Για την Ελένη ..Λογοτεχνία , Ζωγραφική

 

Χαλάλι, τόσοι παιδεμοί για μιά τέτοια γυναίκα, στους Τρώες και στους Αχαιούς με τις καλές κνημίδες. Με τις αθάνατες θεές φρικτά μοιάζει στην όψη. Ομηρος

ΟΜΗΡΟΣ

 Χαλάλι, τόσοι παιδεμοί για μιά τέτοια γυναίκα, στους Τρώες και στους Αχαιούς με τις καλές κνημίδες. Με τις αθάνατες θεές φρικτά μοιάζει στην όψη.

                  
The Abduction of Helen of Troy - Cesare Dandini (1596-1657)

 Γοργίας «Ελένης εγκώμιον»
Έκανε όσα έκανε είτε από θέλημα της Τύχης και απόφαση των θεών και της Ανάγκης προσταγή, είτε επειδή αρπάχτηκε με τη βία, είτε επειδή πείσθηκε με λόγια, είτε επειδή από τη θωριά ερωτεύτηκε. Αν λοιπόν είναι το πρώτο, πρέπει την ευθύνη να την έχει μόνο ο υπαίτιος· γιατί είναι αδύνατον η προαπόφαση του θεού να εμποδιστεί από την ανθρωπίνη προνοητικότητα. Αφού από τη φύση του το ανώτερο δεν εμποδίζεται από το κατώτερο, παρά το κατώτερο κυριαρχείται και καθοδηγείται από το ανώτερο, και το ανώτερο κυβερνά ενώ το κατώτερο ακολουθεί.4 Αλλά ο θεός είναι ανώτερος από τον άνθρωπο και ως προς τη βία και ως προς τη σοφία και ως προς τα υπόλοιπα. Αν λοιπόν πρέπει να αποδώσουμε την ευθύνη στην Τύχη και στο θεό, την Ελένη πρέπει οπωσδήποτε να την απαλλάξουμε από την καταισχύνη.

                            Γ Σεφέρης «Ελένη»

 Evelyn De Morgan - Helen of Troy


ΤΕΥΚΡΟΣ : ... ς γν ναλίαν Κύπρον, ο μ᾿ θέσπισεν 

οκεν πόλλων, νομα νησιωτικν Σ

αλαμίνα θέμενον τς κε χάριν πάτρας

... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...


ΕΛΕΝΗ : Οκ λθον ς γν Τρωάδ᾿λλ᾿ εδωλον ν 
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... 
ΑΓΓΕΛΟΣ : Τί φς;  Νεφέλης ρ᾿ λλως εχομεν πόνους πέρι; 
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ: ΕΛΕΝΗ

«Τ᾿ ηδόνια δ σ᾿ φήνουνε ν κοιμηθες στς Πλάτρες.»


ηδόνι ντροπαλό, μς στν νασασμ τν φύλλων,

σ πο δωρίζεις τ μουσικ δροσι το δάσους

στ χωρισμένα σώματα κα στς ψυχς

ατν πο ξέρουν πς δ θ γυρίσουν.

Τυφλ φων πο ψηλαφες μέσα στ νυχτωμένη μνήμη
βήματα κα χειρονομίες. Δ θ τολμοσα ν π φιλήματα,
κα τ πικρ τρικύμισμα τς ξαγριεμένης σκλάβας.

«Τ᾿ ηδόνια δ σ᾿ φήνουνε ν κοιμηθες στς Πλάτρες».
Ποις εναι ο Πλάτρες; Ποις τ γνωρίζει τοτο τ νησί;
ζησα τ ζωή μου κούγοντας νόματα πρωτάκουστα:
καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες τν νθρώπων
 τν θεν˙

 μοίρα μου πο κυματίζει
νάμεσα στ στερν σπαθ νς Ααντα
κα μίαν λλη Σαλαμίνα
μ᾿ φερε δ σ᾿ ατ τ γυρογιάλι.
Τ φεγγάρι
βγκε π᾿ τ πέλαγο σν φροδίτη˙
σκέπασε τν καρδι το Σκορπιο , κι λα τ᾿ λλάζει.
Πο εν᾿  λήθεια;
μουν κι γ στν πόλεμο τοξότης.
τ ριζικό μου νς νθρώπου πο ξαστόχησε.

