της απόφασης του Γκαρθόν, ο ανώτατος εισαγγελέας της χώρας, Χαβιέρ Θαραγόθα, την αμφισβήτησε με το σκεπτικό ότι δεν ενέπιπτε στην αρμοδιότητα του Γκαρθόν η υπόθεση.
Ο δικαστής Γκαρθόν, πιθανόν φοβούμενος την περίπτωση σύμπνοιας του Ανώτατου Δικαστηρίου με τον Θαραγόθα, έστειλε την υπόθεση στα κατά τόπους δικαστήρια, επιχειρώντας έτσι να κρατήσει την υπόθεση ανοιχτή. Τελικά δόθηκε το «πράσινο φως» και η οικογένεια του Λόρκα που είχε αρχικά αντιρρήσεις, στο τέλος έδωσε τη συγκατάθεσή της και οι εργασίες ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 2009. Αλλά δεν βρέθηκε τίποτε που να αποδεικνύει ότι εκεί είχε ταφεί ο συγγραφέας του «Ματωμένου γάμου».



Την είδηση του θανάτου του διεκτραγώδησε με τον ακόλουθο τρόπο ο Νίκος Καζαντζάκης (ο οποίος σημειωτέον μετέφρασε Λόρκα το 1933, στην πρώτη μάλλον μετάφραση του ποιητή στα ελληνικά), στην εφημερίδα “Καθημερινή” στις 11 Ιανουαρίου 1937:


“Σκότωσαν τον Λόρκα! [...] Ο Λόρκα στον αδελφοκτόνο πόλεμο σκοτώθηκε. Τον σκότωσαν. Θερίστηκε μια από τις μεγαλύτερες ποιητικές ελπίδες του καιρού μας”.

ΠΙΝΑΚΑΣ  Agustin Herrero Massieu

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Σονέτο του γλυκού παραπόνου

Φοβάμαι μη χάσω το θαύμα
των αγαλμάτινων ματιών σου και τη μελωδία
που μου αποθέτει τη νύχτα στο μάγουλο
το μοναχικό ρόδο της ανάσας σου


Πονώ που είμαι σε τούτη την όχθη
κορμός δίχως κλαδιά μα πιότερο λυπάμαι
που δεν έχω τον ανθό, πόλφο ή πηλό
για το σκουλήκι του μαρτυρίου μου.


Αν είσαι εσύ ο κρυμμένος μου θησαυρός
αν είσαι εσύ ο σταυρός και ο υγρός μου πόνος,
αν ειμαι το σκυλί της αρχοντιάς σου
μη με αφήσεις να χάσω ό,τι έχω κερδίσει


και στόλισε τα νερά του ποταμού σου
με φύλλα από το φρενοκρουσμένο μου φθινόπωρο.


Ματωμένος Γάμος- Μονόλογος Φεγγαριού 

Είμ` ένας κύκνος στρογγυλός μες το ποτάμι,
είμ` ένα μάτι στα ψηλά καμπαναριά,
και μες στις φυλλωσιές φαντάζω ψεύτικο φως της χαραυγής.
Κανείς δε μου γλυτώνει εμένα!
Ποιος κρύβεται; Ποιανού το κλάμα γροικιέται μες στο χέρσο κάμπο;

Ένα μαχαίρι έχω κρεμάσει μες στον ανταριασμένο αγέρα,
που λαχταράει, μολύβι τώρα, πόνος να γίνει μες στο αίμα.
Αφήστε με να μπω! Παγώνω στους τοίχους και στα παραθύρια.
Μια στέγη ανοίχτε, μια καρδιά, να μπω να ζεσταθώ λιγάκι!

Αχ, πως κρυώνω! Οι στάχτες μου – μέταλλα κοιμισμένα –

ψάχνουν σε κάμπους και βουνά της φλόγας την κορφή να βρούνε.
Όμως το χιόνι με κουβαλάει στις χαλαζένιες πλάτες του,
και με βυθίζει όλο παγωνιά στα χαλκοπράσινα βαλτονέρια.

