HURRICANE ON SATURN - νέο single “Crumbs”

 

Hurricane On Saturn - Crumbs [Lyric Video]
(Δείτε το εδώ)



Οι Hurricane On Saturn είναι ένα νέο project που ξεκίνησε το 2019 από Ιταλούς μουσικούς που προέρχονται από διάφορα μουσικά είδη και ονομάζονται Dakm, Maydx, Antares, Rastaban και Marakk. Η πρόταση τους που δε μπορεί να ταξινομηθεί σε κάποιο είδος, βασίζεται σε μια μοναδική χρήση ηλεκτρονικών στοιχείων σε συνδυασμό με επιρροές rock, rap, post-hardcore και crossover.

Το πρώτο άλμπουμ "Killing Field" κυκλοφόρησε στις 13 Νοεμβρίου 2020 σε όλα τα ψηφιακά καταστήματα μαζί με το επίσημο βίντεο για το ομώνυμο κομμάτι στο κανάλι YouTube της μπάντας.

Προς το παρόν, ο Hurricane On Saturn δουλεύουν πάνω σε νέα singles που θα κυκλοφορήσουν μέσα στους επόμενους μήνες. Στις 13 Μαρτίου 2021 κυκλοφόρησαν το single “Outsider” και στις 3 Μαΐου το “Crumbs”.


Official links

















PENTESILEA ROAD – single “Memory Corners” από το άλμπουμ “Pentesilea Road”

 


PENTESILEA ROAD - Memory Corners (feat. Mark Zonder)
(Δείτε το εδώ)



Vito F. Mainolfi - Guitars & Bass
Ezio Di Ieso - Piano & Keys
Mark Zonder - Drums

Οι "Pentesilea Road" είναι ένα post-progressive rock συγκρότημα, που δημιουργήθηκε αρχικά ως προσωπικό project του Ιταλού κιθαρίστα Vito F. Mainolfi το 2014. Μέχρι το 2019, το συγκρότημα κυκλοφόρησε πολλά demos, κυρίως instrumental, μέσω του SoundCloud και του BandCamp.

Το πρώτο ολοκληρωμένο άλμπουμ "Pentesilea Road" κυκλοφόρησε στις 26 Φεβρουαρίου 2021. Το όνομα του συγκροτήματος αναφέρεται στην Pentesilea, την αλληγορική πόλη που περιγράφεται στο βιβλίο του Italo Calvino "Invisible Cities".

Το μουσικό στυλ είναι μια μίξη από κάποια είδη, συμπεριλαμβανομένων σαφών επιρροών από τις μονοπάτια του progressive, Post-Rock και Metal.

Το άλμπουμ που έχει κυκλοφορήσει είναι self-released, το συγκρότημα είναι ανεξάρτητο και χωρίς υπογραφή.

Κυκλοφορεί σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες και σε digipack στις παρακάτω διευθύνσεις



Οι Pentesilea Road είναι οι:

Vito F. Mainolfi – Guitars, Bass, Backing Vocals, Programming & whatever else

Ezio di Ieso – Pianoforte & Keyboards

Alfonso Mocerino – Drums

Lorenzo Nocerino – Vox

Special Guests:

Ray Alder – Vox on Shades of the Night, Noble Art

Mark Zonder – Drums on Memory Corners, Spectral Regrowth, Give Them Space

Michele Guaitoli – Vox on Stains

Paul Prins – First solo on Give Them Space

Μουσική, στίχοι, παραγωγή και artwork από τον Vito F.Mainolfi

Στο άλμπουμ συμπεριλαμβάνεται και το τραγούδι “Memory Corners”.


Official links


























ΙΩΑΝΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ "ΑΣΠΙΛΟΣ ΧΡΟΝΟΣ"



Κυκλάμινα και άγρια κρίνα κρατά το κορίτσι στο περβάζι της θάλασσας.

Λικνίζεται το φως στις στέγες του ωκεανού.

Σταυρολούλουδα στο ξωκλήσι της Παναγιάς

στην άκρη του βράχου με τα ασημωμένα γλαροπούλια,

γυροφέρνουν στις ακρογιαλιές οι χρυσαετοί.

Περιστέρια στα χέρια της Καρυάτιδας

που περπατά αγέρωχη στα κύματα.

Η δόξα τραγουδά στην κόψη της απεραντοσύνης.

Άσπιλα τα άδυτα του χρόνου.

Η αιωνιότητα εκτυφλωτική στις επάλξεις του ορίζοντα.

Άγιος, άγιος ο βαθύς ουρανός.

Διάφανη η μνήμη της γαλήνης.

Ελεήμονες οι χρόνοι οι αιώνιοι.

Ακούγονται τα βήματα του Θεού.

Γλυκιά μελωδία από τα σήμαντρα των ουράνιων μονών,

θυμιατίζουν τα θυμιατά του ήλιου.

Πάμφωτοι οι άγγελοι στ’ άσπρα άλογά τους

ευαγγελίζονται τη χαρά την αστείρευτη

του υπέρλαμπρου αιώνα.

Ιωάννα Αθανασιάδου


η φωτογραφία είναι από το https://www.pinterest/








ΘΑΝΟΣ ΖΟΡΜΠΑΣ ( ΝΑΣΙΕΡΗΣ ) "METRIST CURSE"

 