ηδόνι ποιητάρη,
σν κα μία τέτοια νύχτα στ᾿ κροθαλλάσι το Πρωτέα
σ᾿ κουσαν σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι συραν τ θρνο,
κι νάμεσό τους - ποις θ τὄ᾿ λέγε; -  λένη!
Ατ πο κυνηγούσαμε χρόνια στ Σκάμαντρο.
ταν κε, στ χείλια τς ρήμου˙ την γγιξα, μο μίλησε:
«Δν εν' λήθεια, δν εν' λήθεια» φώναζε.
«Δν μπκα στ γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτ δν πάτησα τν ντρειωμένη Τροία».


Μ τ βαθ στηθόδεσμο, τν λιο στ μαλλιά, κι ατ
τ νάστημα
σκιοι κα χαμόγελα παντο
στος μους στος μηρος στ γόνατα˙
ζωνταν δέρμα, κα τ μάτια
μ τ μεγάλα βλέφαρα,
ταν κεστν χθη νς Δέλτα.
Κα στν Τροία;
Τίποτε στν Τροία – να εδωλο.
τσι τ θέλαν ο θεοί.
Κι  Πάρης, μ' ναν σκιο πλαγίαζε σ ν ταν πλάσμα
τόφιο˙
κι μες σφαζόμασταν γι τν λένη δέκα χρόνια .


Μεγάλος πόνος εχε πέσει στν λλάδα.
Τόσα κορμι ριγμένα
στ σαγόνια τς θάλασσας στ σαγόνια τς γς.
τόσες ψυχς
δοσμένες στς μυλόπετρες, σν τ σιτάρι.
Κι ο ποταμο φουσκναν μς στ λάσπη τ αμα
γι να λιν κυμάτισμα γι μι νεφέλη
μις πεταλούδας τίναγμα τ πούπουλο νς κύκνου
γι να πουκάμισο δειανό, γι μίαν λένη.
Κι  δερφός μου;
ηδόνι ηδόνι ηδόνι,
τ' εναι θεός; τί μ θεός; κα τί τ' νάμεσό τους;


«Τ᾿ ηδόνια δ σ᾿ φήνουνε ν κοιμηθες στς Πλάτρες».
Δακρυσμένο πουλί, στν Κύπρο τ θαλασσοφίλητη
πο ταξαν γι ν μο θυμίζει τν πατρίδα,
ραξα μοναχς μ᾿ ατ τ παραμύθι,
ν εναι λήθεια πς ατ εναι παραμύθι,
ν εναι λήθεια πς ο νθρωποι δ θ ξαναπιάσουν
τν παλι δόλο τν θεν˙
ν εναι λήθεια
πς κάποιος λλος Τεκρος, στερα π χρόνια,
 κάποιος Ααντας  Πρίαμος  κάβη
 κάποιος γνωστος, νώνυμος, πο στόσο
εδε να Σκάμαντρο ν ξεχειλάει κουφάρια,
δν τχει μς στ μοίρα του ν᾿ κούσει
μαντατοφόρους πο ρχονται ν πονε
πς τόσος πόνος τόση ζω
πγαν στν βυσσο
γι να πουκάμισο δειαν γι μίαν λένη.
              
Frederick Sandys - Helen of Troy

   Τ. ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ «Ελένη»
Ωραία εσύ η ανίδωτη
μέσα στον ουρανό του ποιήματος

καυτερή θρησκεία γυναίκα αγέρινη

ντυμένη χαραυγές ένα άστρο σύμβολο

με τ΄ όνομά σου δένοντας των εποχών τις γέφυρες.

