Η Πηνελόπη Δέλτα γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, τρίτο παιδί του Εμμανουήλ Μπενάκη, μεγαλεμπόρου βαμβακιού, και της Βιργινίας το γένος Χωρέμη, που κατάγονταν από τη Χίο. Εκτός από την Πηνελόπη η οικογένεια είχε δύο ακόμη κόρες, την Αλεξάνδρα και την Αργίνη και τρεις γιους, τον Αντώνη, τον Κωνσταντίνο και τον Αλέξανδρο. Τα παιδικά της χρόνια τα πέρασε στο αυστηρό αρχοντικό περιβάλλον του σπιτιού της και τα καλοκαίρια ταξίδεψε στην Ελλάδα και την Ευρώπη (Αθήνα, Πειραιάς, Χίος, Liverpool, Gratz κ.α.) Τις σχολικές γνώσεις της κάλυψε με κατ’ οίκον μαθήματα. Η σύγκριση των ελληνικών μαθητικών βιβλίων με τα αντίστοιχα ξενόγλωσσα την έκανε να συνειδητοποιήσει την ανάγκη για συγγραφή παιδικών βιβλίων γραμμένων σε απλή γλώσσα. Μετά την αγγλική κατάκτηση της Αιγύπτου (1882), η οικογένεια έφυγε για την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Κηφισιά. Το 1895 η Πηνελόπη παντρεύτηκε το φαναριώτη επιχειρηματία Στέφανο Δέλτα, με τον οποίο επέστρεψε μετά το τέλος του πολέμου του 1897 στην Αλεξάνδρεια και απέκτησε τρεις κόρες, τη Σοφία, τη Βιργινία και την Αλεξάνδρα. Ο Δέλτας ήταν φιλόδημοτικιστής και η Πηνελόπη επηρεάστηκε κυρίως από τον αδερφό του Κωνσταντίνο και τη γνωριμία και σχέση της με τον Ίωνα Δραγούμη, που υπηρετούσε την περίοδο εκείνη στο προξενείο της Αλεξάνδρειας και την γνώρισε με τους Πάλλη, Εφταλιώτη, Βλαστό, Φωτιάδη, Ψυχάρη και Παλαμά, με τους οποίους διατήρησε επαφή και αλληλογραφία, συμβάλλοντας στο δημοτικιστικό αγώνα. Από το 1906 ως το 1913 έζησε με την οικογένειά της στη Φρανκφούρτη. Εκεί γνωρίστηκε με το Μανώλη Τριανταφυλλίδη και μέσω αυτού με τον κύκλο του Γληνού και του Δελμούζου, με τους οποίους συνέπραξε αργότερα στην έκδοση του Δελτίου του Εκπαιδευτικού Ομίλου, του οποίου έγινε μέλος το 1910. Μακροχρόνια αλληλογραφία διατήρησε και με το γάλλο βυζαντινολόγο Γκυστάβ Σλυμπερζέ, του οποίου το βιβλίο Βυζαντινή Εποποιία ενέπνευσε τη Δέλτα στη συγγραφή μυθιστορημάτων με βυζαντινή θεματική (Για την πατρίδα, Στον καιρό του Βουλγαροκτόνου). Παράλληλα με τη λογοτεχνία η Δέλτα ασχολήθηκε και με τις παιδαγωγικές μελέτες και το 1910 εξέδωσε το βιβλίο Στοχασμοί περί της ανατροφής των παιδιών μας. Το 1909 έγινε μέλος της Λαογραφικής Εταιρείας. Το 1916 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έζησε από κοντά τα Νοεμβριανά γεγονότα. Η φρίκη που αντίκρισε και ο κίνδυνος που αντιμετώπισε ο βενιζελικός και δήμαρχος τότε της Αθήνας πατέρας της συνέβαλαν στην πολιτική μεταστροφή της Δέλτα από την βασιλική στη βενιζελική παράταξη. Ο