Σε μερικούς ανθρώπους σαν εμέ του πλέριου κάλλους με μέγιστη επιείκια προσφέρθηκε η ζωή, σαφώς δε με κατέταξε στους προσφιλείς μεγάλους μα μήτε με χαράμισε στου πλήθους τη βοή. Ακόμα λέω πως με δυό χαρίσματα προικίζει τον εκλεκτό της γιο μα και πολύν ασθενικό, το ένα είναι με χαρά τη λύπη να ορίζει και τ’ άλλο στη λύπην αυτή να βρει το ριζικό. Μέσ’ απ’ αυτό το πάντρεμα αν νοητό κουσούρι περπλέκει τη κατάσταση σε ρού και σε δεινά, κάποια κατάρα λεν συχνά αυτός έχει για γούρι και χέρι κακοσήμαδο τα νήματα κινά. Αίνου πνέμα μοναχικό ως γνέφει και με παίρνει σε δρόμια δύσβατα δρυμούς και διάσελα βουνά, είναι όταν ο ένας με τον άλλο στίχο δένει με νόημα λεπτευφυή στις έγννοιες κυβερνά. Το δάκρυ δύσκολα θα βγεί απο μέσα προς έξω σαν να προσμένει κάτιτις που ψαύω ή κουρταλώ, για δεν υπάρχει γρίκημα κακού να μην αντέξω λες το κακό παρέμεινε μέσα μου σαν καλό. Θεωρώ με δέος π’ έσμιξα το γήρας με το νέο δε κλαίω, δε λυπάμαι και δε ξέρω να γελώ, και ως προς τη παράνοια συχνάκις παραπαίω, με βήματ’ απ’ τη λογική σ’ ένα πριν τον τρελό. Η σκέψη η αιρετική το ήθος μας μεθάει και με αυτή μολεύεται κάθε ψυχή αγνή, καρδιά και νους τι κ’ αν το θες ποτέ μαζί δε πάει και μάθε ~μόνο με καρδιά ο νους αυτοκτονεί ! Η κατρακύλα σταματά στον άγιο τούτο θέρο: Να φυτευτεί στο λογισμό καθάριο ιδανικό. Νι Πως θα ξεπλύνω τη ντροπή; Μ’ ένα revolver zero που θα κεράσει λύτρωση και τέλος σερνικό. By Thanos Zorbas (Nasieris)


η φωτογραφία είναι από το διαδίκτυο



Φρίντριχ Σίλλερ ( 10 Νοεμβρίου 1759 - 9 Μαΐου 1805 )

 


Ωδή στη Χαρά


Κόρη εσύ των Ηλυσίων,
ω Χαρά, σπίθα πανέμορφη, Θεϊκή,
ένα πύρινο μεθύσι
στο δικό σου το ναό μας οδηγεί.
Η κακιά ό,τι σκόρπισε συνήθεια
να τα μάγια σου το δένουνε ξανά,
όλοι οι άνθρωποι, ω θεά, αδερφώνονται, όπου
η φτερούγα η απαλή σου τριγυρνά.

Όλα τα έθνη αγκαλιαστείτε! Σε όλον, όλο
στέλνω εγώ τον κόσμο τούτο το φιλί.
Έναν έχουμε πατέρα, αδέρφια, εκεί
απ' των άστρων πιο ψηλά το θόλο.

Όποιος ενός φίλου ο φίλος είναι,
όποιος πέτυχε τέτοια έξοχη ζαριά,
όποιος βρήκε μια καλή γυναίκα, ας σμίξει
τη φωνή του στα χαρούμενα βουητά.
Φτάνει μόνο μια ψυχή στον κόσμο τούτον
να μπορεί κανείς δικιά του να την πει.
Αλλ' αυτός που δεν το πέτυχε ποτέ του,
κλαίοντας έξω από τον κύκλο ας τραβηχτεί.
Τη συμπάθεια να τιμά και να λατρεύει
όποιος ζει σ' αυτή τη γη.
Προς τ' αστέρια αυτή οδηγεί
όπου του Άγνωστου είν' ο θρόνος κι αφεντεύει.

Όλα τα όντα από τα στήθια της μεγάλης
Φύσης τη χαρά ρουφούν,
και οι καλοί μα και κακοί τα ρόδινά της
ίχνη πάντα ακολουθούν.
τα φιλιά και τα σταφύλια αυτή μας δίνει,
ένα φίλο, κι ως το θάνατο πιστό.
Ηδονή και το σκουλήκι ακόμα νιώθει,
στέκει ορθό το Χερουβείμ μπρος στο Θεό.
Έθνη, εσείς χάμω θα πέσετε, εσείς μόνο;
Πες! Τον πλάστη τον μαντεύεις, κόσμε εσύ;
Θα τον βρεις πάνω απ' των άστρων τη σκηνή.
Πάνω απ' τ' άστρα το μεγάλο του έχει θρόνο.

Η φτερούγα η δυνατή στην αιώνια φύση
ονομάζεται χαρά.
Τους τροχούς μες στο τρανό ρολόϊ του κόσμου
η χαρά τους σπρώχνει πάντοτε μπροστά.
Απ' τα ουράνια, στης χαράς το κάλεσμα ήλιοι
ξεπετιούνται, κι απ' τα σπέρματα οι ανθοί.

Η χαρά μέσα στο χάος γυρίζει σφαίρες
που αστρονόμου δεν τις γνώρισε γυαλί.
Όπως οι ήλιοι αναγαλλιάζοντας πετάνε
στην ουράνια, την υπέρλαμπρη απλωσιά,
μπρος!, αδέλφια, με χαρούμενη καρδιά,
όμοιοι με ήρωες που γραμμή στη νίκη πάνε.

Απ' τον πέτρινο καθρέφτη της αλήθειας
στον ερευνητή χαμογελά.
Στην τραχιά της αρετής κορφή ανεβάζει
τον που σηκώνει ένα φορτίο και δεν βογκά.
οι σημαίες της κυματίζουνε στης πίστης
το βουνό το φωτερό.
σπάει το φέρετρο και μέσα απ' τις ραγάδες
λάμπει εκείνη στων αγγέλων το χορό.
Λαοί, θάρρος! η αντοχή να μη σας λείψει,
και για ανώτερο έναν κόσμο υπομονή!
Πάνω εκεί, περ' απ' των άστρων τη σκηνή,
ένας θεός στέκει τρανός, και θ' ανταμείψει.

Με τους θεούς πώς να τα βάλεις; Είν' ωραίο
να τους μοιάσεις. τούτο αρκεί.
Ας σιμώσουν οι φτωχοί κι οι πονεμένοι
να χαρούν με τους χαρούμενους κι αυτοί.
Όχι εκδίκηση και μίση. ας ξεχαστούνε.
στον θανάσιμον οχτρό συγγνώμη πια.
ας μην πιέζουνε τα μάτια του τα δάκρυα,
κι άλλο τύψη ας μην του τρώει πια την καρδιά.
Μας χρωστούν; Όλ' ας σκιστούνε τα τεφτέρια!
Συμφιλίωση γενική!
Όπως κρίναμε, αδελφοί,
έτσι κρίνει κι ο Θεός ψηλά απ' τ' αστέρια.

