Ερρίκος Ίψεν ( 20 Μαρτίου 1828 - 23 Μαΐου 1906 )

 

Το πνεύμα της αλήθειας και το πνεύμα της ελευθερίας είναι οι στυλοβάτες της κοινωνίας.

Ο Χένρικ Ίψεν (Henrik Ibsen, 20 Μαρτίου 1828 - 23 Μαΐου 1906) ήτανΝορβηγός θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και ηθοποιός, ένας από τους πρωτοπόρους της σύγχρονης ευρωπαϊκής δραματουργίας. Δεύτερο παιδί μιας εύπορης οικογένειας εγκαταστημένης στο λιμάνι Skien, ο Ίψεν έζησε, μετά την πτώχευση της πατρικής επιχείρησης και τη μετακίνηση της οικογένειας του στο γειτονικό Vernstpop, δύσκολα παιδικά και εφηβικά χρόνια.
Ο Χένρικ Ίψεν γεννήθηκε στην μικρή πόλη Skien, με γονείς τους Knud Ibsen και την Marichen Altenburg. “Οι γονείς μου και από τις δύο πλευρές ήταν μέλη των πιο διάσημων οικογενειών της Skien” γράφει ο ίδιος σε ένα γράμμα του προς τον κριτικό Georg Brandes το 1882. Η μητέρα της Marichen και ο πατριός του Knud ήταν αδέλφια, και οι γονείς του Χένρικ είχαν μεγαλώσει μαζί και πρακτικά ανατραφεί σαν αδέλφια. Η Μarichen Altenburg θεωρούνταν καλή νύφη, ήταν κόρη ενός από τους πλουσιότερους εμπόρους της Skien. Ο πατέρας του Χένρικ προέρχονταν από μια μακριά γραμμή καπετάνιων, αλλά ο ίδιος αποφάσισε να γίνει έμπορος. Ο γάμος του με την Marichen ήταν ένα “υπέροχο οικογενειακό προξενιό”. Όταν ο Ίψεν ήταν επτά ετών, η τύχη του πατέρα του άλλαξε προς το χειρότερο, η οικογένεια έχασε την περιουσία της και αναγκάστηκε να μετακομίσει μόνιμα σε ένα μικρό εξοχικό σπίτι στο Ventop, έξω από την πόλη. Η χρεοκοπία του έκανε τον Knud Ibsen έναν δύσκολο και πικραμένο άντρα, ο οποίος στράφηκε στον αλκοολισμό, και η Marichen στράφηκε στην εκκλησία. Η οικογένεια Ίψεν τελικά μετακόμισε σε ένα σπίτι στην πόλη Snipetorp, που ανήκε στον ετεροθαλή αδελφό του Knud, τον πλούσιο τραπεζίτη και ιδιοκτήτη πλοίων Christopher Blom Paus. Η χρεοκοπία και η ταξική πτώση της οικογένειας έπαιξαν μεγάλο ρόλο στο μετέπειτα έργο του Ίψεν. Οι χαρακτήρες στα έργα του συχνά καθρεφτίζουν τους γονείς του, και τα θέματα του συχνά ασχολούνται με θέματα οικονομικών δυσκολιών, καθώς και ηθικές συγκρούσεις που προέρχονται από σκοτεινά μυστικά κρυφά από την κοινωνία.

 Portrait of Henrik Ibsen
by Henrik Olrik
Στην ηλικία των δεκαπέντε, ο Ίψεν αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο. Μετακόμισε στην μικρή πόλη Grimstad για να γίνει βοηθός φαρμακοποιού. Προκειμένου να ξεφύγει από την ανιαρή ζωή του Grimstad αρχίζει να διαβάζει και να γράφει. Το 1846, όταν ο Ερρίκος ήταν σε ηλικία 18 χρονών, απόκτησε ένα νόθο παιδί με μια υπηρέτρια, το οποίο αργότερα αναγνώρισε χωρίς όμως ποτέ να γνωρίσει. Η ιστορία του νόθου γιου του πιθανολογείται πως ήταν και η αιτία που διέκοψε κάθε σχέση με την οικογένεια του. Ο Ερρίκος Ίψεν δεν συνάντησε ποτέ ξανά τον πατέρα του, ενώ είδε την μητέρα του μόνο μια φορά ξανά πριν πεθάνει. Διατηρούσε αλληλογραφία μόνο με μία από τις αδελφές του.
Το 1850, ο Ίψεν μετακόμισε στην Χριστιανία (αργότερα μετονομάστηκε σε Όσλο) με σκοπό να μπει στο πανεπιστήμιο. Σύντομα εγκατέλειψε αυτό το σχέδιο, όταν κόπηκε στις εισαγωγικές εξετάσεις, αποτυγχάνοντας στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών. Την ίδια περίοδο αρχίζει να γράφει σε εφημερίδες και έρχεται σε επαφή με τον μικρό λογοτεχνικό κύκλο της Νορβηγίας της εποχής.
Σύντομα μετακομίζει στο Μπέργκεν όπου περνά τα επόμενα χρόνια δουλεύοντας στο Det norske Theater, όπου είχε αυξημένες αρμοδιότητες και συμμετείχε στην παραγωγή 145 έργων ως συγγραφέας, σκηνοθέτης, δραματολόγος και παραγωγός. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου δεσμεύονταν από το θέατρο βάση συμβολαίου, να γράφει ένα έργο το χρόνο για να ανεβαίνει στο συγκεκριμένο θέατρο. Το 1858 επιστρέφει στην Χριστιανία και γίνεται ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου της Χριστιανίας, ενώ ασχολείται και με τη ζωγραφική. Την ίδια χρονιά νυμφεύεται την Suzannah Thoresen, η οποία θα γίνει και μητέρα του γιου του Sigurd (1859). Η σύζυγός του θα τον στηρίξει συναισθηματικά και θα τον ενισχύσει στη σταδιοδρομία του, πείθοντάς τον να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη θεατρική τέχνη. Το ζευγάρι έζησε υπό δύσκολες οικονομικές καταστάσεις και σταδιακά ο Ίψεν έγινε πολύ απογοητευμένος από την ζωή στην Νορβηγία. Το 1864, εγκαταλείπει την Χριστιανία και πηγαίνει στο Σορέντο της Ιταλίας. Αρχικά φεύγει για ένα χρόνο, αλλά τελικά κάνει 27 χρόνια να επιστρέψει στην πατρίδα του, εργαζόμενος κυρίως στη Νότιο Ιταλία και τη Γερμανία. Εκεί, ο Ίψεν καταξιώνεται πλέον σαν καλλιτέχνης και τελικά γυρίζει στην πατρίδα του το 1895, όπου και συγγράφει τα δυο τελευταία του έργα. Τότε, μπόρεσε να ορθοποδήσει οικονομικά, αγοράζοντας ένα πολύ ακριβό σπίτι απέναντι από τα ανάκτορα του Όσλο, το οποίο σήμερα έχει μετατραπεί σε μουσείο και δέχεται καθημερινά πολλούς επισκέπτες. Ο Ίψεν είχε μια αμφιλεγόμενη σχέση με τον πλούτο, κάτι που αποδεικνύεται και από τη διακόσμηση αυτού του σπιτιού, η οποία διατηρείται στο ακέραιο έως σήμερα. Συνήθιζε επίσης να κάνει καθημερινούς περιπάτους, αλλά δεν επεδίωκε την επαφή με το κοινό (ήταν εσωστρεφής) και τον ενδιέφερε η μελέτη των ανθρωπίνων αντιδράσεων και συμπεριφορών. Διατηρούσε φιλικές σχέσεις αλλά και συχνή αλληλογραφία με αρκετές νεαρές κοπέλες, χωρίς ποτέ να αποδειχθεί κάποιο ίχνος απιστίας του σε αυτές. Έπινε σχεδόν σε καθημερινή βάση τη μπύρα του στο γνωστό στέκι της πόλης του Όσλο "Grand Cafe", του πολυτελούς ξενοδοχείου "Grand Hotel". Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του υπέφερε από σοβαρά προβλήματα υγείας, αφού είχε υποστεί αλλεπάλληλα εγκεφαλικά επεισόδια και ήταν πια ανήμπορος να δημιουργήσει.


Χαρακτηριστικά της τεχνοτροπίας του

Τον Ίψεν χαρακτηρίζει η έντονη διάθεση να θίξει ευαίσθητα θέματα της εποχής του, όπως τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, το κόστος που συνεπάγεται η προσπάθεια διατήρησης του πλούτου και του κοινωνικού status, καθώς και ζητήματα ηθικής τάξης.

