Το πνεύμα της αλήθειας και το πνεύμα της ελευθερίας είναι οι στυλοβάτες της κοινωνίας.
Ο Χένρικ Ίψεν (Henrik Ibsen, 20 Μαρτίου 1828 - 23 Μαΐου 1906) ήτανΝορβηγός θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και ηθοποιός, ένας από τους πρωτοπόρους της σύγχρονης ευρωπαϊκής δραματουργίας. Δεύτερο παιδί μιας εύπορης οικογένειας εγκαταστημένης στο λιμάνι Skien, ο Ίψεν έζησε, μετά την πτώχευση της πατρικής επιχείρησης και τη μετακίνηση της οικογένειας του στο γειτονικό Vernstpop, δύσκολα παιδικά και εφηβικά χρόνια.
Ο Χένρικ Ίψεν γεννήθηκε στην μικρή πόλη Skien, με γονείς τους Knud Ibsen και την Marichen Altenburg. “Οι γονείς μου και από τις δύο πλευρές ήταν μέλη των πιο διάσημων οικογενειών της Skien” γράφει ο ίδιος σε ένα γράμμα του προς τον κριτικό Georg Brandes το 1882. Η μητέρα της Marichen και ο πατριός του Knud ήταν αδέλφια, και οι γονείς του Χένρικ είχαν μεγαλώσει μαζί και πρακτικά ανατραφεί σαν αδέλφια. Η Μarichen Altenburg θεωρούνταν καλή νύφη, ήταν κόρη ενός από τους πλουσιότερους εμπόρους της Skien. Ο πατέρας του Χένρικ προέρχονταν από μια μακριά γραμμή καπετάνιων, αλλά ο ίδιος αποφάσισε να γίνει έμπορος. Ο γάμος του με την Marichen ήταν ένα “υπέροχο οικογενειακό προξενιό”. Όταν ο Ίψεν ήταν επτά ετών, η τύχη του πατέρα του άλλαξε προς το χειρότερο, η οικογένεια έχασε την περιουσία της και αναγκάστηκε να μετακομίσει μόνιμα σε ένα μικρό εξοχικό σπίτι στο Ventop, έξω από την πόλη. Η χρεοκοπία του έκανε τον Knud Ibsen έναν δύσκολο και πικραμένο άντρα, ο οποίος στράφηκε στον αλκοολισμό, και η Marichen στράφηκε στην εκκλησία. Η οικογένεια Ίψεν τελικά μετακόμισε σε ένα σπίτι στην πόλη Snipetorp, που ανήκε στον ετεροθαλή αδελφό του Knud, τον πλούσιο τραπεζίτη και ιδιοκτήτη πλοίων Christopher Blom Paus. Η χρεοκοπία και η ταξική πτώση της οικογένειας έπαιξαν μεγάλο ρόλο στο μετέπειτα έργο του Ίψεν. Οι χαρακτήρες στα έργα του συχνά καθρεφτίζουν τους γονείς του, και τα θέματα του συχνά ασχολούνται με θέματα οικονομικών δυσκολιών, καθώς και ηθικές συγκρούσεις που προέρχονται από σκοτεινά μυστικά κρυφά από την κοινωνία.
Portrait of Henrik Ibsen by Henrik Olrik |
Στην ηλικία των δεκαπέντε, ο Ίψεν αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο. Μετακόμισε στην μικρή πόλη Grimstad για να γίνει βοηθός φαρμακοποιού. Προκειμένου να ξεφύγει από την ανιαρή ζωή του Grimstad αρχίζει να διαβάζει και να γράφει. Το 1846, όταν ο Ερρίκος ήταν σε ηλικία 18 χρονών, απόκτησε ένα νόθο παιδί με μια υπηρέτρια, το οποίο αργότερα αναγνώρισε χωρίς όμως ποτέ να γνωρίσει. Η ιστορία του νόθου γιου του πιθανολογείται πως ήταν και η αιτία που διέκοψε κάθε σχέση με την οικογένεια του. Ο Ερρίκος Ίψεν δεν συνάντησε ποτέ ξανά τον πατέρα του, ενώ είδε την μητέρα του μόνο μια φορά ξανά πριν πεθάνει. Διατηρούσε αλληλογραφία μόνο με μία από τις αδελφές του.