Η χαρά σπιθοβολάει μες στα ποτήρια.
μέσα στο αίμα το χρυσό του σταφυλιού
ηρωισμού ρουφούν ορμή οι απελπισμένοι,
κι οι κανίβαλοι γαλήνεμα του νου.
Το ποτήρι όταν το γύρο του θα κάνει,
απ' τις θέσεις σας αδέρφια μου, όλοι ορθοί!
Ως ψηλά τον ουρανό οι αφροί ας ραντίσουν
προς το πνεύμα του Αγαθού τούτη η σπονδή!
Που γι αυτόν χορός αγγέλων ύμνους ψάλλει
και των άστρων τον δοξάζουν οι χοροί.
Προς το πνεύμα του Αγαθού τούτη η σπονδή
περ' απ' τ' άστρα, μες στου απείρου την αγκάλη.

Αντοχή στα πικρά βάσανα, βοήθεια
όπου ένας αθώος θρηνεί,
σταθερότητα στον όρκο, την αλήθεια
και σ' οχτρούς μα και σε φίλους αντικρύ.
μπος σε θρόνους ρηγικούς αντρείκια στάση,
κι αν, αδέλφια μου, στοιχίσει ή αίμα ή βιός,
το βραβείο να πάει σ' αυτόν που δούλεψε άξια,
και στις γέννες της ψευτιάς ξολοθρεμός!
Πιο σφιχτά στον άγιο κύκλο αυτόν πιαστείτε,
όρκο δώστε στο σπιθάτο αυτό κρασί
πως θα μείνετε στο τάξιμο πιστοί.
Στον ουράνιο δικαστή μας ορκιστείτε.

Μετ. Θρασύβουλου Σταύρου



Το δαχτυλίδι του Πολυκράτη
Στο ξώστεγο στεκόταν του σπιτιού του
και τη Σάμο, που τύραννός της ήταν,
την κοίταε με καμάρι και χαρά.
«Όλα όσα βλέπεις, όλα εγώ τα ορίζω,
παραδέξου πως είμαι ευτυχισμένος».
Έτσι λέει στον Αιγύπτιο βασιλιά.

«Σ’ ευνόησαν οι θεοί· ναι, αυτό είν’ αλήθεια·
εκείνους που ίσοι πρώτα ήταν μ’ εσένα
το σκήπτρο σου τους πιέζει δυνατό.
Αλλά ένας ζει που εκδίκηση διψάει·
όσο αγρυπνά του οχτρού σου αυτού το μάτι,
καλότυχο πώς θέλεις να σε πω;»

Ακόμα ο λόγος έστεκε του ρήγα
και να, σταλμένος απ’ τη Μίλητο, ένας
μαντατοφόρος φτάνει βιαστικά.
«Αφέντη», λέει στον τύραννο, «έλα βάλε
δάφνης χλωρό στεφάνι στο κεφάλι
και της θυσίας η κνίσα ας πάει ψηλά.

Ο οχτρός σου πάει, τον βρήκε το κοντάρι·
ο Πολύδωρος, ο άξιος στρατηγός σου,
με στέλνει εδώ, το νέο να φέρω αυτό...»
Και βγάζει από μια μαύρη ευθύς λεκάνη
ένα κεφάλι, ματωμένο ακόμα,
πολύ γνωστό, που τρόμαξαν κι οι δυο.

Με φρίκη κάνει πίσω ο ξένος ρήγας,
με ανήσυχη ματιά, και λέει: «Ωστόσο
στην τύχη μη βασίζεσαι πολύ.
Με αβέβαιη τύχη ο στόλος σου αρμενίζει
στ’ άπιστο κύμα· τι εύκολα, στοχάσου,
τα πλοία τα σπάει μιας τρικυμίας οργή!»

Το λόγο δεν προφταίνει ν’ αποσώσει·
χαράς φωνές κι αλαλαγμοί τον κόβουν,
που απ’ το λιμάνι φτάνουν ως εδώ.
Βαριά με ξένα πλούτια φορτωμένος
των πλοίων ο πολυκάταρτος ο λόγγος
στης πατρίδας γυρίζει το γιαλό.

Τ’ ακούει ο ξένος ρήγας και σαστίζει.
«Σήμερα η τύχη σου είναι στα καλά της,
μα η τύχη παίζει, έχε το νου σου εσύ.
Οι Κρητικοί, πρωτοτεχνίτες στα όπλα,
πολέμου σκιάχτρα αντίκρυ σου έχουν στήσει
κι είναι κοντά σε τούτο το νησί».

Το ’πε δεν το ’πε, κι απ’ τα πλοία τα πλήθη
χυμούν, φωνή χιλιόστομη αλαλάζει:
«Νίκη! Δε μας φοβίζουνε οι οχτροί·
ο πόλεμος πια τέλειωσε και πάει,
τα κρητικά που αρμένιζαν καράβια
τα σκόρπισε η φουρτούνα εδώ κι εκεί!»

Τ’ ακούει κι ανατριχιάζει ο ξένος φίλος:
«Σε κρίνω — πώς αλλιώς; — ευτυχισμένον,
μα τρέμω αν θα μπορέσεις να σωθείς.
Οι θεοί φθονούν, κι αυτό ’ναι που φοβούμαι·
ανόθευτη χαρά απ’ αυτούς στον κόσμο
ποτέ θνητός δεν έλαβε κανείς.

Κι εμένα σε καλό μου βγήκαν όλα,
σ’ όλες τις πράξεις που έκαμα ως μονάρχης
οι θεοί μ’ ευνόησαν, μα έναν ακριβό,
που ο κληρονόμος μου ήταν, μου τον πήραν,
τον είδα, ωιμέ, νεκρό· στην ευτυχία
το φόρο μου τον πλέρωσα κι εγώ.

Από κακό να φυλαχτείς αν θέλεις,
να δέεσαι στους αόρατους, και πόνο
να σου δίνουν μαζί με τη χαρά.
Δεν ξέρω εγώ θνητό που να του δώσαν
τα δώρα τους οι ουράνιοι απλόχερα όλα
και να ’χει φτάσει σε καλά στερνά.

Οι θεοί αν αυτή τη χάρη δε σου κάνουν,
τη συμφορά προκάλεσέ την ο ίδιος·
άκου με που σα φίλος σου μιλώ·
κι απ’ τ’ αγαθά σου αυτό που το ’χεις πρώτο
και την καρδιά σου πιότερο σου ευφραίνει
πάρ’ το και ρίχ’ το ο ίδιος στο γιαλό».