Εργογραφία - Θεατρογραφία

1850 Κατιλίνας (Katilina), ιστορικό ποίημα. H πρώτη παράσταση του πρώτου έργου του Ίψεν δόθηκε από το Nya Teatern της Στοκχόλμης στις 3 Δεκεμβρίου του 1881
1850 Ο θάνατος του πολεμιστή ή Ο λίθινος τάφος (Kjæmpehøien)
Το έργο πρωτοανεβαίνει στη σκηνή του Kristiania Norske Theater τηςΧριστιανίας, στις 26 Σεπτεμβρίου 1850.
Πρωτοεκδίδεται σε εφημερίδα του Μπέργκεν το 1854. Σε βιβλίο εκδίδεται το 1917
1851 Νόρμα ή Ο έρωτας ενος πολιτικού, (Norma) μουσική τραγωδία σε 3 πράξεις
1852 Η νύχτα του Αγίου Ιωάννη (Sancthansnatten). Πρωτοανεβαίνει στο Det Norske Theater του Μπέργκεν της Νορβηγίας στις 2 Ιανουαρίου του 1853. Σε βιβλίο δεν θα εκδοθεί παρά το 1909
1855 Η Κυρία Ίνγκερ από το Έστροτ (Fru Inger til Østråt)
Πρώτη παράσταση στο Det Norske Theater του Μπέργκεν στις 2 Ιανουαρίου του 1855.
Σε βιβλίο -αναθεωρημένο από τον συγγραφέα – εκδίδεται το 1874
1856 Η γιορτή στο Σολχάουγκ (Gildet paa Solhoug).
Στο θέατρο πρωτοανεβαίνει στο Det Norske Theater του Μπέργκεν στις 2 Ιανουαρίου του 1856.
Σε βιβλίο εκδίδεται πρώτη φορά τον Μάρτη του ίδιου χρόνου
1857 Όλαφ Λίλιεκρανς (Olaf Liljekrans).
Στις 2 Ιανουαρίου του 1857 δίνεται η πρώτη παράσταση του έργου στο Det Norske Theater του Μπέργκεν
1858 Τα παλικάρια του Χέλγκελαντ (Hoermoendene paa Helgelad).
Η πρώτη παράσταση του έργου δόθηκε στις 24 Νοεμβρίου του 1858 στο Kristiania Norske Theater της Χριστιανίας
1862 Η κωμωδία του έρωτα (Kjærlighedens Komedie).
Η πρώτη του έργου δόθηκε στις 24 Νοεμβρίου του 1873 στο Christiania Theater της Χριστιανίας
1863 Οι μνηστήρες του θρόνου (Kongs-Emnerne).
Η πρώτη παράσταση δόθηκε στις 17 Ιανουαρίου του 1864 στο Christiania Theater της Χριστιανίας, με σκηνοθέτη τον ίδιο τον συγγραφέα
1866 Μπραντ, (Brand) θεατρικό ανάγνωσμα.
Η πρώτη ολοκληρωμένη παράσταση δόθηκε στις 24 Μάρτη του 1885 στο Nya Teatern της Στοκχόλμης
1867 Πέερ Γκυντ, (Peer Gynt) δραματικό ποίημα.
Ο Ίψεν το διασκεύασε για το θέατρο και η πρώτη παράσταση δόθηκε στις 24 Φλεβάρη του 1876 στο Christiania Theater της Χριστιανίας
1869 Ο σύνδεσμος των νέων (De unges Forbund).
Η πρώτη του έργου δόθηκε στις 18 Οκτώβρη του 1869 στο Christiania Theater της Χριστιανίας (Όσλο)
1871 εκδίδονται τα Ποιήματα, η ποιητική του συλλογή
1873 Ο Αυτοκράτορας και ο Γαλιλαίος (Kejser og Galilæer) θεατρικό ανάγνωσμα 10 πράξεων
1877 Τα στηρίγματα της κοινωνίας (Samfundets Støtter).
Η πρώτη του έργου δόθηκε στο Odense Teater της Δανίας στις 14 Νοέμβρη του 1877
1879 Το κουκλόσπιτο ή Νόρα(Et Dukkehjem)
Η πρώτη του έργου δόθηκε στο Det Kongelige Teater (Βασιλικό θέατρο) της Κοπενχάγης στις 21 Δεκέμβρη του 1879
1881 Βρυκόλακες (Gengangere).
Η πρώτη του έργου δόθηκε στο Aurora Turner Hall του Σικάγου των Η.Π.Α. στις 20 Μάη του 1882
1882 Ο εχθρός του λαού (En Folkefiende).
Η πρώτη του έργου στο Όσλο, στις 13 Ιανουαρίου του 1883 στο Christiania Theater
1884 Η αγριόπαπια Vildanden)
Η πρώτη του έργου δόθηκε στις 9 Ιανουαρίου του 1885 στο Den Nationale Scene του Μπέργκεν της Νορβηγίας
1886 Ρόσμερσχολμ (Rosmersholm).
Η πρώτη του έργου δόθηκε στις 17 Γενάρη του 1887 στο Den Nationale Scene του Μπέργκεν της Νορβηγίας
1888 Η κυρά της θάλασσας, (Fruen fra Havet).
Η πρώτη του έργου δόθηκε την ίδια μέρα σε δυο χώρες ταυτόχρονα. Στο Hoftheater της Βαϊμάρης και στο Christiania Theater του Όσλο στις 12 Φεβρουαρίου 1889
1890 Έντα Γκάμπλερ (Hedda Gabler).
Η πρώτη του έργου δόθηκε στο Residenztheater του Μονάχου στις 31 Ιανουαρίου 1891
1892 Ο αρχιμάστορας Σόλνες (Byrgmester Solness).
Πρώτη του έργου στις 19 Ιανουαρίου του 1893 στο Lessing Theatre του Βερολίνου
1894 Ο μικρός Εγιόλφ, (Lille Eyolf).
Πρώτη του έργου στις 12 Ιανουαρίου του 1895 στο Deutsches Theater του Βερολίνο
1896 Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν (John Gabriel Borkman)
Πρώτη του έργου στις 10 Γενάρη του 1897 στο Ελσίνκι, στο Svenska Teatern και Finnish Theatre ταυτόχρονα
1899 Όταν ξυπνήσουμε ανάμεσα στους νεκρούς (Når vi døde vågne)
Πρώτη του έργου στις 26 Γενάρη του 1900 στο Hoftheater της Στουτγκάρδης

 Το σκηνικό της παράστασης του 1907, του "μικρού Εγιόλφ" 

Βρυκόλακες 

Οι Βρυκόλακες, νορβηγικά Gengagere (=αυτοί που περπατούν ξανά στη γη) , Ghosts στα αγγλικά, είναι θεατρικό έργο τριών πράξεων του νορβηγού συγγραφέα Ερρίκου Ίψεν. Το έργο που γράφτηκε το Φθινόπωρο του 1881, τον Δεκέμβρη του ίδιου έτους εκδόθηκε σε βιβλίο και το 1882 ανέβηκε στο θέατρο, ανήκει - σύμφωνα με τους κριτικούς – στα ρεαλιστικά κοινωνικά δράματα του συγγραφέα.
Το έργο, λόγω της τολμηρής για την εποχή εκείνη θεματολογίας του, συνάντησε έντονες αντιδράσεις, αλλά με το πέρασμα του χρόνου κατόρθωσε να επιβληθεί και να θεωρηθεί μάλιστα από τα αρτιότερα τεχνικά έργα του παγκόσμιου θεάτρου. Σήμερα θεωρείται από τα κλασικά του δραματικού ρεπερτορίου, από τα πιο αντιπροσωπευτικά του Ίψεν και των προβληματισμών του.
Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά, στα νορβηγικά αντί στα δανέζικα που συνήθως έγραφε ο συγγραφέας, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και συγκεκριμένα στο Aurora Turner Hall του Σικάγο, στις 20 Μάη του 1881, μπροστά σε ένα κοινό από Νορβηγούς μετανάστες. Η μόνη επαγγελματίας ηθοποιός ήταν η Δανέζα που έκανε την κυρία Άλβινγκ.οι άλλοι ρόλοι εξυπηρετήθηκαν απο Δανούς και Νορβηγούς ερασιτέχνες ηθοποιούς. Απο κει και πέρα, άρχισε η παγκόσμια πορεία του.
Στην Ευρώπη ανέβηκε για πρώτη φορά το 1883, πρώτα στο Χέλσινμποργκ της Σουηδίας από τον θίασο του διάσημου τότε, σουηδού ηθοποιού Αύγουστου Λιντμπεργκ. Τους επόμενους μήνες, ο Λίντμπεργκ το πήγε περιοδεία σε αρκετές Σκανδιναβικές πόλεις, κατορθώνοντας έτσι σιγά-σιγά να το αποδεχτεί ο κόσμος. 

Ο ηθοποιός Αύγουστος Λίντμπεργκ,
στην πρώτη παράσταση
των Βρυκολάκων, το 1883
στο Χέλσινμποργκ 
Στην Ελλάδα, ανέβηκε το 1894 από το θίασο του ηθοποιού Ευτύχιου Βονασέρα.
Το έργο μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο, το 1915, σε μια 49λεπτη, βουβή ασπρόμαυρη ταινία με σκηνοθετες τον Τζορτζ Νικολς και Τζον Εμερσον 
Ο Ιψεν άρχισε να δουλεύει το έργο τον Ιούνη του 1881, όταν έμενε στη Ρώμη. Το έργο το είχε τελειώσε τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου και αμέσως το έστειλε στον εκδότη του Φρέντεριν Χέγκελ. Ο εκδοτικός οίκος Gyldendalske Boghandels Forlag το εξέδωσε στις 13 Δεκεμβρίου του 1883 στην Κοπενχάγη σε 10.000 αντίτυπα.
Το βιβλίο προκάλεσε αμέσως την κατακραυγή του πνευματικού κόσμου. Το κατηγόρησαν για μηδενιστικό, αθεϊστικό, για προαγωγό του ελεύθερου έρωτα, για διαφήμιση της σύφιλης και της έκλυτης ζωής και πολλά άλλα. Οι βιβλιοπώλες το κατέβασαν απο τα ράφια των βιτρίνων τους και τα 10.000 κομμάτια δεν εξαντλήθηκαν παρά το 1894, δεκατρία χρόνια μετά, όταν χρειάστηκε επανέκδοση.
Ο συγγραφέας δεν ένιωσε έκπληξη. Περίμενε κάτι τέτοιο, αφού σε ένα γράμμα του προς τον εκδότη, γράφει ότι: είναι λογικό να περιμένουμε οτι οι Βρυκόλακες θα σημάνουν συναγερμό σε μερικούς κύκλους. Αλλά ας γίνει. Αν δεν προκαλούνταν αναστάτωση, δεν θα ήταν και αναγκαίο το γράψιμο τους. Όταν ο Ίψεν έστειλε αντίγραφα του βιβλίου σε διάφορα θέατρα, για να το ανεβάσουν, συνάντησε και εκεί, απόρριψη. Ακόμα και τα θέατρα με τα οποία είχε πολλές φορές συνεργαστεί ο Ίψεν μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν δέχτηκαν να το ανεβάσουν.

