ΜΙΝΩΣ ΑΡΓΥΡΑΚΗΣ (1920 - 26 Μαΐου 1998)

 

Αθηνόραμα, 1973


38 σκίτσα, έργα και αφίσες του Μίνου Αργυράκη επιστρέφουν εκεί που δημιουργήθηκαν H ιστορία του σημαντικού καλλιτέχνη, με αφορμή τη νέα έκθεση «Μίνως Αργυράκης - Zonars»




Το κλασικό εξώφυλλο του LP του Μάνου Χατζιδάκι «Οδός Ονείρων» (1962). Οι εικόνες του άρθρου προέρχονται απ' τη δημοσίευση του LIFO.gr "Σπάνιο υλικό: Μίνως Αργυράκης (1919-1998) 

Τότε έμπλεξα με τον Χατζιδάκι και την "Οδό Ονείρων". Δεν πρόκειται για ένα έργο, όπως νομίζουνε πολλοί, αλλά για ένα κέφι της εποχής εκείνης. Μαζευόμασταν στου "Ζωναρά" μερικοί φίλοι, μια φορά την εβδομάδα· έλεγε κάτι ο Χατζιδάκις, πετούσε κάτι ο Χορν, κάτι συμπλήρωνε ο Γκάτσος κι έτσι έγινε η "Οδός Ονείρων" 

 (Απόσπασμα από την τελευταία συνέντευξη του Μίνου Αργυράκη στη δημοσιογράφο, Κάτια Πετροπούλου, στα ΝΕΑ, 14/02/1998)





Οι συντελεστές της «Οδού Ονείρων». Από αριστερά: Μανώλης Καστρινός, Αλέξης Σολομός, Μάνος Χατζιδάκις, Δημήτρης Χορν, Μίνως Αργυράκης. Πίσω, στο βάθος πρέπει να είναι η Μάρω Κοντού 

 Ο Μίνως Αργυράκης γεννήθηκε στην Σμύρνη το 1920. Κατά την Μικρασιατική Καταστροφή, ο πατέρας του, που ήταν πλούσιος τραπεζίτης, έπεσε θύμα της τουρκικής θηριωδίας. Έτσι, σε ηλικία ενός έτους, ο Αργυράκης βρέθηκε πρόσφυγας στην Ελλάδα, μαζί με την μητέρα του, Γαλάτεια, την γιαγιά του και τον αδελφό του. Με την φροντίδα της Πηνελόπης Δέλτα, φοίτησε στο Κολέγιο του Ψυχικού. Προσπάθησε δύο φορές να γίνει δεκτός από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά χωρίς επιτυχία. Αναγκαστικά, στράφηκε προς την Ανωτάτη Εμπορική Σχολή (σημερινό Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών). 




Έλαβε μαθήματα ζωγραφικής από τον Γιάννη Τσαρούχη, που ήταν προσωπικός του φίλος. Ο ίδιος επίσης ισχυρίζονταν πως υπήρξε μαθητής του Κόντογλου, του Θεόφιλου και του Παρθένη. Έκανε παρέα με άλλους πολύ γνωστούς συνομήλικούς του, όπως ο Γιάννης Μόραλης, ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Νίκος Γκάτσος.

 Παράλληλα με την ζωγραφική, ασχολήθηκε από πολύ νωρίς και με το σκίτσο και την δημοσιογραφία. Κατά την περίοδο της Κατοχής, κατατάχθηκε στην ΕΠΟΝ και με τους αντάρτες περιήλθε τα βουνά της Ευρυτανίας. Το 1948 και το 1951, συμμετείχε στις πανελλήνιες εκθέσεις ζωγραφικής, ενώ το 1957 συμμετείχε στο Διεθνές Φεστιβάλ Νεότητας της Μόσχας και στην Μπιενάλε Σχεδίου στο Ταλεντίνο της Ιταλίας. Ταυτοχρόνως δημοσίευε κείμενα και σκίτσα σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής (Αυγή, Ελευθερία, κ.ά.). Υπήρξε μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας «Αρμός» από το 1949 ως το 1953 (χρονιά που ο Αρμός διέκοψε τη δράση του 



Μίνως Αργυράκης - Άγνωστος Στρατιώτης (Σχέδιο), 1968-1970 

 Το 1957 εξέδωσε το πρώτο του λεύκωμα με σκίτσα και κείμενα υπό τον τίτλο Οδός Ονείρων. Το λεύκωμα, ήταν «μια αιχμηρή, καυστική, κοινωνική σάτιρα της Ελλάδας του '50, που περιέχει πολλά μυθολογικά στοιχεία, αλλά αποπνέει και έναν έντονο λυρισμό». Ο Μάνος Χατζιδάκις, γοητευμένος από το λεύκωμα, το μετέτρεψε σε μουσική επιθεώρηση, η οποία παρουσιάστηκε στο θέατρο «Μετροπόλιταν» της Αθήνας το 1962 με την συνεργασία του ίδιου του Αργυράκη (σκηνικά, κοστούμια, και στίχοι ενός τραγουδιού), του σκηνοθέτη Αλέξη Σολωμού και του ηθοποιού Δημήτρη Χορν. Με τον Χατζιδάκι συνεργάστηκε ξανά το 1965, για την επιθεώρηση Ο γύρος του κόσμου. Στις αρχές της δεκαετίας το '60 συμμετείχε στην καλλιτεχνική «Ομάδα Τέχνης α». 

 Το 1963, πραγματοποίησε έκθεση στην γκαλερί «Ζυγός», με κύριο θέμα την εισβολή των ξένων (τουριστών και μη) και την αλλαγή της κοινωνίας στην μεταπολεμική Ελλάδα. Το ίδιο έτος υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά στελέχη της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη. 




Ο Μίνως Αργυράκης πρωταγωνιστής στους «Άρχοντες» (1977) του Μανούσου Μανουσάκη. Πηγή: «Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου» [Αιγόκερως, 1982] του Γιάννη Σολδάτου 

Λίγο πριν από την δικτατορία, δημιούργησε με την σύντροφό του Άμυ Μιμς, τον Τσαρούχη και τον Ευγένιο Σπαθάρη, την «Κιβωτό της Άμυ», έναν χώρο καλλιτεχνικού πειραματισμού, στην Πλάκα, όπου γίνονταν διάφορα χάπενινγκ με λόγους και μουσικοχορευτικά δρώμενα. Η χούντα έκλεισε την «Κιβωτό της Άμυ» με την δικαιολογία πως δεν διέθετε άδεια «μετά μουσικών οργάνων», και ο Αργυράκης έφυγε εκτός Ελλάδας· πρώτα στην Ισπανία, κατόπιν στο Λονδίνο και τέλος στην Κοπεγχάγη, όπου έζησε μέχρι το 1974 φιλοξενούμενος του γλύπτη Τάκη. Στην Κοπεγχάγη, εξέδωσε ένα δεύτερο σατιρικό λεύκωμα με σκίτσα και κείμενα υπό τον τίτλο Η πολιτεία έπλεε εις την Μελανόλευκον. 




Εξώφυλλο του Μίνου Αργυράκη για το LP του Μάνου Χατζιδάκι «Ο Καπετάν Μιχάλης και ο Κύκλος του C.N.S. με την Φλέρυ Νταντωνάκη και τον Σπύρο Σακκά» (1975) 




Σκηνικά και κοστούμια του Μίνου Αργυράκη για την «Πορνογραφία» (1982-83). 

 Όταν έπεσε η χούντα, επέστρεψε στην Ελλάδα. Το 1975 εικονογράφησε έναν αγγλικό ταξιδιωτικό οδηγό για την Ελλάδα (Fodor's Greece 1975). Το 1981 συνεργάστηκε για τελευταία φορά με τον Χατζιδάκι, δημιουργώντας τα σκηνικά και τα κοστούμια για την παράσταση της Πορνογραφίας. Το 1984 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα. Η υγεία του κλονίστηκε το 1990 και έκτοτε σταμάτησε να ζωγραφίζει. Τον Απρίλιο του 1997, κλείστηκε στο Αθηναϊκό Γηροκομείο. Πέθανε έναν χρόνο μετά, πριν προλάβει να δει αναδρομική του έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη (Οκτώβριος 1998)... 

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










ΚΥΒΕΛΗ (13 Ιουλίου 1888 - 26 Μαΐου 1978)

 

Η Κυβέλη (Σμύρνη 13 Ιουλίου 1888 - Αθήνα 26 Μαΐου 1978) υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες Ελληνίδες ηθοποιούς και επί σειρά ετών κυριάρχησε σε ρόλους κωμικούς και δραματικούς (commedienne) μαζί με τη σύγχρονη και εφάμιλλή της Μαρίκα Κοτοπούλη.