Τρομάζει αυτός. «Απ’ όλους του νησιού μου
τους θησαυρούς το δαχτυλίδι τούτο
είναι ό,τι εγώ λογιάζω πιο ακριβό.
Στις Ερινύες το δίνω κι ας σχωρέσουν
οι θεές την ευτυχία μου».
Και πετάει στη θάλασσα τ’ ωραίο διαμαντικό.

Πρωί πρωί την άλλη μέρα κιόλας
ένας ψαράς στον τύραννο πηγαίνει
τον Πολυκράτη με όψη γελαστή:
«Δέξου από μένα. αφέντη, αυτό το δώρο·
είν’ ένα ψάρι που έπιασα· άλλο τέτοιο
ποτέ σε δίχτυ δεν έχει πιαστεί».

Κι ο μάγερας, σαν άνοιξε το ψάρι,
έρχεται βιαστικός και σαστισμένος
και φωνάζει με βλέμμα εκστατικό:
«Αφέντη, μέσ’ στο ψάρι, στην κοιλιά του,
βρήκα το δαχτυλίδι σου, δεν έχει
σύνορα το καλό σου ριζικό».

Ο ξένος ρήγας τότε ανατριχιάζει.
«Στο σπίτι σου άλλο δεν μπορώ να μείνω
και φίλος μου πια να ’σαι δεν μπορείς.
Οι αθάνατοι ποθούνε το χαμό σου.
Φεύγω να μη χαθώ κι εγώ μαζί σου».
Έτσι είπε και στο πλοίο του μπήκε ευθύς.
μτφρ. Θρασύβουλος Σταύρου
http://ebooks.edu.gr/


Ελπίδα

Μιλούνε κι ονειρεύονται οι άνθρωποι πολύ
Για ημέρες πιο καλές που μέλλουνε να ‘ρθουνε.
Προς τέρμα αίσιο, που ολόχρυσο ακτινοβολεί,
Να τρέχουνε τους βλέπεις να το κυνηγούνε.
Ο κόσμος θα γίνει παλιός και πάλι νέος θα γίνει
Μα ελπίδα πάντα ο άνθρωπος στο πιο καλό θα δίνει!
Η ελπίδα είναι αυτή που μέσα στην ζωή τον μπάζει,
Γύρω απ το αγόρι το εύθυμο αυτή φτεροκοπάει,
Η λάμψη της η μαγική το νέο δελεάζει,
Στο μνήμα με τον γέροντα μαζί αυτή δεν πάει.
Σαν μια ζωή όλο κόπους μες στον τάφο τερματίζει,
Θαμμένος τότε μένει αυτός· μα η ελπίδα συνεχίζει.
http://hallofpeople.com/


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Γκυστάβ Φλωμπέρ - Gustave Flaubert (12 Δεκεμβρίου 1821 – 8 Μαΐου 1880)

 

Ο Γκυστάβ Φλωμπέρ (Gustave Flaubert, 12 Δεκεμβρίου 1821 – 8 Μαΐου 1880) ήταν Γάλλος μυθιστοριογράφος, που με το έργο του εγκαινίασε μια νέα εποχή στη γαλλική πεζογραφία και ειδικότερα στο μυθιστόρημα. Είναι γνωστός ιδιαίτερα για το πρώτο του δημοσιευμένο μυθιστόρημα, τη Μαντάμ Μποβαρύ (1857), και για τη σχολαστική του αφοσίωση στην τέχνη και το στυλ του.

Η δημοσίευση της Μαντάμ Μποβαρύ προκάλεσε σκάνδαλο και υπήρξε αιτία ποινικής δίωξης του συγγραφέα και του εκδότη. Αναγνωρίστηκε όμως τελικά σαν μια αριστουργηματική και ακριβέστατη εξεικόνιση των ηθών και της ζωής. Περίφημο είναι και το "μυθιστόρημα μαθητείας" του Φλωμπέρ L’Éducation sentimentale (Η αισθηματική αγωγή), ένα από τα πιο καθοριστικά έργα του 19ου αιώνα.

Ο Γκυστάβ Φλωμπέρ γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 1821 στη Ρουέν της Νορμανδίας της Γαλλίας, το δεύτερο παιδί της Αν Ζυστίν Φλεριό (Anne Justine Caroline Fleuriot) και του γιατρού, διευθυντή του νοσοκομείου της Ρουέν , Ασίλ Φλωμπέρ (Achille-Cléophas Flaubert). Έλαβε την εγκύκλια εκπαίδευση του στο τότε Λύκειο των Ιησουιτών Πιέρ Κορνέιγ (Lycée Pierre Corneille). Το 1840 έφυγε από την ιδιαίτερη πατρίδα του για να σπουδάσει Νομικά στο Παρίσι. Η νομική όμως δεν του τραβούσε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον και λόγω και των κρίσεων επιληψίες που πρωτοεμφανίστηκαν τότε, το 1846 έφυγε από το Παρίσι χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Εγκαταστάθηκε στην κοντινή με τη Ρουέν πόλη, της Κρουασέ (Croisset) και έζησε εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του.
Στη διάρκεια της ζωής του ταξίδεψε αρκετά: το 1840 επισκέφτηκε τα Πυρηναία και την Κορσική, εξερεύνησε την επαρχία της Βρετάνης το 1846 και το 1849 με 1850 έκανε ένα μεγάλο ταξίδι στην Ανατολή με σταθμούς στην Κωνσταντινούπολη, την Ελλάδα, το Λίβανο (όπου και κόλλησε σύφιλη από μια τυχαία επαφή με πόρνη), και την Αίγυπτο. Πέθανε το 1880 σε ηλικία 58 ετών, από εγκεφαλική αιμορραγία και θάφτηκε στον οικογενειακό τάφο στη Ρουέν.