Τα πρόσωπα του έργου

Ελένη Άλβινγκ, χήρα του λοχαγού της Αυλής, Άλβινγκ
Όσβαλντ Άλβινγκ, ζωγράφος, γιος της κυριάς Άλβινγκ
Πάστορας Μάντερς, οικογενειακός φίλος, και ιερέας
Ρεγγίνα Εγκστραντ, η “ψυχοκόρη” - υπηρέτρια του σπιτιού
Γιάκομπ Εγκστραντ, ξυλουργός, “πατέρας” της Ρεγγίνα

Η Υπόθεση

 Η πρώτη έκδοση του βιβλίου
Ο Ίψεν έγραψε για το έργο του: «Στο έργο αυτό θα γνωρίσετε κάτι που αποκαλώ «Βρυκόλακες», νεκρές κουβέντες που όμως επιστρέφουν μετά θάνατο εμποδίζοντας τον άνθρωπο να ζήσει τη ζωή του με τον τρόπο που ο ίδιος επιθυμεί. Πολύ περισσότερο, θα δείτε το μεγάλο κακό που μπορούν να προκαλέσουν οι εν λόγω «βρυκόλακες»... Ένα μεγάλο δωμάτιο που βλέπει προς τον κήπο. Αριστερά μια, δεξιά δυο θύρες. Στο μέσον του δωματίου ένα στρογγυλό τραπέζι με καρέκλες γύρω και πάνω στο τραπέζι βιβλία, περιοδικά κι εφημερίδες. Αριστερά, μπρος στο παράθυρο, καναπές και ένα τραπέζι για ράψιμο. Στο βάθος μια μικρή βεράντα με άνθη, κλεισμένη γύρω με τζάμια. Δεξιά της βεράντας μια θύρα που οδηγεί στον κήπο. Ανάμεσα από τα τζάμια της βεράντας φαίνεται το φγιορδ. Βρέχει μονότονα. 
Σε αυτόν τον χώρο θα ξετυλιχτεί το δράμα της ζωής της κυρίας Άλβινγκ. Η εύπορη, μεσόκοπη χήρα του λοχαγού Άλβινγκ, βρίσκεται μπροστά σε μια σημαντική -χαρούμενη - στιγμή της ζωής της. Ο αγαπημένος της μοναχογιός, Όσβαλντ Άλβινγκ, ανερχόμενος ζωγράφος, γύρισε στο πατρικό του σπίτι, ύστερα από μακρόχρονη παραμονή στο εξωτερικό, με σκοπό να περάσει όλο το χειμώνα μαζί με την μητέρα του, και γιατί όχι; να μείνει μόνιμα πλέον στο πατρικό του. Απο την άλλη, μόλις έχει ολοκληρωθεί το έργο ζωής της κυρίας Άλβινγκ, ένα άσυλο για φτωχά και ορφανά παιδιά, το οποίο ανέγειρε για να τιμήσει τη μνήμη του συζύγου της, του σεβαστού από όλη την τοπική κοινωνία, λοχαγού Άλβινγκ, που πέθανε πρόωρα πριν από δέκα χρόνια. Το κτίριο έχει ολοκληρωθεί, τα του κληροδοτήματος έχουν όλα κανονιστεί και αύριο το πρωί δεν απομένει παρά η γιορτή για τα εγκαίνια του κτιρίου. Γι' αυτόν το λόγο, για να παραστεί στη γιορτή και να εκφωνήσει τον χαιρετιστήριο λόγο, φτάνει από την πόλη, ο πάστορας Μάντερς. Ο πάστορας- παλιός φίλος της κυρίας Άλβινγκ, και κατά συνέπεια της οικογένειας- είναι ταυτόχρονα και ο οικονομικός διαχειριστής του κληροδοτήματος αλλά και ο ιθύνων νούς όλου του εγχειρήματος. Πάνω στη συζήτηση για τον Όσβαλντ, τη ζωή του και τις αρχές του, που αυτός ο αφιερωμένος στο καθήκον πάστορας κριτικάρει, η κυρία Άλβινγκ αρχίζει τις ανείπωτες μέχρι σήμερα εκμυστηρεύσεις. Αρχίζει να διηγείται στο πάστορα, την αλήθεια μια ζωής που έμεινε καλά κρυμμένη από όλους. Η ζωή της δεν ήταν καθόλου έτσι όπως φαινόταν. Ο άντρας της, δεν ήταν παρά ένας λοχαγός αλκοολικός, γλεντζές, ερωτύλος, ανεύθυνος και τεμπέλης. Η κυρία Όσβαλντ, ύστερα από την αποτυχημένη προσπάθεια να τον αφήσει και να φύγει – η αυστηρότητα του πάστορα την απέτρεξε τότε– μένει κοντά του και αποφασίζει να θυσιάσει τη ζωή και την ευτυχία της για να κρύψει από τον κόσμο, την πραγματικότητα. Για να προστατέψει το γιό της από την ολέθρια επίδραση του πατέρα του, τον διώχνει από το σπίτι, και ο νεαρός Όσβαλντ μεγαλώνει από τότε σε ιδιωτικά σχολεία και ύστερα στο εξωτερικό- ενώ ταυτόχρονα παίρνει αυτή τη διοίκηση των οικονομικών της οικογένειας. Ο λοχαγός, που συνεχίζει να χαίρει της γενικής εκτίμησης, διορίζεται αυλικός θαλαμηπόλος σε ένδειξη της ευαρέσκειας του βασιλιά προς το άτομο του, ενώ τα βράδια η κυρία Άλβινγκ, αγωνίζεται να τον αποτρέπει από το ποτό και να προσπαθεί να τον κρατήσει νηφάλιο. Η χειρότερη στιγμή ωστόσο έρχεται, τη μέρα που η κυρία Άλβινγκ βλέπει τον άντρα της να ερωτοτροπεί με την υπηρέτρια του σπιτιού, την Ιωάννα. Από την ένωση αυτή, θα βγεί η μικρή Ρεγγίνα, η ψυχοκόρη του σπιτιού, που η κυρία Άλβινγκ αποφασίζει να κρατήσει στο σπίτι της, εν αντιθέσει προς τη μητέρα της. Εκείνη, αφού την αποζημιώσει με ένα σεβαστό ποσό, την παντρεύει με τον ξυλουργό Έγκστραντ, που δέχεται να γίνει εκείνος ο νόμιμος πατέρας του κοριτσιού. Και όλα αυτά, για να κρατηθεί “αλέκιαστη” η τιμή της οικογένειας Όσβαλντ.
Όμως, παρόλες τις προσπάθειες τόσων χρόνων δεν καταφέρνει να ξεφύγει από τη μοίρα.
Με τα ίδια της τα μάτια, βλέπει και πάλι, σήμερα, εκεί μπροστά της, τον Όσβαλντ, σαν άλλος λοχαγός Άλβινγκ να ερωτεύεται τη Ρεγγίνα και να ερωτοτροπεί μαζί της.!!!
Βρυκόλακες!!! θα πει η κυρία Άλβινγκ στο τέλος της α' πράξης. Η κυρία Άλβινγκ, βλέποντας την τραγωδία να επαναλαμβάνεται, θα ήθελε να πει την αλήθεια και στα δυο παιδιά, και να μην τα εμποδίσει να ζήσουν τον έρωτά τους στα φανερά, αλλά...δεν μπορεί. Είναι πολύ δειλή, όπως ομολογεί η ίδια στο πάστορα Μάντερς. Έτσι ετοιμάζεται για μια ακόμη φορά, να διώξει τη Ρεγγίνα, να τη στείλει να μείνει με τον πατέρα της, και να πει και πάλι ψέματα στο γιο της. Όμως, η φωτιά που ανάβει – από ένα λάθος του πάστορα Μάντερς – στο κτίριο, το καταστρέφει ολοσχερώς μέσα σε λίγες ώρες. Τώρα πλέον, δεν υπάρχει τίποτα που θα την εμπόδιζε να παραδεχτεί επιτέλους την αλήθεια. Και τα εξομολογείται όλα στο γιο της. Όμως και εκείνος έχει να της κάνει τις δικές του, συνταρακτικές εξομολογήσεις. Έχει κολλήσει (όπως πιστεύει εκείνος) σύφιλη, βασανίζεται από την αρρώστια τα τελευταία χρόνια, και γι' αυτό επέστρεψε στο σπίτι του, να πεθάνει εκεί. Η κυρία Άλβινγκ, προσπαθώντας να τον παρηγορήσει, του λέει, πως η αρρώστια δεν ήταν δικό του φταίξιμο, αλλά του πατέρα του (την κληρονόμησε).ωστόσο, τίποτα δεν αλλάζει την πραγματικότητα. Η επόμενη κρίση της αρρώστιας μπορεί να του στοιχίσει και τη ζωή του. Και παρακαλεί να μητέρα του, να τον βοηθήσει να αυτοκτονήσει -δίνοντάς του τα 12 χάπια μορφίνης που έχει μαζί του - όταν θα αρχίσει να εκφυλίζεται ο εγκέφαλός του.
Και η τελευταία κρίση της αρρώστιάς του, φτάνει.


ΔΙΑΒΆΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΌΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/












ΖΩΡΖ ΣΑΡΗ ( 23 Μαΐου 1925 - 9 Ιουνίου 2012)

 

Η Ζωρζ Σαρή (Αθήνα, 23 Μαΐου 1925 - Αθήνα, 9 Ιουνίου 2012) ήταν Ελληνίδα ηθοποιός και συγγραφέας, κυρίως παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας.
Η Γεωργία Σαριβαξεβάνη Καρακώστα (πραγματικό όνομα της Ζωρζ Σαρή) γεννήθηκε στις 23 Μαΐου του 1925 στηνΑθήνα. Η μητέρα της ήταν Γαλλίδα από τη Σενεγάλη και ο πατέρας της από το Αϊβαλί. Τα παιδικά της χρόνια τα έζησε στηνΕλλάδα, όπου τελείωσε το δημοτικό και το γυμνάσιο. Πριν ολοκληρώσει τις εγκύκλιες σπουδές της, άρχισε ο πόλεμος του 1940.
Στη διάρκεια του πολέμου η Ζωρζ Σαρή συμμετείχε στην Αντίσταση και στην ΕΠΟΝ. Περιγράφοντας εκείνα τα χρόνια η ίδια λέει: «Τα χρόνια της Κατοχής ήταν χρόνια χαράς και ελευθερίας». «Από δυστυχισμένοι γίναμε ευτυχισμένοι. Και αυτό γιατί διαλέξαμε το δρόμο της ζωής και ας υπήρχε θάνατος μέσα. Θρηνούσαμε και χαιρόμασταν όλοι μαζί. Δε φοβόμασταν όμως. Υπήρχε ένας στόχος, η απελευθέρωση»
Άρχισε από πολύ μικρή να ασχολείται με το θέατρο, με δάσκαλο τον Βασίλη Ρώτα. Μεγαλύτερη, στα χρόνια της Κατοχής, και αφού τελείωσε το σχολείο, άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα υποκριτικής στη Δραματική Σχολή του Δημήτρη Ροντήρη. Τα χρόνια εκείνα απέκτησε πολλές εμπειρίες, οι οποίες αποτέλεσαν αργότερα βασικό θέμα ορισμένων βιβλίων της αλλά και συνεισέφεραν στην σταδιοδρομία της ως ηθοποιού του κινηματογράφου και της τηλεόρασης.