Βενιζέλος υπήρξε πρότυπο της Δέλτα και διατήρησε αλληλογραφία μαζί του, καθώς επίσης με τον Νικόλαο Πλαστήρα. Οι πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν ως τη Μικρασιατική καταστροφή επηρέασαν και τραυμάτισαν την ψυχοσύνθεση της Δέλτα, που αντιμετώπιζε περισσότερο συναισθηματικά παρά εγκεφαλικά τα γεγονότα. Παρά την άσχημη κατάσταση της υγείας της (προϊούσα παράλυση των άκρων), ήδη από το 1925 ανέλαβε σημαντικές πρωτοβουλίες για περίθαλψη και οικονομική ενίσχυση των προσφύγων από τη Βουλγαρία και τη Μικρασία. Ανάλογη πρωτοβουλία ανέλαβε και κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, η είδηση ωστόσο της εισόδου των γερμανών στην Αθήνα την οδήγησε στην αυτοκτονία. Η Πηνελόπη Δέλτα υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες στην Ελλάδα των αρχών του αιώνα. Στο πεζογραφικό έργο της προσπάθησε να επιτύχει τόσο την ψυχαγωγία των μικρών αναγνωστών της όσο και την διαπαιδαγώγησή τους, ιστορική και ηθική. Εξίσου σημαντικό είναι το ιστορικό ερευνητικό της έργο, που οδήγησε στη συγκέντρωση πολύτιμου αρχειακού υλικού για την ελληνική ιστορία του αιώνα μας, ενώ ένα σημαντικό μέρος του συνόλου του έργου της καλύπτει η αλληλογραφία της με εξέχουσες προσωπικότητες της πολιτικής και των γραμμάτων.
Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)
Ι.Πεζογραφία
• Για την πατρίδα. Εικονογραφίες Ν. Λύτρα και Σ. Λασκαρίδη. Λονδίνο, τυπ. Γ.Σ.Βελώνη, 1909.
• Παραμύθι χωρίς όνομα. Εικονογραφίες Δ. Κωνσταντινίδη. Λονδίνο, τυπ.Γ.Σ.Βελώνη, 1910.
• Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου. Εικονογραφίες Δ.Λ.Κωνσταντινίδη. Λονδίνο, 1911.
• Παραμύθια και άλλα. Εικονογραφίες Σοφίας Λασκαρίδου και Σοφίας Σ. Δέλτα. Αθήνα, Βιβλιοθήκη του Εκπαιδευτικού Ομίλου5, 1915.
• Τ’ ανεύθυνα (Ψυχές Παιδιών). Αθήνα, Ι.Ν.Σιδέρης,1921.
• Η ζωή του Χριστού· Τομος Α΄ . Αθήνα, τυπ. Εστία, 1925.
• Η ζωή του Χριστού· Τομος Β΄ . Αθήνα, τυπ. Εστία, 1925.
• Ο Τρελαντώνης· Εικονογραφίες Μαρίας Παπαρρηγοπούλου. Αθήνα, τυπ.Εστία, 1932.
• Μάγκας. Εικόνες Δ. Π. Ζωγράφου – Αντ. Πολυκανδριώτη – Δ. Λ. Κωνσταντινίδη. Αθήνα, Κασταλία, 1935.
• Στα μυστικά του βάλτουΑ΄-Β΄. Εικονογραφίες Δ. Α. Μπισκίνη. Χάρτες Στεφανίας Φάρκου. Αθήνα, τυπ. Εστία, 1937.
ΙΙ.Μελέτες
• Στοχασμοί περί της ανατροφής των παίδων μας. Αθήνα, ανάτυπο από το Α’ Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, 1911.
• Τα αναγνωστικά μας. Αθήνα, Βιβλιοθήκη του Εκπαιδευτικού Ομίλου3, 1913.
• Τα καινούρια αναγνωστικά μας. Αθήνα, ανάτυπο από το Δελτίου του Εκπαιδευτικού Ομίλου του 1919, 1920.