Λέγεται ότι γεννήθηκε στη Σμύρνη (σύμφωνα με άλλες εκδοχές το 1884 ή το 1887) και από τη νηπιακή της ηλικία βρέθηκε υπό την προστασία του Δημητρίου Λεονάρδου (ανώτερου δημόσιου υπαλλήλου) και των θετών γονέων της, του παπουτσή Αναστάσιου Αδριανού και της συζύγου του Μαρίας, που εργαζόταν στην οικία Λεονάρδου και η οποία είχε βρει τη μικρή έκθετη Κυβέλη το 1890, με ένα μενταγιόν στο λαιμό που έφερε το όνομά της.
Το θεατρικό της ταλέντο αναπτύχθηκε αυθόρμητα στις προσπάθειες που κατέβαλε για να ξαναφέρει το χαμόγελο στους θετούς γονείς της, που είχαν χάσει τον γιο τους στη Βραζιλία. Στο σπίτι του ζεύγους Αδριανού γνώρισε τη μικρή Κυβέλη ο καθηγητής ορθοφωνίας και απαγγελίας Μ. Σιγάλας, ο οποίος, αφού της έδωσε κάποια σειρά μαθημάτων το Μάρτιο του 1901, την παρουσίασε σε επίδειξη των μαθητριών του. Η Κυβέλη Αδριανού πήρε το πρώτο βραβείο που στάθηκε αφορμή για να αλλάξουν τα σχέδια των γονιών της να την κάνουν μοδίστρα.
Την ίδια εποχή άρχισε να λειτουργεί η Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου και η Κυβέλη γράφτηκε σ΄ αυτήν παρότι δεν είχε συμπληρώσει τα 15 της χρόνια. Τρεις μήνες όμως μετά, το Σεπτέμβριο του 1901, η σχολή εκείνη έκλεισε και προσέλαβε την Κυβέλη ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος στο θεατρικό όμιλο της Νέας σκηνής, που άρχισε τότε να καταρτίζεται από νεαρούς ερασιτέχνες, μεταξύ των οποίων ήταν ο Σωτήρης Σκίπης, ο Μήτσος Μυράτ, ο Διονύσης Δεβάρης, ο Άγγελος Σικελιανός και η αδελφή του Ελένη Πασαγιάννη. Στην πρώτη εμφάνιση της «Νέας Σκηνής» στη θεατρική παράσταση που δόθηκε στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών προς τιμή Ρουμάνων φοιτητών του Πανεπιστημίου, η Κυβέλη εμφανίζεται για πρώτη φορά στον πρωταγωνιστικό ρόλο ως Ιουλιέτα, στη πασίγνωστη σκηνή του κήπου του γνωστού έργου του Σαίξπηρ, Ρωμαίος και Ιουλιέτα.
Την επιτυχία της εκείνη ακολούθησαν οι εμφανίσεις της στην «Άλκηστη» του Ευριπίδη ως θεραπαινίδα, στην «Αγριόπαπια» του Ίψεν ως Εδβίγη, στη «Λοκαντιέρα» του Κάρλο Γκολντόνι ως θεατρινούλα, εκ των οποίων η θεατρική αναγνώρισή της υπήρξε γενική τόσο εκ μέρους του κοινού όσο και των κριτικών του θεάτρου. Έκτοτε αποτέλεσε κύριο πρόσωπο της Νέας Σκηνής και από τον ρόλο «του κακόμοιρου» που υποδύθηκε στο έργο του Αλφόνς Ντωντέ «Αρλεζιάνα» (28 Ιουλίου 1902) άρχισε να μεσουρανεί στη θεατρική σκηνή.
 Η Κυβέλη σε φωτογραφία
του 1926 και σε ηλικία
38 χρονών
Το 1906 δημιουργεί δικό της θίασο με τον Κ. Σαγιώρ, που διαλύθηκε σε λίγους μήνες λόγω αναχώρησής της στο Παρίσι. Με την επιστροφή της και μετά από μικρή συνεργασία με τον Σαγιώρ δημιουργεί αποκλειστικά δικό της θίασο. Μέχρι το 1932 η Κυβέλη ως θιασάρχης και πρωταγωνιστής ανέβασε πολλά έργα σημαντικών συγγραφέων Ελλήνων και ξένων μεταξύ των οποίων των Γρ. Ξενόπουλου, Σ. Σκίπη, Σπ. Μελά, Δ. Κορομηλά, Δ. Ταγκόπουλου, Πρίγκιπα Νικολάου, Θ. Συναδινού, Π. Χορν, Ι. Πολέμη, Δ. Μπόγρη, Αρ. Προβελέγγιου, Ν.Ι Λάσκαρη, Μ. Λιδωρίκη, Ίψεν, Ντ΄ Αννούτσιο, Μαίτερλιγκ, Γκόργκυ.
Το 1932 και 1934 συνεργάσθηκε με την καθιερωμένη αντίπαλό της Μαρίκα Κοτοπούλη, ως καλλιτεχνική αντίδραση στη δημιουργία του Εθνικού Θεάτρου (που είχε ιδρύσει ο τότε Υπουργός Παιδείας και μετέπειτα σύζυγός της Γεώργιος Παπανδρέου). Στη συνέχεια για οικογενειακούς λόγους αποσύρθηκε από τη σκηνή με μία μόνο έκτακτη εμφάνιση το 1942σε παραστάσεις του έργου του Σ. Μελά «Πίσω στη Γη».
Τον Απρίλιο του 1943 διαφεύγει με καΐκι στη Μέση Ανατολή, ακολουθώντας το σύζυγό της Γεώργιο Παπανδρέου στονΛίβανο, στην Αίγυπτο και στην Ιταλία, για να γυρίσει μετά την απελευθέρωση στην Αθήνα το 1944. Με την επιστροφή της και από το καλοκαίρι του 1950 συνεργάζεται με τη Μαρίκα Κοτοπούλη στο έργο «Τα παιδιά του Εδουάρδου», ακολούθως με το Εθνικό Θέατρο στο έργο «Δάφνη Λορεόλα» και το 1952 ξαναεμφανίζεται με τη Μαρίκα Κοτοπούλη στο έργο του Ζαν Κοκτώ «Τρομεροί γονείς».

Κινηματογράφος

Κακός δρόμος (1933)
Αστέρω (1937), με την κόρη της, Αλίκη Θεοδωρίδου - Νορ.
Η άγνωστος (1954) Λίνα Φλεριανού. Παίζει με την κόρη της, Αλίκη Θεοδωρίδου-Νορ, και την εγγονή της, Κυβέλη Θεοχάρη.

 Με τον Γ. Παπανδρέου 

Προσωπική ζωή

Η Κυβέλη παντρεύτηκε τρεις φορές: πρώτα τον μεγάλο ηθοποιό Μήτσο Μυράτ, με τον οποίο απέκτησε τον Αλέξανδρο και τη μετέπειτα γνωστή πρωταγωνίστρια Μιράντα Μυράτ, στη συνέχεια τον θεατρικό επιχειρηματία Κώστα Θεοδωρίδη, με τον οποίο απέκτησε την επίσης γνωστή πρωταγωνίστρια Αλίκη Νικολαΐδη - Θεοδωρίδη (σύζυγο του Πωλ Νορ - Νίκου Νικολαΐδη), και τέλος τον Γεώργιο Παπανδρέου (δεύτερη σύζυγος, με τον οποίο απέκτησε έναν ακόμη γιο τον Γιώργο), γιος του οποίου (από προηγούμενο γάμο) ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος υπήρξε και η μεγάλη της αδυναμία μέχρι το θάνατό της. Ως σύζυγος του Έλληνα Πρωθυπουργού αποτελούσε επί χρόνια το επίκεντρο της κοινωνικής ζωής στην Αθήνα.

Πολιτικές Προεκτάσεις

Η Κυβέλη μαζί με τη Μαρίκα Κοτοπούλη αποτέλεσαν για το θεατρόφιλο κοινό τα «ιερά τέρατα» του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου που δέσποζαν επί δεκαετίες. Οι πολιτικές πεποιθήσεις αυτών των ηθοποιών είχαν επηρεάσει και τη δημοτικότητά τους, ιδιαίτερα στη θερμή περίοδο του Εθνικού Διχασμού, κατά την οποία οι θεατρικές τους παραστάσεις αποτελούσαν πολιτικά γεγονότα. Οι βενιζελικοί έσπευδαν να χειροκροτούν την Κυβέλη και οι αντιβενιζελικοί τη Μαρίκα Κοτοπούλη. Οι θαυμαστές τους πολλές φορές προκαλούσαν επεισόδια, όταν συναντιόντουσαν μετά τις θεατρικές παραστάσεις στους αθηναϊκούς δρόμους.https://el.wikipedia.org/




"Ο γλάρος" του Άντον Τσέχωφ, Εθνικό Θέατρο, 1957.
Λυκούργος Καλλέργης (Ευγένιος Σεργέγεβιτς Ντορν), Κυβέλη (Ειρήνα Νικολάγιεβνα Αρκάντινα), Δέσπω Διαμαντίδου (Πωλίνα Αντρέγιεβνα), Βάσω Μανωλίδου (Νίνα Νικολάγιεβνα Ζαρέτσναγια), Θάνος Κωτσόπουλος (Βόρις Αλεξέγιεβιτς Τριγκόριν).

(από το αρχείο του Εθνικού Θεάτρου)
http://totheatro.blogspot.gr/2013/05/












Μέμος Μακρής (1 Απριλίου 1913 - 26 Μαΐου 1993)

 

Ο Μέμος Μακρής (Αγαμέμνων Μακρής) (Πάτρα 1 Απριλίου 1913 - Αθήνα 26 Μαΐου 1993) ήταν Έλληνας γλύπτης του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Πάτρα. Το 1919, η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα με δασκάλους τους Μιχάλη Τόμπρο, Επαμ. Θωμόπουλο και Κ. Δημητριάδη. Αναμίχθηκε γρήγορα στην καλλιτεχνική και πολιτιστική ζωή της δεκαετίας του '30.

Ήταν μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ).

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ο Μακρής πήρε μέρος με έντονη δράση στην Εθνική Αντίσταση. Μετά την απελευθέρωση συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι. Απελάθηκε από τη Γαλλία το 1950, λόγω των αριστερών πολιτικών πεποιθήσεών του και βρήκε πολιτικό άσυλο στην Ουγγαρία. Στην Ουγγαρία δραστηριοποιήθηκε ενεργά στην καλλιτεχνική, πολιτική και πολιτιστική κίνηση της χώρας, όπου καθιερώθηκε ως ένας από τους γλύπτες που εξέφραζαν την επίσημη αισθητική του κράτους με συνθέσεις μέσα στο πνεύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.

Το 1964, του αφαιρέθηκε η ελληνική υπηκοότητα, την οποία επανέκτησε το 1975 μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Το 1978 στην Εθνική Πινακοθήκη, πραγματοποιήθηκε η πρώτη αναδρομική έκθεσή του στην Ελλάδα .

Έργα

Μερικά από τα σημαντικότερα έργα του περιλαμβάνουν το μνημειώδες γλυπτό που αφιερώνεται στα θύματα του ναζιστικού στρατόπεδου συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν στην Αυστρία, το μνημείο στους Ούγγρους εθελοντές του Ισπανικού Εμφύλιου στη Βουδαπέστη, το μνημείο της απελευθέρωσης στο Πετς. Πολλά άλλα έργα του κοσμούν πλατείες και κτήρια σε όλη την Ουγγαρία.

Στην Κύπρο ξεχωρίζει για το εμβληματικό άγαλμα του Αρχιεπισκόπου Μακάριου φιλοτεχνημένο το 1987 στο προεδρικό μέγαρο στη Λευκωσία. Στην Ελλάδα είναι περισσότερο γνωστός για το γλυπτό του με τη μορφή του κεφαλιού του καθηγητή Νίκου Σβορώνου που βρίσκεται στο προαύλιο του Πολυτεχνείου, προς τιμήν των θυμάτων αγώνων απανταχού φοιτητών.