Το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διαδέχθηκαν τα Δεκεμβριανά, κατά τη διάρκεια του οποίου η Ζωρζ Σαρή πληγώθηκε στο χέρι και στο πόδι από οβίδα και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο «Αγία Όλγα». Αργότερα, το 1947, αναγκάστηκε να φύγει εξόριστη για το Παρίσι. Εκεί δούλεψε σε διάφορες δουλειές, ενώ συγχρόνως φοιτούσε στη σχολή υποκριτικής του Σαρλ Ντιλέν. Στο Παρίσι γνώρισε σημαντικούς ανθρώπους, όπως ο Κώστας Αξελός, η Μελίνα Μερκούρη, ο Άδωνις Κύρου, ο Μαρσέλ Μαρσώ και πολλοί άλλοι. Εκείνα τα χρόνια συνάντησε και τον Αιγυπτιώτη χειρουργό Μαρσέλ Καρακώστα, με τον οποίο παντρεύτηκε και έκαναν δύο παιδιά.
Το 1962 επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε να εμφανίζεται στο θέατρο και τον κινηματογράφο δίπλα σε γνωστά ονόματα ηθοποιών. Η περίοδος αυτή διήρκησε μέχρι την εποχή της Δικτατορίας, όταν η Ζωρζ Σαρή και ορισμένοι φίλοι της ηθοποιοί αποφάσισαν να κάνουν παθητική αντίσταση και να μην ξαναπαίξουν στο θέατρο. «Δε φανταζόμασταν ότι θα κρατούσε τόσα χρόνια η Δικτατορία... Λέγαμε επτά μήνες, όχι επτά χρόνια!». Το καλοκαίρι εκείνο, στερημένη από κάποια μορφή έκφρασης, άρχισε να γράφει το πρώτο της μυθιστόρημα. Ο Θησαυρός της Βαγίας ξεκίνησε σαν παιχνίδι με τα παιδιά που είχε γύρω της, όπως ομολογεί και η ίδια. Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1969 και είχε μεγάλη επιτυχία, ενώ αργότερα μεταφέρθηκε και στην τηλεόραση.


Συγγραφή

Το γεγονός αυτό στάθηκε καθοριστικό για τη Ζωρζ Σαρή, αφού από τότε αποφάσισε να στραφεί στο γράψιμο. Την προσωπική αυτή επιλογή δικαιολογεί η ίδια σε μια συνέντευξή της: «Στο γράψιμο βρήκα ό,τι δεν μπορούσα να βρω στο θέατρο, ίσως γιατί δεν ήμουν πρωταγωνίστρια και ίσως γιατί δεν ήμουν σε θέση να διαλέξω τους ρόλους που ο θιασάρχης ή ο σκηνοθέτης διάλεγαν για μένα. Τώρα φέρω ακέραιη την ευθύνη των βιβλίων μου. Κάνω αυτό που θέλω, αυτό που μπορώ».
Ωστόσο, η Ζωρζ Σαρή δεν έμεινε μόνο στη συγγραφή βιβλίων παιδικής λογοτεχνίας. Προσπάθησε με κάθε τρόπο να διαδώσει το παιδικό βιβλίο και να κρατήσει ζωντανή και άμεση επαφή με το κοινό της. Έτσι άρχισε να πηγαίνει σε σχολεία σε όλη την Ελλάδα και να κάνει ομιλίες. Κατά καιρούς, μέσα από κάποια άρθρα της και με τη συμμετοχή της σε λογοτεχνικές συζητήσεις, έλαβε ενεργό μέρος σε θέματα που αφορούσαν την παιδική λογοτεχνία, όπως τα κόμικς, η θεματολογία του παιδικού βιβλίου και η θέση της γυναίκας σε αυτό.
Συναρπαστικό είναι πως πολλά από τα βιβλία της αφορούν και απο ένα διαφορετικό μέρος της ζωής της. Η φιλία της με τηνΆλκη Ζέη οδήγησε στην από κοινού συγγραφή του βιβλίου Ε.Π.
Το έργο της Ζωρζ Σαρή
Η Ζωρζ Σαρή, από το 1969 που πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με το Θησαυρό της Βαγίας μέχρι σήμερα, έχει γράψει είκοσι μυθιστορήματα, μία νουβέλα, τέσσερα θεατρικά παιδικά έργα και εννιά βιβλία για μικρά παιδιά. Επίσης, στο ενεργητικό της έχει δεκατέσσερις μεταφράσεις μυθιστορημάτων από τα γαλλικά. Όλα τα βιβλία της έχουν κάνει αρκετές επανεκδόσεις και μερικά από αυτά έχουν βραβευτεί. Το 1994 η Νινέτ βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου, καθώς επίσης και από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (το βραβείο μοιράστηκε με τη Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου). Αργότερα, το 1999 ο Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου τής έδωσε ακόμη ένα βραβείο για το Χορό της ζωής. Το 1988 Τα Χέγια προτάθηκαν για το βραβείο Άντερσεν.
Πολυγραφότατη και πολυδιαβασμένη, ξεχωρίζει για τα θέματα που επιλέγει, για τους ανθρώπινους ήρωές της, που ζουν καθημερινά και αντιμετωπίζουν τα προβλήματα της ζωής, για το απλό της ύφος, την απομάκρυνσή της από απλές και κλασικές αφηγηματικές τεχνικές, για την άμεση και μη διδακτική προσέγγιση και παρουσίαση του παιδιού μέσα από τα έργα της και για τη σφαιρική της όραση γύρω από το σύγχρονο παιδί. Αυτό που χαρακτηρίζει το σύνολο του έργου της είναι το βιωματικό γράψιμο και η ανάγκη της να εκφραστεί μέσα από αυτό. Μια ανάγκη που, όπως η ίδια ομολογεί, βοηθά τον συγγραφέα να σώσει τον εαυτό του: «Οι συγγραφείς γράφουν πριν απ’ όλα για τον εαυτό τους, για να εκφραστούν οι ίδιοι πριν απ’ όλα, για να σωθούν» Με το συγκεκριμένο τρόπο η Ζωρζ Σαρή μπορεί να «ζει» σε διαφορετικές καταστάσεις και εποχές και να τις αναπλάθει με μεγάλη πειστικότητα. Τα έργα της αποκτούν ζωντάνια και ρεαλιστική υπόσταση, ενώ οι αναγνώστες της «νιώθουν» ως δικό τους βίωμα αυτό που η συγγραφέας τούς έχει τόσο πειστικά μεταφέρει.
Το βιωματικό γράψιμο, ωστόσο, το οποίο έχει και η ίδια πολλές φορές παραδεχτεί, δεν αποκλείει τη δημιουργική φαντασία και τα μυθοπλαστικά στοιχεία, τα οποία ενυπάρχουν σε όλα τα έργα της. Στα βιβλία της «πλέκεται ο μύθος με την ιστορία» και έτσι χτίζεται το μυθυστόρημα. Ο πυρήνας των έργων της μπορεί να είναι βιωματικός και να αγγίζει την πραγματικότητα, αλλά η ανάπτυξη της πλοκής τους εμπεριέχει πολλά φανταστικά στοιχεία.

Ήταν επίτιμο μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Συγγραφέων από το 1972 μέχρι και τον θάνατό της. Πέθανε στις 9 Ιουνίου του2012 σε ηλικία 87 ετών και στις 12 του ίδιου μήνα κηδεύτηκε στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών.



Θεματολογία και κριτική των μυθιστορημάτων παιδικής-εφηβικής λογοτεχνίας της Ζωρζ Σαρή

Ιστορικό-πολιτικό μυθιστόρημα
Τα έργα της Ζωρζ Σαρή αποτέλεσαν σταθμό για τη σύγχρονη παιδική και νεανική λογοτεχνία, καθώς συνέβαλαν στη μεταστροφή της τη δεκαετία του 1970. Η Σαρή, σύμφωνα με την Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου, άρχισε να εισάγει στα βιβλία της την πολιτική σκέψη, που παύει να αποτελεί πια προνόμιο μόνο των μεγάλων. Με τα βιβλία της Όταν ο ήλιος…(1971),Κόκκινη κλωστή δεμένη…(1974), Τα γενέθλια (1977), Οι νικητές (1983), Τα χέγια (1987) εισάγει στο χώρο του παιδικού βιβλίου ιστορικά και πολιτικά γεγονότα για τα οποία κανείς δεν είχε μιλήσει μέχρι τότε. Για να το πετύχει αυτό, επιστρατεύει τα προσωπικά της βιώματα και με το εύρημα της πανταχού παρούσας πρωταγωνίστριάς της (η οποία είναι ο εαυτός της) μιλάει για το ιστορικό παρελθόν της χώρας της. Για αυτήν τη συμβολή της στη «στροφή» της παιδικής λογοτεχνίας η Ζωρζ Σαρή δέχτηκε όχι μόνο θετικές, αλλά και αρνητικές κριτικές. Οι ισχυρισμοί ότι μυθιστορήματα που αναφέρονται στο πρόσφατο ιστορικό παρελθόν (π.χ. Τα γενέθλια, Τα χέγια, Οι νικητές), χωρίς να διατηρούν την απαιτούμενη απόσταση ανάμεσα στο συγγραφέα και στο θέμα, δεν είναι ιστορικά αλλά απλώς μαρτυρίες, όπως υποστηρίζει ο Ηρακλής Καλέργης, καθώς και ότι η έντονη παρουσία του παρελθόντος στα έργα της έχει ως αποτέλεσμα τη μη αντικειμενική αντιμετώπιση των πραγμάτων, σύμφωνα με το Γ. Παπακώστα και το διπολισμό (κυρίως στους Νικητές), ο οποίος μετά από σαράντα χρόνια καθίσταται ανεδαφικός (Κυρ. Ντελόπουλος), αποτελούν επικρίσεις, οι οποίες όμως επιδέχονται αμφισβήτηση.