Μα τούτη τη νύχτα θα βαφτούν τα μάγουλα μου κόκκινο αίμα,

και τ` άγρια βούρλα θα ζαρώσουν κάτου απ` τα πέλματα του αγέρα.
Ίσκιο δε θα `βρουν και φυλλωσιά για να γλιτώσουν από μένα!
Θέλω μονάχα μια καρδιά! Ζεστή!

Το αίμα της να βάψει τα κρύα βουνά τα στήθια μου.

Αφήστε με να μπω, αχ, αφήστε!
(Στα κλαδιά.)
Ίσκιους δε θέλω. Οι αχτίδες μου πρέπει να μπουν, και μέσα

στα κατασκότεινα κλαριά το φως μου πρέπει να κυλήσει,

για να βαφτούν τη νύχτα τούτη τα μάγουλα μου αίμα γλυκό,
και τα άγρια βούρλα να ζαρώσουν κάτου απ` τα πέλματα του αγέρα.
Ποιος κρύβεται; Να `βγει έξω είπα!

Κανείς δε μου γλυτώνει εμένα!

Θε να τα` αστράψω τα` άλογο με διαμαντένιο πυρετό.
...
Ο αγέρας γίνεται κοφτερός σα δίκοπο μαχαίρι.

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Ματωμένος Γάμος- Απόσπασμα
Μετάφραση Νίκος Γκάτσος


 




Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/
















ΝΤΙΕΓΟ ΒΕΛΑΘΚΕΘ ( 5 Ιουνίου 1599 - 6 Αυγούστου 1660 )

 

Queen Isabel of Bourbon Equestrian, 1635 


 Self-Portrait,1650
O Ντιέγο Βελάθκεθ (Diego Rodríguez de Silva y Velázquez, Ντιέγο Ροδρίγκεθ ντε Σίλβα ι Βελάθκεθ, 5 Ιουνίου 1599 - 6 Αυγούστου 1660) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Ισπανούς ζωγράφους της περιόδου του μπαρόκ, γνωστός κυρίως για τις προσωπογραφίες που φιλοτέχνησε ως καλλιτέχνης της αυλής του βασιλιά της Ισπανίας Φίλιππου Δ´. Αναγνωρίζεται σήμερα ως μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες στην ιστορία της τέχνης, με σημαντική επίδραση στη ζωγραφική του 19ου αιώνα, ειδικότερα στο κίνημα του ιμπρεσιονισμού. Αρκετοί καλλιτέχνες της μοντέρνας τέχνης, όπως ο Πάμπλο Πικάσο ή ο Σαλβαδόρ Νταλί, απέδωσαν επίσης φόρο τιμής στον Ισπανό ζωγράφο, αναπαράγοντας ορισμένους από τους διασημότερους πίνακές του.
Ο Ντιέγο Ροδρίγκεθ ντε Σίλβα ι Βελάθκεθ, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στη Σεβίλλη στις 5 Ιουνίου του 1599, γόνος οικογένειας που ανήκε στην κατώτερη αριστοκρατία. Ο πατέρας του, Χουάν Ροδρίγκεθ ντε Σίλβα, ήταν ευγενούς πορτογαλικής καταγωγής και δικηγόρος στο επάγγελμα, ενώ η μητέρα του, Χερόνιμα Βελάθκεθ, ήταν μέλος της αριστοκρατίας της Σεβίλλης.
Είχε επίσης πέντε αδελφούς και μία αδελφή, αν και λίγα είναι γνωστά για την εξέλιξη τους. Από νεαρή ηλικία έδειξε ιδιαίτερη κλίση στη ζωγραφική και σε ηλικία δώδεκα ετών άρχισε να εκπαιδεύεται πιθανότατα δίπλα στον Φρανθίσκο ντε Ερρέρα τον Πρεσβύτερο (περ. 1590-1654). Παρέμεινε κοντά του μόλις για ένα χρόνο αποκτώντας τις πρώτες του βασικές γνώσεις γύρω από την τέχνη της ζωγραφικής και αργότερα μαθήτευσε στο εργαστήριο του Φρανθίσκο Πατσέκο (1564-1644), ο οποίος αν και υπήρξε μέτριος ζωγράφος της σχολής του μανιερισμού, ήταν καλός δάσκαλος, με κατάρτιση σε καλλιτεχνικά θέματα αλλά και γνωριμίες με καλλιτέχνες και λόγιους της Σεβίλλης. Ο Βελάθκεθ εκπαιδεύτηκε κοντά στον Πατσέκο για πέντε χρόνια, σε μία χρονική περίοδο κατά την οποία η Σεβίλλη αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα καλλιτεχνικά κέντρα της Ισπανίας.
Πριν γίνει δεκαοκτώ ετών, έγινε δεκτός στη Συντεχνία του Αγίου Λουκά και, επιχειρώντας τα πρώτα του καλλιτεχνικά βήματα στη Σεβίλλη, ακολούθησε τα θεματολογικά πρότυπα της εποχής του, φιλοτεχνώντας ένα είδος ρωπογραφίας, κοινό για την εποχή εκείνη, αποκαλούμενο bodegon. Ο όρος αυτός αναφέρεται στους πίνακες νεκρής φύσης των Ισπανών ζωγράφων, κυρίως σε αυτούς που απεικονίζουν τρόφιμα και ποτά. Ενδέχεται να προστίθενται και ανθρώπινες μορφές αλλά το κυρίαρχο στοιχείο είναι τα ευτελή αντικείμενα, όπως τα πιο πάνω και διάφορα άλλα μικροπράγματα.
Από το 1617 έως το 1622, ολοκλήρωσε εννέα bodegones (σκηνές καθημερινότητας,με έμφαση στη νεκρή φύση), με χαρακτηριστικά δείγματα τους πίνακες Γριά που τηγανίζει αβγά (1618), Τρεις μουσικοί (π. 1618) και Ο νεροκουβαλητής (π. 1620).