Το 2001, επί δημαρχίας Δημήτρη Αβραμόπουλου, τοποθετήθηκε ανδριάντας του Αρχιεπισκόπου και Εθνάρχη Κύπρου Μακαρίου στην Αθήνα στην συνοικία των Αμπελοκήπων. Το γλυπτό, φιλοτεχνημένο σε ορείχαλκο και ύψους 3.13μ., είναι δωρεά της Ιεράς Μονής Κύκκου προς το δήμο Αθηναίων και αποτελεί αντίγραφο του ανδριάντα που βρίσκεται στο Προεδρικό Μέγαρο της Κύπρου.

Επίσης, μπροστά στο Δημαρχείο Αμαρουσίου Αττικής, έχει στηθεί ολόσωμο άγαλμα από ορείχαλκο του ζωγράφου Γιάννη Τσαρούχη (1910 - 1989), έργο του Μέμου Μακρή, όπου ο Τσαρούχης απεικονίζεται με φουλάρι στο λαιμό και παλέτα στο χέρι του.


Χάλκινο άγαλμα στρατιώτη με αλαβέρδα, 1986. Έγγερ, Ουγγαρία.

Στην Ιεράπετρα της Κρήτης στον πεζόδρομο της πόλης, βρίσκεται το γλυπτό του που απεικονίζει την κόρη του με τίτλο "Η κόρη μου η Κλειώ" (1972).Επίσης στην πλατεία των Γιάννη και Μέμου Μακρή στο νέο σχέδιο πόλης τοποθετήθηκε το άγαλμα <<οι τρεις Κόρες >>πάνω σε ψηφιδωτό της Ζιζής Λουίζας Μακρή σε αρχιτεκτονική μελέτη της Γεωργίας.Μετινίδου Τα δυο αγάλματα είναι προσφορά του Γιάννη Μακρή στην Ιεράπετρα.

Πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια στην Αθήνα στις 2 τα ξημερώματα της 25 προς 26 Μαΐου 1993 και κηδεύτηκε από το Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών.



Μνημείο για τους Ούγγρους Αγωνιστές στις Ισπανικές Διεθνείς Ταξιαρχίες, 1970, Βουδαπέστη.


Χάλκινο άγαλμα στρατιώτη με αλαβέρδα, 1986. ΈγγερΟυγγαρία.




Ζευγάρι
, 1971
Σφυρήλατος χαλκός , 172 x 316 x 110 εκ.

Μνημείο Μαουτχάουζεν 


Άγαλμα του ζωγράφου Γιάννη Τσαρούχη, Μαρούσι.
(Φωτογράφηση του Δ. Σφήκα)


Νίκος Καχτίτσης ( 26 Φεβρουαρίου 1926 - 25 Μαΐου 1970)

 

Ο Νίκος Καχτίτσης ( 26 Φεβρουαρίου 1926 - 25 Μαΐου 1970) ήταν Έλληνας πεζογράφος της μεταπολεμικής γενιάς, ο οποίος έζησε για μεγάλο διάστημα και δημιούργησε στο Μόντρεαλ του Καναδά.
Ο Νίκος Καχτίτσης γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1926 στη Γαστούνη της Ηλείας, πέμπτο από τα έξι παιδιά του Θωμά και της Μελπομένης Καχτίτση (το γένος Λογοθέτη). Ο πατέρας του, με καταγωγή από την Ήπειρο (Κόνιτσα), ήταν σιδηροδρομικός των ΣΠΑΠ (Σιδηροδρόμων Πειραιώς-Αθηνών-Πατρών) και την περίοδο εκείνη υπηρετούσε στη Γαστούνη. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Μανωλάδα και την Πάτρα. Από τον Σεπτέμβριο του 1931 μέχρι τον Ιούνιο του 1935 φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο Βάρδας (κωμόπολης και σιδηροδρομικού κόμβου κοντά στη Μανωλάδα Ηλείας). Τον Σεπτέμβριο του 1935 ο πατέρας του μετατέθηκε στο Ναύπλιο όπου διέμεινε η οικογένεια μέχρι το καλοκαίρι του 1940, οπότε και μετακόμισε πάλι στη Βάρδα, διατηρώντας ωστόσο δεύτερο σπίτι στην Πάτρα όπου κατοίκησε ο Καχτίτσης.
Τον Σεπτέμβριο 1940 εγγράφεται στην Δ΄ τάξη του Α΄ Γυμνασίου Αρρένων Πατρών και αναπτύσσει στενή φιλία με τον κατά ένα χρόνο μεγαλύτερό του Ντίνο Ηλιόπουλο, γιο του Γυμνασιάρχη. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, μεταξύ Οκτωβρίου 1942 και Μαρτίου 1943, οι συμμαθητές και φίλοι Ν. Καχτίτσης, Ντ. Ηλιόπουλος, Λ. Μπαζός, Σπύρος Στεφανόπουλος (αδελφός του μετέπειτα Προέδρου της Δημοκρατίας, Κωστή Στεφανόπουλου), Μαρία Στοφόρου [Μανωλάκου], όντας σε επικοινωνία με τον Γιώργη Παυλόπουλο στον Πύργο Ηλείας (όπου εξεδίδετο το νεανικό, πατριωτικό περιοδικό "Οδυσσέας"), αποφασίζουν την έκδοση, σε χειρόγραφη μορφή, ενός φιλολογικού πατριωτικού περιοδικού, της "Μέλισσας".
Στις 20 Δεκεμβρίου ετοιμάζεται ένα πρώτο σχεδίασμα. Ο Καχτίτσης καλλιγραφεί ιδιοχείρως τα πρώτα τέσσερα αντίτυπα, τα οποία κυκλοφορούν από χέρι σε χέρι μεταξύ 15 και 20 Μαρτίου 1943. H έκδοση αναστέλλεται ύστερα από ανώνυμες επιστολές "με την απειλή πως αν τολμήσει να εμφανισθεί το αναρχικό έντυπο "θα καταγγελθείτε εις τας Αρχάς Κατοχής ως αντιτιθέμενοι στο κρατούν καθεστώς"" (Μαρία Mανωλάκου, "Ο έφηβος Νίκος Καχτίτσης", περιοδικό "Γράμματα και Τέχνες", τχ. 46, Ιούλιος-Αύγουστος 1986, σ. 5). Απογοητευμένα, τα περισσότερα μέλη της συντακτικής επιτροπής εντάσσονται στις τάξεις της ΕΠΟΝ. Ο Καχτίτσης διατηρεί στενές σχέσεις με τα υπόλοιπα μέλη, ωστόσο δεν εντάσσεται στην ΕΠΟΝ. Λίγο πριν από την απελευθέρωση της Πάτρας από τον ΕΛΑΣ, στις 4 Οκτωβρίου 1944, συλλαμβάνεται και κρατείται από τα Τάγματα Ασφαλείας, επειδή διατηρούσε αλληλογραφία με τον στενό του φίλο, Λάκη Μπαζό, ενταγμένο τότε στην ΕΠΟΝ.
Στις 24 Μαρτίου 1949, ενώ ο Εμφύλιος συνεχιζόταν, παρουσιάστηκε στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Τριπόλεως. Απολύθηκε από τον Ελληνικό Στρατό ύστερα από τριάμισι χρόνια θητείας στις 21 Ιουλίου 1952 με τον βαθμό του εφέδρου ανθυπολοχαγού. Στις 24 Ιανουαρίου 1953 αναχώρησε αεροπορικώς από την Αθήνα -μέσω Παρισιού, Μπορντώ και Τύνιδας- για τη Ντουάλα του γαλλικού Καμερούν, όπου είχε προσληφθεί ως λογιστής στη βρετανική εταιρεία Paterson, Zochonis & Co Ltd. Επέστρεψε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1955.
Τον Ιούνιο του 1956 έλαβε επίσημη πρόσκληση από τη Θάλεια Τσαπουλάρη να μεταβεί στον Καναδά ως επίσημος μνηστήρας της. Μετά από σύντομη διαμονή στο Παρίσι και το Λονδίνο, στις 6 Ιουλίου αναχώρησε από το Σαουθάμπτον με το υπερωκεάνιο Ascania για το Μόντρεαλ. Στις 27 Οκτωβρίου νυμφεύτηκε τη Θάλεια Τσαπουλάρη στον ορθόδοξο ναό της Αγίας Τριάδας στο Μόντρεαλ με κουμπάρο τον νεανικό του φίλο Ντίνο Ηλιόπουλο. Στο Μόντρεαλ θα βιοποριστεί με ποικίλες εργασίες: κατ' οίκον διδασκαλία αγγλικών και γαλλικών σε ομογενείς, υπάλληλος ταξιδιωτικού πρακτορείου και επίσημος δικαστικός διερμηνέας, εργασία που θα αποτελέσει την κύρια πηγή εσόδων του. Στις 11 Ιανουαρίου 1962 γεννήθηκε ο γιος του Θωμάς-Κωνσταντίνος.
Με την κήρυξη της Δικτατορίας, στις 21 Απριλίου 1967 και ακολουθώντας την τακτική πολλών Ελλήνων συγγραφέων, ο Καχτίτσης παύει να τυπώνει κείμενα στην ελληνική γλώσσα. Εξαίρεση στον κανόνα η υπό την εκδοτική επωνυμία "Λωτοφάγος" έκδοση τον Δεκέμβριο του 1967 του "Ήρωα της Γάνδης". Τον Μάιο του 1968 ως εκδότης πλέον τύπωσε τις "Πρόκες" του Γ. Δανιήλ και πάλι υπό την εκδοτική επωνυμία του "Λωτοφάγου". Αμφότεροι τόμοι στοιχειοθετήθηκαν στα πιεστήρια όπου τυπωνόταν η ημερήσια ομογενειακή εφημερίδα "Το Ελληνοκαναδικό Βήμα". Το καλοκαίρι του 1968 εγκατέστησε στο υπόγειο του σπιτιού του ένα χειροκίνητο πιεστήριο και τύπωσε υπό τη διακριτική επωνυμία "Anthelion Press" στην αγγλική γλώσσα κείμενα δικά του, του Ε. Χ. Γονατά και άλλων καθώς και τρία αντιδικτατορικά τομίδια. Άνθρωπος διηνεκώς κατεχόμενος από φοβίες και λόγω της ημιεπίσημης θέσης του ως δικαστικού διερμηνέως, εξέδωσε τις ανωτέρω εκδόσεις ανωνύμως. Παράλληλα δημοσίευσε με ψευδώνυμο σειρά άρθρων στο "Ελληνοκαναδικό Βήμα" στα οποία παίρνει θέση κατά της Δικτατορίας.
Στις 6 Απριλίου 1970 διαγιγνώσκεται ότι πάσχει από οξεία λευχαιμία. Στις 17 Μαΐου έφτασε στην Αθήνα και την επομένη στην Πάτρα, όπου διέμεινε σε συγγενείς του. Δύο ημέρες πριν πεθάνει εισήχθη στο Νοσοκομείο της Πάτρας όπου και εξέπνευσε στις 25 Μαΐου 1970. Ενταφιάστηκε στις 26 Μαΐου το απόγευμα στον οικογενειακό τάφο σε μια πλαγιά του Α΄ Νεκροταφείου Πατρών, αλλιώς Νεκροταφείου των Αγγέλων.

