Ζαν-Μπατίστ Καρπώ (11 Μαΐου 1827 – 12 Οκτωβρίου 1875)

 

La France impériale protégeant l'agriculture et les sciences (1866)
Ο Ζαν-Μπατίστ Καρπώ (Jean-Baptiste Carpeaux, 11 Μαΐου 1827 – 12 Οκτωβρίου 1875) ήτανΓάλλος γλύπτης, ο οποίος θεωρείται ο σημαντικότερος της εποχής του και τα έργα του οποίου αποτελούν προανάκρουσμα της γλυπτικής του Ογκύστ Ροντέν.
 Madame Jean-Baptiste Carpeaux 
Ο Καρπώ γεννήθηκε στην πόλη Βαλανσιέν (Valenciennes) της βόρειας Γαλλίας το 1827. Σπούδασε γλυπτική από το 1844 στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού και για ένα διάστημα υπήρξε μαθητής του διάσημου Γάλλου γλύπτη Φρανσουά Ρυντ (Francois Rude, 1784 – 1855). To 1854 κέρδισε το βραβείο της Ρώμης, που του έδωσε τη δυνατότητα να παραμείνει στη Ρώμηγια επτά χρόνια (1854 – 1861), όπου και επηρεάστηκε από τα έργα των Ιταλών γλυπτών τηςΑναγέννησης Μιχαήλ ΑγγέλουΝτονατέλο και Βερόκιο. Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπέφερε από μανία καταδίωξης. Πέθανε στις 12 Οκτωβρίου 1875 σε ηλικία 48 ετών στην πόληΚουρμπεβουά (Courbevoie) της Γαλλίας.


Ugolino and His Sons
Η φήμη του Καρπώ εδραιώθηκε με το έργο του σε μπρούντζο «Ο Ουγκολίνο και οι γιοι του» (1861, Ugolin et ses fils, Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη), με πολλές άλλες παραλλαγές του σε άλλα μουσεία, μεταξύ των οποίων και αυτή στο Μουσείο Ορσέ τουΠαρισιού. Από τα πιο γνωστά του έργα είναι «Η Κρήνη των Τεσσάρων Ηπείρων του Κόσμου» (1873, Fontaine des Quatre Parties du Monde) στον Κήπο Μάρκο Πόλο στο Παρίσι, με τις τέσσερις γλυπτές γυναικείες μορφές που κρατούν τη γήινη σφαίρα και αντιπροσωπεύουν τις τέσσερις ηπείρους ΑσίαςΕυρώπηςΑμερικής και Αφρικής.


 La Danse





Το διασημότερο όμως έργο του Καρπώ είναι «Ο Χορός» (La Danse), που ολοκληρώθηκε το 1869 και αποτελεί ένα γλυπτικό σύνολο στην πρόσοψη της Όπερας Γκαρνιέ του Παρισιού. Η ρεαλιστική προσέγγιση του θέματος με τις γυμνές γυναικείες μορφές προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στους ακαδημαϊκούς κύκλους και κατηγορήθηκε ως ανήθικο.





Le prince impérial et son chien Néro (1865)

 Pécheur napolitain 


























 Pietà, Terracotta


Amélie de Montfort




















The Triumph of Flora


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










Φρεντ Ασταίρ - Fred Astaire ( 10 Μαΐου 1899 – 22 Ιουνίου 1987 )

 

Ο Φρεντ Ασταίρ (αγγλικά: Fred Astaire, 10 Μαΐου 1899 – 22 Ιουνίου 1987), γεννημένος ως Φρέντερικ Αούστερλιτς στην Ομάχα της Νεμπράσκα,ήταν ένας βραβευμένος με Όσκαρ Αμερικανός χορευτής, χορογράφος, τραγουδιστής και ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου. Η καριέρα του στο θέατρο και στον κινηματογράφο διήρκεσε για εβδομήντα έξι ολόκληρα χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων πραγματοποίησε τριάντα μία μουσικές ταινίες. Ιδιαίτερα ονομαστή ήταν η καλλιτεχνική του συνεργασία με την Τζίντζερ Ρότζερς, με την οποία συμπρωταγωνίστησε σε δέκα ταινίες.
Οι Τζωρτζ Μπαλανσίν και Ρούντολφ Νουρέγιεφ τον κατονόμασαν ως τον μεγαλύτερο χορευτή του εικοστού αιώνα και έχει γενικότερα αναγνωριστεί ως ο χορευτής με τη μεγαλύτερη επιρροή στην ιστορία των κινηματογραφικών και τηλεοπτικών μιούζικαλ. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου τον έχει κατατάξει ως τον 5ο Μεγαλύτερο Άρρενα Αστέρα Όλων Των Εποχών.