Το 1850, ο Ίψεν μετακόμισε στην Χριστιανία (αργότερα μετονομάστηκε σε Όσλο) με σκοπό να μπει στο πανεπιστήμιο. Σύντομα εγκατέλειψε αυτό το σχέδιο, όταν κόπηκε στις εισαγωγικές εξετάσεις, αποτυγχάνοντας στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών. Την ίδια περίοδο αρχίζει να γράφει σε εφημερίδες και έρχεται σε επαφή με τον μικρό λογοτεχνικό κύκλο της Νορβηγίας της εποχής.
Σύντομα μετακομίζει στο Μπέργκεν όπου περνά τα επόμενα χρόνια δουλεύοντας στο Det norske Theater, όπου είχε αυξημένες αρμοδιότητες και συμμετείχε στην παραγωγή 145 έργων ως συγγραφέας, σκηνοθέτης, δραματολόγος και παραγωγός. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου δεσμεύονταν από το θέατρο βάση συμβολαίου, να γράφει ένα έργο το χρόνο για να ανεβαίνει στο συγκεκριμένο θέατρο. Το 1858 επιστρέφει στην Χριστιανία και γίνεται ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου της Χριστιανίας, ενώ ασχολείται και με τη ζωγραφική. Την ίδια χρονιά νυμφεύεται την Suzannah Thoresen, η οποία θα γίνει και μητέρα του γιου του Sigurd (1859). Η σύζυγός του θα τον στηρίξει συναισθηματικά και θα τον ενισχύσει στη σταδιοδρομία του, πείθοντάς τον να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη θεατρική τέχνη. Το ζευγάρι έζησε υπό δύσκολες οικονομικές καταστάσεις και σταδιακά ο Ίψεν έγινε πολύ απογοητευμένος από την ζωή στην Νορβηγία. Το 1864, εγκαταλείπει την Χριστιανία και πηγαίνει στο Σορέντο της Ιταλίας. Αρχικά φεύγει για ένα χρόνο, αλλά τελικά κάνει 27 χρόνια να επιστρέψει στην πατρίδα του, εργαζόμενος κυρίως στη Νότιο Ιταλία και τη Γερμανία. Εκεί, ο Ίψεν καταξιώνεται πλέον σαν καλλιτέχνης και τελικά γυρίζει στην πατρίδα του το 1895, όπου και συγγράφει τα δυο τελευταία του έργα. Τότε, μπόρεσε να ορθοποδήσει οικονομικά, αγοράζοντας ένα πολύ ακριβό σπίτι απέναντι από τα ανάκτορα του Όσλο, το οποίο σήμερα έχει μετατραπεί σε μουσείο και δέχεται καθημερινά πολλούς επισκέπτες. Ο Ίψεν είχε μια αμφιλεγόμενη σχέση με τον πλούτο, κάτι που αποδεικνύεται και από τη διακόσμηση αυτού του σπιτιού, η οποία διατηρείται στο ακέραιο έως σήμερα. Συνήθιζε επίσης να κάνει καθημερινούς περιπάτους, αλλά δεν επεδίωκε την επαφή με το κοινό (ήταν εσωστρεφής) και τον ενδιέφερε η μελέτη των ανθρωπίνων αντιδράσεων και συμπεριφορών. Διατηρούσε φιλικές σχέσεις αλλά και συχνή αλληλογραφία με αρκετές νεαρές κοπέλες, χωρίς ποτέ να αποδειχθεί κάποιο ίχνος απιστίας του σε αυτές. Έπινε σχεδόν σε καθημερινή βάση τη μπύρα του στο γνωστό στέκι της πόλης του Όσλο "Grand Cafe", του πολυτελούς ξενοδοχείου "Grand Hotel". Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του υπέφερε από σοβαρά προβλήματα υγείας, αφού είχε υποστεί αλλεπάλληλα εγκεφαλικά επεισόδια και ήταν πια ανήμπορος να δημιουργήσει.