Το έργο του

Το πρώτο δημοσίευμα του Καχτίτση ήταν ένα, βραβευμένο σε διαγωνισμό, ποίημα που δημοσιεύτηκε με ψευδώνυμο στη "Διάπλαση των Παίδων" (Αθήνα) το καλοκαίρι του 1941. Το δεύτερο, το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς, ένα ποίημα στο "Νεολόγο Πατρών" για έναν πεθαμένο από πείνα φίλο του. Υπήρξε εκδότης και βασικός συντελεστής των βραχύβιων περιοδικών "Μέλισσα" (σε χειρόγραφή μορφή, ένα τεύχος, Πάτρα, Οκτώβριος 1942-Μάρτιος 1943) και "Νέος Ρυθμός" (σε έντυπη μορφή, δύο τεύχη, Πάτρα, Φεβρουάριος και Μάρτιος 1945), όπου δημοσίευσε ποικίλα κείμενα (πεζά, επιγράμματα, χρονογραφήματα). Από το 1945 και εξής δημοσίευσε συνεργασίες του στα περιοδικά: "Παλμός" (Αθηνών), "Νέος Άνθρωπος" (Πατρών), "Βωμός" (Πύργος), "Μορφές" (Θεσσαλονίκη), "Εννέα Οδοί" (Καβάλα).
Το 1949, έγραψε μία συλλογή ποιημάτων στα αγγλικά με τίτλο "Vulnerable Point" ("Τρωτό σημείο"), η οποία εκδόθηκε τελικά από τον ίδιο στο Μόντρεαλ το 1968. Τρία από τα ποιήματα δημοσιεύτηκαν, το 1950, στο περιοδικό "Symposium" (Πάτρα) που εξέδιδε η Βρετανική Ακαδημία, Παράρτημα Πατρών.
Μεταπολεμικά, μεταξύ 1950 και 1952, ο Καχτίτσης συνέταξε χειρόγραφα τεύχη ("περιοδικά"), πάντα σε ένα και μοναδικό αντίτυπο, τα οποία εν είδει προσωπικής αλληλογραφίας ενεχείριζε ή απέστελλε σε φίλους του (Γ. Παυλόπουλο, Ν. Πεντζίκη, Ε. Χ. Γονατά). Τα τεύχη είχαν τους εξής χαρακτηριστικούς τίτλους: "Η Ουλή", "Ρίψασπις", "Λωτός", "Η Σάλπιγξ", "Η εικονογραφημένη Γάνδη", "Η πολιορκημένη Γάνδη" (κυκλοφόρησε σε φωτογραφική αναπαραγωγή με το αφιέρωμα της Νέας Εστίας [2003]). Μεταξύ 14 Φεβρουαρίου 1954 και 6 Μαρτίου 1955, από την Ντουάλα (Γαλλικό Καμερούν), αλλά και κατά τη διάρκεια του ακτοπλοϊκού ταξιδίου επανόδου του στην Ευρώπη απέστειλε αμισθί δεκαεννέα ανταποκρίσεις στην εφημερίδα "Ελευθερία", ευελπιστώντας, ματαίως όπως αποδείχθηκε, ότι με την επιστροφή του στην Αθήνα θα προσληφθεί ως μόνιμος συντάκτης.
Δημοσίευσε, στην ώριμη περίοδό του, κυρίως σε περιοδικά της Θεσσαλονίκης ("Διαγώνιος" και "Νέα Πορεία"). Στον Καναδά δημοσίευσε ορισμένα βιβλιοκριτικά άρθρα, το 1957, στην αγγλόφωνη εφημερίδα "The Montreal Star" και ποικίλα άρθρα στην ελληνική γλώσσα στην ομογενειακή εφημερίδα "Ελληνοκαναδικό Βήμα" από το 1964 μέχρι τον θάνατό του το 1970.
Οι πρώτες εκδόσεις των πεζογραφικών έργων του, στα τέλη του ΄50 και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '60, έγιναν με έξοδα του ίδιου του Καχτίτση (ιδίοις αναλώμασιν), σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, είτε από μικρούς εκδοτικούς οίκους ("Διαγώνιος", "Πρώτη Ύλη") που έθεσαν στη διάθεσή του την επωνυμία τους, είτε από εκδοτικούς οίκους που δημιούργησε ο ίδιος ο Καχτίτσης (π.χ. "Λωτοφάγος").

Ήσαν οι εξής:

- "Ποιοί οι φίλοι", "Διαγώνιος", Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 1959 (ανασελιδοποιημένο ανάτυπο από το περιοδικό "Διαγώνιος", Έτος δεύτερο, τχ. 2, καλοκαίρι [Σεπτέμβριος] 1959,με επιμέλεια και εξώφυλλο Κάρολου Τσίζεκ)

- "Η ομορφάσχημη" (άσκηση), "Διαγώνιος", Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 1960 (ανασελιδοποιημένο ανάτυπο από το περιοδικό "Διαγώνιος", Έτος τρίτο, τχ. 2, καλοκαίρι [Ιούνιος] 1960, με επιμέλεια και εξώφυλλο Κάρολου Τσίζεκ)

- "Το ενύπνιο", ιδίοις αναλώμασιν, Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 1960 (αναθεωρημένο κείμενο σε σχέση με την α΄ δημοσίευση στο περιοδικό "Νέα Πορεία" με επιμέλεια, εικονογράφηση και εξώφυλλο Κάρολου Τσίζεκ) (α΄ δημοσίευση: "Ένα ενύπνιο του Γ.Π.", περιοδικό "Νέα Πορεία", τχ. 53-54, Θεσσαλονίκη, Ιούλιος-Αύγουστος [Σεπτέμβριος] 1959, σ. 256-267).

- "Ο εξώστης", εκδ. "Πρώτη Ύλη" [ιδίοις αναλώμασιν], Αθήνα, Δεκέμβριος 1964 (αλλά τυπωμένο στη Θεσσαλονίκη με επιμέλεια και εξώφυλλο Κάρολου Τσίζεκ).

- "Η περιπέτεια ενός βιβλίου", ιδίοις αναλώμασιν, Μόντρεαλ, Ιούνιος 1965 (αλλά τυπωμένο στον Πύργο Ηλείας με επιμέλεια Γιώργη Παυλόπουλου).

- "Ο ήρωας της Γάνδης", εκδ. "Λωτοφάγος" [ιδίοις αναλώμασιν], Μόντρεαλ, Δεκέμβριος 1967 (το ήμισυ του τόμου στοιχειοθετήθηκε στον Πύργο Ηλείας με επιμέλεια Γιώργη Παυλόπουλου, ενώ από τη σελίδα 208 κ.ε. στο Μόντρεαλ από τον ίδιο τον Καχτίτση στο τυπογραφείο που τυπωνόταν το "Ελληνοκαναδικό Βήμα").

Μετά την κήρυξη της Δικτατορίας δημοσίευσε λογοτεχνικά κείμενα αποκλειστικά στην αγγλική γλώσσα (εκτός από τον "Ήρωα της Γάνδης" που η εκτύπωσή του ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 1967) μόνον δύο μικρά τομίδια: το πρώτο (1968) περιλαμβάνει την ποιητική συλλογή "Vulnerable Point" που είχε γράψει το 1949 και το δεύτερο ένα και μοναδικό ποίημα που αποτελεί και το κύκνειο άσμα του: "New Year's Rhapsody or The Poor Beggar's Lyre" by Nicholas Prior (1769), Anthelion Press, Μόντρεαλ, 1970 (;). Το κρυπτικο ψευδώνυμο Nicholas Prior (1769) μπορεί ν' αποκρυπτογραφηθεί ως "Νικόλαος ο προ του 1967". Το ερωτηματικό στη χρονολογία είναι ενδεικτικό της κατάστασής του και των αμφιβολιών που τον έζωναν πλέον για τη ζωή του.

Η πρώτη απόπειρα επανέκδοσης του έργου του μετά τον θάνατο του συγγραφέα, έγινε από το στενό φίλο και αλληλογράφο του, Τάκη Σινόπουλο, το 1976, αλλά απέδωσε μόνο έναν τόμο. Δεν είχε συνέχεια λόγω της εμπλοκής του Σινόπουλου σε διαμάχη με τη χήρα του τεθνεώτος συγγραφέως. Η επανέκδοση του συνόλου των βασικών του έργων από τις εκδόσεις "Στιγμή", με την επιμέλεια του Ε. Χ. Γονατά, μεταξύ 1985 και 1988 απετέλεσε τη σημαντικότερη συμβολή στη μεταθανάτια αναγνώριση του Καχτίτση, σε συνδυασμό με τη δημοσίευση, με τη διακριτική παρέμβαση του Ε. Χ. Γονατά, πολλαπλών αφιερωμάτων σε λογοτεχνικά περιοδικά (π.χ. "Αντί", 1985, "Η λέξη", 1986, κ.ά.).

Η επανέκδοση από τον Κέδρο, με προτροπή του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου, του "Ήρωα της Γάνδης" το 1997 και των τριών αφηγημάτων ("Ποιοι οι φίλοι, Η ομορφάσχημη, Το ενύπνιο") το 2003 είχε μικρή απήχηση, όπως άλλωστε και η ανθολογία της Μ. Λαϊνά το 1995, από τις εκδόσεις Μπάστας. Τον Αύγουστο του 2012 κυκλοφόρησε η τρίτη, νέα έκδοση του "Εξώστη" εγκαινιάζοντας την επανέκδοση του συνόλου του έργου του από τις εκδόσεις Κίχλη σε επιμέλεια Βίκτωρα Καμχή και Γιώτας Κριτσέλη.