Έργα

Παρόλο που σύμφωνα με τους βιογράφους του ο Φλωμπέρ άρχισε να γράφει από την ηλικία των 8 χρονών, το πρώτο δημοσιευμένο έργο του είναι η νουβέλα του Νοέμβρης (Novembre) που εκδόθηκε το 1842.
Το 1849 είχε τελειώσει την πρώτη γραφή του σημαντικού μυθιστορήματός του Ο πειρασμός του Αγίου Αντωνίου (La Tentation de Saint Antoine) το οποίο όμως άφησε στην άκρη λόγω των κακών κριτικών που πήρε από τους φίλους του. Σε βιβλίο εκδόθηκε το 1857.
Το 1850 επιστρέφοντας από την Αίγυπτο, άρχισε τη συγγραφή της διάσημης πια, Μαντάμ Μποβαρύ (Madame Bovary) την οποία τελείωσε το 1856. Το μυθιστόρημα πρωτο- δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα "La Revue de Paris" προκαλώντας κραυγές διαμαρτυρίας για το ανήθικο, όπως το χαρακτήρισαν οι γαλλικές κρατικές αρχές, περιεχόμενό του. Η κυβέρνηση μάλιστα παρέπεπψε σε δίκη τόσο τον συγγραφέα όσο και τον εκδότη, αλλά οι κατηγορίες κατέπεσαν.
Το 1858, ύστερα από ένα ταξίδι στα ερείπια της Καρχηδόνας, άρχισε τη συγγραφή του μυθιστορήματός του, Σαλαμπό (Salammbô), συγγραφή που θα κρατούσε και αυτή άλλα τέσσερα χρόνια.
Το τελευταίο μεγάλο έργο του, την Αισθηματική αγωγή (L'Éducation sentimentale), μια μυθιστορηματική ανάπλαση των νεανικών του χρόνων θα άρχιζε να τη γράφει το 1862 για να την ολοκληρώσει επτά χρόνια αργότερα το 1869.


Εργογραφία
Madame Bovary (Μαντάμ Μποβαρύ), 1857—μτφ. Νίκος Σαρλής (εκδ. ;, χχ)—μτφ. Γιάννης Λο Σκόκκο (εκδ. "Κλασικά Παπύρου", 1972)
Salammbô (Σαλαμπό), 1862, οριστική έκδοση 1874—μτφ. Γ. Βλαστός (εκδ. "ΗΡΙΔΑΝΟΣ")
L'Éducation sentimentale (Η αισθηματική αγωγή), 1869—μτφ. Παναγιώτης Μουλλάς (εκδ. "ΓΑΛΑΞΙΑΣ")
La Tentation de saint Antoine (Ο πειρασμός του Αγίου Αντωνίου), 1874 οριστική έκδοση 1903—μτφ. Κώστας Βάρναλης (εκδ."ΗΡΙΔΑΝΟΣ")
Trois contes : Un cœur simple, La Légende de saint Julien l'Hospitalier, Hérodias (Τρία διηγήματα : Μια απλή καρδιά, Ο θρύλος του Αγίου Ιουλιανού του Φιλοξενητή, Ηρωδιάς), 1877—μτφ. Όλγα Δαμάνη (εκδ."ΗΡΙΔΑΝΟΣ")
Η Γυναίκα του Κόσμου και άλλες ιστορίες, μτφ. Έφη Κορομηλά, Gutenberg, 2017
Bouvard et Pécuchet (Μπουβάρ και Πεκυσέ), 1881 (ημιτελές)—μτφ. Αντώνης Μοσχοβάκης (εκδ. "ΗΡΙΔΑΝΟΣ") https://el.wikipedia.org/




Μαντάμ Μποβαρύ - Madame Bovary

Η Μαντάμ Μποβαρύ (πλήρης τίτλος στα γαλλικά: Madame Bovary. Mœurs de province) είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέας Γκυστάβ Φλωμπέρ, το οποίο δημοσιεύθηκε το 1856. Η πρωταγωνίστρια του βιβλίου προσπαθεί με κάθε τρόπο να ξεφύγει από τη βαρετή και άδεια επαρχιακή ζωή.
Όταν το μυθιστόρημα πρωτοδημοσιεύθηκε στη La Revue de Paris ανάμεσα στην 1η Οκτωβρίου 1856 και την 15η Δεκεμβρίου 1856, οι δημόσιοι κατήγοροι επιτέθηκαν στο μυθιστόρημα για αισχρότητα. Η επακόλουθη δίκη κατέστησε το μυθιστόρημα διαβόητο. Μετά την αθώωση του Φλωμπέρ, το Μαντάμ Μποβαρύ έγινε ανάρπαστο τον Απρίλιο του 1857, όταν δημοσιεύθηκε σε δύο τόμους. Ένα επιδραστικό έργο στον λογοτεχνικό ρεαλισμό, το μυθιστόρημα θεωρείται το αριστούργημα του Φλωμπέρ και ένα από τα πιο επιδραστικά έργα στην ιστορία της λογοτεχνίας. Ο Βρετανός ιστορικός Τζέιμς Γουντ έγραψε: «ο Φλωμπέρ, για το καλύτερο ή το χειρότερο, καθιέρωσε αυτό που οι περισσότεροι αναγνώστες θεωρούν ως σύγχρονη ρεαλιστική αφήγηση και η επίδρασή του είναι πολύ οικεία για να είναι ορατή»

Πλοκή

Το Μαντάμ Μποβαρύ διαδραματίζεται στην επαρχιακή βόρεια Γαλλία, κοντά στην πόλη Ρουέν της Νορμανδίας. Ο Σαρλ Μποβαρύ είναι ένας ντροπαλός, παράξενα ντυμένος έφηβος που φτάνει σε ένα νέο σχολείο όπου οι νέοι συμμαθητές του τον γελοιοποιούν. Ο Σαρλ προσπαθεί να αποκτήσει ιατρικό δίπλωμα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και γίνεται Επίτροπος της Υπηρεσίας Δημόσιας Υγείας. Παντρεύεται τη γυναίκα που η μητέρα του επέλεξε γι 'αυτόν, τη δυσάρεστη αλλά υποτιθέμενα πλούσια χήρα Ελουάζ Ντιντίκ. Σκοπεύει να ασκήσει την πρακτική του στο χωριό Τοτ.