ΙΙΙ.Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Αλληλογραφία της Π.Σ.Δέλτα 1906-1940• επιμέλεια Ξ.Λευκοπαρίδη. Αθήνα, Εστία, 1956.
• Αρχείο της Πηνελόπης ΔέλταΑ΄• Ελευθέριος Βενιζέλος (Ημερολόγιο – Αναμνήσεις – Μαρτυρίες – Αλληλογραφία). Αθήνα, Ερμής, 1978.
• Αρχείο της Πηνελόπης ΔέλταΒ΄· Νικόλαος Πλαστήρας (Εκστρατεία Ουκρανίας 1919 – Κίνημα 6 Μαρτίου 1933, Αλληλογραφία). Αθήνα, Ερμής, 1979.
• Αρχείο της Πηνελόπης ΔέλταΓ΄·Πρώτες ενθυμήσεις· Επιμέλεια Π.Α.Ζάννας. Αθήνα, Ερμής, 1985.
• Αρχείο της Πηνελόπης ΔέλταΔ΄• Εκστρατεία στη μεσημβρινή Ρωσία (κείμενα Ι.Δραγούμη, Κ.Μανέτα, Κ.Βλάχου, Ν.Γρηγοριάδη). Αθήνα, Ερμής, 1982.
• Αρχείο της Πηνελόπης ΔέλταΕ΄• Το γκρέμισμα. Ιστορικό μυθιστόρημα. Επιμέλεια Μαριάννα Σπανάκη – Εισαγωγή Π. Α. Ζάννας. Αθήνα, Ερμής, 1983.
• Αρχείο της Πηνελόπης ΔέλταΣτ΄ Αναμνήσεις 1899. Μετάφραση από το γαλλικό πρωτότυπο Βούλα Λούβρου. Επιμέλεια : Π. Α. Ζάννας, Αλ. Π. Ζάννας. Αθήνα, Ερμής, 1990.
• Αρχείο της Πηνελόπης ΔέλταΖ΄• Αναμνήσεις 1921. Επιμέλεια Αλ. Π. Ζάννας. Αθήνα, Ερμής, 1996. http://www.ekebi.gr/
Με τις δύο κόρες της
Για την πατρίδα
Υπόθεση
Στα τέλη του 995 μ.Χ., ο Ασώτης, γιος του Αρμένη μάγιστρου της Θεσσαλονίκης Γρηγορίου Ταρωνίτη, πιάνεται αιχμάλωτος του βασιλιά των Βουλγάρων Σαμουήλ και μαζί με τον φίλο του Αλέξιο Αργυρό οδηγούνται στην Αχρίδα. Κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας τους, ο Βυζαντινός στρατός νικά τους Βούλγαρους στη μάχη του Σπερχειού. Στις διαπραγματεύσεις που ακολουθούν με τους Βυζαντινούς, ο Βούλγαρος ηγεμόνας παντρεύει την κόρη του Μιροσλάβα με τον Ασώτη και τον διορίζει στρατηγό στο Δυρράχιο. Σύντομα όμως, ο Σαμουήλ καταπατά τις συμφωνίες και αρχίζει εχθροπραξίες κατά του Βυζαντίου. Ο Ασώτης μαζί με τη Μιροσλάβα και τον Αλέξιο, τον εγκαταλείπουν και επιστρέφουν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αλέξιος αρραβωνιάζεται την κουβικουλαρία Θέκλα από το Γαλαξίδι. Ο πόλεμος ξεσπάει, και ο Αλέξιος ξεκινά για μια επικίνδυνη μυστική αποστολή μέσα στο εχθρικό έδαφος, με προορισμό το Δυρράχιο. Η Θέκλα τον ακολουθεί μεταμφιεσμένη σε αγόρι, σ' ένα επικό ταξίδι γεμάτο κινδύνους, που θα σφραγίσει τη μοίρα και των δύο. Ο επίλογος κλείνει με την (δεύτερη) υποταγή της Βουλγαρίας στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, το έτος 1018 μ.Χ.