1899: Πρώτα χρόνια και καριέρα στο vaudeville

Ο πατέρας του καλλιτέχνη, ο Φρέντερικ "Φριτς" Αούστερλιτς, ήταν Αυστριακός μετανάστης, ζυθοποιός στο επάγγελμα και Καθολικός. Η μητέρα του, η Τζοάννα "Ανν" Τζίλους, γεννήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες από Λουθηρανούς Γερμανούς γονείς. Ο ίδιος ο Ασταίρ έγινε μέλος της Επισκοπικής Εκκλησίας των ΗΠΑ το 1912.
Μετά την άφιξή του στην πόλη της Νέας Υόρκης, ο Φρέντερικ ταξίδεψε στην Ομάχα, ελπίζοντας να βρει δουλεία ως ζυθοποιός και τελικά βρήκε θέση στην Storz Brewing Company. Λίγο αργότερα, γνώρισε και νυμφεύθηκε την Ανν. Η πρωτότοκη κόρη τους ονομάστηκε Αντέλ και σύντομα αποκαλύφθηκε πως ήταν χορεύτρια σαν από ένστικτο, καθώς και καλή στο τραγούδι. Από νωρίς η Ανν ονειρευόταν να ξεφύγει από την Ομάχα δια μέσου του ταλέντου των παιδιών της. Οραματιζόταν ένα νούμερο αδερφού και αδερφής, που ήταν σύνηθες στη vaudeville εκείνη την εποχή. Παρόλο που αρνήθηκε να κάνει μαθήματα χορού στην αρχή, ο Φρεντ Τζούνιορ μιμήθηκε με ευκολία τα βήματα της αδερφής του. Σύντομα ξεκίνησε να ασχολείται με το πιάνο, το ακορντεόν και το κλαρινέτο.
Όταν ξαφνικά ο πατέρας τους έχασε τη δουλειά του, η οικογένεια μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να αρχίσει η καριέρα των δύο παιδιών στη show business. Η Αντέλ και ο Φρεντ Τζούνιορ είχαν έναν πειραχτικό ανταγωνισμό μεταξύ τους μα ευτυχώς γρήγορα ανακάλυψαν τις ατομικές τους δυνατότητες, το αγόρι την αντοχή και το κορίτσι το γενικότερο ταλέντο. Ασταίρ ήταν το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο που υιοθέτησαν τα δύο παιδιά το 1905, όταν εκπαιδεύονταν στο χορό, την πρόζα και το τραγούδι, προετοιμάζοντας το νούμερο που θα παρουσίαζαν. Οι οικογενειακές αφηγήσεις το αποδίδουν σε ένα θείο με το προσωνύμιο "L'Astaire". Τελικά το πρώτο τους νούμερο πήρε σχήμα και μορφή και ονομάστηκε Juvenile Artists Presenting an Electric Musical Toe-Dancing Novelty. Σε αυτό, ο Φρεντ φορούσε καπέλο (top hat) και φράκο στο πρώτο μέρος, ενώ στο δεύτερο μια στολή αστακού. Το αστείο νούμερο έκανε ντεμπούτο στο Κίπορτ του Νιού Τζέρσεϋ σε ένα θέατρο για πρωτοεμφανιζόμενους, με την τοπική εφημερίδα να γράφει, "οι Ασταίρ είναι το καλύτερο παιδικό νούμερο στη vaudeville." 
Ο Φρεντ Ασταίρ, φωτογραφία
από την ταινία "Second Chorus" (1940).
Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα, σαν αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων του πατέρα τους, ο Φρεντ και η Αντέλ έκλεισαν μεγάλο συμβόλαιο και έπαιξαν σε διάφορες Πολιτείες, ανάμεσα στις οποίες ήταν και Ομάχα. Σύντομα η Αντέλ βρέθηκε να είναι τρεις ίντσες ψηλότερη από τον αδερφό της και το ζευγάρι άρχισε να μοιάζει αταίριαστο. Η οικογένεια αποφάσισε να κάνει ένα διάλειμμα δύο ετών από τις παραστάσεις, επίσης για να αποφύγει προβλήματα εξαιτίας της νομοθεσίας της εποχής για την παιδική εργασία. Η καριέρα τους συνεχίστηκε με διάφορες διακυμάνσεις, αν και το ταλέντο τους αναπτύχθηκε και ραφιναρίστηκε, καθώς άρχισαν να ενσωματώνουν χορό με κλακέτες στα νούμερά τους. Από την Αουρέλια Κότσια έμαθαν τανγκό, βαλς και άλλους χορούς που έγιναν αγαπητοί στον απλό λαό από τον Βέρνον και την Ιρέν Κάσλ.
Ορισμένες πηγές  αναφέρουν πως τα δύο αδέρφια εμφανίστηκαν σε μια ταινία του 1915 με τίτλο Fanchon, the Cricket , με πρωταγωνίστρια τη Μαίρη Πίκφορντ, αλλά οι Ασταίρ το αρνήθηκαν με επιμονή.