Το 1618, παντρεύτηκε την κόρη του δασκάλου του, έπειτα από σχετική έγκρισή του. Την ίδια περίπου περίοδο, ο Πατσέκο τον παρότρυνε να στραφεί σε θρησκευτικά θέματα. Ο Βελάθκεθ ολοκλήρωσε ορισμένες εικόνες μικρών διαστάσεων καθώς και μια σειρά από ρετάμπλ, ωστόσο στο επίκεντρο της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας συνέχισαν να βρίσκονται οι προσωπογραφίες. Στις αρχές του 1620, η φήμη του είχε αρχίσει να εδραιώνεται στη Σεβίλλη και το 1622 αποφάσισε να εγκατασταθεί στη Μαδρίτη, η οποία αποτελούσε πολιτικό κέντρο της χώρας, καθώς δύο χρόνια νωρίτερα είχε μεταφερθεί εκεί η βασιλική αυλή του Φίλιππου Δ´. Την άνοιξη του 1623, ευνοημένος από τις διασυνδέσεις του Πατσέκο, κατάφερε να γίνει αυλικός ζωγράφος. Λίγους μήνες νωρίτερα είχε σημειωθεί ο θάνατος του Ροντρίγκο ντε Βιγιαντράντο, ενός εκ των τεσσάρων ζωγράφων της βασιλικής αυλής και τότε ο κόμης-δούκας του Ολιβάρες κάλεσε τον Βελάθκεθ, για τον οποίο η επόμενη περίοδος υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξή του.