Ωραία εσύ
νυχτερινή του απείρου εξαίσιο του θανάτου λάφυρο
από τη σκόνη του θανάτου αναγεννώμενη.
Σ΄ αναγνωρίζω Ελένη μου μέσα στους μαύρους έρωτες
που κάψανε μ΄ οράματα τα χρόνια μου. Ω, ποτέ
ποτέ μη φύγεις για τους τόπους του χαμού
στις χώρες τις απάνθρωπες μη σπαταλήσεις
τούτη τη σάρκα σου από σμάλτο κι από κρύσταλλο.
Σε περιμένω.
Κοίταξε σούφερα καπνούς κι αρώματα από τα βουνά
πετράδια από τη θάλασσα
ήλιους και φύλλα σούφερα κατηφοριές κι ανέμους
καλάμια από τις ποταμιές βράχια και πέτρες κι όνειρα
και καταχνιές κι αφρούς για σένα προσφορά.
Με χέρια και με γόνατα σπασμένα παραμόνεψα
γυμνός πλανήθηκα πάνω στη γη σε κάθε στρίψιμο
του κόσμου παραμόνεψα. Σε περιμένω.
Είμαι νεκρός τα βράδια κάτω απ΄ το λυχνάρι μου
κι όμως ακόμα ζωντανός αστράφτοντας απ΄ τη δική σου δύναμη.
Κοιμάμαι σε κρεβάτι φορτωμένο με γεννήτορες
που μου γυρεύουν να μιλήσω. Κι ανυμνώ τη χώρα μου
κι εσένα και τη βλάστηση
γίνομαι μνήμες όνειρα και βλάστηση
και χώμα αιώνιο απ΄ τη δική μας γη
προπάντων χώμα χώμα Ελένη.
Και τούτο τ΄ ονομάζω προσμονή. Η γέννηση του ποιήματος.

Τάχα θαρθείς;

Μια νύχτα Ελένη τάχα θα σε συναντήσω

όταν ο χρόνος θάναι ακίνητος από τα θαύματα

στεφανωμένη υποταγή κι ανάσταση τρεμάμενη;

Μες στην πελώρια πόλη του ύπνου θα συναντηθούμε

σάμπως σε μια αυτοκρατορία νεκρών ποιητών
κατάμεστη από σταλαχτίτες - ποιήματα
και τάχα θα μιλήσουμε θα κοιταχτούμε
λουλουδισμένοι κι άφωνοι με τη χωμάτινη καρδιά
να ζωντανεύει και να γίνεται
ξανά ένα ρόδο πορφυρό ξανά μια πυρκαγιά απαράμιλλη
τάχα θα σμίξουμε άλλη μια φορά
μια νύχτα που η σιωπή θάναι μια απέραντη σιωπή
εγώ γεμάτος διάστημα
εσύ γεμάτη μ' άστρα
πάντα άφθαρτη παρθένα ανέγγιχτη
μεταρσιωμένη;
                                   
 Dante Gabriel Rossetti Helen of Troy


  Γ. Ρίτσος Ελένη
.....Ονειρευόμουν τότε τον Οδυσσέα, το ίδιο αγέραστον κι αυτόν, με το έξυπνο, τριγωνικό σκουφί του
ν' αργοπορεί το γυρισμό του, ο πολυμήχανος, - με τί προφάσεις ευφάνταστων κινδύνων,

ενώ αφηνόταν (τάχα ναυαγός) πότε στα χέρια μιας Κίρκης, πότε

στα χέρια μιας Ναυσικάς, να του βγάζουν τα στρείδια απ' το στήθος,

να το λούζουν με μικρά ρόδινα σαπούνια, να φιλούν την ουλή στο γόνατό του,

να τον αλείβουν λάδι.
Θαρρώ πως έφτασε κι αυτός στην Ιθάκη` - θα τον κουκούλωσε, λέω, με τα φαντά της
η άχαρη χοντρή Πηνελόπη. Δεν πήρα από τότε μήνυμά του -
μπορεί και να τα σκίζουν οι δούλες, - τι χρειάζονται πια;
Οι Συμπληγάδες  μεταφερθήκαν κάπου αλλού, σ' ένα χώρο πιο μέσα - τις νιώθεις
ασάλευτες, μαλακωμένες - πιο τρομερές από πριν, - δε συνθλίβουν,
πνίγουν σ' ένα πηχτό, μαύρο ρευστό  - δε γλυτώνει κανένας.
 ………………………………………..