Ενώ έψαχνε για νέες καλλιτεχνικές ιδέες, ο Φρεντ Ασταίρ συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Τζορτζ Γκέρσουιν, έναν πλασιέ τραγουδιών της Jerome H. Remick's, το 1916.Η τυχαία τους συνάντηση έλαχε να έχει βαθιές επιπτώσεις στις μετέπειτα καριέρες και των δυο καλλιτεχνών. Ο Ασταίρ βρισκόταν συνεχώς σε αναζήτηση νέων βημάτων και ξεκίνησε να παρουσιάζει την ακόρεστη επιθυμία του για καινοτομία και τελειότητα. Τελικά, τα δύο αδέρφια εμφανίστηκαν στο Μπρόντγουεϊ με το Over the Top (1917), ένα πατριωτικό νούμερο.
1917 – 1933: Καριέρα στο Θέατρο – Μπρόντγουεϊ και Λονδίνο

Ο Φρεντ Ασταίρ χορεύει με την
 αδερφή του Αντέλ, 1921.
Τα δύο αδέρφια συνέχισαν παρουσιάζοντας καινούρια νούμερα και για τη δουλειά τους στο The Passing Show το 1918, ο Χέιγουντ Μπρουν έγραψε: "Σε μια βραδιά όπου υπήρχε αφθονία καλού χορού, ο Φρεντ Ασταίρ ξεχώριζε... Αυτός και η παρτενέρ του, Αντέλ Ασταίρ, έκαναν το σόου να παύσει νωρίς το βράδυ, με έναν όμορφο χορό με χαλαρά άκρα."  Ως τότε, η ικανότητα του Φρεντ στο χορό είχε αρχίσει να υπερέχει αυτής της αδερφής του, αν και ακόμη εκείνη έδινε τον τόνο στην παράστασή τους και η λάμψη και το χιούμορ της τραβούσαν την προσοχή, εν μέρει χάρις στην προσεχτική προετοιμασία του Φρεντ και την ισχυρή υποστήριξη της χορογραφίας.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, ο Φρεντ και η Αντέλ εμφανίζονταν στο Μπρόντγουεϊ και σε θεατρικές σκηνές του Λονδίνου, σε παραστάσεις όπως οι Lady Be Good (1924) και Funny Face (1927) των Τζορτζ και Άιρα Γκέρσουιν, και αργότερα στο The Band Wagon (1931), κερδίζοντας την αναγνώριση των κριτικών και του κοινού και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Μετά την ολοκλήρωση των παραστάσεων του Funny Face, οι Ασταίρ πήγαν στο Χόλιγουντ για ένα δοκιμαστικό (το οποίο δεν διασώζεται σήμερα) στα στούντιο της Paramount. Ωστόσο δεν θεωρήθηκαν κατάλληλοι για να συμμετάσχουν σε κινηματογραφικές ταινίες. Το καλλιτεχνικό ζευγάρι χώρισε το 1932, όταν η Αντέλ παντρεύτηκε τον πρώτο της σύζυγο, Λόρδο Τσαρλς Κάβεντις, γιο του Δούκα του Ντέβονσαϊρ. Ο Φρεντ Ασταίρ συνέχισε κατακτώντας την επιτυχία μοναχός του στο Μπρόντγουεϊ και στο Λονδίνο με την παράσταση Gay Divorce, ενώ άρχισε και να εξετάζει προτάσεις από το Χόλιγουντ. Το τέλος της συνεργασίας του με την Αντέλ υπήρξε τραυματικό για τον Ασταίρ, ωστόσο του έδωσε κίνητρο να επεκτείνει το ρεπερτόριό του. Ελεύθερος από τους περιορισμούς αδερφού – αδερφής, και με μια νέα συνεργάτιδα, την Κλαιρ Λους, δημιούργησε ένα ρομαντικό χορευτικό για δύο για το Night and Day του Κόουλ Πόρτερ, το οποίο και είχε γραφτεί για το Gay Divorce. Το νούμερο πιστώθηκε με την επιτυχία του θεατρικού και, όταν φτιάχτηκε εκ νέου στη μεταφορά του θεατρικού στον κινηματογράφο (The Gay Divorcee, 1934), σηματοδότησε μια νέα εποχή στον κινηματογραφημένο χορό. Πρόσφατα, υλικό που γυρίστηκε από τον Φρεντ Στόουν, με τον Ασταίρ να δίνει παράσταση στα πλαίσια του Gay Divorce στη Νέα Υόρκη, με τη διάδοχο της Λους, τη Ντόροθυ Στόουν, το 1933, βγήκε και πάλι στο φως από την χορεύτρια και ιστορικό Μπέτσυ Μπέιτος, και σήμερα αποτελεί το αρχαιότερο κινηματογραφημένο υλικό με ερμηνεία του Ασταίρ που διαθέτουμε.