Los Borrachos (Ο θρίαμβος του Βάκχου), 1629

Μετακομίζοντας στη Μαδρίτη ως ζωγράφος της αυλής, παρέμεινε πιστός στην παράδοση του bodegon και διακρίθηκε κυρίως ως δεξιοτέχνης προσωπογράφος. Η πρώτη παραγγελία που του ανατέθηκε ήταν μία προσωπογραφία του ίδιου του Φιλίππου Δ´, πράγμα που του εξασφάλισε και το προνόμιο να είναι ο αποκλειστικός προσωπογράφος του βασιλιά, κερδίζοντας παράλληλα σημαντικές απολαβές για το έργο του.
Το Σεπτέμβριο του 1628, ο Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς επισκέφτηκε τη Μαδρίτη με διπλωματική αποστολή και ο Βελάθκεθ ήταν ο μοναδικός Ισπανός ζωγράφος με το προνόμιο να τον επισκέπτεται στο εργαστήριο που του είχε παραχωρηθεί στο Αλκάθαρ. Ο Ρούμπενς είχε σε εκτίμηση τις ικανότητες του Βελάθκεθ, ο οποίος με τη σειρά του επηρεάστηκε σημαντικά από εκείνον, στο διάστημα των επτά μηνών που παρέμεινε στη Μαδρίτη. Ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς πίνακες του Βελάθκεθ αυτής της περιόδου είναι ο Βάκχος (1629), ο οποίος φανερώνει παράλληλα την επιρροή του Καραβάτζιο, τόσο ως προς το θέμα του Βάκχου, όσο και ως προς τους ανθρώπινους τύπους που επιχειρεί να απεικονίσει.

Ο βασιλιάς της Ισπανίας χρηματοδότησε το 1629 το ταξίδι του Βελάθκεθ στην Ιταλία, στα πλαίσια μίας ευρύτερης καλλιτεχνικής αναζήτησης του ζωγράφου. Έφθασε με πλοίο στη Γένοβα και λίγες ημέρες αργότερα αναχώρησε για τη Βενετία. Εκεί είχε την ευκαιρία να δει και πιθανόν να αντιγράψει έργα του Τιντορέττο, του Βερονέζε και του Τιτσιάνο. Στη συνέχεια επισκέφτηκε τη Ρώμη, όπου έμεινε επί ένα χρόνο μελετώντας τα έργα του Μιχαήλ Άγγελου και του Ραφαήλ.


O Απόλλων στο εργαστήριο του Ήφαιστου, 1630, 

Στην Ιταλία, ο Βελάθκεθ φιλοτέχνησε τον πίνακα Ο Απόλλων στο εργαστήριο του Ήφαιστου(1630) που απεικονίζει το θεό Απόλλωνα, έτοιμο να αναγγείλει στον Ήφαιστο πως η Αφροδίτη τον απατά με τον θεό Άρη. Ολοκλήρωσε επίσης δύο τοπία – θεματολογία ασυνήθιστη για την ισπανική ζωγραφική – τα οποία απεικονίζουν τη Βίλα Μέντιτσι στη Ρώμη, όπου αποσύρθηκε το καλοκαίρι του 1630 και πιθανόν μελέτησε έργα της αρχαιότητας. Μετά από μία σύντομη διαμονή στη Νάπολη όπου επισκέφτηκε το ζωγράφο Χοσέ Ριμπέρα, ο Βελάθκεθ επέστρεψε στη Μαδρίτη το 1631.
Μετά την επιστροφή του στην αυλή του Φίλιππου Δ´, ανέλαβε να ζωγραφίσει το πορτρέτο του νεαρού πρίγκιπα Μπαλτάσαρ Κάρλος, διαδόχου του βασιλικού θρόνου. Όταν το 1630 ξεκίνησε η ανέγερση των νέων βασιλικών ανακτόρων, ο Βελάθκεθ φιλοτέχνησε μία σειρά από έφιππες προσωπογραφίες, με σημαντικότερες ίσως αυτές του Φίλιππου Δ´ και του κόμη-δούκα Ολιβάρες, οι οποίες θα διακοσμούσαν την Αίθουσα του Θρόνου του ανακτόρου. Ολοκλήρωσε επίσης τον πίνακα Παράδοση της Μπρέντα (1634-35) που απεικονίζει την παράδοση της ολλανδικής πόλης στους Ισπανούς, που έλαβε χώρα στις 5 Ιουνίου 1625. Το έργο αυτό αποτέλεσε έναν από τους πρώτους αμιγώς ιστορικούς πίνακες στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ζωγραφική, όπου απουσιάζουν άλλου είδους αλληγορικές αναφορές. Το 1638, ο Φίλιππος Δ´ αποφάσισε να επεκτείνει τον κυνηγετικό πυργίσκο (Τόρε δε λα Παράδα) που χρησιμοποιούσε, και ο Βελάθκεθ ανέλαβε να φιλοτεχνήσει μία σειρά από προσωπογραφίες με θέμα το κυνήγι. Σήμερα διασώζονται τρεις από αυτές, όλες σε φυσικό μέγεθος.