Κεφάλαιο Β'
Στο μεταξύ, ο Ασώτης με τον Αλέξιο και μερικούς άλλους αιχμαλώτους Έλληνες έμειναν κλεισμένοι στην Αχρίδα.
Τους είχαν στο παλάτι, στην υπηρεσία της βασιλικής οικογένειας, όπου, σχετικώς, δεν κακοπερνούσαν και πολύ. Μαθημένοι όμως στο βυζαντινό πολιτισμό, που ήταν ο λεπτότερος εκείνης της εποχής, ένιωθαν βαρύτερα τη βαρβαρότητα του κατακτητή, αγανακτούσαν με τη σκληράδα, τη βαναυσότητα του Βουλγάρου, που εκδηλώνουνταν σε κάθε τους επαφή, ακόμα και στις πιο ασήμαντες περιστάσεις της καθημερινής τους υπηρεσίας.
Και η ιδέα μόνο πως ήταν αιχμάλωτοι και στα ξένα τους απέλπιζε.
- Δεν ξέρω τι περιμένω για να μπήξω το μαχαίρι του πατέρα μου στην καρδιά μου! έλεγε κάποτε ο Ασώτης του Αλέξιου. Τι χειρότερο μπορεί να μας συμβεί; Μένομε δούλοι εδώ, δεν μπορούμε να υπηρετήσομε το Βασιλιά μας, και ωστόσο ο εχθρός ρημάζει την Ελλάδα. Τι ελπίζομε και τι περιμένομε;
- Περιμένομε περίσταση να δώσομε τη ζωή μας στην πατρίδα, απαντούσε ο Αλέξιος.
- Μα πώς να τη δώσομε, αφού μας κρατούν εδώ κλεισμένους; επέμενε ο Ασώτης.
- Παντού και πάντα μπορεί κανείς να υπηρετήσει την πατρίδα του, έλεγε ο Αλέξιος. Και τη ζωή σου δεν έχεις δικαίωμα να τη σπαταλήσεις ή να την πετάξεις. Ξόδεψε την, δώσε την, μα με τρόπο που να ωφελήσει. Δε χρησιμεύει να πεθάνομε από αγάπη ή από λύπη για την πατρίδα. Πρέπει ο θάνατος μας να ωφελήσει σε κάτι. Ειδεμή είναι άχρηστος.
Ο Ασώτης δεν επέμενε. Αναγνώριζε πως τα λόγια του Αλέξιου ήταν σωστά. Μα στην πρώτη περίσταση, δηλαδή κάθε φορά που έφθαναν καινούρια μηνύματα πως ο εχθρός προχωρούσε, και αύξανε η αυθάδεια των Βουλγάρων, τον έπιανε πάλι απελπισία. Μια μέρα ήλθε η είδηση πως καινούριος στρατός, με στρατηγό τον Νικηφόρο Ουρανό, είχε πάει στη Θεσσαλονίκη και από κει κατέβαινε στην Ελλάδα. Και συγχρόνως μαθεύτηκε πως ο Σαμουήλ βιαστικά παρατούσε την Πελοπόννησο και γύριζε ν' απαντήσει τον Νικηφόρο. Οι Έλληνες αιχμάλωτοι της Αχρίδας, από την ώρα που το έμαθαν, ζούσαν σ' αιώνια ταραχή.
- Να φύγομε! Να φύγομε! έλεγε ο Ασώτης, που πήγαινε κι έρχουνταν στην κάμαρα τους σαν αγρίμι στο κλουβί.
- Ναι, να φύγομε! απαντούσε ο Αλέξιος. Μα πώς; Μας φυλάγουν στενά.