Μια μέρα, ο Σαρλ επισκέπτεται ένα τοπικό αγρόκτημα για να θεραπεύσει το σπασμένο πόδι του ιδιοκτήτη και συναντά την κόρη του ασθενούς του, την Εμμά Ρουώλτ. Η Έμμα είναι μια όμορφη, ποιητικά ντυμένη νεαρή γυναίκα που έχει λάβει "καλή εκπαίδευση" σε ένα μοναστήρι. Έχει μια έντονη λαχτάρα για την πολυτέλεια και ρομαντισμό εμπνευσμένο από την ανάγνωση λαϊκών μυθιστορημάτων. Ο Σαρλ προσελκύεται άμεσα από αυτήν και επισκέπτεται τον ασθενή πολύ πιο συχνά από ό, τι είναι απαραίτητο, μέχρις ότου η ζήλια της Ελουάζ να σταματήσει τις επισκέψεις. Όταν η Ελουάζ πεθαίνει απροσδόκητα, ο Σαρλ περιμένει ένα αξιοπρεπές διάστημα προτού νικήσει την Εμμά σοβαρά. Ο πατέρας της δίνει τη συγκατάθεσή του και η Έμα και ο Σαρλ παντρεύονται.

Η εστίαση του μυθιστορήματος μετατοπίζεται στην Εμμά. Ο Σαρλ είναι καλόβολος αλλά αδέξιος. Αφότου ο ίδιος και η Εμμά παρευρεθούν σε ένα κομψό χορό που διοργάνωσε ο μαρκήσιος ντ'Αντερβιγιέρ, η Εμμά βρίσκει την παντρεμένη της ζωή μουντή και γίνεται άτακτη. Ο Σαρλ αποφασίζει ότι η σύζυγός του χρειάζεται μια αλλαγή σκηνικού και κινεί την πρακτική του στη μεγαλύτερη πόλη Γιονβίλ (που παραδοσιακά ταυτίζεται με την πόλη Ρυ). Εκεί, η Εμμά γεννά μια κόρη, την Μπερτ, αλλά η μητρότητα αποδεικνύεται απογοήτευση για την Εμμά. Συναναστρέφεται με έναν έξυπνο νεαρό που συναντάει στη Γιονβίλ, ένα νεαρό φοιτητή νομικής, τον Λεό Ντυπουά, που συμμερίζεται το πάθος της για τη λογοτεχνία και τη μουσική. Ανησυχώντας για τη διατήρηση της εικόνας της ως αφοσιωμένη σύζυγος και μητέρα, η Έμμα δεν αναγνωρίζει το πάθος της για τον Λεό και αποκρύπτει την περιφρόνησή της για τον Σαρλ, αντλώντας άνεση από τη σκέψη της αρετής της. Ο Λεόν χάνει τις ελπίδες του να κερδίσει την αγάπη της Εμμά και αναχωρεί για σπουδές στο Παρίσι.

Μια μέρα, ένας πλούσιος   γαιοκτήμονας, ο Ροντόλφ Μπουλανζέ, φέρνει έναν υπάλληλο στο γραφείο του γιατρού για να αφαιρεθεί αίμα. Βλέπει την Εμμά και φαντάζεται ότι θα παρασυρθεί εύκολα. Την προσκαλεί να πάει μαζί του για χάρη της υγείας της. Ο Σαρλ, ανήσυχος για την υγεία της συζύγου του και καθόλου ψυλλιασμένος, συμφωνεί με το σχέδιο. Η Εμμά και ο Ροντόλφ συνάπτουν σχέση. Αυτή, αναλωμένη από τη ρομαντική φαντασία της, κινδυνεύει να αποκαλυφθεί από αδιάκριτα γράμματα και επισκέψεις στον εραστή της. Μετά από τέσσερα χρόνια, επιμένει να κλεφτούν. Ο Ροντόλφ δεν μοιράζεται τον ενθουσιασμό της για αυτό το σχέδιο και την παραμονή της προγραμματισμένης αναχώρησής τους, τερματίζει τη σχέση με μια απολογητική, αυτοεπιβεβαίωτη επιστολή τοποθετημένη στο κάτω μέρος ενός καλαθιού βερίκοκων που έχει παραδώσει στην Εμμά. Το σοκ είναι τόσο μεγάλο που η Εμμά αρρωσταίνει βαριά και σύντομα στρέφεται στη θρησκεία.

Όταν η Εμμά αναρρώνει σχεδόν πλήρως, μαζί με τον Σαρλ, παρακολουθούν την όπερα, με προτροπή του Σαρλ, στην κοντινή Ρουέν. Η όπερα ξαναζωντανεύει τα πάθη της Έμμα και συναντά τον Λεόν, ο οποίος τώρα εκπαιδεύεται και εργάζεται στη Ρουέν και παρακολουθεί την όπερα. Ξεκινούν μια σχέση. Ενώ ο Σαρλ πιστεύει ότι κάνει μαθήματα πιάνου, η Εμμά ταξιδεύει στην πόλη κάθε εβδομάδα για να συναντήσει τον Λεό, πάντα στο ίδιο δωμάτιο του ίδιου ξενοδοχείου, το οποίο οι δύο αρχίζουν να βλέπουν ως το σπίτι τους. Η ερωτική σχέση είναι εκστατική στην αρχή, αλλά ο Λεό αρχίζει να βαριέται τις συναισθηματικές υπερβολές της Εμμά και η Εμμά αρχίζει να αμφιβάλλει για τον Λεό. Η Εμμά απολαμβάνει την φαντασίωσή της για είδη πολυτελείας με αγορές που γίνονται με πίστωση από τον πονηρό έμπορο Λερώ, ο οποίος τη βοηθάει να αποκτήσει πληρεξούσιο για την περιουσία του Σαρλ. Το χρέος της Εμμά αυξάνεται σταθερά.

Όταν ο Λερώ ζητάει το χρέος των Μποβαρύ, η Εμμά ζητάει χρήματα από πολλούς ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένου του Λεό και του Ροντόλφ, μόνο για να απορριφθεί. Σε απόγνωση, καταπίνει αρσενικό και πεθαίνει θλιβερά. Ο Σαρλ, αποκαρδιωμένος, παραδίδεται στη θλίψη, διατηρεί το δωμάτιο της Έμμα ως ιερό και υιοθετεί τις στάσεις και τις προτιμήσεις της για να κρατήσει τη μνήμη της ζωντανή. Τους τελευταίους μήνες, σταματά να εργάζεται και ζει με την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του. Τα υπόλοιπα αγαθά του κατασχέθηκαν για να αποπληρώσουν τον Λερώ. Όταν βρει τις ερωτικές επιστολές του Ροντόλφ και του Λεόν, καταρρέει για πάντα. Πεθαίνει, και η νεαρή του κόρη Μπερτ μετακομίζει στη γιαγιά της, η οποία πεθαίνει σύντομα. Η Μπερτ ζει έπειτα με μια φτωχή θεία, που την στέλνει να δουλέψει στην υφαντουργία. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με τον τοπικό φαρμακοποιό Ομαί, ο οποίος ανταγωνίστηκε με την ιατρική πρακτική του Σαρλ, κερδίζοντας την εύνοια των ανθρώπων της Γιονβίλ και ανταμείβεται για τα ιατρικά του επιτεύγματα.