Χαρακτηριστικά της τεχνοτροπίας του
Τον Ίψεν χαρακτηρίζει η έντονη διάθεση να θίξει ευαίσθητα θέματα της εποχής του, όπως τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, το κόστος που συνεπάγεται η προσπάθεια διατήρησης του πλούτου και του κοινωνικού status, καθώς και ζητήματα ηθικής τάξης.
Εργογραφία - Θεατρογραφία
1850 Κατιλίνας (Katilina), ιστορικό ποίημα. H πρώτη παράσταση του πρώτου έργου του Ίψεν δόθηκε από το Nya Teatern της Στοκχόλμης στις 3 Δεκεμβρίου του 1881
1850 Ο θάνατος του πολεμιστή ή Ο λίθινος τάφος (Kjæmpehøien)
Το έργο πρωτοανεβαίνει στη σκηνή του Kristiania Norske Theater τηςΧριστιανίας, στις 26 Σεπτεμβρίου 1850.
Πρωτοεκδίδεται σε εφημερίδα του Μπέργκεν το 1854. Σε βιβλίο εκδίδεται το 1917
1851 Νόρμα ή Ο έρωτας ενος πολιτικού, (Norma) μουσική τραγωδία σε 3 πράξεις
1852 Η νύχτα του Αγίου Ιωάννη (Sancthansnatten). Πρωτοανεβαίνει στο Det Norske Theater του Μπέργκεν της Νορβηγίας στις 2 Ιανουαρίου του 1853. Σε βιβλίο δεν θα εκδοθεί παρά το 1909
1855 Η Κυρία Ίνγκερ από το Έστροτ (Fru Inger til Østråt)
Πρώτη παράσταση στο Det Norske Theater του Μπέργκεν στις 2 Ιανουαρίου του 1855.
Σε βιβλίο -αναθεωρημένο από τον συγγραφέα – εκδίδεται το 1874
1856 Η γιορτή στο Σολχάουγκ (Gildet paa Solhoug).
Στο θέατρο πρωτοανεβαίνει στο Det Norske Theater του Μπέργκεν στις 2 Ιανουαρίου του 1856.
Σε βιβλίο εκδίδεται πρώτη φορά τον Μάρτη του ίδιου χρόνου
1857 Όλαφ Λίλιεκρανς (Olaf Liljekrans).
Στις 2 Ιανουαρίου του 1857 δίνεται η πρώτη παράσταση του έργου στο Det Norske Theater του Μπέργκεν
1858 Τα παλικάρια του Χέλγκελαντ (Hoermoendene paa Helgelad).
Η πρώτη παράσταση του έργου δόθηκε στις 24 Νοεμβρίου του 1858 στο Kristiania Norske Theater της Χριστιανίας
1862 Η κωμωδία του έρωτα (Kjærlighedens Komedie).
Η πρώτη του έργου δόθηκε στις 24 Νοεμβρίου του 1873 στο Christiania Theater της Χριστιανίας
1863 Οι μνηστήρες του θρόνου (Kongs-Emnerne).
Η πρώτη παράσταση δόθηκε στις 17 Ιανουαρίου του 1864 στο Christiania Theater της Χριστιανίας, με σκηνοθέτη τον ίδιο τον συγγραφέα
1866 Μπραντ, (Brand) θεατρικό ανάγνωσμα.
Η πρώτη ολοκληρωμένη παράσταση δόθηκε στις 24 Μάρτη του 1885 στο Nya Teatern της Στοκχόλμης
1867 Πέερ Γκυντ, (Peer Gynt) δραματικό ποίημα.
Ο Ίψεν το διασκεύασε για το θέατρο και η πρώτη παράσταση δόθηκε στις 24 Φλεβάρη του 1876 στο Christiania Theater της Χριστιανίας
1869 Ο σύνδεσμος των νέων (De unges Forbund).
Η πρώτη του έργου δόθηκε στις 18 Οκτώβρη του 1869 στο Christiania Theater της Χριστιανίας (Όσλο)
1871 εκδίδονται τα Ποιήματα, η ποιητική του συλλογή
1873 Ο Αυτοκράτορας και ο Γαλιλαίος (Kejser og Galilæer) θεατρικό ανάγνωσμα 10 πράξεων
1877 Τα στηρίγματα της κοινωνίας (Samfundets Støtter).