Κάθε τόσο έφθαναν καινούριοι αγγελιαφόροι, με μηνύματα των Βουλγάρων πως γύριζαν από τη Θεσσαλία φορτωμένοι λάφυρα, σέρνοντας πίσω τους κοπάδια τους αιχμαλώτους. Έξαφνα έπαυσαν οι ειδήσεις. Κανένας πια δεν έφθανε από το στρατόπεδο. Οι μέρες περνούσαν, μα νέα δεν έρχουνταν.
- Όλα καλά, έλεγαν οι Βούλγαροι αυλικοί. Θα τις φαν πάλι οι Έλληνες και θα πέσει ευθύς η Θεσσαλονίκη.
Τ' άκουαν οι Έλληνες και μάτωνε η καρδιά τους.
- Να φύγομε! Ναι, να φύγομε! έλεγε τώρα ο Αλέξιος, συχνότερα ακόμη και από τον Ασώτη.
Έξαφνα διαδόθηκε η είδηση πως απαντήθηκαν τα δυο στρατεύματα, πως έγινε μάχη, πως οι Έλληνες καταστράφηκαν και ο Σαμουήλ γύριζε στην Αχρίδα νικητής και τροπαιούχος. Λεπτομέρειες δεν ήξερε κανείς, ούτε κανένας ήξερε ποιος είχε φέρει την είδηση. Αλλά το έλεγαν όλοι, άρα ήταν αλήθεια.
Εκείνη τη μέρα, όταν οι Έλληνες αιχμάλωτοι πήγαν στα βασιλικά δωμάτια, ήταν τόσο μαραμένοι και σκοτεινοί, ώστε το παρατήρησε η κόρη του Σαμουήλ, η Μιροσλάβα, που τους είχε στην υπηρεσία της. Ήταν κι αυτή χαρούμενη για όσα είχε ακούσει για τη νίκη του πατέρα της. Η αθυμία όμως του Ασώτη τη συγκίνησε. Τον ρώτησε τι έχει.
- Η χαρά σου είναι λύπη μου, Δέσποινα, αποκρίθηκε ο Ασώτης.
Μερικοί αξιωματικοί Βούλγαροι, που έστεκαν εκεί, θύμωσαν με τα λόγια του και θέλησαν να τον βγάλουν έξω. Μα η βασιλοπούλα τούς σταμάτησε και πρόσταξε να την αφήσουν μόνη με τους δυο Έλληνες.
- Γιατί σε λυπεί τόσο η νίκη του πατέρα μου; ρώτησε η βασιλοπούλα όταν έμειναν μόνοι. Δεν το ήξερες πως ήταν μοιραίο να νικήσει;
Ο Ασώτης δεν αποκρίθηκε. Τότε γύρισε η Μιροσλάβα στον Αλέξιο και τον ρώτησε κι εκείνον γιατί έμεναν τόσο σκοτεινοί και μαύροι εκεί που όλη η χώρα πανηγύριζε.
- Είμαστε Έλληνες εμείς, Δέσποινα, αποκρίθηκε απλά ο Αλέξιος.
Η βασιλοπούλα έμεινε συλλογισμένη. Ύστερα είπε με κάποιο δισταγμό:
- Εγώ χαίρομαι. Και όμως μπορούσα να είμαι Ελληνίδα κι εγώ.
Ο Αλέξιος χαμογέλασε.
- Σα δύσκολο θα ήταν, είπε, εσύ, κόρη του Βασιλιά της Βουλγαρίας!
- Και όμως μισοείμαι Ελληνίδα, ξαναείπε η βασιλοπούλα, γιατί η μητέρα μου ήταν από την Ελλάδα.
Ο Ασώτης ταράχτηκε.
- Η μητέρα σου; ρώτησε.
- Ναι, η μητέρα μου. Δεν ακούσατε ποτέ την ιστορία της πανόμορφης Λαρισιώτισσας σκλάβας που την αγάπησε ο Σαμουήλ;
- Όχι, Δέσποινα, αποκρίθηκε ο Αλέξιος, δεν έτυχε να την ακούσομε.