...Κ΄εκείνη η σκηνή, πάνω στα τείχη της Τροίας, - να αναλήφθηκα τάχα στ' αλήθεια
αφήνοντας να πέσει απ' τα χείλη μου - ; Καμμιά φορά δοκιμάζω και τώρα,

εδώ πλαγιασμένη στο κρεββάτι, ν' ανοίξω τα χέρια, να πατήσω

στις μύτες των ποδιών - να πατήσω στον αέρα, - το τρίτο λουλούδι 
                             
 Sir Edward Poynter Helen of Troy



  Ο. Ελύτης «Ελένη»
 Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Κατά που θ' απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια
        ο καιρός
Κατά που θ' αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές
        ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας
Κι είμαστε - σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη -
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ' τις νεκρές εικόνες σου.

Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούρια οδύνη
Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις
Μια που υπάρχει άλλου ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη
Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας
Μια που υπάρχει αλλού
Καταπράσινη πεδιάδα πέρ' από το γέλιο σου ως τον ήλιο
Λέγοντάς του εμπιστευτικά πως θα ξανασυναντηθούμε πάλι
Όχι δεν είναι ο θάνατος που θ' αντιμετωπίσουμε
Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής
Ένα θολό συναίσθημα
Η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας που όσο παν
        κι απομακρύνονται

Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας
Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου
Το φως στον άσπιλο ουρανό
Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική
Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα
Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπώρου ο χωρισμός
Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στην ανάμνηση
Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως
Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη
Που δε βλέπει τίποτε
Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα
        του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο
Γιατί έγινε κιόλας
Ποίημα στίχος μ' άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα
        και λόγια
Λόγια όχι σαν τ' αλλά μα κι αυτά μ' ένα μοναδικό τους προορισμόν:
        Εσένα!                        

Paris and Helen - J-L David – 1788

Νίκος Καζαντζάκης - Αναφορά στον Γκρέκο




Τι θα 'ταν η Ελένη ετούτη, αν δεν περνούσε αποπάνω της η πνοή του Ομήρου; Μια ωραία γυναίκα, όπως αναρίθμητες άλλες, που πέρασαν από τη γης και χάθηκαν. Θα την έκλεψαν, όπως κλέφτουν ακόμα συχνά τις όμορφες κοπέλες στα βουνίσια χωριά μας. Κι αν ακόμα η αρπαγή αυτή άναψε πόλεμο, όλα, και πόλεμος και γυναίκα και σφαγή, θα χάνουνταν, αν δεν άπλωνε το χέρι του να τα σώσει ο Ποιητής. Στον ποιητή χρωστάει τη σωτηρία της η Ελένη· στον Όμηρο χρωστάει κι η μικρή τούτη ρεματιά του Ευρώτα την αθανασία της. Το χαμόγελο της Ελένης είναι περεχυμένο σε όλο το σπαρτιάτικον αγέρα. Κι ακόμα ετούτο: Η Ελένη μπήκε μέσα στο αίμα μας, τη μετάλαβαν όλοι οι άντρες· όλες οι γυναίκες αντιφέγγουν ακόμα από τη λάμψη της. Έγινε ερωτική κραυγή η Ελένη, διαπερνάει τους αιώνες και ξυπνάει στον κάθε άντρα τη λαχτάρα του φιλιού και της διαιώνισης και μεταμορφώνει σε Ελένη και την πιο ασήμαντη γυναικούλα που αγκαλιάζουμε. Η επιθυμία παίρνει, ας είναι καλά η βασίλισσα ετούτη της Σπάρτης, υψηλούς τίτλους ευγένειας, κι η μυστική νοσταλγία κάποιου χαμένου εναγκαλισμού γλυκαίνει μέσα μας το κτήνος. Κλαίμε, φωνάζουμε, κι η Ελένη ρίχνει βοτάνι μαγικό στο ποτήρι που πίνουμε, κι αποξεχνούμε τον πόνο· κρατάει στο χέρι ένα λουλούδι, κι η μυρωδιά του αλαργαίνει τα φίδια· αγγίζει τ' άσκημα παιδιά κι ομορφαίνουν· καβαλάει τον τράγο της θυμέλης, σαλεύει το πόδι της με το λυτό σαντάλι, κι ολάκερος ο κόσμος γίνεται άμπελος. Ο γερο-ποιητής ο Στησίχορος μια μέρα ξεστόμισε άσκημο λόγο γι' αυτή σε μιαν ωδή του· κι ευτύς έχασε το φως του· τρέμοντας τότε, μετανιωμένος, πήρε τη λύρα του, στάθηκε ομπρός στους Έλληνες σ' ένα μεγάλο πανηγύρι και τραγούδησε την ξακουστή παλινωδία: 

