Ο Φρεντ Ασταίρ (αγγλικά: Fred Astaire, 10 Μαΐου 1899 – 22 Ιουνίου 1987), γεννημένος ως Φρέντερικ Αούστερλιτς στην Ομάχα της Νεμπράσκα,ήταν ένας βραβευμένος με Όσκαρ Αμερικανός χορευτής, χορογράφος, τραγουδιστής και ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου. Η καριέρα του στο θέατρο και στον κινηματογράφο διήρκεσε για εβδομήντα έξι ολόκληρα χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων πραγματοποίησε τριάντα μία μουσικές ταινίες. Ιδιαίτερα ονομαστή ήταν η καλλιτεχνική του συνεργασία με την Τζίντζερ Ρότζερς, με την οποία συμπρωταγωνίστησε σε δέκα ταινίες.
Οι Τζωρτζ Μπαλανσίν και Ρούντολφ Νουρέγιεφ τον κατονόμασαν ως τον μεγαλύτερο χορευτή του εικοστού αιώνα και έχει γενικότερα αναγνωριστεί ως ο χορευτής με τη μεγαλύτερη επιρροή στην ιστορία των κινηματογραφικών και τηλεοπτικών μιούζικαλ. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου τον έχει κατατάξει ως τον 5ο Μεγαλύτερο Άρρενα Αστέρα Όλων Των Εποχών.
1899: Πρώτα χρόνια και καριέρα στο vaudeville
Ο πατέρας του καλλιτέχνη, ο Φρέντερικ "Φριτς" Αούστερλιτς, ήταν Αυστριακός μετανάστης, ζυθοποιός στο επάγγελμα και Καθολικός. Η μητέρα του, η Τζοάννα "Ανν" Τζίλους, γεννήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες από Λουθηρανούς Γερμανούς γονείς. Ο ίδιος ο Ασταίρ έγινε μέλος της Επισκοπικής Εκκλησίας των ΗΠΑ το 1912.
Μετά την άφιξή του στην πόλη της Νέας Υόρκης, ο Φρέντερικ ταξίδεψε στην Ομάχα, ελπίζοντας να βρει δουλεία ως ζυθοποιός και τελικά βρήκε θέση στην Storz Brewing Company. Λίγο αργότερα, γνώρισε και νυμφεύθηκε την Ανν. Η πρωτότοκη κόρη τους ονομάστηκε Αντέλ και σύντομα αποκαλύφθηκε πως ήταν χορεύτρια σαν από ένστικτο, καθώς και καλή στο τραγούδι. Από νωρίς η Ανν ονειρευόταν να ξεφύγει από την Ομάχα δια μέσου του ταλέντου των παιδιών της. Οραματιζόταν ένα νούμερο αδερφού και αδερφής, που ήταν σύνηθες στη vaudeville εκείνη την εποχή. Παρόλο που αρνήθηκε να κάνει μαθήματα χορού στην αρχή, ο Φρεντ Τζούνιορ μιμήθηκε με ευκολία τα βήματα της αδερφής του. Σύντομα ξεκίνησε να ασχολείται με το πιάνο, το ακορντεόν και το κλαρινέτο.
Όταν ξαφνικά ο πατέρας τους έχασε τη δουλειά του, η οικογένεια μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να αρχίσει η καριέρα των δύο παιδιών στη show business. Η Αντέλ και ο Φρεντ Τζούνιορ είχαν έναν πειραχτικό ανταγωνισμό μεταξύ τους μα ευτυχώς γρήγορα ανακάλυψαν τις ατομικές τους δυνατότητες, το αγόρι την αντοχή και το κορίτσι το γενικότερο ταλέντο. Ασταίρ ήταν το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο που υιοθέτησαν τα δύο παιδιά το 1905, όταν εκπαιδεύονταν στο χορό, την πρόζα και το τραγούδι, προετοιμάζοντας το νούμερο που θα παρουσίαζαν. Οι οικογενειακές αφηγήσεις το αποδίδουν σε ένα θείο με το προσωνύμιο "L'Astaire". Τελικά το πρώτο τους νούμερο πήρε σχήμα και μορφή και ονομάστηκε Juvenile Artists Presenting an Electric Musical Toe-Dancing Novelty. Σε αυτό, ο Φρεντ φορούσε καπέλο (top hat) και φράκο στο πρώτο μέρος, ενώ στο δεύτερο μια στολή αστακού. Το αστείο νούμερο έκανε ντεμπούτο στο Κίπορτ του Νιού Τζέρσεϋ σε ένα θέατρο για πρωτοεμφανιζόμενους, με την τοπική εφημερίδα να γράφει, "οι Ασταίρ είναι το καλύτερο παιδικό νούμερο στη vaudeville."