Ο χαρακτήρας του έργου του

Τα πεζά, αλλά και τα λιγοστά ποιήματα του Καχτίτση διακατέχονται από μία διαρκή αγωνία και ένα άγχος που συνθλίβει τον άνθρωπο. Οι ήρωές του είναι παγιδευμένοι στις ενοχές που προκαλεί ένα μακρινό παρελθόν και αδυνατούν να απεμπλακούν από την κατάσταση αυτή. Όλοι οι χαρακτήρες του "Εξώστη" και του "Ήρωα της Γάνδης" είναι καχύποπτοι και προσπαθούν να εξοντώσουν ψυχολογικά ο ένας τον άλλον. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ήρωες του Καχτίτση, και κυρίως ο ετερώνυμος ήρωάς του, Στοπάκιος Παπένγκους, είναι άτομα με έντονες εμμονές που ζουν ή συνδέονται με τη διηνεκώς πολιορκημένη φανταστική πόλη Γάνδη, η οποία ουδεμία σχέση έχει με την ομώνυμη πόλη του Βελγίου την οποία ο Καχτίτσης ουδέποτε επισκέφθηκε.

Ο αφηγηματικός κόσμος του Καχτίτση κυριαρχείται από την ενοχή. Στην αφηγηματική τεχνική συνδυάζει την παρωδία και την ανατροπή των κλασικών τεχνικών αφήγησης. Ο Καχτίτσης, φανατικός λάτρης του βιβλίου, δέχθηκε κυρίως επιδράσεις από τα ρεύματα του ευρωπαϊκού αισθητισμού και συμβολισμού πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα μοντέλα του ήταν κλασικοί προπολεμικοί συγγραφείς όπως ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ο Τζέιμς Τζόυς, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Φραντς Κάφκα και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Το έργο του επίσης συνδεέται με την μεταπολεμική πεζογραφική παραγωγή της Θεσσαλονίκης, κυρίως με την λεγόμενη σχολή του εσωτερικού μονολόγου (Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης, Γιώργος Δέλιος κ.ά.). Ο Καχτίτσης υπέφερε από τις πληγές που άφησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και από τις διάφορες προσωπικές δυσκολίες.

Βιβλιογραφικές αναφορές

Περισσότερες βιογραφικές και βιβλιογραφικές πληροφορίες για τον Ν. Καχτίτση περιλαμβάνονται στις εξής πηγές:
Τάκης Σινόπουλος (επιμ.), "Σελίδες για το Νίκο Καχτίτση", στο "Νεοελληνικός Λόγος/Ετήσια Κριτική Επιθεώρηση Λόγου και Τέχνης: Το πνευματικό και καλλιτεχνικό 1974", τ. 24, εκδ. Μίνωας, Αθήνα, Ιανουάριος 1974 [=1975], σ. 49-101, Τάκης Δόξας , "Καχτίτσης Νίκος", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 8, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Γιώργος Δανιήλ, "Ο λεπιδοπτερολόγος της αγωνίας Νίκος Καχτίτσης: εισαγωγή στη ζωή του, ανέκδοτες επιστολές, πρωτότυπα κείμενα", (επιμ. Ε.Χ. Γονατάς), Αθήνα, Νεφέλη, 1981, Αλέξης Ζήρας, "Καχτίτσης Νίκος", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 4, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, "Νίκος Καχτίτσης", στο "Η μεταπολεμική πεζογραφία· από τον πόλεμο του '40 ως τη δικτατορία του '67", τ. Δ΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1988, Σταύρος Ζουμπουλάκης (επιμ.), "Αφιέρωμα στον Νίκο Καχτίτση", περιοδικό "Νέα Εστία", τχ. 1755, Απρίλιος 2003, σ. 503-684, Αλέξης Ζήρας, "Καχτίτσης Νίκος", στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα, Πατάκης, 2007, σ. 1069-1070, Βίκτωρ Καμχής (επιμ.), "Πρώτη ύλη για τη διηνεκή επιστολή: Επιστολές του Νίκου Καχτίτση στον Ε.Χ. Γονατά και άλλα τεκμήρια για την εκ του μακρόθεν σχέση τους: εισαγωγή, σημειώσεις, βιβλιογραφία Βίκτωρ Καμχής", περιοδικό "Οροπέδιο", τχ. 11, Φεβρουάριος 2012, σ. 597-823, και Βίκτωρ Καμχής, "Χρονολόγιο σε α΄ και γ΄ πρόσωπο", στο Επίμετρο του Νίκος Καχτίτσης, "Ο εξώστης", εκδόσεις Κίχλη, Αύγουστος 2012, σ. 187-226.
Ο ΕΞΩΣΤΗΣ 

"Ο ήρωας του Εξώστη, για να γλιτώσει, καταφεύγει στην Αφρική. Αλλά, ενώ γλιτώνει από τους εχθρούς του, δεν μπορεί να διαφύγει την τιμωρία από τον κυριότερο κατήγορο: τον εαυτό του. Βλέπει οράματα, περνάει νύχτες και νύχτες αϋπνίας. Η μοναξιά, το κλίμα κ.λπ. τον σκοτώνει, όπως επίσης και οι αναμνήσεις. Τέλος, έπειτα από πολυετή παραμονή στην κόλαση της Αφρικής, δύο εφιαλτικά περιστατικά ανασκαλεύουν και ξεσκεπάζουν ένα παρελθόν που είχε κατορθώσει με τα ψέματα να κρύψει από τον εαυτό του. Η όλη ιστορία τελειώνει με τον ήρωα παίρνοντα την απόφαση ν' αυτοκτονήσει κατά τον εξής τρόπο: Διώχνει τους υπηρέτες του, κόβει κάθε σχέση με τις γνωριμίες του (που έχει στην αποικιακή αυτή πόλη), και αποτραβιέται για πάντα στην έπαυλή του [...], μέσα στην ενδοχώρα της ζούγκλας, αποφασισμένος να πεθάνει από την ασιτία, και από την ασφυξία που θα του εξασφαλίσουν τα διάφορα φυτά της Αφρικής, τα οποία, με τον γιγαντισμό και την επεκτατικότητα που τα διακρίνει, θα φράξουν μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα τις πόρτες, τα παράθυρα, κάθε άλλο άνοιγμα..."

Επιστολή του Ν. Καχτίτση στον Γιώργη Παυλόπουλο, 3.3.1963

Στο βιβλίο έχω επιχειρήσει να δώσω την ατμόσφαιρα ενός ξενοδοχείου […], την τροπική ατμόσφαιρα, την ατμόσφαιρα της πολιορκίας, την ατμόσφαιρα του σπιτιού ενός, στη Γάνδη, και ιδιαίτερα του γραφείου του, που βλέπει προς ένα φθινοπωρινό κήπο, κ.λπ. -όλα κάτω από ένα αμυδρό φως, και ορώμενα πλαγίως κάπως, και όχι κατευθείαν.

Ν. Καχτίτσης, επιστολή στον Γ. Παυλόπουλο, 2.7.1964


«Ο εξώστης» Κεφάλαιο 1

«…ένα ταξίδι τόσο μακρινό, δεν κατάφερε να μου εξασφαλίσει τη γαλήνη που ζητούσα [...] αργά το κατάλαβα πως το σαράκι το κουβαλάω μέσα μου όπου και να βρεθώ.
Γράφω εν κεντρική Αφρική την 27ην ή 28ην Ιουνίου 19…, και ώραν 3ην πρωινήν, με τα πρώτα κοράκια, εντός της βιβλιοθήκης της ιδιοκτήτου, και ικανής να στεγάσει ένα λόχο, επαύλεώς μου, ευρισκομένης εις τα κράσπεδα της πόλεως, και παρά τας εκβολάς του ποταμού Βούρι, όπου κατοικώ εγώ κι ο κούκος από επταετίας.

Ο κάτωθι υπογεγραμμένος, Σ. Π…, πρώην αρχαιοπώλης και ιδιοκτήτης ξενοδοχείων, και πάλαι ποτέ επιφανής κάτοικος της πόλεως Γάνδης, δηλώ υπευθύνως, και εν γνώσει των συνεπειών του νόμου περί ψευδούς δηλώσεως, ότι βρίσκομαι από ψυχολογικής απόψεως στα πρόθυρα της καταστροφής ότι οικονομικώς κοντεύω να καταρρεύσω και ότι η υγεία μου έχει κλονισθεί στο απροχώρητο. Το τελευταίο το αποδίδω όχι τόσο στα χρόνια που με πήραν, όσο στις αϋπνίες, στο άγχος που μου φέρνουν οι αναμνήσεις και οι τύψεις, και στους ρευματισμούς αρκεί να πω πως αυτή τη στιγμή που γράφω φορώ γάντια μέχρι τους ώμους και με δυσκολία σφίγγω την πένα.

Δηλώ επίσης, αυτή την πρωινή ώρα που μπορεί κάλλιστα να υπογράφω την καταδίκη μου (καλώ τους ενδιαφερομένους να επωφεληθούν της ευκαιρίας), ότι δύο πρόσφατα περιστατικά εχτύπησαν το τελευταίο κουδουνάκι μέσα στην ψυχή μου, και ότι βλέπω πως δε μου απομένει τώρα παρά ο θάνατος.

Δηλώ επιπροσθέτως, εις επήκοον των νυχτερίδων, των κουνουπιών, των μάντηδων, των απαισίων τριγμών των επίπλων μου, που είχα την απερισκεψία να κουβαλήσω μαζί μου από την Ευρώπη, και τέλος της βροχής, που δεν εννοεί να σταματήσει μέρες τώρα, ότι ή έτσι ή αλλιώς δεν έχω λόγο υπάρξεως. Και ότι αν, ο μη γένοιτο (αυτό το λέω με ειρωνεία), με βρουν καμιά μέρα οι υπηρέτες μου μπρούμυτα στο πάτωμα, με τα λευκά μου μουσκεμένα στο δικό μου αίμα, ή πεθάνω δηλητηριασμένος, ή από όποια άλλη αιτία (έχω στο νου μου πολλές), αυτό θα είναι από υπαιτιότητα δική μου. Αν είναι από υπαιτιότητα άλλου, τόσο το καλύτερο. Περιττό να τονίσω ότι δεν πρέπει να ενοχοποιηθεί κανένας από τους υπηρέτες μου, παρόλο που θα είχαν το δικαίωμα να με σπάσουν στο ξύλο γιατί ομολογουμένως τους έχω πρήξει το συκώτι με τις παραξενιές μου. Αλλά ακόμα κι αν αποδειχθεί κάτι τέτοιο από τα σοφά πουλιά της αστυνομίας, που έρχονται στην αποικία για να τρώνε έξι φορές την ημέρα, δικαιολογώ τους δολοφόνους μου προκαταβολικά, γιατί όχι μόνο μου αξίζει, όπως θα αποδείξω παρακάτω, αλλά και έχω απόλυτη ανάγκη από κάποιο λυτρωμό. Να μην ξεχάσω να βάλω την υπογραφή μου στο τέλος. Το χειρόγραφό μου θα το αφήσω σε εμφανή θέση, πάνω στο προσκέφαλό μου, ή μέσα από τα τζάμια της βιβλιοθήκης, ώστε να βρεθεί οπωσδήποτε. Όχι, θα το αφήσω καλύτερα στη θυρίδα μου της τραπέζης, μαζί με τις ομολογίες. Μπορεί να το στείλω στις αρχές, μέσα σε σφραγισμένο φάκελο, με την παράκληση ν’ ανοιχθεί όταν θα έχω πεθάνει. Πάντως θα ιδώ τι θα κάνω.