Δεν είναι αλήθεια ο λόγος μου για σένα, Ελένη· 
και δεν εμπήκες συ μες στα γοργά καράβια 
μήτε έφτασες στο κάστρο εσύ ποτέ της Τροίας. 
Κι έκλαψε σηκώνοντας ψηλά τα χέρια· 
κι ολομεμιάς, βουτημένο στα δάκρυα, 
το φως κατέβηκε στις κόχες των ματιών του. 
Γιόρταζαν οι πρόγονοί μας, αγώνες καλλονής, τα «Ελένεια». Αλήθεια, μια παλαίστρα η γης, κι η Ελένη ο άφταστος, πέρα από τη ζωή, ανύπαρχτος ίσως, φάντασμα ίσως, άθλος. Μια απόκρυφη παράδοση μπιστεύουνταν στους μύστες πως δεν πάλευαν στην Τροία οι Αχαιοί για την αληθινήν Ελένη· μονάχα το είδωλό της βρίσκουνταν στην Τροία. Η αληθινή Ελένη είχε καταφύγει στην Αίγυπτο, σε θεϊκό ναό, ανέγγιχτη από τις αναπνοές των ανθρώπων. Ποιος ξέρει, μπορεί να μαχόμαστε κι εμείς, να κλαίμε, να σκοτωνόμαστε εδώ στη γης μονάχα για το είδωλο της Ελένης. Μα πάλι, ποιος ξέρει, οι ίσκιοι στον Άδη ζωντάνευαν αν πιούν αίμα των ζωντανών· τόσο αίμα που πίνει, τόσες χιλιάδες χρόνια, ο ίσκιος ετούτος της Ελένης, δε θα μπορέσει άραγε ποτέ να ζωντανέψει; Δε θα σμίξει άραγε ποτέ το είδωλο τη σάρκα του και να μπορέσουμε έτσι ν' αγκαλιάσουμε μια μέρα ένα αληθινό, ζεστό σώμα, μιαν αληθινήν Ελένη; Ο Ταΰγετος, η Ελένη. Ο άγριος πολεμιστής κι η γυναίκα του. Είχα αποξεχαστεί μέσα στις ροδοδάφνες του Ευρώτα ν' αναπνέω το άρωμα της Ελένης, ντράπηκα. Κι ένα πρωί κίνησα και μπήκα στον Ταΰγετο ν΄ ανασάνω πιο αντρίκειον αέρα…
                     
  Jacopo Guarana  Paris And Helen of Troy

Νίκος  Καζαντζάκης  Οδύσσεια

«Κι αν ήταν άδειος ίσκιος πλανερός, ας είναι βλογημένος·
γι’ αυτόν τον ίσκιο εμείς παλέψαμε και πλάτυνεν ο νους μας,

γερέψαν τα κορμιά, γυρίσαμε στην ποθητή πατρίδα

κι ήταν γιομάτα περιπλάνησες τα φρένα μας κι αντρεία

και τα καράβια μας ξεχείλιζαν ασήκωτα λεβέτια,

χρουσά σκουτιά κι ανατολίτισσες πολύ γλυκές γυναίκες.
Η γης όλη μου φαίνεται, ασκητή, σα νιολουσμένη Ελένη,
πέπλα φοράει με ξόμπλια θάλασσες και ξενιτιές και κάστρα ...»