Κοινωνικό μυθιστόρημα
Πολλά είναι τα έργα της Ζωρζ Σαρή τα οποία ανήκουν στο κοινωνικό-ρεαλιστικό μυθιστόρημα και εντάσσονται στους θεματικούς του κύκλους. Το πρώτο της έργο, Ο Θησαυρός της Βαγίας (1969), είναι ένα μυθιστόρημα περιπέτειας με συνεχείς αναφορές στο παρελθόν, το οποίο αγγίζει κατά κάποιον τρόπο τη θεματική του μυθιστορηματικού αυτού είδους. Σύμφωνα με το Γ. Νεγροπόντη, έχει πλοκή και υπόθεση, αλλά υστερεί σε λογοτεχνικότητα. Πρόκειται για ένα έργο που γράφτηκε με τη μορφή παιχνιδιού, δίνοντας έτσι ζωντάνια στο γραπτό λόγο, και ίσως γι’ αυτό είχε και μεγάλη απήχηση. Αμέσως μετά το Θησαυρό της Βαγίας η Ζωρζ Σαρή γράφει το Ψέμα (1970) και γίνεται μια από τους πρώτους συγγραφείς παιδικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα που θίγει κοινωνικά ζητήματα όπως το διαζύγιο. Στη συγγραφική πορεία της Σαρή συναντάμε και άλλα έργα που ανήκουν σε αυτό το είδος. Με το Κρίμα κι άδικο (1990), όπως επισημαίνει η Ελένη Σαραντίτη, πραγματοποιεί «ουσιαστική στροφή εμπνεόμενη από τους ανθρώπους του μόχθου, της αγωνίας, της φτώχειας, της ανάγκης, της ελπίδας, το ζωντανό και ζεστό κύτταρο του λαού μας». Για πρώτη φορά σε έργο της μιλά για το θέμα της μετανάστευσης και δημιουργεί ένα μυθιστόρημα που έχει «πόνο, ανθρωπιά, ελπίδα». Ο χώρος απ’ όπου αντλεί την έμπνευσή της δεν είναι το αστικό περιβάλλον αλλά το χωριό, «με τις ιδιαίτερες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες του, που καθορίζουν την πορεία της ζωής των κατοίκων του». Με το έργο αυτό «η συγγραφέας έμμεσα και πολύ εύστοχα διερευνά τις αιτίες της μετανάστευσης και της φτώχειας του τόπου μας» και προχωρά πολύ βαθιά στο πρόβλημα της μετανάστευσης. Ακολουθεί το Ζουμ (1994), ένα πρωτότυπο μυθιστόρημα με περίπλοκη αφηγηματική τεχνική και αρκετά στοιχεία από την τέχνη του κινηματογράφου. Η φιλία και τα σχολικά χρόνια είναι το θέμα του μυθιστορήματος Ε.Π. (1995). Το Ε.Π. είναι ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που κεντρικό θέμα έχει τη φιλία της συγγραφέα με τις συμμαθήτριές της και ιδίως με την Άλκη Ζέη. Το έργο αυτό χαρακτηρίζεται από μια παιδική θέαση του κόσμου, πηγαίο χιούμορ, απλό και στέρεο λόγο, καθώς και μια αναφορά στις παιδαγωγικές αντιλήψεις της εποχής στην Ελλάδα, όπου κυριαρχούσε η αυταρχική αγωγή. Με το Μια αγάπη για δύο (1996), το οποίο αποτελεί προϊόν της συνεργασίας της Ζωρζ Σαρή με την Αργυρώ Κοκορέλη, καινοτομεί και πάλι, καθώς, όπως παρατηρεί ο Γ. Παπαδάτος, μόνο στις αρχές της δεκαετίας που διανύουμε παρουσιάστηκαν βιβλία με κεντρικό πυρήνα το ερωτικό στοιχείο στις σχέσεις προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας. Τα τελευταία μέχρι σήμερα (Φεβρουάριος 2004) μυθιστορήματά της είναι O χορός της ζωής (1998), Σοφία (1998), O Κύριός μου (2002) και Ο πόλεμος, η Μαρία και το αδέσποτο (2003). Το πρώτο είναι αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα. Είναι μια «καλοστημένη ιστορία, ειλικρινής και αρκετά συγκινητική, με στιγμιαίες λάμψεις και χιούμορ». Και σε αυτό το έργο η φιλία και ο έρωτας έχουν βασική θέση.

Ηθογραφικό μυθιστόρημα

Η Ζωρζ Σαρή έχει γράψει συνολικά δύο ηθογραφικά μυθιστορήματα, Τα στενά παπούτσια (1979) και Το παραράδιασμα(1989). Στα Στενά παπούτσια (ένα ακόμη αυτοβιογραφικό βιβλίο) περιγράφεται η πραγματική φιλία και ο τρυφερός έρωτας της Ζωής και του Παναγιώτη, αλλά και οι συνθήκες ζωής της γυναίκας στις αρχές του περασμένου αιώνα στην Ελλάδα. Στο βιβλίο αυτό, όπως χαρακτηριστικά λέει η Ζωή Βαλάση, «ακούγονται φωνές που ήταν κρυμμένες στα άλλα της έργα. Η χαρακτηριστική λαχτάρα για ζωή δραπετεύει από τις αστικές κάμαρες και τους κοινωνικούς προβληματισμούς και αγκαλιάζει με πάθος την ίδια τη φύση. Οι λέξεις έχουν μια ζουμερή παρήχηση και η ατμόσφαιρα είναι φορτισμένη με καλοκαιρινές εικόνες». Η Βίτω Αγγελοπούλου προσθέτει ότι όλοι οι χαρακτήρες που κινούνται μέσα στο μυθιστόρημα διαγράφονται με παραστατικότητα. Είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Ζωρζ Σαρή που ξεφεύγει από το αστικό πλαίσιο και αυτό ενθουσιάζει τους κριτικούς, γεγονός όμως που δεν τους εμποδίζει να εντοπίσουν και κάποιες αδυναμίες στο έργο. Η Βαλάση, συνεχίζοντας την κριτική της, προσθέτει ότι η χαρά της συγγραφέα κάποιες φορές είναι τόσο δυνατή στο κείμενο, που συνθλίβει την ιστορία, αδικεί την πλοκή και παραβλέπει τη συναισθηματική κορύφωση του αναγνώστη. Την αδυναμία της πλοκής εντοπίζει και η Βίτω Αγγελοπούλου, η οποία όμως επισημαίνει ότι ακόμη και έτσι δε μειώνεται η αξία του έργου. Αρκετά χρόνια μετά η Ζωρζ Σαρή επανέρχεται με ένα ακόμα ηθογραφικό μυθιστόρημα, το οποίο όμως αυτή τη φορά δεν είναι αυτοβιογραφικό και καθόλου νοσταλγικό. Με το Παραράδιασμα αρχικά και με το Κρίμα κι άδικο στη συνέχεια, όπως έχουμε δει, επιτελεί μεγάλη και ουσιαστική στροφή. Η Ελένη Σαραντίτη, αναφερόμενη στο Παραράδιασμα , γράφει πως πρόκειται για ένα δύσκολο και καθόλου ευχάριστο έργο, ένα άρτιο μυθιστόρημα, το πολυτιμότερο ίσως έργο της Ζωρζ Σαρή. Συμπληρώνει ότι είναι ένα βιβλίο έντονων συναισθημάτων, ελκυστικής μορφής και τέλειας έκφρασης. Με το έργο αυτό η συγγραφέας δείχνει ότι έχει γνώση της ψυχοσύνθεσης του ΄Έλληνα και της ζωής στην ενδοχώρα,  ενώ εντυπωσιάζει με την άψογη χρήση της γλώσσας, και μάλιστα των τοπικών ιδιολέκτων. Δεν αρκείται μόνο στην περιγραφή της ζωής της εποχής εκείνης, αλλά προβαίνει σε συγκρίσεις μεταξύ παρόντος και παρελθόντος σε ό,τι αφορά τη ζωή της γυναίκας, τη δικαιοσύνη και τις κοινωνικές προκαταλήψεις. Πρόκειται, λοιπόν, όπως φαίνεται από τις κριτικές, για ένα έργο συγγραφικής ωριμότητας, το οποίο δε δείχνει να παρουσιάζει κανένα μειονέκτημα. Ολοκληρώνοντας, θα λέγαμε ότι η Ζωρζ Σαρή προσεγγίζει ένα ευρύτατο πλαίσιο θεμάτων, τα οποία είτε προέρχονται από τις προσωπικές της εμπειρίες είτε από τον άμεσο κοινωνικό της περίγυρο. Και στις δύο περιπτώσεις τα έργα της διακρίνονται για την αμεσότητά τους, μέσα από την οποία αποκαλύπτεται η ίδια η συγγραφέας. Η ίδια, θέλοντας να τονίσει την παρουσία της μέσα σε όλα τα έργα της, λέει χαρακτηριστικά σε μια συνέντευξή της: «Μια μεγάλη συγγραφέας έλεγε πως ό,τι και να γράψω, και το σκύλο μου να βάλω, πάλι μέσα στο σκύλο μου θα ’μαι. Δεν μπορεί ο συγγραφέας να μη βρίσκεται κάπου, άλλοτε φανερά, άλλοτε στα κρυφά, και δεν το παίρνεις είδηση, αλλά κάποια στιγμή, κάποιο λεπτό, ο συγγραφέας θα μιλήσει. Κι όταν βγει, μπορεί, αν είναι άντρας, να γίνει γυναίκα ή να γίνει σκύλος. Λοιπόν, πόσο μάλλον σε κάποιον σαν και μένα που δεν έχει πολλή φαντασία…». Επίσης μαζί με την Αργυρώ Κοκορέλλη έγραψε τον Πρόλογο στο μυθιστόρημα της Ελένης Πριοβόλου Καπετάν Ζωή. https://el.wikipedia.org/


i.Τα Χέγια


Η Μάτα τελειώνει το λύκειο στη Λαμία, ξέγνοιαστη, με τον πατέρα της και την ανύπαντρη θεία της. Ωστόσο, της κρύβουν κάποιο μυστικό. H μητέρα της ποια ήτανε; Zει ή στ’ αλήθεια έχει πεθάνει; Πρέπει, θέλει να το μάθει. Kαι τελικά, άθελά της μαθαίνει ποιος ήτανε ο πατέρας της· θα σκοντάψει βίαια πάνω στο παρελθόν του. Θα συγκρουστεί μαζί του. H Mάτα θα εγκαταλείψει τον πατέρα της;

Mε την απαράμιλλη τέχνη της η Zωρζ Σαρή μάς παίρνει μαζί της μέχρι το τέλος της ιστορίας αυτής. Aνιχνεύουμε μαζί της τα εφηβικά προβλήματα…




ii. Νινέτ 

Η Έμμα από τη Σενεγάλη και ο Σωκράτης από τη Μ. Ασία γνωρίζονται μέσω αλληλογραφίας, ερωτεύονται, συναντιούνται και παντρεύονται. Το πρώτο τους παιδί, η Νινέτ. Η Νινέτ γεννιέται στην Κωνσταντινούπολη το 1911 και από εκεί ξεκινά την προσωπική πορεία ωρίμανσής της μέσα στον χρόνο και στον χώρο. Ζει στην Οδησσό, στην Αθήνα, στο Παρίσι και στο Σαιν Λουί της Σενεγάλης. Ξεκινά ως ατίθασο παιδί, γεμάτο ερωτήματα που ταλαιπωρεί τους γονείς και τις αδερφές της και εξελίσσεται μεγαλώνοντας σε μια ήρεμη, συνετή και αξιόλογη νεαρή που προκαλεί τον θαυμασμό όλων. Πώς όμως συντελείται αυτή η αλλαγή; Τι είναι αυτό που απασχολούσε τη Νινέτ και δεν την άφηνε να ξεδιπλώσει όλες τις πτυχές του χαρακτήρα της;