Η πρώτη του έργου δόθηκε στο Odense Teater της Δανίας στις 14 Νοέμβρη του 1877
1879 Το κουκλόσπιτο ή Νόρα(Et Dukkehjem)
Η πρώτη του έργου δόθηκε στο Det Kongelige Teater (Βασιλικό θέατρο) της Κοπενχάγης στις 21 Δεκέμβρη του 1879
1881 Βρυκόλακες (Gengangere).
Η πρώτη του έργου δόθηκε στο Aurora Turner Hall του Σικάγου των Η.Π.Α. στις 20 Μάη του 1882
1882 Ο εχθρός του λαού (En Folkefiende).
Η πρώτη του έργου στο Όσλο, στις 13 Ιανουαρίου του 1883 στο Christiania Theater
1884 Η αγριόπαπια Vildanden)
Η πρώτη του έργου δόθηκε στις 9 Ιανουαρίου του 1885 στο Den Nationale Scene του Μπέργκεν της Νορβηγίας
1886 Ρόσμερσχολμ (Rosmersholm).
Η πρώτη του έργου δόθηκε στις 17 Γενάρη του 1887 στο Den Nationale Scene του Μπέργκεν της Νορβηγίας
1888 Η κυρά της θάλασσας, (Fruen fra Havet).
Η πρώτη του έργου δόθηκε την ίδια μέρα σε δυο χώρες ταυτόχρονα. Στο Hoftheater της Βαϊμάρης και στο Christiania Theater του Όσλο στις 12 Φεβρουαρίου 1889
1890 Έντα Γκάμπλερ (Hedda Gabler).
Η πρώτη του έργου δόθηκε στο Residenztheater του Μονάχου στις 31 Ιανουαρίου 1891
1892 Ο αρχιμάστορας Σόλνες (Byrgmester Solness).
Πρώτη του έργου στις 19 Ιανουαρίου του 1893 στο Lessing Theatre του Βερολίνου
1894 Ο μικρός Εγιόλφ, (Lille Eyolf).
Πρώτη του έργου στις 12 Ιανουαρίου του 1895 στο Deutsches Theater του Βερολίνο
1896 Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν (John Gabriel Borkman)
Πρώτη του έργου στις 10 Γενάρη του 1897 στο Ελσίνκι, στο Svenska Teatern και Finnish Theatre ταυτόχρονα
1899 Όταν ξυπνήσουμε ανάμεσα στους νεκρούς (Når vi døde vågne)
Πρώτη του έργου στις 26 Γενάρη του 1900 στο Hoftheater της Στουτγκάρδης
Το σκηνικό της παράστασης του 1907, του "μικρού Εγιόλφ" |
Βρυκόλακες
Οι Βρυκόλακες, νορβηγικά Gengagere (=αυτοί που περπατούν ξανά στη γη) , Ghosts στα αγγλικά, είναι θεατρικό έργο τριών πράξεων του νορβηγού συγγραφέα Ερρίκου Ίψεν. Το έργο που γράφτηκε το Φθινόπωρο του 1881, τον Δεκέμβρη του ίδιου έτους εκδόθηκε σε βιβλίο και το 1882 ανέβηκε στο θέατρο, ανήκει - σύμφωνα με τους κριτικούς – στα ρεαλιστικά κοινωνικά δράματα του συγγραφέα.
Το έργο, λόγω της τολμηρής για την εποχή εκείνη θεματολογίας του, συνάντησε έντονες αντιδράσεις, αλλά με το πέρασμα του χρόνου κατόρθωσε να επιβληθεί και να θεωρηθεί μάλιστα από τα αρτιότερα τεχνικά έργα του παγκόσμιου θεάτρου. Σήμερα θεωρείται από τα κλασικά του δραματικού ρεπερτορίου, από τα πιο αντιπροσωπευτικά του Ίψεν και των προβληματισμών του.
Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά, στα νορβηγικά αντί στα δανέζικα που συνήθως έγραφε ο συγγραφέας, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και συγκεκριμένα στο Aurora Turner Hall του Σικάγο, στις 20 Μάη του 1881, μπροστά σε ένα κοινό από Νορβηγούς μετανάστες. Η μόνη επαγγελματίας ηθοποιός ήταν η Δανέζα που έκανε την κυρία Άλβινγκ.οι άλλοι ρόλοι εξυπηρετήθηκαν απο Δανούς και Νορβηγούς ερασιτέχνες ηθοποιούς. Απο κει και πέρα, άρχισε η παγκόσμια πορεία του.