|
Ο Φρεντ Ασταίρ, φωτογραφία από την ταινία "Second Chorus" (1940). |
Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα, σαν αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων του πατέρα τους, ο Φρεντ και η Αντέλ έκλεισαν μεγάλο συμβόλαιο και έπαιξαν σε διάφορες Πολιτείες, ανάμεσα στις οποίες ήταν και Ομάχα. Σύντομα η Αντέλ βρέθηκε να είναι τρεις ίντσες ψηλότερη από τον αδερφό της και το ζευγάρι άρχισε να μοιάζει αταίριαστο. Η οικογένεια αποφάσισε να κάνει ένα διάλειμμα δύο ετών από τις παραστάσεις, επίσης για να αποφύγει προβλήματα εξαιτίας της νομοθεσίας της εποχής για την παιδική εργασία. Η καριέρα τους συνεχίστηκε με διάφορες διακυμάνσεις, αν και το ταλέντο τους αναπτύχθηκε και ραφιναρίστηκε, καθώς άρχισαν να ενσωματώνουν χορό με κλακέτες στα νούμερά τους. Από την Αουρέλια Κότσια έμαθαν τανγκό, βαλς και άλλους χορούς που έγιναν αγαπητοί στον απλό λαό από τον Βέρνον και την Ιρέν Κάσλ.
Ορισμένες πηγές αναφέρουν πως τα δύο αδέρφια εμφανίστηκαν σε μια ταινία του 1915 με τίτλο Fanchon, the Cricket , με πρωταγωνίστρια τη Μαίρη Πίκφορντ, αλλά οι Ασταίρ το αρνήθηκαν με επιμονή.
Ενώ έψαχνε για νέες καλλιτεχνικές ιδέες, ο Φρεντ Ασταίρ συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Τζορτζ Γκέρσουιν, έναν πλασιέ τραγουδιών της Jerome H. Remick's, το 1916.Η τυχαία τους συνάντηση έλαχε να έχει βαθιές επιπτώσεις στις μετέπειτα καριέρες και των δυο καλλιτεχνών. Ο Ασταίρ βρισκόταν συνεχώς σε αναζήτηση νέων βημάτων και ξεκίνησε να παρουσιάζει την ακόρεστη επιθυμία του για καινοτομία και τελειότητα. Τελικά, τα δύο αδέρφια εμφανίστηκαν στο Μπρόντγουεϊ με το Over the Top (1917), ένα πατριωτικό νούμερο.
1917 – 1933: Καριέρα στο Θέατρο – Μπρόντγουεϊ και Λονδίνο
|
Ο Φρεντ Ασταίρ χορεύει με την αδερφή του Αντέλ, 1921. |
Τα δύο αδέρφια συνέχισαν παρουσιάζοντας καινούρια νούμερα και για τη δουλειά τους στο The Passing Show το 1918, ο Χέιγουντ Μπρουν έγραψε: "Σε μια βραδιά όπου υπήρχε αφθονία καλού χορού, ο Φρεντ Ασταίρ ξεχώριζε... Αυτός και η παρτενέρ του, Αντέλ Ασταίρ, έκαναν το σόου να παύσει νωρίς το βράδυ, με έναν όμορφο χορό με χαλαρά άκρα." Ως τότε, η ικανότητα του Φρεντ στο χορό είχε αρχίσει να υπερέχει αυτής της αδερφής του, αν και ακόμη εκείνη έδινε τον τόνο στην παράστασή τους και η λάμψη και το χιούμορ της τραβούσαν την προσοχή, εν μέρει χάρις στην προσεχτική προετοιμασία του Φρεντ και την ισχυρή υποστήριξη της χορογραφίας.