Η παράδοση της Μπρέντα, 1634/35

Το 1643, ο βασιλιάς της Ισπανίας όρισε τον Βελάθκεθ αρχιθαλαμηπόλο, με αρμοδιότητα να επιτηρεί τα βασιλικά διαμερίσματα, ενώ αργότερα έγινε παράλληλα βοηθός γενικού επιθεωρητή γύρω από τις οικοδομικές εργασίες της αυλής. Την ίδια περίπου περίοδο, η τέχνη του έφθασε στο απόγειό της με χαρακτηριστικά δείγματα γραφής, πίνακες όπως Η Αφροδίτη του καθρέφτη και Ο μύθος της Αράχνης ή Οι υφάντρες (Las Hilanderas) (π. 1644-48). Ο μύθος της Αράχνης αποτέλεσε παραγγελία ενός ιδιώτη και βασίζεται στις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου όπου περιγράφεται ο ανταγωνισμός μεταξύ της Παλλάδας Αθηνάς και της Αράχνης. Ο Βελάθκεθ μετέφερε ένα αμιγώς μυθολογικό θέμα στο επίπεδο μίας καθημερινής σκηνής. Ο πίνακας της Αφροδίτης, γνωστό παλαιότερα ως Αφροδίτη Rokeby από το όνομα της οικογένειας των ιδιοκτητών του, είναι το μοναδικό γυναικείο γυμνό που φιλοτέχνησε ο Βελάθκεθ.


Προσωπογραφία του Juan de Pareja, 1649-1650

Τον Ιανουάριο του 1649, ο Βελάθκεθ αναχώρησε από τη Μάλαγα με προορισμό την Ιταλία, συνοδευόμενος από τον Μαυριτανό σκλάβο του Pareja. Οι λόγοι της δεύτερης επίσκεψής του στην Ιταλία ήταν εν μέρει προσωπικοί, αλλά του ανατέθηκε επίσης η αγορά πινάκων και αντίγραφων αγαλμάτων για λογαριασμό του βασιλιά Φίλιππου Δ´. Μεταξύ άλλων, ο Βελάθκεθ προέβη στη αγορά έργων του Τιτσιάνο, του Τιντορέτο και του Βερονέζε, ενώ παράλληλα φιλοτέχνησε αρκετές προσωπογραφίες. Κατά την παραμονή του στη Ρώμη, ολοκλήρωσε μία ημίσωμη προσωπογραφία του Pareja, η οποία εκτέθηκε αργότερα στο Πάνθεον της Ρώμης στις 19 Μαρτίου 1650, στα πλαίσια του εορτασμού του Αγίου Ιωσήφ.
Το έργο αυτό έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής και πιθανόν είχε καταλυτικό ρόλο στην μετέπειτα είσοδο του Βελάθκεθ στην Ακαδημία του Αγίου Λουκά (Accademia di San Luca'). Ένας από τους σημαντικότερους πίνακες που φιλοτέχνησε ήταν και η προσωπογραφία του πάπα Ιννοκέντιου Ι'. Το έργο ολοκληρώθηκε την άνοιξη του 1650 και αποτελεί ένα από τα καλύτερα δείγματα παπικής προσωπογραφίας που πραγματοποίησαν καλλιτέχνες από την εποχή της αναγέννησης. Το έργο έγινε αποδεκτό από τον πάπα, ο οποίος δώρισε στο δημιουργό του ένα μετάλλιο και μία πολύτιμη χρυσή αλυσίδα. Ο ίδιος ο Βελάθκεθ πήρε μαζί του στην Ισπανία ένα αντίγραφο του πίνακα, πιθανόν διότι ήταν και ο ίδιος απόλυτα ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα, ενώ και άλλοι ομότεχνοί του το αναπαρήγαγαν με τον δικό τους τρόπο.