- Όταν κατέβηκε την πρώτη φορά ο πατέρας μου στην Ελλάδα, είπε η Μιροσλάβα, και για πρώτη φορά κατέκτησε τη Λάρισα, έκανε και τότε πολλούς αιχμαλώτους. Ανάμεσα στις γυναίκες ήταν και η μητέρα μου, νέο κορίτσι και πολύ όμορφο. Την έφεραν μπροστά στον πατέρα μου και, σαν την είδε, την αγάπησε ευθύς τόσο, που την παντρεύτηκε αμέσως, και σα βασίλισσα του την έφερε στον τόπο του. Ώστε βλέπετε πως, αν και δεν είμαι από την Πόλη σαν και σας, είμαι όμως Ελληνίδα. Και περισσότερο από σας έπρεπε να λυπούμαι για το σκληρό αυτόν πόλεμο, που γίνεται πάλι στα ίδια μέρη όπου γεννήθηκε η μητέρα μου. Κι έτσι μπορώ να νιώσω και τη δική σας λύπη...
- Όχι, Δέσποινα, διέκοψε ο Αλέξιος, δεν μπορείς να τη νιώσεις. Γιατί όσο και αν η μητέρα σου ήταν Ελληνίδα, η πατρίδα σου εσένα είναι η Βουλγαρία.
- Ενώ η δική σας είναι η Κωνσταντινούπολη... είπε συλλογισμένη η βασιλοπούλα. Μα εδώ μακριά που βρισκόμαστε, εξακολούθησε, δεν μπορούμε δυστυχώς διόλου να επηρεάσομε τα πράματα, ούτε σεις ούτ' εγώ. Θα ήθελα όμως να κάνω ό,τι περνά από το χέρι μου, για να γίνει η ζωή σας υποφερτή. Ελπίζω να μην έχετε παράπονα με κανένα και να σας μεταχειρίζονται όλοι κατά τη σειρά σας, σαν πατρίκιοι που είσθε.
- Δεν έχομε παράπονα, Δέσποινα, είπε ο Αλέξιος. Και η θέση μας θα ήταν ζηλευτή για κάθε άλλον. Μα είμαστε ξένοι και δούλοι. Η αλυσίδα μας είναι βαριά, όσο κι αν την έχει χρυσώσει η καλοσύνη σου.
- Θέλεις να πεις ότι σας πειράζει που δεν έχετε την ελευθερία σας; Μου είναι εύκολο να ζητήσω από τον πατέρα μου, όταν επιστρέψει, να καταργήσει τη στρατιωτική επίβλεψη που σας έχουν τώρα. Ή μήπως και αυτό δε σας αρκεί; Μήπως θέλετε και να φύγετε, να γυρίσετε στην Πόλη;
- Ναι! αναφώνησε ο Ασώτης. Το μαντεύεις, Δέσποινα. Αυτό σου ζητούμε. Σε ικετεύομε, κάνε το! Και να είσαι ευλογημένη!
Γονάτισε μπροστά της, πήρε το χέρι της και το φίλησε με συγκίνηση.
Η βασιλοπούλα σηκώθηκε βιαστικά. Το γλυκό της πρόσωπο ήταν κατάχλωμο και ταραγμένο.
- Μου ζητάς πράματα αδύνατα, είπε με πολλή λύπη.
Και με το χέρι τούς έκαμε νόημα να φύγουν. Οι δύο Έλληνες υποκλίθηκαν βαθιά και βγήκαν από το δωμάτιο.
Μόλις βρέθηκαν μόνοι, ο Ασώτης έσφιξε το χέρι του φίλου του.
- Αλέξιε... να φύγομε... ψιθύρισε.
- Απόψε, αποκρίθηκε ο Αλέξιος.
Η Πηνελόπη Δέλτα και ο Στέφανος Δέλτας.