Την απάντηση δίνει η ίδια μέσα από τα ταξίδια και τις εμπειρίες της. Την παρακολουθούμε από τη στιγμή της γέννησής της και την ακολουθούμε στην παιδική της ηλικία, στις σπουδές, στην ενηλικίωση και τέλος στον γάμο της, κλείνοντας έναν κύκλο ζωής με φιλίες, έρωτες, χαρές και απογοητεύσεις.


iii. Όταν ο ήλιος…

Η Ζωή, 16 ετών, ζει στην Αθήνα της γερμανικής κατοχής. Οι επιτυχίες του ελληνικού στρατού που κρατούσαν ψηλά το ηθικό του ελληνικού πληθυσμού λιγοστεύουν. Οι Γερμανοί αρχίζουν να κυριαρχούν και φέρνουν μαζί τους όλα εκείνα που φοβάται κανείς: πραγματικός αγώνας για επιβίωση με ο,τι σημαίνει αυτό. Η Ζωή προσπαθεί να κατανοήσει τον πόλεμο, τον παραλογισμό και τα επακόλουθά του. Αρρώστιες, πείνα, θάνατοι, ναζί. Δεν είναι κι εύκολο να το καταφέρει. 
Στην αρχή είναι παρατηρητής. Κόσμος που πεινά δίνει ό,τι έχει για ένα πιάτο κάκοσμου φαγητού. Μικρές και μεγάλες προσωπικές τραγωδίες που πονούν.
Κι έπειτα έρχεται το καρδιοχτύπι του πρώτου έρωτα με τον Περικλή, η φιλία με την Κούλη (Άλκη Ζέη), η ωρίμανση, η συμμετοχή της στην ελευθέρωση της Ελλάδας με τις δικές της δυνάμεις. 
Ναι, με αυτές που διαθέτει, γιατί αυτό μοιάζει να είναι μια μεγάλη, αδίδακτη αξία της ζωής: να μάχεσαι με ο,τι έχεις για να βοηθήσεις εσένα και όποιους άλλους μπορείς. Κι όλα αυτό σε ένα πλαίσιο που δε βοηθά: κόσμος σκληρός, κόσμος των ενηλίκων, αδιαπραγμάτευτος και παράλογος για ένα παιδί, για κάθε παιδί.
Προδοσίες, εκτελέσεις, απώλειες των πιο αγαπημένων, απαισιοδοξία και ύστερα χαμόγελα. Κι όλο παρών εκείνος ο τροχός των συναισθημάτων που γυρίζει διαρκώς πηγαινοφέρνοντας την ελπίδα, όπως το τραγικό τρένο, το Θηρίο, με τις μετακινήσεις του πραγματικές Οδύσσειες, το ψυχικό πρόβλημα της μητέρας της. Στα 20 της η Ζωή θα δει την Ελλάδα ξανά ελεύθερη.Τουλάχιστον από τους Γερμανούς.

Το τρίτο μυθιστόρημα της Ζωρζ Σαρή ίσως είναι και το πιο σημαντικό. Αν θέλει κάποιος να δει τι σημαίνει πόλεμος, όχι στη διάσταση των πολεμικών ταινιών που εμφανίζουν τον πόλεμο σαν παιχνιδάκι, αλλά στις πραγματικές του διαστάσεις, στον ουσιαστικό του αντίκτυπο σε μια κοινωνία, ας πάρει το βιβλίο και ας καθίσει να το διαβάσει. Ο πόλεμος πονάει τους πάντες. Ο παραλογισμός πονάει τους πάντες. Στην πείνα πεινούνε όλοι. Μα πιο πολύ, πόλεμος, παραλογισμός και πείνα πλήττουν τα παιδιά. Γιατί απλά τα μάτια τους βλέπουν άλλον κόσμο από εκείνον των πολεμοχαρών ενηλίκωνπηγή 


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/











Μέντης Μποσταντζόγλου - Μποστ ( 1918 - 13 Δεκεμβρίου 1995 )

 

Ο Μέντης Μποσταντζόγλου (Χρύσανθος Βοσταντζόγλου, 1918 - 13 Δεκεμβρίου 1995), γνωστός περισσότερο με το ψευδώνυμο Μποστ, ήταν Έλληνας σκιτσογράφος και γελοιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός και ζωγράφος.
Γεννήθηκε το 1918 στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε το 1995. Ήταν παντρεμένος με τη Μαρία Μποσταντζόγλου, το γένος Παπαγιαννακοπούλου. Οι δυο γιοί του Κώστας και Γιάννης είναι σήμερα διακεκριμένοι στον χώρο της γραφιστικής και την υποκριτικής αντίστοιχα. Το έργο του περιλαμβάνει πολιτικές γελοιογραφίες και χρονογραφήματα, εικονογραφήσεις βιβλίων και περιοδικών, δέκα θεατρικά έργα και πολλές ζωγραφικές συνθέσεις. Για ένα διάστημα δούλεψε στη διαφήμιση όπου οι έντυπες καταχωρίσεις του για τη RENAULT (Ντοφίν εστί φιλοσοφείν), Flow Coat/Dupont (βάφεν ζι γκουντ πιλοτ?) ακόμα και οι πιλότοι της Λουφτβάφε βάφουν με βαφές Φλόου Κοτ.), άφησαν κυριολεκτικά εποχή με την τόλμη και τη διαφορετικότητά τους.
Από το 1920 έως το 1926 έζησε με την οικογένειά του στη Ρουμανία και στη συνέχεια στην Αθήνα. Μαθητής Γυμνασίου άρχισε τα σκίτσα και απέκτησε το ψευδώνυμο Μέντης. Το 1939 εισήχθη στη Σχολή Καλών Τεχνών, την οποία όμως παράτησε μετά από έξι μήνες. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής έγινε μέλος του ΕΑΜ (1942) και συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση.
Η καριέρα του ως σκιτσογράφου ξεκίνησε με εικονογραφήσεις περιοδικών και παιδικών βιβλίων. Το πρώτο προσωπικό του βιβλίο εκδόθηκε με δικά του έξοδα το 1945 και είχε τίτλο Ο Άγιος Φανούριος. Βοήθημα δια την κατανόησιν των Κινέζων κλασσικών..Γκα-τσου και Βου-Σβου-Νι. Το 1952 έπιασε δουλειά στην εφημερίδα Καθημερινή, την οποία τότε διηύθηνε η Ελένη Βλάχου, στην οποία αρχικά εργαζόταν ως ταμίας και βιβλιοθηκάριος. Το 1955 αρχίζει να εργάζεται στο περιοδικό Εικόνες ως εικονογράφος και χαρτογράφος. Στη συνέχεια απασχολείται ως σκιτσογράφος στο περιοδικό Ταχυδρόμος.
Το 1959 παρουσίασε στη στήλη του, η οποία είχε τίτλο Το μποστάνι του Μποστ, τους τρεις πλέον γνωστούς ήρωες του: Μαμά- Ελλάς, Πειναλέων και Ανεργίτσα. Τέλος στη συνεργασία του με την Ελένη Βλάχου δόθηκε λόγω του κειμένου Το επάγγελμα της μητρός μου (1961), για το οποίο κατηγορήθηκε ότι είχε ξεφύγει από τα όρια της ευπρέπειας. Από το 1960 έως το 1963 είχε τακτικό εβδομαδιαίο σκίτσο στην εφημερίδα Ελευθερία, ενώ από το 1963 έως το 1966 καθημερινό πολιτικό χρονογράφημα και κυριακάτικο σκίτσο στην εφημερίδα Αυγή. Το 1966 άνοιξε το δικό του κατάστημα δώρων με την επωνυμία "Λαϊκαί Εικόναι". Διακόσμησε πάνω από 27.000 είδη δώρων, με σκίτσα και ζωγραφιές, καθώς και ανορθόγραφες επιγραφές, στιχάκια και αφιερώσεις. Το 1973 δημοσίευσε αντιδικτατορικά σκίτσα και κείμενα στα περιοδικά Αντί και Ταχυδρόμος, συνεργασία που συνεχίστηκε και για τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Προδικτατορικά συνεργάστηκε επίσης με τις εφημερίδες Ομάδα, Μακεδονία, Ανεξάρτητος Τύπος, Εμπρός και Μεσημβρινή και με τα περιοδικά Δρόμοι της Ειρήνης και Θεατής. Λόγω των πολιτικών γελοιογραφιών του υπέστη διώξεις και δέχτηκε επανειλημμένα μηνύσεις.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μετά, αφιερώθηκε στη ζωγραφική και το θέατρο. Τα σατιρικά θεατρικά του έργα είναι γραμμένα σε δεκαπεντασύλλαβο. Κατά διαστήματα ασχολήθηκε και πάλι με το σκίτσο και την πολιτική γελοιογραφία. Μετά τη μεταπολίτευση συνεργάστηκε επίσης με το περιοδικό Ταχυδρόμος, τον Θούριο, το Men's Look και τις εφημερίδες Πρωινή και Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία και Ριζοσπάστης. Πραγματοποίησε επίσης 16 προσωπικές εκθέσεις.
Έθεσε αρκετές φορές υποψηφιότητα ως βουλευτής κομμάτων της Αριστεράς (1964 με την ΕΔΑ, 1981 και 1985 με το ΚΚΕ), χωρίς ποτέ να εκλεγεί.
Πέθανε στις 13 Δεκεμβρίου του 1995.

Χαρακτηριστικά του έργου του

Ο Μποστ θεωρείται ότι κατάφερε να δημιουργήσει ένα εντελώς προσωπικό και αναγνωρίσιμο σατιρικό ύφος ως σκιτσογράφος, κειμενογράφος, θεατρικός συγγραφέας, αλλά και ζωγράφος. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του έργου του είναι η γλώσσα του και τα επίτηδες ανορθόγραφα κείμενα. Όπως είχε δηλώσει ο ίδιος, γελοιοποιώντας την καθαρεύουσα πίστευε ότι ίσως μπορέσει να βοηθήσει στην ταχύτερη καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Προκειμένου να σατιρίσει την καθαρεύουσα, ανακάτευε λόγιες εκφράσεις με λαϊκές και έγραφε εντελώς ανορθόγραφα, διεκτραγωδώντας τον ημιμαθή Έλληνα, που προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει την καθαρεύουσα, καθώς εκείνη την εποχή η δημοτική θεωρούνταν "ύποπτη", κατά δήλωση του ιδίου του Μποστ. Συχνά με την παραφθορά των λέξεων ή την ανορθόγραφη απόδοση του ήχου της δημιουργούσε εσκεμμένα συνειρμούς, με άλλες έννοιες, τις οποίες διακωμωδεί. Επίσης συχνά, χρησιμοποιούσε μεταφορικές εκφράσεις με την κυριολεκτική τους έννοια.