Ούτε ν’ αποδοθεί ο θάνατός μου σε κανέναν από τους εχθρούς που απόχτησα στην πατρίδα μου με τον πόλεμο. Θα τους ήταν αδύνατο να με ανακαλύψουν στο καταφύγιο που έχω βρει. Έχω αλλάξει το όνομά μου, ζω σε αποικία που ανήκει σε άλλη επικράτεια – οπότε τρέχα γύρευε. Εξασφάλισα απόλυτη εχεμύθεια, αφού πλήρωσα αδρά πρόσωπα ευυπόληπτα που ξέρουν να το ράβουν. Αυτοί που κανόνισαν τη φυγή μου έχουν μεσάνυχτα ποιος είμαι. Ακόμα και οι φίλοι μου οι παιδικοί δεν ξέρουνε πού βρίσκομαι. Μερικοί νομίζουνε ότι πέθανα στη λαίλαπα του πολέμου – εννοώ τις τελευταίες μέρες. Πού να ξέρανε! Επί του προκειμένου, θα ήταν ασυγχώρητη παράλειψη αν δεν απηύθυνα τις θερμές μου ευχαριστίες στον σχετικά άγνωστό μου κύριο Φ…, που με τη συμπάθεια που μου έδειξε, και μ’ ένα αναλόγως μέτριο ποσό που προθυμοποιήθηκα να του εγχειρίσω, μ’ εβοήθησε, εφοδιάζοντάς με μέ τα απαραίτητα χαρτιά. Εύγε του ας είναι καλά. Μαθαίνω ότι έχει από τότε αποσυρθεί από τη ζωή, και απολαμβάνει, στον ολάνθιστο κήπο του, που πληροφορούμαι ότι τον έχει στολίσει ωραία, τα αγαθά ενός ήσυχου βίου.

Ουσιαστικά, έπαψα να φοβάμαι εδώ και εφτά χρόνια, από τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στη σκάλα του πλοίου, με το οποίο έκανα ένα ομολογουμένως ονειρώδες ταξίδι. Ο μόνος που ξέρει ποιος είμαι βρίσκεται εδώ. Αλλά τι μ’ ενδιαφέρουν πλέον όλα αυτά; Τι κάθομαι και ζαλίζω το κεφάλι μου με κάτι τέτοια, τη στιγμή που, όπως είπα και παραπάνω, εκείνο που μ’ ενδιαφέρει είναι να δοθεί ένα τέλος σε όλα. Η καλοσύνη μου δεν έχει όρια πάω να εξιλεώσω προκαταβολικά τους δολοφόνους μου. Τέτοιος ηλίθιος είμαι.

Για ν’ αποδείξω ότι δεν αστειεύομαι, προσθέτω πως εύχομαι να με βρει ο θάνατος σε καμιά από τις περιπλανήσεις που κάνω σαν τρελός, μόνος μου, μέχρι τα μύχια της ζούγκλας, στην αγωνία μου να σκοτώσω το χρόνο, και να κουραστώ για να μπορέσει να με πάρει λίγο ο ύπνος το βράδυ – αν και ξέρω ότι αυτά είναι μπαλώματα. Τέλος, εύχομαι να με σωριάσει νεκρό καμιά ηλίαση, αλλά πολύ αμφιβάλλω, γιατί έχω το συνήθειο να κυνηγάω τις σκιές.
http://nikos-kachtitsis.blogspot.com/

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/












Λιλίκα Νάκου (24 Φεβρουαρίου 1904-25 Μαΐου 1989)

 

Η Λιλίκα Νάκου γεννήθηκε στη συνοικία της Πλάκας στην Αθήνα, κόρη του δικηγόρου Λουκά Νάκου και της αριστοκρατικής καταγωγής Ελένης Παπαδοπούλου. Ο πατέρας της ήταν σοσιαλιστής και διετέλεσε δυο φορές υπουργός με την παράταξη του Βενιζέλου. Η μητέρα της ήταν αδελφή της λογοτέχνιδας Αρσινόης Παπαδοπούλου. Η Νάκου μαθήτευσε στο ιδιωτικό δημοτικό σχολείο της Χιλλ. Όταν ήταν δώδεκα ετών οι γονείς της χώρισαν και η ίδια εγκαταστάθηκε με τη μητέρα της στη Γενεύη, όπου τέλειωσε το γυμνάσιο, πήρε μαθήματα πιάνου και σπούδασε στη Φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου της Γενεύης. Μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου έφυγε με τη μητέρα της για το Παρίσι. Σπούδασε γαλλική λογοτεχνία στη Σορβόννη, ήρθε σε επαφή με τους σοσιαλιστικούς κύκλους του Παρισιού μέσω του Henry Barbusse (που σχετιζόταν με τον πατέρα της, ο οποίος την ίδια περίοδο διατηρούσε δικηγορικό γραφείο στο Παρίσι) και εργάστηκε σε γαλλικούς εκδότες ως lectrisse. Στη Γαλλία γνωρίστηκε επίσης με τους Romain Rolland και Miguel de Unamuno. Στην Ελλάδα επέστρεψε στις αρχές της δεκαετίας του ’30 και λόγω οικονομικών προβλημάτων εργάστηκε από το 1934 ως δασκάλα Ωδικής, αρχικά στο Ρέθυμνο και στη συνέχεια στα Πατήσια. Την ίδια χρονιά πέθανε ο πατέρας της. Δύο χρόνια αργότερα εγκατέλειψε τη διδασκαλία και αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Ακρόπολις και το Έθνος (ανταποκρίτρια και στο εξωτερικό), καθώς και με τα περιοδικά Νέα Εστία, Νεοελληνικά Γράμματα, Φιλολογική Πρωτοχρονιά, Ο κύκλος κ.α. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έχασε τη μητέρα της από την πείνα, έπεσε σε οικονομική εξαθλίωση, σώθηκε από λιμοκτονία από τον Ερυθρό Σταυρό, ανέπτυξε δράση υπέρ των διωγμένων κομμουνιστών και εργάστηκε εθελοντικά στο νοσοκομείο παίδων της ριζαρείου. Μετά την απελευθέρωση επισκέφτηκε ξανά την Ελβετία και ταξίδεψε στο εξωτερικό για οχτώ χρόνια περίπου. Η υγεία της γνώρισε έντονα προβλήματα ήδη πριν τη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της επισκεπτόταν συχνά την Ικαρία για θεραπευτικούς λόγους. Πέθανε στην Αθήνα. Την πρώτη της εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε στο Παρίσι, δημοσιεύοντας διηγήματα και νουβέλες σε περιοδικά όπως τα Monde, Clarte, Nouvelles Litteraires. Το 1928 η Γαλάτεια Καζαντζάκη δημοσίευσε μετάφραση της Φωτεινής της Νάκου από τα γαλλικά στην εφημερίδα Πρωία. Γνωστή στην Ελλάδα έγινε ωστόσο το 1932 με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων Η Ξεπάρθενη, ενώ την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με το Νίκο Καζαντζάκη και μπήκε στο λογοτεχνικό κύκλο της Δεξαμενής (Βάρναλης, Θεοτόκης, Καμπύσης κ.α.), μέσω του οποίου ήρθε σε επαφή με τη νεοελληνική λογοτεχνία. Μέχρι τότε τα διαβάσματά της στρέφονταν σχεδόν αποκλειστικά στο χώρο της γαλλικής και ρωσικής λογοτεχνίας (ιδιαίτερα θαύμαζε τους Ντοστογιέφσκι και Τολστόι). Η Λιλίκα Νάκου τοποθετείται στο χώρο της μεσοπολεμικής ελληνικής πεζογραφίας. Η γραφή της στηρίζεται πάντα σε προσωπικά της βιώματα και κινείται στα πλαίσια του κοινωνικού και ψυχογραφικού ρεαλισμού. Με την Ξεπάρθενη δημιούργησε αίσθηση ως νεοεμφανιζόμενη λογοτέχνιδα, καθώς υπήρξε μια από τις εισηγήτριες της επηρεασμένης από το φεμινιστικό κίνημα γραφής.



Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 1

Ι.Πεζογραφία
• Η ξεπάρθενη. Αθήνα, 1932.
• Παραστρατημένοι· Μυθιστόρημα. Αθήνα, Γκοβόστης, 1935.
• Η κόλαση των παιδιών. Αλεξάνδρεια, Γρίβας, 1944.
• Ναυσικά. Αθήνα, 1953.
• Η κυρία Ντορεμί. Αθήνα, Δίφρος, 1955.
• Τα ανθρώπινα πεπρωμένα· Μυθιστόρημα· Πρόλογος Raphael Weill του κολλεγίου της Γαλλίας. Αθήνα, Βιβλιοεκδοτική, 1955 (και ανατύπωση με τίτλο Γη της Βοιωτίας από τις εκδόσεις Γαλαξίας, 1967).
• Για μια καινούρια ζωή. Αθήνα, Μαυρογιώργης, 1960.
• Οι οραματιστές της Ικαρίας. Αθήνα, Φέξης, 1963.
• Η ιστορία της παρθενίας της δεσποινίδας Τάδε. Αθήνα, Δωρικός, 1981.