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, ο Φρεντ και η Αντέλ εμφανίζονταν στο Μπρόντγουεϊ και σε θεατρικές σκηνές του Λονδίνου, σε παραστάσεις όπως οι Lady Be Good (1924) και Funny Face (1927) των Τζορτζ και Άιρα Γκέρσουιν, και αργότερα στο The Band Wagon (1931), κερδίζοντας την αναγνώριση των κριτικών και του κοινού και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Μετά την ολοκλήρωση των παραστάσεων του Funny Face, οι Ασταίρ πήγαν στο Χόλιγουντ για ένα δοκιμαστικό (το οποίο δεν διασώζεται σήμερα) στα στούντιο της Paramount. Ωστόσο δεν θεωρήθηκαν κατάλληλοι για να συμμετάσχουν σε κινηματογραφικές ταινίες. Το καλλιτεχνικό ζευγάρι χώρισε το 1932, όταν η Αντέλ παντρεύτηκε τον πρώτο της σύζυγο, Λόρδο Τσαρλς Κάβεντις, γιο του Δούκα του Ντέβονσαϊρ. Ο Φρεντ Ασταίρ συνέχισε κατακτώντας την επιτυχία μοναχός του στο Μπρόντγουεϊ και στο Λονδίνο με την παράσταση Gay Divorce, ενώ άρχισε και να εξετάζει προτάσεις από το Χόλιγουντ. Το τέλος της συνεργασίας του με την Αντέλ υπήρξε τραυματικό για τον Ασταίρ, ωστόσο του έδωσε κίνητρο να επεκτείνει το ρεπερτόριό του. Ελεύθερος από τους περιορισμούς αδερφού – αδερφής, και με μια νέα συνεργάτιδα, την Κλαιρ Λους, δημιούργησε ένα ρομαντικό χορευτικό για δύο για το Night and Day του Κόουλ Πόρτερ, το οποίο και είχε γραφτεί για το Gay Divorce. Το νούμερο πιστώθηκε με την επιτυχία του θεατρικού και, όταν φτιάχτηκε εκ νέου στη μεταφορά του θεατρικού στον κινηματογράφο (The Gay Divorcee, 1934), σηματοδότησε μια νέα εποχή στον κινηματογραφημένο χορό. Πρόσφατα, υλικό που γυρίστηκε από τον Φρεντ Στόουν, με τον Ασταίρ να δίνει παράσταση στα πλαίσια του Gay Divorce στη Νέα Υόρκη, με τη διάδοχο της Λους, τη Ντόροθυ Στόουν, το 1933, βγήκε και πάλι στο φως από την χορεύτρια και ιστορικό Μπέτσυ Μπέιτος, και σήμερα αποτελεί το αρχαιότερο κινηματογραφημένο υλικό με ερμηνεία του Ασταίρ που διαθέτουμε.
1933 – 1939: Ο Φρεντ και η Τζίντζερ στο RKO
Σύμφωνα με έναν μύθο του Χόλιγουντ, σε μια αναφορά που συνόδεψε ένα δοκιμαστικό που έκανε ο Ασταίρ για την κινηματογραφική εταιρία RKO, σήμερα χαμένη μαζί με το δοκιμαστικό, γράφτηκε: "Δεν μπορεί να τραγουδήσει. Δεν μπορεί να παίξει. Χάνει τα μαλλιά του. Μπορεί να χορέψει λιγουλάκι." Ο παραγωγός των ταινιών των Ασταίρ – Ρότζερς Πάντρο Σ. Μπέρμαν υποστήριξε ότι δεν είχε ακούσει ποτέ την ιστορία αυτή κατά τη δεκαετία του 1930 και πως προέκυψε αργότερα. Ο Ασταίρ, σε μια συνέντευξη το 1980 για την εκπομπή 20/20 της Μπάρμπαρα Γουόλτερς στο δίκτυο ABC, επέμεινε πως η αναφορά στην πραγματικότητα έγραφε: "Δεν μπορεί να παίξει. Λίγο καραφλός. Επίσης χορεύει." Σε κάθε περίπτωση, το δοκιμαστικό ήταν προφανώς απογοητευτικό, και ο Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ, που ήταν αυτός που έφερε τον Ασταίρ στην εταιρία και παρήγγειλε το δοκιμαστικό, το περιέγραψε ως "ελεεινό" σε κάποιο υπόμνημα του 1933.Εν τούτοις, αυτό δεν επηρέασε τα πλάνα της εταιρίας για τον καλλιτέχνη, δανείζοντάς τον αρχικά για μερικές μέρες στην MGM το 1933 για το ντεμπούτο του στο Χόλιγουντ, όπου εμφανίστηκε ως ο εαυτός του, χορεύοντας με την Τζόαν Κρόφορντ στο επιτυχημένο μιούζικαλ Dancing Lady.