1933 – 1939: Ο Φρεντ και η Τζίντζερ στο RKO

Σύμφωνα με έναν μύθο του Χόλιγουντ, σε μια αναφορά που συνόδεψε ένα δοκιμαστικό που έκανε ο Ασταίρ για την κινηματογραφική εταιρία RKO, σήμερα χαμένη μαζί με το δοκιμαστικό, γράφτηκε: "Δεν μπορεί να τραγουδήσει. Δεν μπορεί να παίξει. Χάνει τα μαλλιά του. Μπορεί να χορέψει λιγουλάκι." Ο παραγωγός των ταινιών των Ασταίρ – Ρότζερς Πάντρο Σ. Μπέρμαν υποστήριξε ότι δεν είχε ακούσει ποτέ την ιστορία αυτή κατά τη δεκαετία του 1930 και πως προέκυψε αργότερα. Ο Ασταίρ, σε μια συνέντευξη το 1980 για την εκπομπή 20/20 της Μπάρμπαρα Γουόλτερς στο δίκτυο ABC, επέμεινε πως η αναφορά στην πραγματικότητα έγραφε: "Δεν μπορεί να παίξει. Λίγο καραφλός. Επίσης χορεύει." Σε κάθε περίπτωση, το δοκιμαστικό ήταν προφανώς απογοητευτικό, και ο Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ, που ήταν αυτός που έφερε τον Ασταίρ στην εταιρία και παρήγγειλε το δοκιμαστικό, το περιέγραψε ως "ελεεινό" σε κάποιο υπόμνημα του 1933.Εν τούτοις, αυτό δεν επηρέασε τα πλάνα της εταιρίας για τον καλλιτέχνη, δανείζοντάς τον αρχικά για μερικές μέρες στην MGM το 1933 για το ντεμπούτο του στο Χόλιγουντ, όπου εμφανίστηκε ως ο εαυτός του, χορεύοντας με την Τζόαν Κρόφορντ στο επιτυχημένο μιούζικαλ Dancing Lady.
Αφού επέστρεψε στην RKO Pictures, το όνομά του αναγράφτηκε πέμπτο μαζί με τη Τζίντζερ Ρότζερς στο έργο του 1933 της Ντολόρες ντελ Ρίο με τίτλο Flying Down to Rio. Σε μια του κριτική, το περιοδικό Variety αποδίδει την επιτυχία του έργου στην παρουσία του Ασταίρ. Παρόλο που ο Ασταίρ ήταν αρχικά πολύ επιφυλακτικός στο να αποτελέσει και πάλι μέλος χορευτικού διδύμου, πείσθηκε από την προφανή έλξη που ασκούσε στο κοινό το ταίριασμα Ασταίρ – Ρότζερς. Αυτή η συνεργασία, και η χορογραφία των Ασταίρ και Ερμή Παν, βοήθησαν το χορό να αποτελέσει αναπόσπαστο κομμάτι των κινηματογραφικών μιούζικαλ του Χόλιγουντ. Οι Ασταίρ και Ρότζερς γύρισαν δέκα ταινίες μαζί, ανάμεσα στις οποίες τις The Gay Divorcee (1934), Roberta (1935), Top Hat (1935), Follow the Fleet (1936), Swing Time (1936), Shall We Dance (1937), και Carefree (1938). Έξι από τα εννιά μιούζικαλ που δημιούργησε αποτέλεσαν τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες της RKO, όλα έφεραν ένα κάποιο πρεστίζ και καλλιτεχνία που όλα τα στούντιο επιθυμούσαν την εποχή εκείνη. Η συνεργασία των Ασταίρ και Ρότζερς τους μετέτρεψε σε αστέρια πρώτου μεγέθους. Όπως είπε η Κάθριν Χέπμπορν: "Αυτός της δίνει κλάση και εκείνη του δίνει σεξ".
Ο Ασταίρ με ευκολία απέσπασε ένα ποσοστό του κέρδους που απέφεραν οι ταινίες του, κάτι εξαιρετικά σπάνιο στα συμβόλαια των ηθοποιών της εποχής, καθώς επίσης και πλήρη αυτονομία στο πώς θα παρουσιάζονταν οι χοροί του, επιτρέποντάς του να φέρει επανάσταση στον κινηματογραφικό χορό. Στον Ασταίρ αποδίδονται δύο σημαντικοί νεωτερισμοί στα πρώτα κινηματογραφικά μιούζικαλ. Αρχικά επέμεινε η (πρακτικά ακίνητη) κάμερα να τραβά ένα ολόκληρο χορευτικό σε ένα μοναδικό πλάνο, και αν ήταν δυνατόν, να έχει πλήρη ορατότητα των χορευτών συνεχώς. Ο Ασταίρ έχει κάνει τη διάσημη δήλωση: "Είτε η κάμερα θα χορεύει, είτε εγώ." Ο Ασταίρ έκανε να επικρατήσει αυτή την πολιτική από το The Gay Divorcee (1934) και μετά, μέχρι που την ανέτρεψε ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, όταν σκηνοθέτησε την ταινία Finian's Rainbow (1968), το πρώτο του μιούζικαλ. Με τον τρόπο αυτό οι χορευτικές σκηνές του Ασταίρ διαφοροποιήθηκαν από αυτές των μιούζικαλ του Μπάσμπυ Μπέρκλεϊ, τα οποία είναι γνωστά για χορευτικά νούμερα γεμάτα λήψεις από αέρος, γρήγορες αλλαγές και ζουμ σε συγκεκριμένα σημεία του σώματος, όπως τα χέρια ή τα πόδια. Δεύτερον, φρόντιζε ώστε όλα τα μουσικά νούμερα να εναρμονίζονται απόλυτα με την πλοκή του έργου. Αντί να χρησιμοποιεί το χορό καθαρά ως θέαμα όπως ο Μπέρκλεϋ, ο Ασταίρ τον χρησιμοποίησε σαν στοιχείο που δίνει ώθηση στην πλοκή. Συνήθως, μια ταινία του Ασταίρ θα περιελάμβανε μια σόλο ερμηνεία από τον ίδιο τον Ασταίρ – την οποία και ονόμαζε "sock solo" –, ένα κωμικό χορευτικό με την παρτενέρ του και ένα ρομαντικό χορευτικό.
Ο Μιούελερ συνοψίζει τις ικανότητες της Ρότζερς ως εξής: "Η Ρότζερς ξεχωρίζει από τις άλλες παρτενέρ του Ασταίρ όχι γιατί ήταν ανώτερή τους ως χορεύτρια αλλά επειδή, σαν μια ικανή ηθοποιός με ένστικτο, ήταν αρκετά επιφυλακτική ώστε να καταλάβει πως η υποκριτική δεν σταματούσε όταν άρχιζε ο χορός... ο λόγος που τόσο πολλές γυναίκες είχαν τη φαντασίωση να χορέψουν με τον Φρεντ Ασταίρ ήταν ότι η ίδια η Τζίντζερ Ρότζερς έδινε την εντύπωση πως, το να χορεύεις μαζί του, ήταν η πιο συναρπαστική εμπειρία που μπορεί κανείς να φανταστεί." Σύμφωνα με τον Ασταίρ, "Η Τζίντζερ δεν είχε ποτέ χορέψει με παρτενέρ στο παρελθόν. Προσποιόταν υπερβολικά. Δεν μπορούσε να χορέψει κλακέτες και δεν μπορούσε να κάνει εκείνο ή το άλλο... αλλά η Τζίντζερ είχε στιλ και ταλέντο και βελτιωνόταν καθώς περνούσε ο καιρός. Τα κατάφερε τόσο καλά ώστε μετά από λίγο οποιαδήποτε άλλη χόρευε μαζί μου φαινόταν να το κάνει λάθος."
Ωστόσο, ο Ασταίρ ακόμη επιθυμούσε να αποφύγει την ταύτιση της καριέρας του με μια συγκεκριμένη συνεργάτιδα, έχοντας το ήδη υποστεί μια φορά με την αδερφή του, την Αντέλ. Μέχρι που διαπραγματεύτηκε με την RKO να εμφανιστεί μόνος στην ταινία A Damsel in Distress το 1937, δίχως επιτυχία όπως αποδείχτηκε. Έκανε τελικά δύο ακόμη ταινίες με τη Ρότζερς, τις Carefree (1938) και The Story of Vernon and Irene Castle (1939). Όταν και οι δύο έχασαν χρήματα, ο Ασταίρ αποχώρησε από την RKO, ενώ η Ρότζερς παρέμεινε και τελικά έγινε το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο του στούντιο κατά τις αρχές της δεκαετίας του ’40. Οι δυο τους επανενώθηκαν το 1949 για μια τελευταία συνεργασία, με τίτλο The Barkleys of Broadway.