ΙΙ. Μυθιστορηματικές βιογραφίες - Δοκίμια - Αναμνήσεις
• Η ζωή του Έδγαρ Πόε. Αθήνα, έκδοση του περ. Νέα Εστία, 1936 (και επανέκδοση με τίτλο Ποτέ πια από τον Πάπυρο το 1975).
• Οι παραγνωρισμένοι. Αθήνα, Δωρικός, 1978.
• Η ζωή του Σεμελβάις. Αθήνα, δωρικός, 1982.
• Ζαν Ζωρές. Αθήνα, Δωρικός, 1985.
• Προσωπικότητες που γνώρισα. Αθήνα, Alvin Redman Hellas, 1965.
• Το χρονικό μιας δημοσιογράφου. Αθήνα, Δωρικός, 1979.
• Μόσχω Τζαβέλλα· Ιστορική αφήγηση· Φιλολογική επιμέλεια, πρόλογος και επίμετρο Κ.Α.Δημάδης. Αθήνα, Καστανιώτης, 199;
http://www.ekebi.gr/



Η κυρία Ντορεμί

Η υπόθεση διαδραματίζεται προπολεμικά, πιθανότατα κατά τη δεκαετία του 1930. Κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος είναι η εικοσιτριάχρονη Κατερίνα Μακρή, η οποία και αφηγείται την ιστορία της. Η ηρωίδα γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Παρίσι, στις αρχές του 20ού αιώνα από Έλληνες γονείς. Ο πατέρας της, Πέτρος Μακρής, ήταν χρηματιστής στη γαλλική πρωτεύουσα. Θεωρείτο εξέχον μέλος της ελληνικής κοινότητας εκεί, και όσο ζούσε, εξασφάλιζε στη σύζυγο και στην κόρη του μιαν άνετη ζωή. Ωστόσο, ο ίδιος περιγράφεται από την ηρωίδα ως σπάταλος και γυναικάς. Η οικογένεια ζούσε σε μία από τις αριστοκρατικότερες γειτονιές του Παρισιού, και είχε άριστες σχέσεις με τα σημαντικότερα μέλη της ελληνικής κοινότητας εκεί. Η κόρη της οικογένειας, Κατερίνα, είχε μιαν αγαπημένη Γαλλίδα δασκάλα, τη δεσποινίδα Πωλίν, η οποία συνόδευε τη μαθήτριά της οπουδήποτε και αν πήγαινε, σύμφωνα με την επιθυμία του πατέρα της Κατερίνας. Η Κατερίνα, στα χρόνια που έζησε στο Παρίσι, έλαβε αξιόλογη μόρφωση, και απέκτησε δίπλωμα στη γαλλική γλώσσα και στο πιάνο.
Ωστόσο, η άνετη και ανέμελη ζωή της Κατερίνας ανατράπηκε, όταν πέθανε ο πατέρας της. Τότε συνειδητοποίησαν, μαζί με τη μητέρα της, ότι ήταν πάμπτωχες, διότι ο θανών δεν τους είχε αφήσει καθόλου χρήματα ούτε άλλα περιουσιακά στοιχεία. Για το λόγο αυτό, αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα, όπου η μητέρα της Κατερίνας είχε συγγενείς με σπουδαία κοινωνική θέση. Όμως αυτοί τις υποδέχτηκαν ψυχρά. Η Κατερίνα δεν είχε δουλέψει ποτέ της στη Γαλλία, αλλά τώρα, θέλοντας να μην είναι βάρος σε κανέναν, τής γεννήθηκε η ιδέα να εργαστεί στην εκπαίδευση, χρησιμοποιώντας ως προσόντα της τα διπλώματα που ήδη είχε. Για να πετύχει αυτό το σκοπό της, κάποιοι συγγενείς της μεσολάβησαν στο αρμόδιο Υπουργείο, και τελικά πέτυχε να διοριστεί ως καθηγήτρια γαλλικών και μουσικής. Η απογοήτευση όμως της ίδιας και της μητέρας της ήταν μεγάλη, όταν έμαθαν ότι θα διοριζόταν στο Ρέθυμνο. Ωστόσο, η Κατερίνα αποφάσισε να πάει στο Ρέθυμνο, ενώ η μητέρα της θα παρέμενε στην Αθήνα.
Όταν έφτασε στο Ρέθυμνο, την υποδέχτηκε και τη βοήθησε ένας Κρητικός, ο Ηρακλής, εκ μέρους του διευθυντή του Γυμνασίου αρρένων. Ο Ηρακλής ήδη τής είχε βρει ένα δωμάτιο για να νοικιάσει, λίγο έξω από την πόλη του Ρεθύμνου. Το δωμάτιο ήταν σε σχετικά κακή κατάσταση, άλλα ο Ηρακλής τής εξήγησε ότι δεν μπόρεσε να της βρει καλύτερο δωμάτιο, διότι η ίδια ήδη είχε κακή φήμη στο Ρέθυμνο και κανένας ντόπιος δεν ήθελε να της νοικιάσει δωμάτιο. Ο λόγος για την κακή φήμη της ήταν τα ψέματα που ήδη είχε διαδώσει για αυτήν, χωρίς καν να τη γνωρίζει, ο "Μουσιού Μεσακόλε", ο οποίος πιθανότατα πρέπει να ήταν ο εμφανιζόμενος αργότερα Ρεθυμνιώτης συκοφάντης, ο κ. Καρδερινάκης.
Η Κατερίνα αναγκαστικά νοίκιασε το εν λόγω δωμάτιο, το οποίο ανήκε στην κυρία Μαρίκα, μία Μικρασιάτισσα πρόσφυγα, η οποία ήταν μοδίστρα, και η οποία είχε ως μαθητευόμενες εργάτριες αρκετές κοπέλες της περιοχής του Ρεθύμνου. Την ίδια μέρα, η Κατερίνα γνώρισε και τον διευθυντή του Γυμνασίου αρρένων, τον κύριο Ρώμα, έναν ευγενικό άνθρωπο, ο οποίος τη στήριξε σε όλη τη διάρκεια της διαμονής της στην Κρήτη. Ο κ. Ρώμας καταγόμενος από τη Ζάκυνθο, είχε γνωρίσει τον πατέρα της Κατερίνας, όταν ο τελευταίος ήταν νομάρχης στη Ζάκυνθο, πριν αποφασίσει να τα αφήσει όλα και να μετοικίσει στο Παρίσι. Ο Ρώμας ενημέρωσε την Κατερίνα για το δύσκολο έργο που η ίδια θα είχε να επιτελέσει, διότι κάθε τάξη της είχε 100-150 μαθητές. Μάλιστα, η δυσκολότερη τάξη ήταν ή έκτη, η οποία είχε μαθητές προχωρημένης ηλικίας, 20-25 ετών.
Στην πορεία της διαμονής της και της εργασίας της στο Ρέθυμνο, η Κατερίνα συνειδητοποίησε ότι πράγματι ήταν δύσκολο να διδάσκει σε τόσο μεγάλες τάξεις, και ιδιαίτερα στην έκτη, οι μαθητές της οποίας ουσιαστικά δεν την άφηναν να κάνει μάθημα με τη φασαρία τους. Μάλιστα, οι μαθητές της τής έβγαλαν και παρατσούκλι, φωνάζοντάς την "κυρία Ντορεμί".Η κατάσταση ωστόσο έφτασε σε πολύ επικίνδυνο σημείο, όταν μια μέρα δύο μαθητές μάλωσαν μέσα στην τάξη, και έβγαλαν τα όπλα και άρχισαν να πυροβολούν. Σε κάποιες δύσκολες στιγμές μέσα στην έκτη τάξη, η Κατερίνα παρατήρησε ότι ένας από τους μαθητές της έκτης, την υποστήριζε απέναντι στους συμμαθητές του. Στην πορεία τον γνώρισε καλύτερα. Επρόκειτο για τον εικοσιπεντάχρονο Λευτέρη, γιο ευκατάστατου εμπόρου του Ρεθύμνου.
Μια μέρα, η Κατερίνα δέχτηκε προσβολή από τον κ. Καρδερινάκη στην ταβέρνα όπου έτρωγε. Αλλά ο Λευτέρης, με κάποιους συμμαθητές του, ενεπλάκησαν σε άγριο καβγά με τον Καρδερινάκη και την παρέα του, προκειμένου να υπερασπίσουν τη δασκάλα τους, και ο Λευτέρης τραυματίστηκε. Ωστόσο πρόλαβε και την κάλεσε στο χωριό του, έξω από το Ρέθυμνο, στο σπίτι του αγαπημένου του παππού.
Η Κατερίνα μια Κυριακή επισκέφθηκε το χωριό του Λευτέρη συγκινήθηκε από την αγάπη και τη φιλοξενία του παππού και της γιαγιάς του, αλλά και όλου του χωριού. Μάλιστα, τότε γνώρισε και την Σάλλυ, μια Αγγλίδα ζωγράφο που ερχόταν και διέμενε περιοδικά εκεί, και η οποία γνώριζε αρκετά καλά τα ελληνικά. Η Σάλλυ έγινε καλή φίλη της Κατερίνας, και την υποστήριξε μέχρι την αποχώριση της τελευταίας από την Κρήτη.
Με το Λευτέρη η Κατερίνα συνδέθηκε αισθηματικά, και μάλιστα αρραβωνιάστηκαν κρυφά, χωρίς να το ξέρει η μητέρα της, η οποία είχε τη γνώμη ότι η Κατερίνα θα έπρεπε να παντρευτεί έναν άντρα της ανώτερης τάξης. Αλλά αργότερα η Κατερίνα και ο Λευτέρης συνειδητοποίησαν ότι ούτε ο πατέρας του Λευτέρη ήθελε αυτό τον γάμο. Η αιτία ήταν ο γνωστός, πια, κ. Καρδερινάκης, ο οποίος είχε πει τα χειρότερα ψέματα για την Κατερίνα στον πατέρα του Λευτέρη. Μάλιστα, ο πατέρας του Λευτέρη, αντιδρώντας, επιχείρησε να φέρει το γιο του προ τετελεσμένου γεγονότος, αρραβωνιάζοντάς τον με την κόρη ενός φίλου του εμπόρου. Ωστόσο, ο Λευτέρης αρνήθηκε κατηγορηματικά να αρραβωνιαστεί την άλλη κοπέλα, και ο πατέρας του τον καταράστηκε. Για το λόγο αυτό, ο Λευτέρης θα πήγαινε για λίγο καιρό να μείνει με τον παππού του στο χωριό του μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα, αφήνοντας την Κατερίνα στο Ρέθυμνο.
Εν τω μεταξύ, οι ψεύτικες κακές φήμες για την Κατερίνα αυξάνονταν και διαδίδονταν στη μικρή και άκρως συντηρητική πόλη του Ρεθύμνου. Ωστόσο, το γεγονός που έστρεψε όλη την πόλη εναντίον της ήταν το ακόλουθο: στην Κατερίνα ανατέθηκε να διδάσκει και στο Γυμνάσιο θηλέων. Μια μέρα, ο διευθυντής του γυμνασίου αυτού τής ανέθεσε να πάρει τις κοπέλες εκδρομή. Η Κατερίνα αποφάσισε να τις πάρει σε ένα όμορφο λόφο, πάνω στον οποίο βρισκόταν ένα φρούριο, και ζούσαν κάποιες κακοντυμένες γυναίκες, που η Κατερίνα νόμιζε ότι ήταν φυλακισμένες. Όμως, στην πραγματικότητα, οι γυναίκες αυτές εργάζονταν στον οίκο ανοχής που βρισκόταν εκεί. Κανείς, ούτε οι μαθήτριές της δεν την ενημέρωσαν ότι πήγαιναν εκδρομή σε ένα άκρως κακόφημο μέρος. Όταν επέστρεψαν από την εκδρομή, ευθύς την κάλεσαν οι δύο γυμνασιάρχες. Ο κ. Ρώμας προσπάθησε να την υπερασπιστεί, αλλά ο διευθυντής του Γυμνασίου θηλέων ήταν έξω φρενών. Τελικά, ο κ. Ρώμας, συμβούλεψε την Κατερίνα να μεταβεί αμέσως το επόμενο πρωί στα Χανιά, προκειμένου να ενημερώσει η ίδια τον Επιθεωρητή εκπαίδευσης, και να του εξηγήσει τι έγινε, πριν προλάβουν οι Ρεθυμνιώτες να την κατηγορήσουν πρώτοι, και πριν προλάβουν να της κάνουν, ενδεχομένως, κάποιο κακό.
Η Κατερίνα πράγματι, αφού έστειλε γράμμα στη φίλη της Σάλλυ και στο Λευτέρη, ο οποίος ήταν στο χωριό του παππού του, έσπευσε στα Χανιά. Εκεί ενημέρωσε τον Επιθεωρητή, ο οποίος επίσης γνώριζε τον πατέρα της Κατερίνας. Ο Επιθεωρητής επίσης πήρε το μέρος της, και της φέρθηκε ευγενικά και φιλόξενα. Ωστόσο, τελικά, βλέποντας το μένος των Ρεθυμνιωτών, την συμβούλεψε να μην ξαναγυρίσει για κάποιο διάστημα στο Ρέθυμνο, αλλά να πάρει άδεια για λόγους υγείας, και να πάει στη μητέρα της στην Αθήνα. Εκεί, σύμφωνα με τη συμβουλή του, η Κατερίνα θα μπορούσε να προσπαθήσει να πάρει μετάθεση. Η Κατερίνα αναγκαστικά συμφώνησε, και ετοιμάστηκε για να αναχωρήσει. Πριν αναχωρήσει, την επισκέφτηκε η φίλη της Σάλλυ, και αργότερα ο Ηρακλής. Λίγο πριν αναχωρήσει το πλοίο της, ήλθαν να την αποχαιρετήσουν και λίγοι μαθητές της της πρώτης Γυμνασίου, οι οποίοι την αγαπούσαν ιδιαίτερα.
Το βιβλίο τελειώνει με την αναχώρηση της Κατερίνας από την Κρήτη. Η ίδια, όσο ήταν στο Ρέθυμνο, είχε προτείνει στο Λευτέρη να πάνε στην Αθήνα, όπου θα μπορούσαν να παντρευτούν εκεί και να ζήσουν μαζί με τη μητέρα της. Και όσο σπούδαζε ο Λευτέρης, θα εργαζόταν η ίδια για να ζήσουν. Ωστόσο, στη διάρκεια του μυθιστορήματος, η Κατερίνα ανέφερε ότι, μετά την αναχώρησή της από το νησί, η ίδια δεν επέστρεψε ποτέ, και ότι η σχέση της με το Λευτέρη τελείωσε με την αναχώρησή της  https://el.wikipedia.org/