 Helen of Troy - Lord Frederick Leighton
     Κωστής Παλαμάς  
             
Είμ’ η Ελένη· από του Ήλιου
την πηγή χυμένη εγώ,

το χρυσόνειρο είμαι του Ήλιου

και στον Ήλιο, εκεί γυρνώ·

γύρω μου, όχι· σε είδωλό μου

θεόπλαστο ολοζωντανό
θεοί και ήρωες γύρω αψήφησαν
πόλεμο και χαλασμό.
Όχι εμένα! Τον υπέρκαλο
νυχτανεβασμένο ίσκιο μου
σε γη και ώρα στοιχειωμένη
πήρε ταίρι ο γόης Κιμμέριος·*
είμ’ η ανέγγιχτη κ’ η αχάλαστη,
κ’ η άφταστη. Και είμ’ η Ελένη.

 Gaston Bussière - Helen of Troy


Eλένη Κοφτερού - ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ

Της Τροίας και της φατρίας
της μεθυσμένης των άστρων πολιτείας
θρηνητική υλακή.
Ελένη, στους ρεμβασμούς της λήθης
στο Τρίκερι αναπάντεχο κυκλάμινο
της Γυάρου μέρα απροσκύνητη.
Ελένα, της ομορφιάς εμπόρευμα
αλύχτισμα της βίας.
Ανώνυμη της επαρχίας αστή
ωραία Ελένη 
της προγραμματισμένης χημειοθεραπείας
κατάσαρκη “στο αδειανό πουκάμισο”.
Και σύ γιαγιά Ελένη 
καταφυγή μνήμης θωπευτική,

Την ιστορία σας χαρίστε μου
δίχως τη μεσολάβηση του ποιητή
που έδωσε τον έρωτά σας αντιπαροχή
κτίζοντας πάνω του τις τόσες ραψωδίες.








http://www.mikrosapoplous.gr/
http://users.sch.gr/
https://1lykaisar-a3-apol.wikispaces.com/

 Φρίντριχ και Γιοχάνες Ρϊπενχάουζεν - Η ωραία Ελένη










Μεγάλοι "Κωνσταντίνοι" της Ελλάδας

 ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ 

 και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις βαθιά
στου Κακού τη σκάλα -
για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!
                            
           Κ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.

Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

                                         Κ. ΚΑΒΑΦΗΣ


Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.

       Κ.ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Δεν είμαι εγώ σπορά της Τύχης
ο πλαστουργός της νιας ζωής
Εγώ είμαι τέκνο της ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της Οργής.

     Κ. ΟΥΡΑΝΗΣ
Θ νρθει τάχα μιν μέρα
σν π τόπους μακρινος
 νοιξη πο λαχταρμε; 
Κα θ μς ερει ζωντανούς;


  Κ. ΜΟΝΤΗΣ

Ο κίνδυνος δεν είν’ η μοναξιά,
ο κίνδυνος είναι να μη συνηθίσεις στη μοναξιά.


                                              Κ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

Ἄσε τότε τὸ κῦμα ὅπου θέλει νὰ σπάζει,
ἄσ᾿ τὶς ζάλες νὰ σέρνουν τυφλὰ τὴ καρδιὰ
κι ἂν τριγύρω βογγὰ κι ἂν ψηλὰ συννεφιάζει,
κάπου ὁ ἥλιος σὲ κάποιο γιαλὸ θὰ γελᾷ
κι ἂν πικρό τη ψυχή σου τὸ δάκρυ τὴ ραίνει
πάντα κάπου κρυφή, μιὰ χαρὰ τὴ προσμένει.


     Ν. ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ



Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
ποτὲ δὲ λένε τὴν ἀλήθεια
ὁ κόσμος ὑποφέρει καὶ πονᾷ
κι ἐσεῖς τὰ ἴδια παραμύθια

Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
εἶναι πολὺ ζαχαρωμένα
ταιριάζουν σὲ σοκολατόπαιδα
μὰ δὲ ταιριάζουνε γιὰ μένα