Ο Φρεντ Ασταίρ διευθύνει χορεύοντας την ορχήστρα Artie Shaw στα πλαίσια της ταινίας Second Chorus (1940).

1940-1947: Προς μια πρόωρη αποχώρηση

Το 1939, ο Ασταίρ αποχώρησε από την RKO για να ακολουθήσει νέες ευκαιρίες, με μεικτά αν και γενικότερα επιτυχή αποτελέσματα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Ασταίρ συνέχισε να δίνει προσοχή στην αξία των συνεργατών του στη χορογραφία και, αντίθετα με την επιλογή του της δεκαετίας του 1930 να συνεργαστεί αποκλειστικά με τον Ερμή Παν, επένδυσε στο ταλέντο καινούριων συνεργατών ώστε να συνεχίσει να είναι καινοτόμος. Η πρώτη του παρτενέρ μετά την Τζίντζερ ήταν η εξαιρετική Έλινορ Πάουελ, η οποία θεωρήθηκε η αρτιότερη χορεύτρια στις κλακέτες της γενιάς της, στην παραγωγή Broadway Melody of 1940 όπου και παρουσίασαν μια φημισμένη ρουτίνα μεγάλης διάρκειας για το Begin the Beguine του Κόουλ Πόρτερ. Εμφανίστηκε επίσης στο πλάι του Μπινγκ Κρόσμπυ στις ταινίες Holiday Inn (1942) και Blue Skies (1946), μα παρά την τεράστια εμπορική επιτυχία και των δύο, ο Ασταίρ φάνηκε δυσαρεστημένος με τους ρόλους όπου έχανε το κορίτσι από τον Κρόσμπυ. Το πρώτο φιλμ είναι ξακουστό για το χορευτικό του σόλο "Let's Say it with Firecrackers", ενώ το δεύτερο περιελάμβανε μια καινοτόμο ρουτίνα χορού και τραγουδιού που ταυτίστηκε μαζί του, το "Puttin on the Ritz". Άλλες παρτενέρ του αυτή την περίοδο περιλαμβάνουν την Πολέτ Γκοντάρ στο Second Chorus (1940), παραγωγή στην οποία διηύθυνε χορεύοντας την ορχήστρα Artie Shaw.
Γύρισε δύο ταινίες με την Ρίτα Χέιγουορθ, η οποία έγινε η αγαπημένη του παρτενέρ: η πρώτη, You'll Never Get Rich (1941) ανέδειξε την Χέιγουορθ σε αστέρι και παρείχε στον Ασταίρ την πρώτη του ευκαιρία να ενσωματώσει λατινοαμερικάνικα στοιχεία στο χορευτικό του στιλ, επωφελούμενος από την επαγγελματική κληρονομιά της Χέιγουρθ στους λάτιν χορούς. Το δεύτερο του φιλμ μαζί της, You Were Never Lovelier (1942), είχε εξίσου επιτυχία, και περιελάμβανε ένα ντουέτο του "I'm Old Fashioned" του Κερν, το οποίο και έγινε ο κορμός του αφιερώματος στον Ασταίρ που επιμελήθηκε το 1983 ο Ζερόμ Ρόμπινς με το New York City Ballet. Κατόπιν εμφανίστηκε μαζί με την δεκαεπτάχρονη Τζόαν Λέζλι στο πολεμικό δράμα The Sky's the Limit (1943) όπου και παρουσίασε το "One for My Baby" των Αρλήν και Μέρτσερ ενώ χορεύει σε ένα μπαρ μια σκοτεινή και προβληματισμένη χορογραφία. Η ταινία, της οποίας τις χορογραφίες ανέλαβε ο Ασταίρ μονάχος του και που πέτυχε μέτρια εισπρακτική επιτυχία, αποτέλεσε για τον Ασταίρ μία στροφή από την γοητευτική και χαρούμενη περσόνα που υποδυόταν συνήθως στην οθόνη και μπέρδεψε τους σύγχρονούς του κριτικούς.
Η επόμενη παρτενέρ του, η Λουσίλ Μπρέμερ, εμφανίστηκε σε δύο ταινίες, και οι δύο σκηνοθετημένες από τον Βιντσέντε Μινέλλι: το έργο φαντασίας Yolanda and the Thief που περιελάμβανε ένα avant-gardeσουρεαλιστικό μπαλέτο, και το μιούζικαλ Ziegfeld Follies (1946) το οποίο περιελάμβανε ένα αξιομνημόνευτο ντουέτο του Ασταίρ με τον Τζιν Κέλλι στο "The Babbit and the Bromide", ένα τραγούδι του Γκέρσουιν που ο Ασταίρ είχε παρουσιάσει με την Αντέλ πολύ παλαιότερα, το 1927. Αν και η δεύτερη ταινία ήταν πολύ επιτυχημένη, η πρώτη πάτωσε και ο Ασταίρ, πάντα ανασφαλής και πιστεύοντας πως η καριέρα του ξεκινούσε να ξεθωριάζει, αιφνιδίασε το κοινό του ανακοινώνοντας την απόσυρσή του κατά τη διάρκεια της παραγωγής του Blue Skies (1946), κατονομάζοντας το "Puttin on the Ritz" ως τον αποχαιρετιστήριο χορό του.

Μετά την ανακοίνωση της αποχώρησής του από τα καλλιτεχνικά δρώμενα το 1946, ο Ασταίρ συγκεντρώθηκε στις ιπποδρομίες και ίδρυσε τα Fred Astaire Dance Studios το 1947, τα οποία τελικά πούλησε το 1966.


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/


Μάρκος Βαμβακάρης (10 Μαΐου 1905 - 8 Φεβρουαρίου 1972)

 

Ο Μάρκος Βαμβακάρης (Δανακός Σύρου, 10 Μαΐου 1905 - Νίκαια Αττικής, 8 Φεβρουαρίου 1972) ήταν Έλληνας τραγουδιστής, συνθέτης, στιχουργός και οργανοπαίκτης, ιδιαίτερα σημαντικός μουσικός του ρεμπέτικου τραγουδιού. Θεωρείται ο «Πατριάρχης» του ρεμπέτικου, καθώς έκανε γνωστό το είδος λόγω της μεγάλης επιτυχίας που είχαν τα δισκογραφημένα τραγούδια του.

Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στο συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου από οικογένεια Καθολικών (για τον λόγο αυτό αργότερα απέκτησε και το παρατσούκλι «Φράγκος»). Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες και ήταν ο πρωτότοκος από έξι αδέλφια. Ο παππούς του έγραφε τραγούδια και ο πατέρας του έπαιζε ζαμπούνα, ενώ από μικρή ηλικία ο μικρός Μάρκος συνόδευε τον τελευταίο παίζοντας τουμπί (νησιώτικο τύμπανο) σε διάφορα πανηγύρια. Λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της οικογένειάς του, ο Μάρκος αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο και να εργαστεί ως λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια, βοηθός σε οπωροπωλεία κ.ά.

Το 1920 σε ηλικία 15 ετών έφυγε από τη Σύρο, αφού έριξε άθελά του ένα βράχο πάνω στη σκεπή ενός σπιτιού και πήγε στον Πειραιά, όπου αργότερα τον ακολούθησε και η οικογένειά του. Εκεί ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα, όπως λιμενεργάτης (φορτοεκφορτωτής, εργάτης γαιανθράκων στα λεγόμενα «καρβουνιάρικα») και περίπου από το 1925 μέχρι το 1935 ως εκδορέας στα δημοτικά σφαγεία Πειραιά και Αθηνών.

Στα 21 του έκανε τον πρώτο του γάμο. Παντρεύτηκε την Ελένη Μαυροειδή, τη «Ζιγκοάλα» όπως την αποκαλούσε.

Εκείνη την εποχή, σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του άκουσε κατά τύχη το Νίκο Αϊβαλιώτη να παίζει μπουζούκι, γεγονός που τον συνεπήρε και άλλαξε τη ζωή του και άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι και να γράφει τα πρώτα του τραγούδια.



Επιτυχίες

Το 1933, έπειτα από την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, ο Μάρκος φωνογράφησε το πρώτο εμπορικά επιτυχημένο τραγούδι με μπουζούκι στην Ελλάδα, το «Καραντουζένι» (ή «Έπρεπε να 'ρχόσουνα ρε μάγκα μου») ερμηνεύοντάς το ο ίδιος, παρόλες τις επιφυλάξεις που είχε για την ποιότητα της φωνής του. Η επιτυχία αυτής της ηχογράφισης σημάδεψε την ιστορία της Ελληνικής Δισκογραφίας, αφού από τότε ξεκίνησαν πολλοί μεγάλοι συνθέτες του ρεμπέτικου όπως ο Κώστας Σκαρβέλης, ο Σπύρος Περιστέρης και ο Παναγιώτης Τούντας να κάνουν ηχογραφήσεις συνοδεία λαϊκης ορχήστρας με μπουζούκια.