Στυλ

Το βιβλίο είναι εμπνευσμένο με κάποιον τρόπο από τη ζωή ενός σχολικού φίλου του συγγραφέα που έγινε γιατρός. Ο φίλος και ο μέντορας του Φλωμπέρ, Λουί Μπουγέ, του πρότεινε ότι αυτό θα μπορούσε να είναι ένα θέμα για ένα «προσγειωμένο» μυθιστόρημα και ότι ο Φλωμπέρ πρέπει να προσπαθήσει να γράψει με έναν «φυσικό τρόπο», χωρίς αποκλίσεις. Πράγματι, ο τρόπος γραφής ήταν εξαιρετικής σημασίας για τον Φλωμπέρ. Ενώ έγραφε το μυθιστόρημα, έγραψε ότι θα ήταν «ένα βιβλίο για τίποτα, ένα βιβλίο που δεν εξαρτιόταν από τίποτα εξωτερικό, το οποίο θα συνενωνόταν από την εσωτερική δύναμη του ύφους του» ένας στόχος που, για τον κριτικό Ζαν Ρουσέ, έκανε τον Φλωμπέρ «τον πρώτο ημερολογιακά των μη εικονιστικών μυθιστοριογράφων», όπως ο Τζέιμς Τζόις και η Βιρτζίνια Γουλφ. Παρόλο που ο Φλωμπέρ δεν φάνηκε να προτιμά το ύφος του Ονορέ ντε Μπαλζάκ, το μυθιστόρημα που έγραψε κατέστη αδιαμφισβήτητα πρωταρχικό παράδειγμα και ενίσχυση του λογοτεχνικού ρεαλισμού. Ο «ρεαλισμός» του μυθιστορήματος θα αποδεικνυόταν σημαντικό στοιχείο στη δίκη για τη απρέπεια: ο επικεφαλής εισαγγελέας ισχυρίστηκε ότι όχι μόνο ήταν το μυθιστόρημα ανήθικο, αλλά ότι ο ρεαλισμός στη λογοτεχνία ήταν επίσης παράβαση της τέχνης και της ευπρέπειας.

Το ρεαλιστικό κίνημα ήταν, εν μέρει, μια αντίδραση κατά του ρομαντισμού. Η Εμμά μπορεί να ειπωθεί ότι είναι η ενσάρκωση μιας ρομαντικής: στην ψυχική και συναισθηματική της διεργασία δεν έχει καμία σχέση με τις πραγματικότητες του κόσμου της. Αν και με κάποιο τρόπο φαίνεται να ταυτίζεται με την Εμμά, ο Φλωμπέρ συχνά χλευάζει την ρομαντική ονειροπόληση και το γούστο της στη λογοτεχνία. Η ακρίβεια του υποτιθέμενου ισχυρισμού του Φλωμπέρ ότι η "Madame Bovary, c'est moi" ("Η Μαντάμ Μποβαρύ είναι εγώ") έχει αμφισβητηθεί.Στις επιστολές του, αποστασιοποιήθηκε από τα συναισθήματα του μυθιστορήματος.

Η Μαντάμ Μποβαρύ θεωρείται σχόλιο για τους αστούς, την ανόητη φιλοδοξία που δεν μπορεί ποτέ να πραγματοποιηθεί ή την πίστη στην εγκυρότητα μιας αυτοεπιβεβαιωτικής, παραπλανημένης προσωπικής κουλτούρας, που σχετίζεται με την περίοδο του Φλωμπέρ, ειδικά κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λουδοβίκου Φιλίππου, όταν η μεσαία τάξη έγινε όλο και περισσότερο αναγνωρίσιμη σε αντίθεση με την εργατική τάξη και την αριστοκρατία. Ο Φλάμπερτ περιφρονούσε την αστική τάξη. Στο λεξικό των ληφθέντων ιδεών, που έγραψε, η μπουρζουαζία χαρακτηρίζεται από πνευματική και πνευματική επιπολαιότητα, ακατέργαστη φιλοδοξία, ρηχό πολιτισμό, αγάπη των υλικών πραγμάτων, απληστία και πάνω απ 'όλα ανόητη παρωδία των συναισθημάτων και των πεποιθήσεων.

Αποδοχή

Καθιερωμένο από καιρό ως ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα, το βιβλίο έχει περιγραφεί ως ένα «τέλειο» έργο μυθοπλασίας. Ο Χένρι Τζέιμς έγραψε: «Η Μπαντάμ Μποβαρύ έχει μια τελειότητα που όχι μόνο σφραγίζει, αλλά αυτό το κάνει να ξεχωρίζει: διατηρείται ενωμένο με μια τέτοια υπέρτατη απροσδιόριστη διαβεβαίωση, που τόσο ενθουσιάζει όσο και αψηφά την κρίση».." Ο Μαρσέλ Προυστ επαίνεσε τη «γραμματική καθαρότητα» του στυλ του Φλωμπέρ, ενώ ο Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ δήλωσε ότι «στυλιστικά είναι η πεζογραφία που κάνει ότι υποτίθεται πρέπει να κάνει η ποίηση». Ο Μίλαν Κούντερα έγραψε στον πρόλογο του βιβλίου του Το Αστείο: «Με τη δουλειά του Φλωμπέρ η πεζογραφία έχασε το στιγματισμό της αισθητικής κατωτερότητας. Από τότε, η τέχνη του μυθιστορήματος θεωρήθηκε ίση με την την τέχνη της ποίησης ». Ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο δήλωσε ότι κατά την άποψή του «από πλευρά αφήγησης, το πιο τέλειο βιβλίο είναι η Μαντάμ Μποβαρύ του Φλωμπέρ». Ο Τζούλιαν Μπαρνς το χαρακτήρισε το καλύτερο μυθιστόρημα που γράφτηκε ποτέ.. Το μυθιστόρημα υποδεικνύει την τάση του ρεαλισμού, κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα, να γίνει όλο και πιο ψυχολογικός, και να ασχολείται με την ακριβή αναπαράσταση των σκέψεων και των συναισθημάτων αντί των εξωτερικών πραγμάτων