Αφού επέστρεψε στην RKO Pictures, το όνομά του αναγράφτηκε πέμπτο μαζί με τη Τζίντζερ Ρότζερς στο έργο του 1933 της Ντολόρες ντελ Ρίο με τίτλο Flying Down to Rio. Σε μια του κριτική, το περιοδικό Variety αποδίδει την επιτυχία του έργου στην παρουσία του Ασταίρ. Παρόλο που ο Ασταίρ ήταν αρχικά πολύ επιφυλακτικός στο να αποτελέσει και πάλι μέλος χορευτικού διδύμου, πείσθηκε από την προφανή έλξη που ασκούσε στο κοινό το ταίριασμα Ασταίρ – Ρότζερς. Αυτή η συνεργασία, και η χορογραφία των Ασταίρ και Ερμή Παν, βοήθησαν το χορό να αποτελέσει αναπόσπαστο κομμάτι των κινηματογραφικών μιούζικαλ του Χόλιγουντ. Οι Ασταίρ και Ρότζερς γύρισαν δέκα ταινίες μαζί, ανάμεσα στις οποίες τις The Gay Divorcee (1934), Roberta (1935), Top Hat (1935), Follow the Fleet (1936), Swing Time (1936), Shall We Dance (1937), και Carefree (1938). Έξι από τα εννιά μιούζικαλ που δημιούργησε αποτέλεσαν τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες της RKO, όλα έφεραν ένα κάποιο πρεστίζ και καλλιτεχνία που όλα τα στούντιο επιθυμούσαν την εποχή εκείνη. Η συνεργασία των Ασταίρ και Ρότζερς τους μετέτρεψε σε αστέρια πρώτου μεγέθους. Όπως είπε η Κάθριν Χέπμπορν: "Αυτός της δίνει κλάση και εκείνη του δίνει σεξ".
Ο Ασταίρ με ευκολία απέσπασε ένα ποσοστό του κέρδους που απέφεραν οι ταινίες του, κάτι εξαιρετικά σπάνιο στα συμβόλαια των ηθοποιών της εποχής, καθώς επίσης και πλήρη αυτονομία στο πώς θα παρουσιάζονταν οι χοροί του, επιτρέποντάς του να φέρει επανάσταση στον κινηματογραφικό χορό. Στον Ασταίρ αποδίδονται δύο σημαντικοί νεωτερισμοί στα πρώτα κινηματογραφικά μιούζικαλ. Αρχικά επέμεινε η (πρακτικά ακίνητη) κάμερα να τραβά ένα ολόκληρο χορευτικό σε ένα μοναδικό πλάνο, και αν ήταν δυνατόν, να έχει πλήρη ορατότητα των χορευτών συνεχώς. Ο Ασταίρ έχει κάνει τη διάσημη δήλωση: "Είτε η κάμερα θα χορεύει, είτε εγώ." Ο Ασταίρ έκανε να επικρατήσει αυτή την πολιτική από το The Gay Divorcee (1934) και μετά, μέχρι που την ανέτρεψε ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, όταν σκηνοθέτησε την ταινία Finian's Rainbow (1968), το πρώτο του μιούζικαλ. Με τον τρόπο αυτό οι χορευτικές σκηνές του Ασταίρ διαφοροποιήθηκαν από αυτές των μιούζικαλ του Μπάσμπυ Μπέρκλεϊ, τα οποία είναι γνωστά για χορευτικά νούμερα γεμάτα λήψεις από αέρος, γρήγορες αλλαγές και ζουμ σε συγκεκριμένα σημεία του σώματος, όπως τα χέρια ή τα πόδια. Δεύτερον, φρόντιζε ώστε όλα τα μουσικά νούμερα να εναρμονίζονται απόλυτα με την πλοκή του έργου. Αντί να χρησιμοποιεί το χορό καθαρά ως θέαμα όπως ο Μπέρκλεϋ, ο Ασταίρ τον χρησιμοποίησε σαν στοιχείο που δίνει ώθηση στην πλοκή. Συνήθως, μια ταινία του Ασταίρ θα περιελάμβανε μια σόλο ερμηνεία από τον ίδιο τον Ασταίρ – την οποία και ονόμαζε "sock solo" –, ένα κωμικό χορευτικό με την παρτενέρ του και ένα ρομαντικό χορευτικό.