Στην Ευρώπη ανέβηκε για πρώτη φορά το 1883, πρώτα στο Χέλσινμποργκ της Σουηδίας από τον θίασο του διάσημου τότε, σουηδού ηθοποιού Αύγουστου Λιντμπεργκ. Τους επόμενους μήνες, ο Λίντμπεργκ το πήγε περιοδεία σε αρκετές Σκανδιναβικές πόλεις, κατορθώνοντας έτσι σιγά-σιγά να το αποδεχτεί ο κόσμος.
Ο ηθοποιός Αύγουστος Λίντμπεργκ, στην πρώτη παράσταση των Βρυκολάκων, το 1883 στο Χέλσινμποργκ |
Στην Ελλάδα, ανέβηκε το 1894 από το θίασο του ηθοποιού Ευτύχιου Βονασέρα.
Το έργο μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο, το 1915, σε μια 49λεπτη, βουβή ασπρόμαυρη ταινία με σκηνοθετες τον Τζορτζ Νικολς και Τζον Εμερσον
Ο Ιψεν άρχισε να δουλεύει το έργο τον Ιούνη του 1881, όταν έμενε στη Ρώμη. Το έργο το είχε τελειώσε τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου και αμέσως το έστειλε στον εκδότη του Φρέντεριν Χέγκελ. Ο εκδοτικός οίκος Gyldendalske Boghandels Forlag το εξέδωσε στις 13 Δεκεμβρίου του 1883 στην Κοπενχάγη σε 10.000 αντίτυπα.
Το βιβλίο προκάλεσε αμέσως την κατακραυγή του πνευματικού κόσμου. Το κατηγόρησαν για μηδενιστικό, αθεϊστικό, για προαγωγό του ελεύθερου έρωτα, για διαφήμιση της σύφιλης και της έκλυτης ζωής και πολλά άλλα. Οι βιβλιοπώλες το κατέβασαν απο τα ράφια των βιτρίνων τους και τα 10.000 κομμάτια δεν εξαντλήθηκαν παρά το 1894, δεκατρία χρόνια μετά, όταν χρειάστηκε επανέκδοση.
Ο συγγραφέας δεν ένιωσε έκπληξη. Περίμενε κάτι τέτοιο, αφού σε ένα γράμμα του προς τον εκδότη, γράφει ότι: είναι λογικό να περιμένουμε οτι οι Βρυκόλακες θα σημάνουν συναγερμό σε μερικούς κύκλους. Αλλά ας γίνει. Αν δεν προκαλούνταν αναστάτωση, δεν θα ήταν και αναγκαίο το γράψιμο τους. Όταν ο Ίψεν έστειλε αντίγραφα του βιβλίου σε διάφορα θέατρα, για να το ανεβάσουν, συνάντησε και εκεί, απόρριψη. Ακόμα και τα θέατρα με τα οποία είχε πολλές φορές συνεργαστεί ο Ίψεν μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν δέχτηκαν να το ανεβάσουν.