Η κυρία Ντορεμί (αποσπάσματα)

ΕΝΑΣ ΜΗΝΑΣ κύλησε χωρίς μεγάλες στεναχώριες. Αν εδίδασκα μόνο Γαλλικά στο Γυμνάσιο, θα τα κατάφερνα, νομίζω, καλά. Ακόμα και οι μεγάλοι της Έκτης στην αρχή κάθονταν μαζί μου καλά. [...]
Καταλαβαίνει κανείς εύκολα εάν μπορούν να ενδιαφερθούν για το μάθημα της Ωδικής παιδιά, σχεδόν άντρες πια, που το μεγαλύτερο ενδιαφέρον τους στρέφεται στα όπλα. Πώς να τους μάθεις τις νότες, το σολφέζ, χωρίς να σε πάρουν στην κοροϊδία; [...] Α, δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνη την περίοδο της ζωής μου. Είχα χάσει τον ύπνο μου. Τα παιδιά της έκτης δεν ήθελαν να μάθουν τις νότες. Σχεδίαζα πάνω στον μαυροπίνακα το πεντάγραμμο, τους έδειχνα τις νότες, τις τραγουδούσα, τους μάθαινα το ντο-ρε-μι. Ήταν αδύνατο όμως να τα πούνε σωστά. Τα 'λεγαν «κουλουράκια».
— Ίντα μαθές είν' αυτό το στρόγγυλο στην τρίτη γραμμή; μου φώναζαν περιγελαστικά.
— Κι αυτό κάτω από τις γραμμές, που μοιάζει αβγό με άχυρο στη μέση, ίντα 'ναι;
— Το «ντο»! απαντούσα εγώ αυστηρά, ενώ ίδρωνα από αγωνία.
[...]
Στις αρχές πήγαινα κοντά στα παιδιά, έπαιρνα το δεξί τους χέρι και τους μάθαινα πώς να κρατάνε το χρόνο.
— Ένα! Δύο! Τρία! Τέσσερα! Ένα ολόκληρο, παιδιά, αξίζει τέσσερους χρόνους. Λοιπόν ας αρχίσουμε όλοι μαζί: Ντό-ο-ο-ρέ-ε-ε-μί-ι-ι... τρεις χρόνοι... Καταλάβατε τώρα;
Δεκάδες μάτια με κοίταζαν περιγελαστικά. Κι ο μαθητής που του κρατούσα το χέρι για να βαστά το χρόνο ήταν ένα παλικάρι ώς εκεί πάνω, ένα μέτρο κι ογδόντα. Κι αυτό το μικροσκοπικό γυναικάριο που ήμουν εγώ, που ίδρωνε και ξίδρωνε για να τους μάθει τις νότες, θα τους φαινότανε σίγουρα πολύ γελοίο.
-Ίντα κοπελιά μάς στείλανε για δασκάλα; Μια πιθαμή!... θα λέγανε και θα 'σκαζαν στα γέλια.
Και δώσ' του εμένα να τρέχει ο ίδρωτας. Μόλις έβγαινα απ' την τάξη, έπρεπε να πάω τρεχάλα στο δωμάτιό μου ν' αλλάξω πουκάμισο, γιατ' ήμουν μουσκίδι. Κέρδιζα δηλαδή το ψωμί μου όχι απλώς με τον ιδρώτα του προσώπου μου, όπως λέει το ρητό, αλλά με ποτάμι από ιδρώτα.
Οι πιο μεγάλοι της τάξης, που θα ήταν 24 ώς 25 χρονών, αυτοί κάθονταν στα τελευταία θρανία. Ξαπλώνονταν εκεί και διάβαζαν μαθηματικά ή ό,τι άλλο δείχνοντας ολοφάνερα την αδιαφορία, την προπέτειά τους σε μένα και στο μάθημα που δίδασκα. Αυτό με πλήγωνε περισσότερο απ' όλα. Τους έκαμα πολλές φορές παρατήρηση γι' αυτό και τους είπα να μην έρχονται στην τάξη.
— Ερχόμαστε μονάχα για να μη μας βάλεις απουσία, απάντησαν με αναίδεια. Αυτό μας έλειπε τώρα, να ξελαρυγγιαζόμαστε με τα κουλουράκια που γράφεις αυτού στο μαυροπίνακα...
Μια μέρα που έμπαινα στην τάξη, ένας απ' αυτούς τους μεγάλους, σηκώθηκε, μ' έδειξε στους άλλους με το δάχτυλο και φώναξε γελώντας:
— Να την! Έρχεται η κυρία Ντορεμί!...
Όλη η τάξη άρχισε τότε να κάνει καζούρα και να φωνάζει:
— Η κυρία Ντορεμί! Η κυρία Ντορεμί!...
[...]
— Ε, καλημέρα παιδιά, καλημέρα... Ωραίο όνομα μου χαρίσατε, τρεις όμορφους ήχους μουσικής... Τί καλύτερο απ' αυτό! Έτσι δε θα με ξεχάσετε εύκολα, όταν φύγω από την Κρήτη...
Τότε ένας νέος σηκώθηκε άξαφνα και με ρώτησε:
— Γιατί το λέτε, αυτό, δεσποινίς Μακρή; Δεν πρόκειται να μας φύγετε, πιστεύω.
— Αν εξακολουθήσετε να μου φέρνεστε έτσι, θα ζητήσω εξάπαντος από το Υπουργείο να με μεταθέσουν κάπου αλλού...
Τότε ο νέος γύρισε προς τους συμμαθητές του και τους φώναξε αγαναχτισμένος:
— Βλέπετε τί βλάκες που είστε; Θα την κάμετε τη γυναίκα να πάρει τα μάτια της και να φύγει από τον τόπο μας! Ντροπή μας! Αυτή φταίει αν το μάθημα της μουσικής θεωρίας δε σας ενδιαφέρει; Τέτοιο είναι το πρόγραμμα του Υπουργείου!... Τί θέλετε να κάμει αυτή; Ν' αλλάξει το πρόγραμμα; Μια φορά που είχαμε κι εμείς την τύχη να μας φέρουν καλή δασκάλα, της φερνόμαστε σαν άγριοι! Ναι, ντροπή μας!...
Είχε επιβολή αυτός ο νέος στους συμμαθητές του, καθώς φαίνεται, γιατί αμέσως σώπασαν οι άλλοι.
[πηγή: Λιλίκα Νάκου, Η κυρία Ντορεμί, Δωρικός, Αθήνα 1997, σ. 67-70]



Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/