Ο Μιούελερ συνοψίζει τις ικανότητες της Ρότζερς ως εξής: "Η Ρότζερς ξεχωρίζει από τις άλλες παρτενέρ του Ασταίρ όχι γιατί ήταν ανώτερή τους ως χορεύτρια αλλά επειδή, σαν μια ικανή ηθοποιός με ένστικτο, ήταν αρκετά επιφυλακτική ώστε να καταλάβει πως η υποκριτική δεν σταματούσε όταν άρχιζε ο χορός... ο λόγος που τόσο πολλές γυναίκες είχαν τη φαντασίωση να χορέψουν με τον Φρεντ Ασταίρ ήταν ότι η ίδια η Τζίντζερ Ρότζερς έδινε την εντύπωση πως, το να χορεύεις μαζί του, ήταν η πιο συναρπαστική εμπειρία που μπορεί κανείς να φανταστεί." Σύμφωνα με τον Ασταίρ, "Η Τζίντζερ δεν είχε ποτέ χορέψει με παρτενέρ στο παρελθόν. Προσποιόταν υπερβολικά. Δεν μπορούσε να χορέψει κλακέτες και δεν μπορούσε να κάνει εκείνο ή το άλλο... αλλά η Τζίντζερ είχε στιλ και ταλέντο και βελτιωνόταν καθώς περνούσε ο καιρός. Τα κατάφερε τόσο καλά ώστε μετά από λίγο οποιαδήποτε άλλη χόρευε μαζί μου φαινόταν να το κάνει λάθος."
Ωστόσο, ο Ασταίρ ακόμη επιθυμούσε να αποφύγει την ταύτιση της καριέρας του με μια συγκεκριμένη συνεργάτιδα, έχοντας το ήδη υποστεί μια φορά με την αδερφή του, την Αντέλ. Μέχρι που διαπραγματεύτηκε με την RKO να εμφανιστεί μόνος στην ταινία A Damsel in Distress το 1937, δίχως επιτυχία όπως αποδείχτηκε. Έκανε τελικά δύο ακόμη ταινίες με τη Ρότζερς, τις Carefree (1938) και The Story of Vernon and Irene Castle (1939). Όταν και οι δύο έχασαν χρήματα, ο Ασταίρ αποχώρησε από την RKO, ενώ η Ρότζερς παρέμεινε και τελικά έγινε το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο του στούντιο κατά τις αρχές της δεκαετίας του ’40. Οι δυο τους επανενώθηκαν το 1949 για μια τελευταία συνεργασία, με τίτλο The Barkleys of Broadway.
Ο Φρεντ Ασταίρ διευθύνει χορεύοντας την ορχήστρα Artie Shaw στα πλαίσια της ταινίας Second Chorus (1940).
1940-1947: Προς μια πρόωρη αποχώρηση
Το 1939, ο Ασταίρ αποχώρησε από την RKO για να ακολουθήσει νέες ευκαιρίες, με μεικτά αν και γενικότερα επιτυχή αποτελέσματα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Ασταίρ συνέχισε να δίνει προσοχή στην αξία των συνεργατών του στη χορογραφία και, αντίθετα με την επιλογή του της δεκαετίας του 1930 να συνεργαστεί αποκλειστικά με τον Ερμή Παν, επένδυσε στο ταλέντο καινούριων συνεργατών ώστε να συνεχίσει να είναι καινοτόμος. Η πρώτη του παρτενέρ μετά την Τζίντζερ ήταν η εξαιρετική Έλινορ Πάουελ, η οποία θεωρήθηκε η αρτιότερη χορεύτρια στις κλακέτες της γενιάς της, στην παραγωγή Broadway Melody of 1940 όπου και παρουσίασαν μια φημισμένη ρουτίνα μεγάλης διάρκειας για το Begin the Beguine του Κόουλ Πόρτερ. Εμφανίστηκε επίσης στο πλάι του Μπινγκ Κρόσμπυ στις ταινίες Holiday Inn (1942) και Blue Skies (1946), μα παρά την τεράστια εμπορική επιτυχία και των δύο, ο Ασταίρ φάνηκε δυσαρεστημένος με τους ρόλους όπου έχανε το κορίτσι από τον Κρόσμπυ. Το πρώτο φιλμ είναι ξακουστό για το χορευτικό του σόλο "Let's Say it with Firecrackers", ενώ το δεύτερο περιελάμβανε μια καινοτόμο ρουτίνα χορού και τραγουδιού που ταυτίστηκε μαζί του, το "Puttin on the Ritz". Άλλες παρτενέρ του αυτή την περίοδο περιλαμβάνουν την Πολέτ Γκοντάρ στο Second Chorus (1940), παραγωγή στην οποία διηύθυνε χορεύοντας την ορχήστρα Artie Shaw.