Το καλοκαίρι του 1934 συμμετείχε μαζί με τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά στο πρωτοποριακό για την εποχή μουσικό σχήμα «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Καθιέρωσε για πρώτη φορά την ορχήστρα με μπουζούκια και μπαγλαμάδες, η οποία παραμέρισε την προηγούμενη επιτυχημένη λαϊκή ορχήστρα των σαντουροβιολιών που εμφανιζόταν στο μαγαζί του Σαραντόπουλου στον Πειραιά.

Η περίοδος λίγο πριν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ίσως η παραγωγικότερή του. Μεταξύ άλλων, το 1935 έγραψε και φωνογράφησε τη «Φραγκοσυριανή» (το γνωστότερο ίσως τραγούδι του), το οποίο όμως έγινε πολύ μεγάλη επιτυχία 25 χρόνια αργότερα με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ο ίδιος αφηγείται για τη δημιουργία του τραγουδιού:

«Όλος ο κόσμος της Σύρου μ' αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ' ότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ' ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν... Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:

Μία φούντωση, μια φλόγα
έχω μέσα στην καρδιά
Λες και μάγια μου 'χεις κάνει
Φραγκοσυριανή γλυκιά...

Ούτε και ξέρω πώς την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ' αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή.»

Η Τετράς του Πειραιά στα μέσα του '30. Ο Μάρκος είναι όρθιος αριστερά.

Γάμοι και επιρροή τους στην καριέρα του

Ο Μάρκος Βαμβακάρης αποδείχτηκε ατυχέστατος στο γάμο του με τη Ζιγκοάλα, με το διαζύγιο να μην αργεί να εκδοθεί. Όμως και μετά το διαζύγιο, η Ζιγκοάλα εξακολουθούσε να έχει οικονομικές απαιτήσεις. Για να αποφύγει την περίπτωση κατάσχεσης των πνευματικών του δικαιωμάτων λόγω της δικαστικής αντιπαράθεσης, χρησιμοποίησε ως ψευδώνυμο το όνομα του παππού του (Ρόκος), ενώ αρκετά τραγούδια του έχουν καταχωρηθεί σε ονόματα φίλων του, όπως του Σπύρου Περιστέρη, του Γ. Φωτίδα, της Αθ. Παγκαλάκη, του Μίνωα Μάτσα και άλλων. Με αυτό τον τρόπο κατάφερε να μειώσει στο ελάχιστο το προσωπικό τεκμαρτό (κι όχι πραγματικό) εισόδημά του και η πρώτη σύζυγός του να μην του πάρει τίποτα (για αυτήν την ιστορία ο Μάρκος έγραψε αυτοβιογραφικά τραγούδια όπως «Το διαζύγιο», «Κάποτε ήμουνα κι εγώ» κ.ά.).

Περίοδος Μεταξά

Το 1937 συμβιβάζεται με τη λογοκρισία του καθεστώτος Μεταξά και προσαρμόζει τους στίχους του αφαιρώντας το βαρύ χασικλίδικο ύφος, κάτι που έπειτα από χρόνια αναγνωρίζει ο ίδιος πως ήταν μια δημιουργική μεταστροφή. Ήταν τόσο δημοφιλής που στη μια από τις τρεις φορές που επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη και έδωσε συναυλία συγκεντρώθηκε για να τον ακούσει 50 000 κόσμος στην πλατεία του Λευκού Πύργου. Στο τραγούδι «Το 1912» υμνεί τη Θεσσαλονίκη, ενώ παραδόξως ως τότε δεν είχε κάνει ούτε μια αναφορά σε κάποιο τραγούδι του για τον Πειραιά, την πόλη όπου ζούσε και δημιουργούσε. Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου ερμηνεύει δικά του τραγούδια, αλλά και του Σπύρου Περιστέρη, με στίχους προσαρμοσμένους στο ελληνοϊταλικό έπος («Γειά σας φανταράκια μας», «Το όνειρο του Μπενίτο» κ.ά.).

Κατοχή

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πέθαναν αρκετές προσωπικότητες της ελληνικής λαϊκής και ρεμπέτικης μουσικής (Παναγιώτης Τούντας, Κώστας Σκαρβέλης, Γιοβάν Τσαούς, Βαγγέλης Παπάζογλου, ο στενός συνεργάτης του Ανέστης Δελιάς κ.ά.). Ο Μάρκος Βαμβακάρης, αφού κατάφερε να επιβιώσει, παντρεύτηκε το 1942 για δεύτερη φορά την Ευαγγελία με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά (δύο εκ των οποίων πέθαναν και από τ' άλλα τρία, τον Βασίλη, τον Στέλιο και τον Δομένικο, οι δύο τελευταίοι έγιναν γνωστοί μουσικοί).



Μετά τον πόλεμο, η «δεύτερη καριέρα»

Ο θάνατος των ανωτέρω μουσικών δεν έμελλε να αφήσει ανεπηρέαστη την πορεία του Μάρκου Βαμβακάρη. Έτσι, μετά την απελευθέρωση και κατά την περίοδο 1948-1959, περνάει δύσκολες ώρες, καθώς η ελληνική μουσική βιομηχανία, τα ηνία της οποίας περνούν σε χέρια ανθρώπων που ο Μάρκος Βαμβακάρης είχε βοηθήσει να αναδειχτούν, φέρεται αχάριστα στον πρωτοπόρο του μπουζουκιού που θεωρείται πια «ξεπερασμένος». Γίνεται προσπάθεια να αλλάξει ο χαρακτήρας της Ελληνικής Λαϊκής Μουσικής εισάγοντας ρυθμούς από την Ινδία. Οι δισκογραφικές εταιρίες παύουν να τον καλούν για ηχογραφήσεις και τα μεγάλα νυχτερινά κέντρα τού αρνούνται τη συνεργασία. Περνά σοβαρές περιπέτειες με την υγεία (παραμορφωτική αρθρίτιδα στα δάχτυλα) και την οικονομική του κατάσταση, ενώ αφορίζεται από την Καθολική Εκκλησία γιατί παντρεύτηκε την δεύτερη φορά με ορθόδοξο γάμο (ο αφορισμός αυτός ωστόσο ήρθη το 1966).