Η σάτιρα του στοχεύει κυρίως τον μικροαστό Έλληνα των μεταπολεμικών δεκαετιών, τον καθωσπρεπισμό, την ημιμάθεια και το νεοπλουτισμό, την ξενομανία, τις έντονες ταξικές αντιθέσεις της μεταπολεμικής Ελλάδας, καθώς και την ελληνική πολιτική ζωή. Ο Μποστ σατιρίζει ιδιαίτερα την εξάρτηση της Ελλάδας από τον ξένο παράγοντα, την εθνικοφροσύνη των δεξιών κομμάτων και το θεσμό της Βασιλείας, ωστόσο σε πολλά κείμενα διακωμωδεί και την παράταξη της Αριστεράς, στην οποία ανήκε. Σε πολλά από τα κείμενα του γράφει σε πρώτο πρόσωπο ως αφηγητής, ο οποίος διηγείται κάποια εμπειρία του και σχολιάζει δήθεν με αφέλεια τα γεγονότα.

Οι τρεις πλέον χαρακτηριστικοί ήρωες των γελοιογραφιών του και προσωπικά του δημιουργήματα είναι η Μαμά Ελλάς με τα παιδιά της, τον Πειναλέοντα και την Ανεργίτσα. Η Μαμά Ελλάς παρουσιάζεται αρχαιοπρεπής, αλλά φτωχοντυμένη και εξαθλιωμένη, το ίδιο και τα δύο μικρά παιδιά, που σχολιάζουν την επικαιρότητα με ανορθόγραφα γραμμένους στίχους.

Ένα από τα χαρακτηριστικά όλου του φάσματος του έργου του (σκίτσα, κείμενα, ζωγραφικά και θεατρικά έργα) ήταν ο συμφυρμός διαφόρων φάσεων της ελληνικής ιστορίας, καθώς στο έργο του συνυπάρχουν ήρωες της αρχαιότητας, του Βυζαντίου, του 1821, του έπους του 1940 με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Ωνάση.

Ως ζωγράφος ήταν αυτοδίδακτος και τα έργα του ήταν ιδιαίτερα επηρεασμένα από το ναΐφ ύφος της λαϊκής ζωγραφικής και κυρίως τον Θεόφιλο, αλλά και τις φιγούρες του Θεάτρου Σκιών, με στοιχεία υπερρεαλισμού. Τα ζωγραφικά του έργα παρουσιάζουν ήρωες της αρχαιότητας και της Επανάστασης του 1821 και ιστορικά ζευγάρια.

Στα θεατρικά του έργα χρησιμοποιούσε δεκαπεντασύλλαβο στίχο στο προσωπικό του ύφος συμφυρμού πομπωδών καθαρευουσιάνικων εκφράσεων, με ξένες και λαϊκές εκφράσεις, ενώ συχνά εμφάνιζε ιστορικά ή μυθικά πρόσωπα να αναφέρονται σε σύγχρονες καταστάσεις.

Σε περιόδους χιουμοριστικών αναζητήσεων ο Μποστ έγραψε και στίχους για τρία ελαφρολαϊκά τραγούδια, πού έγιναν επιτυχίες στις αρχές της δεκαετίας του '60. Αυτά είναι "Οι Νεκροθάφτες" (μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου, ερμηνεία Γιώργου Ζωγράφου) και τα "Η νήσος των Αζορών" και "Ρομβία" (μουσική Μίκη Θεοδωράκη, ερμηνεία Γρηγόρη Μπιθικώτση).

Έφτιαξε το εξώφυλλο του δίσκου "Το θαλασσινό τριφύλλι" σε μουσική Λίνου Κόκοτου και στίχους Οδυσσέα Ελύτη που κυκλοφόρησε το 1972.

Κατάλογος έργων του Μποστ

Σκίτσα του Μποστ (1959)
Το λέφκομα μου (1960)
Σκίτσα και κείμενα (Πρώτη επιλογή Δεκέμβριος 1961)
Σκίτσα και κείμενα (Δεύτερη επιλογή Απρίλιος 1972)
Σκίτσα 73-74 (1975)
Αλληλογραφεια με τον Κοστα (Χρονογραφήματα από την Αυγή, Θεμέλιο, 1964)
Το Ημερολόγιο μιας χήρας. Δοκίμιον δια έργον "δύο εφχάριστων ορών" (1972)
18 Αντικείμενα ή Υπέρ Δικτατορείας Λόγος (1975)
Καλειδοσκόπιο (Gutenberg, 1975)
Σταυροφορίες (Γράμματα, 1992)
Ο Αγιος Φανούριος. Βοήθημα δια την κατανόησιν των Κινέζων κλασσικών..Γκα-τσου και Βου-Σβου-Νι (1945)
Κλασσικά Εικονογραφημένα : Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (κείμενο: Ειρήνη Φωτεινού, εικόνες: Μποστ) (1953) [1]
Δον Κιχώτης (θεατρικό, 1961)
Όμορφη Πόλη (θεατρικό, 1962)
Φαύστα (θεατρικό, 1964)
Τα χρυσά φτερά (θεατρικό, 1973)
Οι εκλογές του Μποστ (θεατρική επιθεώρηση,1973)
Μαρία Πενταγιώτισσα (θεατρικό, 1982)
Κάνε το ΠΑΣΟΚ σου παξιμάδι (θεατρική επιθεώρηση, 1985)
Ιστιρικέ Ιστορίαι (θεατρικό, 1985)
40 χρόνια Μπόστ (θεατρικό, 1987)
Μήδεια (θεατρικό, 1993)
Το γελοίον του πράγματος: Ο ήρωας της Κολομβίας
Το γελοίον του πράγματος: Ο εφευρέτης
Ρωμαίος και Ιουλιέτα (θεατρικό, 1995)

Η φωτογραφία από https://www.tanea.gr/

ΚΕΙΜΕΝΑ 

“Ο θάνατος του Λαμπράκη”
Ελάχιστοι θυμούνται πια την υπόθεση Λαμπράκη. Ποιος τον σκότωσε τελικά δεν μάθαμε. Είναι από τα εγκλήματα που θεωρούνται ανεξιχνίαστα, παρ’ όλο που η Αστηνομία και η Χωροφηλακή χάλασαν τον κόσμο να βρουν έστω κι έναν ύποπτο. Μόνο τώρα τελεφτέως, επειδή με τον θάνατο τριών χαλυβουργών ανέκυψε θέμα κεραβνού, δώσαμε εντολές να εξετασθή κι αφτή η υπόθεσις. Κι αν οι έρεβνες αποδείξουν ότι την ημέρα εκείνη στη Θεσσαλονίκη ο κερός ήταν βροχερός, δεν μένει πια καμιά αμφιβολία ότι ο θάνατος του Λαμπράκη στην οδό Σπανδωνή οφείλετο σε αστροπελέκι. Κι όπος καταλαβένεις, δεν μπορούν να μας ζητήσουν εφθύνες επειδή οι αριστεροί κυκλοφορούν χωρίς αλεξικέραβνα. (23/11/1963)
ΜΠΟΣΤ “ΑΛΗΛΟΓΡΑΦΕΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΤΑ” Εκδόσεις ΕΡΜΕΙΑΣ

*    *    *    *
“Αυτά τα πράγματα πρέπει να κόπτοντε με το μαχέρη”
Εκτός από τα τσιγάρα και αι φακαί από 14,50 αναθερμάνθηκαν εις την τιμήν των 22 δραχμών. Μετά από σήντομον πάλην που έκανα με τον εαφτόν Μου, προήλθον εις την σκληράν απόφασιν να κόψω ταις φακαίς. Αφτά τα πράγματα πρέπει να κόπτοντε με το μαχέρη, άλλως γίνοντε πάθος. Κατά την γνόμην Μου, όμος η άφξησις της φακής ήτο επιβεβλημένη εκ των πραγμάτων κε είνε δικεολογημένη διότη η φακή περιέχει σίδηρον κε εφόσον η τιμή του σιδήρου διεθνώς ανήλθεν, δεν επιτρέπετε εις ημάς να ροφώμεν δωρεάν κε προκλητικός τα κέρδη των σιδηροβιομηχάνων εις εποχάς βαρητάτων εισφορών του κλάδου. (εφημερίδα ΑΥΓΗ 23/11/1975)
“ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΟ” Εκδόσεις GUTENBERG

*    *    *    *

Για την προέλευση του ονόματός του ο Μποστ λέει:

Με βάπτισαν Χρύσανθο. Όταν όμως ήμασταν παιδιά πήγαμε με την παρέα μου σε μια επιθεώρηση. Σε μια σκηνή ο Ορέστης Μακρής που νόμιζε από το πολύ μεθύσι ότι ήταν υπνωτισμένος, έδωσε εντολή να πέσει η αυλαία με τη βοήθεια ενός μέντιουμ. Είπε λοιπον “διά της ζωοποιού δυνάμεως του μέντι να κλείσει η κουρτίνα”. Αυτό φάνηκε πολύ αστείο σε κάποιο φίλο μου που από την ημέρα εκείνη αποφάσισε να με βαφτίσει Μέντη. Και ομολογώ ότι μου άρεσε. Όσο για το “Μποστ” ήταν μια τυχαία υπογραφή, που “έπιασε”. Μετά έγινε κι ο Λογοθέτης “Λογό”, ο Κυριακόπουλος “Κυρ” κι εμένα πολλοί με νομίζουν ξένο. Λένε μάλιστα και την γυναίκα μου κυρία …Μποστ.
από συνέντευξη του ΜΠΟΣΤ στη ΡΕΝΑ ΘΕΟΛΟΓΙΔΟΥ περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ τ. 466 7-13/7/1977 (αρχείο Τ. Σπητέρη – Τελλόγλειο Ίδρυμα)

*    *    *    *

Καθιέρωσα την ανορθογραφία σαν τέχνη αρχίζοντας από το περιοδικό “Ταχυδρόμος” και εικονογραφώντας “μυθιστορήματα” με λαϊκούς ήρωες που μιλούσαν λαϊκά και εκφράζονταν ανορθόγραφα, ένας πίνακας, αν κι αυτό θυμίζει λίγο Θεόφιλο, δεν ολοκληρώνεται χωρίς επιγραφή.
ΜΠΟΣΤ απόσπασμα από δημοσίευμα της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ (28/3/1985) (αρχείο Τ. Σπητέρη – Τελλόγλειο Ίδρυμα)

*    *    *    *

Ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως κ. Γκίκας, φοβούμε ότη δεν γνορίζει καλά Ελληνικά κε δι’ αφτό δεν χροματίζει καλός τας λέξεις. Ανεκοίνοσεν ότι “όσοι εταλαιπόρησαν θα ταλαιπορηθούν”. Δηλαδή, τι θα κάνη; Θα μας παρατάξη τους βασανιστάς εις καμίαν στάσιν διά να περιμένουν το λεοφορείον υπό τον ήλιον; Εγώ γνορίζο ότι αφτό θα πη ταλαιπορία. Επίσης ότι και ο επιβάτης που δεν βρίσκει κάθισμα και παραμένει όρθιος καθ’ όλην την διαδρομήν, και αφτός ταλεπορίται. Η σωστή φράσις νομίζο είναι: “Όσοι εβασάνισαν θα βασανισθούν”. Υπάρχουν λεπτέ αποχρόσεις που έχουν μεγάλην σημασίαν.