                                              Κ ΘΕΟΤΟΚΗΣ



 Στον κόσμο δεν μπορεί να ` ευτυχισμένοι παρά ή εκείνοι που κάνουν το,καλό , ή εκείνοι που όταν αμαρτήσουν αληθινά μετανιώνουν . Γιατί η ψυχή και του κακού ανθρώπου βαστάει μια θεϊκιά αχτίδα που τηνε φωτίζει . Είναι πλάσμα Θεού ως κι αυτή . Και η θεϊκιά αχτίδα είναι η καλοσύνη . Κι όταν ο νους δεν εξουσιάζει την ψυχή , μάλιστα την ώρα που θα πέσει ο άνθρωπος στον ύπνο , τότε κυριεύει εκείνη η καλοσύνη κι η συνείδηση τον ελέγχει για την κακία του . Παρόμοια θα ’ ναι και η φοβερή ώρα του θανάτου , όταν για το φονιά παίρνει ο χάρος την όψη του σκοτωμένου . Και παρόμοια , όταν οι άνθρωποι κρύβουνε στην καρδιά κάποια λύπη βαριά και

μεγάλη , όσο ο νους εξουσιάζει στον ξύπνιο , ας φαίνεται αυτή η λύπη λησμονημένη και νεκρή , μα τη στιγμή που ας κλείνει τα μάτια ο ύπνος ανασταίνεται μέσα μας και ας χαλάει την ανάπαψη !


                                       Κ. ΧΡΗΣΤΟΜΑΝΟΣ



Τα παλαιά τραγούδια είναι γεμάτα δάκρυα — και τα χείλη των νέων που γελούνε φανερώνουν το τόξο της οδύνης: γιατί και χαρά δεν είναι παρά ένας καημός που περιμένει την ώρα του ναρθή — είναι ο άμμος πάνω από την πέτρα την αληθινή που τονέ σκορπάει ο άνεμος. Έτσι ξεγελιούνται κ’ οι καρδιές μας σαν τις μυγδαλιές που πολλές φορές ανθίζουν προτού ναρθή η πίκρα του χειμώνα . . .
                  

    Κ. ΠΑΡΘΕΝΗΣ
Το λιμάνι της Καλαμάτας 
   Κ. ΜΑΛΕΑΣ

Ακρόπολη

                                            Κ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ     



Η αναχώρηση


          
Κ. ΚΑΡΑΘΕΟΔΩΡΗ 

 Ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή (Βερολίνο13 Σεπτεμβρίου 1873 – Μόναχο2 Φεβρουαρίου 1950) ήταν Έλληνας μαθηματικός που διακρίθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο Καραθεοδωρή ήταν γνωστός εκτός Ελλάδας ως Constantin Carathéodory και συχνά αναφέρεται (λανθασμένα) ως Καραθεοδωρής. Το επιστημονικό έργο του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή επεκτείνεται σε πολλούς τομείς των Μαθηματικών, της Φυσικής και τηςΑρχαιολογίας. Είχε σημαντικότατη συνεισφορά ιδιαίτερα στους τομείς της πραγματικής ανάλυσης, συναρτησιακής ανάλυσης και θεωρίας μέτρου και ολοκλήρωσης.ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


                  Κ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ ( Κ ΜΥΡΗΣ)




                                                    ΣΤΙΧΟΙ Κ Χ, ΜΥΡΗΣ 
                                               ΜΟΥΣΙΚΗ Γ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ



Ήταν ο τόπος μου βράχος και
χώματα ήλιος και μαύρο
κρασί. Όργωνα θέριζα και με
τον Όμηρο σε τραγουδούσα, 
λαέ μου. Πάνω στα κύματα
νύχτες ολόκληρες σε ονειρεύτηκα.

Ήταν τα σπίτια μου άσπρα
γαρίφαλα και τα κορίτσια σεμνά.
Είχαν αρμύρα στα χείλη στα
μάτια τους καίγανε την οικουμένη
και τα παιδιά μου με μια
φυσαρμόνικα τα ξελογιάζανε.

Ήταν ο τόπος μου σαν το χαμόγελο, 
όνειρο καθημερνό.Κάποιος τον
πούλησε, κάποιος τον ρήμαξε
σαν δανεισμένη πραμάτεια.
Τώρα τ’ αγόρια μου παίζουν
το θάνατο στα χαρακώματα. 
ΑΠΟ http://www.stixoi.info/