Τα πρόσωπα του έργου
Ελένη Άλβινγκ, χήρα του λοχαγού της Αυλής, Άλβινγκ
Όσβαλντ Άλβινγκ, ζωγράφος, γιος της κυριάς Άλβινγκ
Πάστορας Μάντερς, οικογενειακός φίλος, και ιερέας
Ρεγγίνα Εγκστραντ, η “ψυχοκόρη” - υπηρέτρια του σπιτιού
Γιάκομπ Εγκστραντ, ξυλουργός, “πατέρας” της Ρεγγίνα
Η Υπόθεση
Η πρώτη έκδοση του βιβλίου |
Ο Ίψεν έγραψε για το έργο του: «Στο έργο αυτό θα γνωρίσετε κάτι που αποκαλώ «Βρυκόλακες», νεκρές κουβέντες που όμως επιστρέφουν μετά θάνατο εμποδίζοντας τον άνθρωπο να ζήσει τη ζωή του με τον τρόπο που ο ίδιος επιθυμεί. Πολύ περισσότερο, θα δείτε το μεγάλο κακό που μπορούν να προκαλέσουν οι εν λόγω «βρυκόλακες»... Ένα μεγάλο δωμάτιο που βλέπει προς τον κήπο. Αριστερά μια, δεξιά δυο θύρες. Στο μέσον του δωματίου ένα στρογγυλό τραπέζι με καρέκλες γύρω και πάνω στο τραπέζι βιβλία, περιοδικά κι εφημερίδες. Αριστερά, μπρος στο παράθυρο, καναπές και ένα τραπέζι για ράψιμο. Στο βάθος μια μικρή βεράντα με άνθη, κλεισμένη γύρω με τζάμια. Δεξιά της βεράντας μια θύρα που οδηγεί στον κήπο. Ανάμεσα από τα τζάμια της βεράντας φαίνεται το φγιορδ. Βρέχει μονότονα.
Σε αυτόν τον χώρο θα ξετυλιχτεί το δράμα της ζωής της κυρίας Άλβινγκ. Η εύπορη, μεσόκοπη χήρα του λοχαγού Άλβινγκ, βρίσκεται μπροστά σε μια σημαντική -χαρούμενη - στιγμή της ζωής της. Ο αγαπημένος της μοναχογιός, Όσβαλντ Άλβινγκ, ανερχόμενος ζωγράφος, γύρισε στο πατρικό του σπίτι, ύστερα από μακρόχρονη παραμονή στο εξωτερικό, με σκοπό να περάσει όλο το χειμώνα μαζί με την μητέρα του, και γιατί όχι; να μείνει μόνιμα πλέον στο πατρικό του. Απο την άλλη, μόλις έχει ολοκληρωθεί το έργο ζωής της κυρίας Άλβινγκ, ένα άσυλο για φτωχά και ορφανά παιδιά, το οποίο ανέγειρε για να τιμήσει τη μνήμη του συζύγου της, του σεβαστού από όλη την τοπική κοινωνία, λοχαγού Άλβινγκ, που πέθανε πρόωρα πριν από δέκα χρόνια. Το κτίριο έχει ολοκληρωθεί, τα του κληροδοτήματος έχουν όλα κανονιστεί και αύριο το πρωί δεν απομένει παρά η γιορτή για τα εγκαίνια του κτιρίου. Γι' αυτόν το λόγο, για να παραστεί στη γιορτή και να εκφωνήσει τον χαιρετιστήριο λόγο, φτάνει από την πόλη, ο πάστορας Μάντερς. Ο πάστορας- παλιός φίλος της κυρίας Άλβινγκ, και κατά συνέπεια της οικογένειας- είναι ταυτόχρονα και ο οικονομικός διαχειριστής του κληροδοτήματος αλλά και ο ιθύνων νούς όλου του εγχειρήματος. Πάνω στη συζήτηση για τον Όσβαλντ, τη ζωή του και τις αρχές του, που αυτός ο αφιερωμένος στο καθήκον πάστορας κριτικάρει, η κυρία Άλβινγκ αρχίζει τις ανείπωτες μέχρι σήμερα εκμυστηρεύσεις. Αρχίζει να διηγείται στο πάστορα, την αλήθεια μια ζωής που έμεινε καλά κρυμμένη από όλους. Η ζωή της δεν ήταν καθόλου έτσι όπως φαινόταν. Ο άντρας της, δεν ήταν παρά ένας λοχαγός αλκοολικός, γλεντζές, ερωτύλος, ανεύθυνος και τεμπέλης. Η κυρία Όσβαλντ, ύστερα από την αποτυχημένη προσπάθεια να τον αφήσει και να φύγει – η αυστηρότητα του πάστορα την απέτρεξε τότε– μένει κοντά του και αποφασίζει να θυσιάσει τη ζωή και την