Γύρισε δύο ταινίες με την Ρίτα Χέιγουορθ, η οποία έγινε η αγαπημένη του παρτενέρ: η πρώτη, You'll Never Get Rich (1941) ανέδειξε την Χέιγουορθ σε αστέρι και παρείχε στον Ασταίρ την πρώτη του ευκαιρία να ενσωματώσει λατινοαμερικάνικα στοιχεία στο χορευτικό του στιλ, επωφελούμενος από την επαγγελματική κληρονομιά της Χέιγουρθ στους λάτιν χορούς. Το δεύτερο του φιλμ μαζί της, You Were Never Lovelier (1942), είχε εξίσου επιτυχία, και περιελάμβανε ένα ντουέτο του "I'm Old Fashioned" του Κερν, το οποίο και έγινε ο κορμός του αφιερώματος στον Ασταίρ που επιμελήθηκε το 1983 ο Ζερόμ Ρόμπινς με το New York City Ballet. Κατόπιν εμφανίστηκε μαζί με την δεκαεπτάχρονη Τζόαν Λέζλι στο πολεμικό δράμα The Sky's the Limit (1943) όπου και παρουσίασε το "One for My Baby" των Αρλήν και Μέρτσερ ενώ χορεύει σε ένα μπαρ μια σκοτεινή και προβληματισμένη χορογραφία. Η ταινία, της οποίας τις χορογραφίες ανέλαβε ο Ασταίρ μονάχος του και που πέτυχε μέτρια εισπρακτική επιτυχία, αποτέλεσε για τον Ασταίρ μία στροφή από την γοητευτική και χαρούμενη περσόνα που υποδυόταν συνήθως στην οθόνη και μπέρδεψε τους σύγχρονούς του κριτικούς.
Η επόμενη παρτενέρ του, η Λουσίλ Μπρέμερ, εμφανίστηκε σε δύο ταινίες, και οι δύο σκηνοθετημένες από τον Βιντσέντε Μινέλλι: το έργο φαντασίας Yolanda and the Thief που περιελάμβανε ένα avant-gardeσουρεαλιστικό μπαλέτο, και το μιούζικαλ Ziegfeld Follies (1946) το οποίο περιελάμβανε ένα αξιομνημόνευτο ντουέτο του Ασταίρ με τον Τζιν Κέλλι στο "The Babbit and the Bromide", ένα τραγούδι του Γκέρσουιν που ο Ασταίρ είχε παρουσιάσει με την Αντέλ πολύ παλαιότερα, το 1927. Αν και η δεύτερη ταινία ήταν πολύ επιτυχημένη, η πρώτη πάτωσε και ο Ασταίρ, πάντα ανασφαλής και πιστεύοντας πως η καριέρα του ξεκινούσε να ξεθωριάζει, αιφνιδίασε το κοινό του ανακοινώνοντας την απόσυρσή του κατά τη διάρκεια της παραγωγής του Blue Skies (1946), κατονομάζοντας το "Puttin on the Ritz" ως τον αποχαιρετιστήριο χορό του.
Μετά την ανακοίνωση της αποχώρησής του από τα καλλιτεχνικά δρώμενα το 1946, ο Ασταίρ συγκεντρώθηκε στις ιπποδρομίες και ίδρυσε τα Fred Astaire Dance Studios το 1947, τα οποία τελικά πούλησε το 1966.