Ο Μάρκος Βαμβακάρης καταφέρνει να επιβιώσει αλλά και να αποκαταστήσει το πρόβλημα υγείας του πηγαίνοντας στα ιαματικά λουτρά της Ικαρίας. Το 1954 επισκέφτηκε τη Σύρο όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό και παρέμεινε για έναν χρόνο.

Αυτά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '50, όταν μετά από πρωτοβουλία του Τσιτσάνη, η δισκογραφική εταιρία Columbia αποφασίζει να κυκλοφορήσει παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι, η Άντζελα Γκρέκα κ.ά. Το 1960 αρχίζει η «δεύτερη καριέρα» του, όπως χαρακτηρίζεται από τον ίδιο.

Το τέλος

Ο Μάρκος Βαμβακάρης απεβίωσε στις 8 Φεβρουαρίου του 1972 σε ηλικία 66 ετών, στο διαμέρισμα όπου κατοικούσε στη Νίκαια, συνεπεία νεφρικής ανεπάρκειας που του δημιούργησε ο σακχαρώδης διαβήτης. Την επόμενη μέρα του θανάτου του, κηδεύτηκε στο Γ' Νεκροταφείο Αθηνών στη Νίκαια, όπου ενταφιάστηκε κανονικά παρουσία καθολικών ιερέων, παρόλο που η Καθολική Εκκλησία τον είχε αφορίσει το 1966, λόγω του δευτέρου γάμου του. Όπως δήλωσε σε γνωστή τηλεοπτική εκπομπή ο γιος του Μάρκου Δομένικος, για την κηδεία του πατέρα του η οικογένειά του αναγκάστηκε να καταφύγει σε δάνειο προκειμένου να καλύψει τα έξοδά της.


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΡΘΕΝΗΣ ( 10 Μαΐου 1878 – 25 Ιουλίου 1967)

 

Το λιμάνι της Καλαμάτας


Ο Κωνσταντίνος Παρθένης (Αλεξάνδρεια Αιγύπτου10 Μαΐου 1878 – Αθήνα25 Ιουλίου 1967) ήταν διακεκριμένος Έλληνας ζωγράφος, που με το έργο του έφερε σημαντική αλλαγή στα εικαστικά δρώμενα της Ελλάδας στις αρχές του 20ού αιώνα.
Ο Παρθένης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από πατέρα Έλληνα και μητέραΙταλίδα. Από το 1895 έως το 1903, σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης κοντά στον γερμανό ζωγράφο Καρλ Ντίφενμπαχ (γερμ., Karl Wilhelm Diefenbach) και παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα μουσικής στο Ωδείο της πόλης. Στην Βιέννη πραγματοποίησε την πρώτη έκθεση έργων του το 1899 (στο Boehms Künstlerhaus), ενώ τον αμέσως επόμενο χρόνο (1900) εξέθεσε έργα του και στην Αθήνα
Το 1903 επέστρεψε στην Ελλάδα για να ασχοληθεί αρχικά με την αγιογραφία. Έως το1907, έζησε στον Πόρο, όπου φιλοτέχνησε τις τοιχογραφίες του ναού του Αγίου Γεωργίου. Το 1908 φιλοτέχνησε τις αγιογραφίες του ναού του Αγίου Γεωργίου στοΚάιρο.
Από το 1909 έως το 1914, έζησε στο Παρίσι, όπου μυήθηκε στον μεταϊμπρεσιονισμό για να διαμορφώσει τελικά το δικό του προσωπικό ύφος. Στο Παρίσι, συμμετείχε σε εκθέσεις ζωγραφικής πετυχαίνοντας σημαντικές διακρίσεις (βραβείο για τον πίνακα Η πλαγιά, 1910· πρώτο βραβείο σε έκθεση θρησκευτικής τέχνης για τον πίνακα Ο Ευαγγελισμός, 1911).
Προσωπογραφία Ιουλίας Παρθένη, 1911 - 1914

Το 1915 εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα και το 1917 μετώκησε οριστικά στην Αθήνα. Το 1917, μαζί με τον Νικόλαο Λύτρα, τον Κ. Μαλέα, τον Θεόφρ. Τριανταφυλλίδη και άλλους ζωγράφους, ίδρυσε την Ομάδα «Τέχνη», με στόχο την ανατροπή του συντηρητικού ακαδημαϊσμού που τότε εξακολουθούσε να επικρατεί στην αθηναϊκή καλλιτεχνική ζωή.
Το 1918, του ανατέθηκε η αγιογράφηση του ναού του Αγίου Αλεξάνδρου στο Παλαιό Φάληρο. Την ίδια χρονιά πραγματοποιήθηκε η πρώτη μεγάλη έκθεσή του στο Ζάππειο με περισσότερους από 240 πίνακες. Η φήμη του είχε ήδη αρχίσει να μεγαλώνει και έτσι οι διακρίσεις άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Το 1920 βραβεύθηκε με το Εθνικό Αριστείο Τεχνών για την έκθεση που είχε κάνει στο Ζάππειο δύο χρόνια νωρίτερα, ενώ το 1937 τιμήθηκε με το χρυσό βραβείο της Διεθνούς Έκθεσης του Παρισιού (γαλλ., Exposition internationale des arts et techniques dans la vie moderne) για το έργο του Ο Ηρακλής μάχεται με τις Αμαζόνες. Το 1938, στην Μπιενάλε της Βενετίας, η κυβέρνηση της Ιταλίας αγόρασε έναν πίνακα του ζωγράφου με θέμα τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.
 Γυναίκα με χρυσόψαρα