ευτυχία της για να κρύψει από τον κόσμο, την πραγματικότητα. Για να προστατέψει το γιό της από την ολέθρια επίδραση του πατέρα του, τον διώχνει από το σπίτι, και ο νεαρός Όσβαλντ μεγαλώνει από τότε σε ιδιωτικά σχολεία και ύστερα στο εξωτερικό- ενώ ταυτόχρονα παίρνει αυτή τη διοίκηση των οικονομικών της οικογένειας. Ο λοχαγός, που συνεχίζει να χαίρει της γενικής εκτίμησης, διορίζεται αυλικός θαλαμηπόλος σε ένδειξη της ευαρέσκειας του βασιλιά προς το άτομο του, ενώ τα βράδια η κυρία Άλβινγκ, αγωνίζεται να τον αποτρέπει από το ποτό και να προσπαθεί να τον κρατήσει νηφάλιο. Η χειρότερη στιγμή ωστόσο έρχεται, τη μέρα που η κυρία Άλβινγκ βλέπει τον άντρα της να ερωτοτροπεί με την υπηρέτρια του σπιτιού, την Ιωάννα. Από την ένωση αυτή, θα βγεί η μικρή Ρεγγίνα, η ψυχοκόρη του σπιτιού, που η κυρία Άλβινγκ αποφασίζει να κρατήσει στο σπίτι της, εν αντιθέσει προς τη μητέρα της. Εκείνη, αφού την αποζημιώσει με ένα σεβαστό ποσό, την παντρεύει με τον ξυλουργό Έγκστραντ, που δέχεται να γίνει εκείνος ο νόμιμος πατέρας του κοριτσιού. Και όλα αυτά, για να κρατηθεί “αλέκιαστη” η τιμή της οικογένειας Όσβαλντ.
Όμως, παρόλες τις προσπάθειες τόσων χρόνων δεν καταφέρνει να ξεφύγει από τη μοίρα.
Με τα ίδια της τα μάτια, βλέπει και πάλι, σήμερα, εκεί μπροστά της, τον Όσβαλντ, σαν άλλος λοχαγός Άλβινγκ να ερωτεύεται τη Ρεγγίνα και να ερωτοτροπεί μαζί της.!!!
Βρυκόλακες!!! θα πει η κυρία Άλβινγκ στο τέλος της α' πράξης. Η κυρία Άλβινγκ, βλέποντας την τραγωδία να επαναλαμβάνεται, θα ήθελε να πει την αλήθεια και στα δυο παιδιά, και να μην τα εμποδίσει να ζήσουν τον έρωτά τους στα φανερά, αλλά...δεν μπορεί. Είναι πολύ δειλή, όπως ομολογεί η ίδια στο πάστορα Μάντερς. Έτσι ετοιμάζεται για μια ακόμη φορά, να διώξει τη Ρεγγίνα, να τη στείλει να μείνει με τον πατέρα της, και να πει και πάλι ψέματα στο γιο της. Όμως, η φωτιά που ανάβει – από ένα λάθος του πάστορα Μάντερς – στο κτίριο, το καταστρέφει ολοσχερώς μέσα σε λίγες ώρες. Τώρα πλέον, δεν υπάρχει τίποτα που θα την εμπόδιζε να παραδεχτεί επιτέλους την αλήθεια. Και τα εξομολογείται όλα στο γιο της. Όμως και εκείνος έχει να της κάνει τις δικές του, συνταρακτικές εξομολογήσεις. Έχει κολλήσει (όπως πιστεύει εκείνος) σύφιλη, βασανίζεται από την αρρώστια τα τελευταία χρόνια, και γι' αυτό επέστρεψε στο σπίτι του, να πεθάνει εκεί. Η κυρία Άλβινγκ, προσπαθώντας να τον παρηγορήσει, του λέει, πως η αρρώστια δεν ήταν δικό του φταίξιμο, αλλά του πατέρα του (την κληρονόμησε).ωστόσο, τίποτα δεν αλλάζει την πραγματικότητα. Η επόμενη κρίση της αρρώστιας μπορεί να του στοιχίσει και τη ζωή του. Και παρακαλεί να μητέρα του, να τον βοηθήσει να αυτοκτονήσει -δίνοντάς του τα 12 χάπια μορφίνης που έχει μαζί του - όταν θα αρχίσει να εκφυλίζεται ο εγκέφαλός του.
Και η τελευταία κρίση της αρρώστιάς του, φτάνει.
ΔΙΑΒΆΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΌΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/