Ιννοκέντιος Ι', 1650

Την ίδια περίοδο που ο Βελάθκεθ γνώριζε μεγάλη αποδοχή στην Ιταλία, ο Φίλιππος Δ´ επιθυμούσε την επιστροφή του στην Ισπανία προκειμένου να φιλοτεχνήσει την προσωπογραφία της βασίλισσας Μαριάννας και να συνεισφέρει στην ανακαίνιση του Αλκάθαρ. Ο Βελάθκεθ επέστρεψε τελικά στη Μαδρίτη το 1651. Τον ίδιο χρόνο, διορίστηκε από τον βασιλιά στη θέση του μεγάλου αυλάρχη των ανακτόρων, ανερχόμενος σε ακόμα υψηλότερα αξιώματα. Αν και οι ασχολίες του άφηναν λίγο χρόνο για την καλλιτεχνική του δραστηριότητα, τα έργα που ολοκλήρωσε αυτή την περίοδο θεωρείται πως ανήκουν στα καλύτερα δείγματα της δουλειάς του.


Las Meninas, 1656-1657

Περίπου το 1656 ολοκλήρωσε ένα από τα πιο δημοφιλή σήμερα και σημαντικότερα έργα του, τον πίνακα με τίτλο Οι δεσποινίδες των τιμών (Las Meninas). Το έργο απεικονίζει την ινφάντα Μαργαρίτα με την ακολουθία της σε μία αίθουσα του Αλκάθαρ που ο Βελάθκεθ είχε μετατρέψει σε εργαστήριο. Ο ζωγράφος Λούκα Τζορντάνο (1634-1705) χαρακτήρισε τον πίνακα ως τη «θεολογία της ζωγραφικής» ενώ μέχρι σήμερα έχουν προταθεί αρκετές ερμηνείες και υποθέσεις σχετικά με αυτόν. Ο Γάλλος φιλόσοφος Μισέλ Φουκώ, αφιέρωσε ένα μέρος του βιβλίου του Les mots et les choses σε εκτεταμένη ανάλυση του πίνακα και του νοηματικού του περιεχομένου.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Βελάθκεθ βρισκόταν στο απόγειο της σταδιοδρομίας του ως αυλικός ζωγράφος και αξιωματούχος. Το 1659, ο βασιλιάς αποφάσισε να του απονείμει τον τίτλο του ιππότη. Σύμφωνα με το βιογράφο του, Αντόνιο Παλομίνο (1655-1726), ο Βελάθκεθ επέλεξε ανάμεσα σε τρεις στρατιωτικούς τίτλους, εκείνον του ιππότη του τάγματος του Αγίου Ιακώβου (Orden militar de la Caballeria de Santiago), ο οποίος δινόταν μόνο σε όσους είχαν παλαιές χριστιανικές ρίζες (Limpieza de sangre) και τα μέλη της οικογένειάς του ανήκαν στην ευγενή τάξη των ιδάλγος. Ανάμεσα στα τελευταία έργα του ανήκει η Προσωπογραφία του πρίγκιπα Φίλιππου Πρόσπερου (1660), έργο το οποίο εκθείασε ο Παλομίνο χαρακτηρίζοντάς το ως ένα από τα καλύτερα πορτρέτα του Βελάθκεθ.

Πέθανε στις 6 Αυγούστου 1660. Η ταφή του έγινε στην εκκλησία του Σαν Χουάν Μπαουτίστα, παρουσία ευγενών και αυλικών, ενώ οκτώ ημέρες αργότερα πέθανε και η σύζυγός του Χουάνα, την οποία έθαψαν δίπλα του. Σχεδόν έναν αιώνα μετά το θάνατό του, αρκετά έργα του καταστράφηκαν ή υπέστησαν σοβαρές φθορές από πυρκαγιά που ξέσπασε το 1734 στα βασιλικά ανάκτορα της Μαδρίτης, ενώ το 1811, η εκκλησία και ο τάφος του καταστράφηκαν από τους Γάλλους.

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/