Διαβάστε περισσότερο https://homouniversalisgr.blogspot.com/









Πωλ Γκωγκέν - Paul Gauguin ( 7 Ιουνίου 1848 – 8 Μαΐου 1903 )

 


Χορός των κοριτσιών της Βρετάνης, 1888

Ο Πωλ Γκωγκέν (γαλλικά: Eugène Henri Paul Gauguin, Παρίσι, 7 Ιουνίου 1848 – Νήσοι Μαρκέζας, 8 Μαΐου 1903) ήταν σημαντικός Γάλλος ζωγράφος, εκπρόσωπος του ρεύματος του μεταϊμπρεσιονισμού και έντονα πειραματικός καλλιτέχνης που επηρέασε τα ρεύματα της μοντέρνας τέχνης. Θεωρείται σήμερα ένας από τους μείζονες ζωγράφους όλων των εποχών.

Αυτοπροσωπογραφία (1893).
Ο Γκωγκέν, με καταγωγή από Ισπανούς αποίκους στη Λατινική Αμερική, γεννήθηκε στο Παρίσι αλλά πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην πρωτεύουσα του Περού, Λίμα. Σπούδασε στην Ορλεάνη της Γαλλίας και αμέσως μετά ταξίδεψε ανά τον κόσμο με εμπορικά πλοία και αργότερα με το Γαλλικό Ναυτικό για ένα διάστημα περίπου έξι ετών. Επέστρεψε στη Γαλλία το 1870, όπου και εργάστηκε ως βοηθός χρηματιστή. Παράλληλα με αυτή την ιδιότητά του, ο Γκωγκέν περνούσε μέρος του χρόνου του ζωγραφίζοντας με τον Καμίλ Πισαρό και τον Πωλ Σεζάν. Αν και οι πρώτες προσπάθειές του ήταν αδέξιες, σημείωσε σταδιακά αξιοσημείωτη πρόοδο. Την περίοδο 1876–1886, ο Γκωγκέν βρίσκονταν σε επαφή με τους ιμπρεσιονιστές καλλιτέχνες και συμμετείχε με έργα του στις εκθέσεις τους.

Το 1884 μετακόμισε με την οικογένειά του στην Κοπεγχάγη, όπου προσπάθησε να ακολουθήσει, χωρίς όμως επιτυχία, επαγγελματική σταδιοδρομία στις επιχειρήσεις. Τελικά, επέστρεψε στο Παρίσι το 1885, αφήνοντας την οικογένειά του στη Δανία και αποφασισμένος να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη ζωγραφική. Χωρίς επαρκείς πόρους επιβίωσης, η σύζυγος και τα παιδιά του επέστρεψαν στην οικογένειά της.

Αυτοπροσωπογραφία
με φωτοστέφανο, 1889, 
Την περίοδο 1886–1891, ο Γκωγκέν έζησε κυρίως στην περιοχή της Βρετάνης, όπου ζούσαν επίσης αρκετοί πειραματικοί ζωγράφοι που εντάσσονται συχνά στη λεγόμενη «Σχολή της Pont-Aven». Επηρεασμένος από τον ζωγράφο Εμίλ Μπερνάρ, ο Γκωγκέν μετάβαλε σημαντικά το ύφος της ζωγραφικής του. Τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ζωγραφικής του έγιναν η χρήση μεγάλων επιφανειών και έντονων χρωμάτων. Ο Γκωγκέν δήλωνε πλέον απογοητευμένος από τον ιμπρεσιονισμό και στράφηκε περισσότερο στην αφρικανική τέχνη και την τέχνη της Ασίας. Παράλληλα γύρω στο 1888, ήρθε σε επαφή με το έργο του Βίνσεντ βαν Γκογκ, έργο το οποίο αναγνώρισε ως ιδιαίτερα σημαντικό, και συνδέθηκε φιλικά μαζί του, τόσο ώστε να συγκατοικήσουν για 2 μήνες στην Αρλ. Εξαιτίας όμως της κατάθλιψης από την οποία έπασχαν αμφότεροι, η συγκατοίκηση αυτή κατέληξε σε έντονη διαμάχη μεταξύ τους με αποτέλεσμα ο βαν Γκογκ να κόψει μέρος του αριστερού αυτιού του, αφού προηγουμένως είχε απειλήσει να σκοτώσει τον Γκωγκέν.

Σε κακή ψυχολογική κατάσταση, ο Γκωγκέν εγκατέλειψε την Ευρώπη το 1891, για να ταξιδέψει στην Πολυνησία. Αρχικά εγκαταστάθηκε στην Ταϊτή και αργότερα στις νήσους Μαρκέζας. Εκεί πέρασε σχεδόν όλη την υπόλοιπη ζωή του, πραγματοποιώντας μόνο μία μόνον επίσκεψη στην Γαλλία. Τα έργα της περιόδου αυτής θεωρούνται ίσως τα καλύτερα δείγματα της εργασίας του και ξεχωρίζουν για τον έντονο συμβολισμό τους και τον πολλές φορές θρησκευτικό χαρακτήρα τους, εμφανώς επηρεασμένα από τον πολιτισμό των ιθαγενών της Πολυνησίας. Το σύνολο του έργου του Γκωγκέν και κυρίως οι πειραματισμοί του γύρω από τη χρήση των χρωμάτων, θεωρείται πως επηρέασε σημαντικά τα καλλιτεχνικά ρεύματα του 20ού αιώνα και ειδικότερα τον φωβισμό.

Οι πίνακες του Γκωγκέν ανέρχονται σε εκατοντάδες.



 Σπουδή γυμνού, ή Η Σουζάννα ράβει, 1880

Τέσσερις γυναίκες της Βρετάνης, 1886

Κόσμος πάει κι έρχεται, Μαρτινίκα, 1887




Tο μάζεμα των φρούτων, ή Στα μάνγκος, 1887




Όραμα μετά το κήρυγμα (Η πάλη του Ιακώβ με τον άγγελο), 1888


Καφενείο της νύχτας στην Αρλ, 1888


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/