εφημερίδα ΑΥΓΗ (15/9/1974) από το βιβλίο “ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΟ” Εκδόσεις GUTENBERG

*    *    *    *

“ΠΟΛΗΣΕΙΣ ΑΦΤΟΚΙΝΙΤΩΝ”

Το αφτοκίνιτον αφτό είν’ οικονομικόν,
προτοφανές εις κάφσιμα κι επαναστατικόν
έχεται κατανάλοσιν ελάχυστον τον μήνα
κε ούτε σας χριάζεται το θέρος η βενζήνα
αν κινιθή δε εναλάξ ημέρα παρ’ ημέρα
οικονομίαν έχετε ακόμη καλητέρα,
κι έξο από την πόρτα σας αν είν’ παρκαρισμένο
θα διακοσμεί το σπίτη σας όπος είνε βαμένο.
Σεις φόρους θα πληρόνετε κε εις τον Δήμον τέλη
άτινα θα γλητόνετε γκαράζ που δεν θα θέλει.
Όλοι που πήραν απ’ αφτό είν’ ευχαριστιμένοι
παν με τα πόδια στις δουλιές κ’ είν’ κατενθουσιασμένοι.
Διατή να το κινήσεται να σας καταστραφεί
άλοστε κε η κίνισις δεν θα σας οφελήση
διότη με χρήσιν σηνεχή θα λάβετε κε κλήσι.

περιοδικό “Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ” (αρχείο Τ. Σπητέρη – Τελλόγλειο Ίδρυμα)
Τα παραπάνω κείμενα από https://logomnimon.wordpress.com/


Μήδεια
(αποσπάσματα)
[...]

ΜΗΔΕΙΑ - ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
ΤΡΟΦΟΣ
Κυρία, κάποιος σας ζητεί που μοιάζει ευπατρίδηςκαι αν τον ήκουσα καλά, λέγεται Ευριπίδης...

ΜΗΔΕΙΑ
Αχ, θα ’ν ’ αυτός ο συγγραφεύς που γράφει τραγωδίαςδράματα πάσης φύσεως καθώς και κωμωδίας.Είμαι σχεδόν ημίγυμνος, αλλά και δεν με μέλειπες του να μπει να τον δεχθώ, να δούμε τί με θέλει.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Κυρία, θάρρος έλαβα να σας ανησυχήσωκαι από σας την Μήδειαν μιαν χάρην να ζητήσω.

ΜΗΔΕΙΑ
Παρακαλώ καθήσατε, μη στέκεσθε καθέτωςπλησίον είναι κάθισμα, ξαπλώσατε ανέτως ...

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Ευχαριστώ κυρία μου διά την ευγένειάν σαςκι αισθάνομαι πολλήν τιμήν που βρίσκομαι κοντά σας
(Επιθεωρεί).
ωραίον είν’ το σπίτι σας και σε ωραίον μέρος...

ΜΗΔΕΙΑ
Nαι, είν’ πολύ ευάερον στα ρεύματα αέρος...

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Είδα και πράσινον πολύ. Αυτό δεικνύει μάλλονότι φροντίδα δείχνετε πολλή στο περιβάλλον

ΜΗΔΕΙΑ
(Όρθια δείχνει απ’ τη βεράντα).
Εδώ υπήρχαν Φοίνικες σ’ όλας τας λεωφόρους,αλλά τούς πετσοκόψαμε...

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Εμπόδιζαν τη θέα σας;

ΜΗΔΕΙΑ
Τους Έλληνες εμπόρους.Οι Φοίνικες οι έμποροι είχανε κάνει θραύση.Βολιώτη δεν αφήνανε κέρδη να απολαύσεινυχθημερόν τσακώνοντο μετά των εντοπίωνκι ανέλαβε ο Ιάσονας κι έφτιαξε το τοπίον.Μια βόλτα εάν κάνετε Φοίνικα δεν θα βρείτε.Το κλίμα δεν τον ευνοεί και δεν ευδοκιμείται.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Διάβασα πώς ο Φοίνικας πάντα αναγεννάταιβγαίνει από την τέφρα του και στους αιθήρ πλανάται.

ΜΗΔΕΙΑ
Έπαθαν τέτοια συμφορά αναλαβών ο Ιάσωνπου και την στάχτη πέταξε στο κύμα των θαλάσσωνκαι όπως είναι φυσικόν, τέφραν αν δεν αφήσειςτους κάνεις δύσκολον ζωήν κι ανίκανους διά πτήσεις.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Και πάλιν σας ευχαριστώ διά την ευγένειά σαςπου με εδέχθητε εδώ εις τα ανάκτορά σας...

ΜΗΔΕΙΑ
Νιώθω κι εγώ συγκίνησιν, τρέμει το σώμα όλοπου τόσον κόπο κάνατε να έρθετε στο Βόλο.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Όπως καλώς γνωρίζετε κι εγγράφως σάς δηλώνωμιαν τραγωδίαν τακτικά γράφω τον κάθε χρόνο.Το σύνολον των έργων μου κοντεύει τα εξήκoντακι ελπίζω λίαν προσεχώς να γίνουν εβδομήκοντα.

ΜΗΔΕΙΑ
Τα έργα σας είναι γνωστά. Πολλά τα ξέρω απ’ έξωτι πρώτον να ενθυμηθώ και να πρωτoδιαλέξω.Θυμάμαι πόσον έκλαυσα στο έπος των Βατράχωνόταν ο Μέγας Προμηθεύς έπεσε απ’ τον βράχονκαι πόσον ξεκαρδίστηκα ολόκληρους βδομάδεςστην άλλην κωμωδίαν σας που λέγετο Τρωάδες.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Ευχαριστώ δι’ όλα αυτά φιλόλογος κυρίαπου βλέπετε τα έργα μου εις πάσαν ευκαιρία.

ΜΗΔΕΙΑ
Τί νέον τώρα γράφετε; Πέστε μου να χαρείτε.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Γράφω έν έργον κατ’ αυτάς που Μήδεια καλείται.Πλην δυστυχώς μου είπανε ότι του λείπει δράσηκι ο χορηγός κωλύεται να μου το ανεβάσει.Να σας διαβάσω μερικούς στίχους που έχω γράψεικαι να μου πείτε αν μ’ αυτούς κανένας δεν θα κλάψει.

ΜΗΔΕΙΑ
Ναι. Θα χαρώ λίαν πολύ. Παρακαλώ αρχίστε!Διώξτε το τρακ που έχετε και άνετος να είστε.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Είθ’ ώφελ’ Αργούς — μη διασπάσθαι σκάφοςΚόλχων ες αίαν κυανάς Πηλίου πεσείν πότετμηθείσα πεύκη, μηδ’ ερετμώσαι χέραςούδ’ αν κτανείν πείσασα Πελιάδας κόρας.ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΕΔΩ
(Τονίζει τις λέξεις με σημασία),
ήπερ μεγίστη γίγνεται σωτηρίαόταν γυνή προς άνδρα μη διχoστατεί.

ΜΗΔΕΙΑ
Μα σοβαρά απέρριψαν αυτό το κείμενό σαςπου δείχνει τόσην άνεσιν στον χειρισμόν της γλώσσας;Τί θείαι λέξεις άγνωστοι εισήλθαν εις τ’ αυτιά μουκι οι στίχοι οι ελεύθεροι μιλήσαν στην καρδιά μου.Δέκα λαπάδες ποιηταί να κάτσουν να μοχθήσουνστίχους εφάμιλλoυς μ’ αυτούς δεν θα δημιουργήσουν.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Έτσι αρχίζει η Τροφός στο έργο που έχω γράψεικαι θέλει η Επιτροπή τώρα να μου το θάψει.

ΜΗΔΕΙΑ
Νά διατί συνηγορώ τ’ αρχαία να μαθαίνουνοι μαθηταί στα Λύκεια και στις Σχολές σαν μπαίνουν.Με τα Αρχαία τα στρωτά κάτοχος εάν είσαιμε τον καθένα να μπορείς πια να συνεννοείσαι.Δυο στίχους απαγγείλατε από την Τραγωδίακι ολόκληρο τ’ ανάκτορο γέμισε μελωδία.Το θέμα τώρα πέστε μου. Το θέμα μ’ ενδιαφέρει.Μοιάζει μ’ αυτά που γράφετε ή κάπου διαφέρει;

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Το θέμα είναι τραγικόν. Πρόκειται διά γυναίκαπου αποκτών δέκα παιδιά, τα σφάζει και τα δέκα.

ΜΗΔΕΙΑ
Θαρρώ τα δέκα είν’ πολλά. Βάλτε την δυο να σφάξεικι ολόκληρον το έργον σας τότε θα είν’ εντάξει.Ακούστε που σας λέω εγώ. Σφάχτε τώρα τα δύοκαι θα χαρείτε θρίαμβο στου Ηρώδου το Ωδείο.Μία φίλη μου με δυο παιδιά που τα εξεφορτώθηδεν ξέρετε τί ήρεμη κι ευτυχισμένη νιώθει.



Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/