Η Ομάδα «Τέχνη» συνδέονταν με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, επειδή επρόκειτο για κίνημα εκσυγχρονιστικό. Έτσι, με παρέμβαση τουΒενιζέλου, το 1930 ο Παρθένης διορίσθηκε καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Παρότι κοντά του σπούδασαν σπουδαίοι μετέπειτα έλληνες ζωγράφοι (Γ. ΤσαρούχηςΝ. ΕγγονόπουλοςΔ. ΔιαμαντόπουλοςΡέα Λεονταρίτου, κ.ά.), εντούτοις τελικά το 1946, παραιτήθηκε την καθηγητική έδρα μην μπορώντας να ανεχθεί τον συντηρητισμό της Σχολής.
Αποθέωση του Αθανασίου Διάκου
Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Κωνσταντίνος Παρθένης μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.
Προς το τέλος της ζωής του, ο Παρθένης έπαθε παράλυση και σταμάτησε κάθε δραστηριότητα. Πέθανε το 1967, ενώ η κόρη του, Σοφία, και ο γιος του, Νίκος, είχαν ήδη μπλεχτεί σε δικαστική διαμάχη για την κηδεμονία του παράλυτου πατέρα τους
Αποθέωση του Αθανασίου Διάκου Μέσα στο χαρακτηριστικό ελληνικό του γαλάζιο, ο Παρθένης τοποθετεί ανάμεσα σε αγγέλους τον Αθανάσιο Διάκο να συναντιέται με τον Σπαρτιάτη Λεωνίδα. Η αποθέωση του ήρωα μετά θάνατον.
                                         Το έργο του
Ο Παρθένης αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση στην σύγχρονη ελληνική ζωγραφική. Αρχικά, οι σπουδές του στην Βιέννη και η μουσική του παιδεία, τον έφεραν κοντά στον γερμανικό συμβολισμό και στον πρώιμο γερμανικό εξπρεσιονισμό.
Αργότερα, η επαφή του με τον μεταϊμπρεσιονισμό στο Παρίσι και η βαθιά γνώση της βυζαντινής αγιογραφίας τον ώθησαν προς την διαμόρφωση ενός τελείως προσωπικού ύφους, όπου μέσα σε λαμπερά και εξαϋλωμένα χρώματα παρουσιάζεται μια εξιδανικευμένηΕλλάδα. Η «ελληνικότητα» των έργων του, και η επίδραση του έργου στις κατοπινές γενεές ελλήνων ζωγράφων τον κατατάσσει στους προδρόμους και διαμορφωτές της «Γενιάς του '30».
Αποκαθήλωση
Έργα του Παρθένη βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων και σε πολλές άλλες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.Τα τελευταία χρόνια, το ενδιαφέρον του κοινού για έργα του ζωγράφου έχει αναζωπυρωθεί και πίνακές του πωλήθηκαν σε πολύ υψηλές τιμές σε διεθνείς δημοπρασίες.
Ανάσταση
ΠΗΓΕΣ  ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Ο Ηρακλής και οι Αμαζόνες
Η όρθια μορφή του Ηρακλή με το ρόπαλο και οι πεσμένες αμαζόνες σχηματίζουν στη βάση της σύνθεσης ένα τρίγωνο. Οι μορφές μάς παραπέμπουν στην αττική αγγειογραφία. Στην απεικόνιση που είναι επίπεδη, δηλαδή δεν δίνει την αίσθηση του βάθους στον θεατή, το ίδιο γεωμετρικό σχήμα επαναλαμβάνεται σε μεγέθυνση από τα μοτίβα των δέντρων.
 Ο κήπος των ελαιών
Μεγάλο γυμνό


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








ΚΩΣΤΑΣ ΓΟΝΤΙΚΑΚΗΣ - ΗΤΑΝ Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ

 


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ


Με μια υπέροχη διασκευή του ''Ήταν ο Τόπος μου" (1944) επιστρέφει ο γνωστός τραγουδοποιός από την Κρήτη, Κώστας Γοντικάκης!
Ο Κρητικός λύραρης, ανέβασε στο διαδίκτυο, ένα βίντεο που συγκινεί και εντυπωσιάζει, δίνοντας μία νέα πνοή με τη μεταξένια μουσικότητα της αρχέγονης λύρας, στο εκπληκτικό ποίημα του Κ.Χ Μύρη(Κώστας Γεωργουσόπουλος) που είχε το 1969 ζωντανέψει ο μεγάλος Νίκος Ξυλούρης, σε μουσική και σύνθεση Γιάννη Μαρκόπουλου.
Τη διασκευή ο Κώστας Γοντικάκης, συνοδεύει με ένα εξαιρετικό βίντεο με πλάνα που προκαλούν μόνο δέος και υπερηφάνια από εμβληματικά μνημεία και αξιοθέατα της Ελλάδας άρρηκτα συνδεδεμένα με τις χρυσές σελίδες του Ελληνικού Πολιτισμού. Αρχαία Κόρινθος, Δελφοί, Μυκήνες και η γενέτειρα του Καλλιτέχνη, Κνωσός δεσπόζουν σε απόλυτη αρμονία με τους στίχους που αποτυπώνουν μια άλλη Ελλάδα που αντιστεκόταν "τραγουδώντας Όμηρο" στη βαρβαρότητα και στον όλεθρο που προκαλούσαν όσοι "πούλησαν και ρήμαξαν σαν δανεισμένη πραμάτεια''... αυτό τον τόπο με βράχο, χώματα, ήλιο και μαύρο κρασί"!
Ο Κώστας Γοντικάκης έχει συνηθίσει, το κοινό που τον αγαπά και τον ακολουθεί, σε έργα και συνθέσεις που προβάλλουν την Ελλάδα και την ιστορία μας, όπως "Η Μακεδονία κλαίει"," Ηρώων Προσκλητήριο"," Alexander the Great" και αναμφίβολα καλοτάξιδη θα είναι και η θαυμάσια διασκευή "Ήταν ο Τόπος μου" με την ευχή να επιστρέψει στη ζωή μας και "το χαμόγελο σαν όνειρο καθημερινό" όπως μας τραγουδάει με τη λύρα του.
Το κείμενο απαγγελίας έγραψε η Ελένη Σταθοπούλου και την πραγματοποίησε ο ηθοποιός Γιάννης Δημητράκης.








,

Carpe " Ανθρωποθυσίες..."

Πίνακας - Ρενέ Μαγκρίτ


Στο φεγγάρι ξενυχτούν τα αδιέξοδα.

Αναταράξεις έντονες

στα μέρη που αφήσαμε τις μέρες μας.

Στο φως των κατοίκων της πόλης

συνεχίζει να καρποφορεί το χάος.

Οι προσδοκίες αναδιπλώνονται,

τα παραπτώματα βολεύονται

στο σκοτάδι της ρηχότητας.

Η ηρεμία των φυτών κατέκλεισε

το καταφύγιο των ψυχών.

Ανυπόφορα ψέματα

αποπλανούν τη ζωή.

Ο κόσμος μεταμορφώνεται

σμικραίνει.

Ο αντίλαλος της σύγχυσης

μια βροχή παρακμής

στην εποχή των ανθρωποθυσιών .

Carpe.