Ο Γιάννης Ρίτσος (1 Μαΐου 1909 - 11 Νοεμβρίου 1990) ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές με διεθνή φήμη και ακτινοβολία. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες. Το έργο του συμπληρώνουν πολλές μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα. Αρκετά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες. Πολιτικά ανήκε στην Αριστερά (συγκεκριμένα στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά).
Ο Ρίτσος νόσησε από φυματίωση, ξεπέρασε την ασθένεια (πράγμα δύσκολο για την εποχή) και πέρασε από υλικές και ηθικές δοκιμασίες. Στο σανατόριο του «Σωτηρία», όπου νοσηλευόταν, ήρθε κοντά με τον μαρξισμό και την Αριστερά, πράγματα που επηρέασαν βαθύτατα την ποίησή του και τον τρόπο ζωής του. Αφού πέρασε από διάφορα σανατόρια, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως αυτοδίδακτος σκηνοθέτης στην Εργατική Λέσχη και ως ηθοποιός και χορευτής σε επιθεωρήσεις.
Η αγωνιστική του έφεση και η επαναστατική του φύση τον οδηγούν στην προσχώρηση του κινήματος των «Πρωτοπόρων» και κατόπιν, το 1942, στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, ενώ έγινε μέλος και του Κ.Κ.Ε. Αργότερα αρχίζουν οι εξορίες στη Λήμνο, στη Μακρόνησο και στον Άγιο Ευστράτιο. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, προσχώρησε στην Ε.Δ.Α. Το 1956 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση και στην Κούβα. Κατά τη διάρκεια της χούντας των Συνταγματαρχών εξορίστηκε και πάλι, αρχικά στη Γυάρο και κατόπιν στη Λέρο. Με το πέρας της δικτατορίας και τη μεταπολίτευση, ο Ρίτσος έγινε ευρέως γνωστός, τόσο στον ελλαδικό χώρο, όσο και στο εξωτερικό, ενώ ακολούθησαν πολλές διακρίσεις και βραβεύσεις.
Η Σονάτα του Σεληνόφωτος, ο Επιτάφιος και η Ρωμιοσύνη είναι κάποια από τα σημαντικότερα ποιήματα του Ρίτσου, ενώ έχει κάνει και πολλές μεταφράσεις ξένων ποιητών όπως του Ναζίμ Χικμέτ, του Αλεξάνδρου Μπλοκ, του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι κ.ά. Πολλά ποιήματα του Ρίτσου έχουν μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη, γνωστότερα εξ αυτών: Η Ρωμιοσύνη και ο Επιτάφιος αλλά και άλλα.
Μεταξύ των τιμητικών διακρίσεων του Ρίτσου περιλαμβάνονται το κρατικό βραβείο ποίησης και το βραβείο Λένιν
Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε την 1η Μαΐου του 1909 στη Μονεμβασιά. Ήταν το τελευταίο παιδί της οικογένειας Ρίτσου. Ο πατέρας του Ρίτσου, Ελευθέριος, γεννήθηκε το 1872 και είχε καταγωγή από την Κρήτη. Ο Ελευθέριος Ρίτσος ήταν κληρονόμος τεράστιας κτηματικής περιουσίας και βασιλόφρων. Είχε συναναστροφές με τον κλήρο και είχε ελλιπείς γνώσεις καθώς τελείωσε μονάχα το δημοτικό. Η μητέρα του Ρίτσου ήταν η Ελευθερία Βουζαναρά, γεννημένη το 1879, κόρη πλουσίων εμπόρων από το Γύθειο. Οι δυο τους παντρεύτηκαν όταν ήταν ακόμα εκείνη 13 ετών και είχε συμφωνηθεί ότι θα συζούσαν οριστικά μόλις τελείωνε το γυμνάσιο..
Το ζευγάρι δεν τα πήγαινε καλά, καθώς ο Ελευθέριος ήταν μανιώδης χαρτοπαίχτης και γυναικάς. Η οικογένεια Ρίτσου απέκτησε τελικά τέσσερα παιδιά, τη Νίνα το 1898, τον Δημήτρη το 1899, τη Σταυρούλα (Λούλα) το 1908 και τον Γιάννη το 1909.
Η οικογένεια ζούσε απέναντι από την Παναγία τη Χρυσαφίτισσα. Αργότερα εγκαταστάθηκε οριστικά, μετά τη γέννηση του Γιάννη, σε ένα σπίτι που αγόρασε ο Ελευθέριος στην είσοδο της καστροπολιτείας, δίπλα στα τείχη.
Νεανικά χρόνια
Το σπίτι του Γιάννη Ρίτσου, στη Μονεμβασιά, και η προτομή του.
Η ζωή του Ρίτσου κατά την παιδική του ηλικία στη Μονεμβασιά ήταν ανέμελη και πέρασε όμορφα παιδικά χρόνια κοντά στη φύση. Η μητέρα του, που ήταν καλλιεργημένη, του έδειχνε πολλή αγάπη και τρυφερότητα. Η γιαγιά του η Άννα του έλεγε παραμύθια, όπως επίσης κι ένας Μωραΐτης, που φρόντιζε αυτόν και τη Λούλα, μετά τη δολοφονία του παππού τους το 1910. Ο Ρίτσος από μικρή ηλικία φάνηκε να έχει κλίση στις τέχνες, καθώς γρήγορα άρχισε να ζωγραφίζει και να μαθαίνει πιάνο, ενώ, όπως ο ίδιος μαρτυρεί, έγραφε στίχους από την ηλικία των 7 ετών. Η μητέρα του τον υποστηρίζει απόλυτα σ' αυτή του την κλίση και θεωρεί πως κάποια μέρα θα διαδεχθεί τον Κωστή Παλαμά. Αργότερα τον εγγράφει ως συνδρομητή στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων.
Η ανεμελιά των παιδικών χρόνων σταματά με την έναρξη του σχολείου. Ο Ρίτσος προτιμούσε να παίζει από τα να παρακολουθεί τα μαθήματα κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να βρίσκεται πολλές φορές όρθιος στη γωνία τιμωρημένος. Τα τετράδιά του ήταν γεμάτα ζωγραφιές. Είχε πει κι ο ίδιος κάποτε:
Έφτιαχνα μαργαρίτες και παπαρούνες, σβήνοντας τους αριθμούς.
Ενώ για τις τιμωρίες του έλεγε:
Σαν να μ' άρεσε να είμαι τιμωρημένος. Δεν αγαπούσα τους ανθρώπους που αρίστευαν στα πάντα.
Κι ακόμη:
Νομίζω πως ο άνθρωπος που δεν τιμωρήθηκε ποτέ στη ζωή του δεν ξέρει τι σημαίνει παραβίαση της απαγόρευσης. Κι επειδή η ζωή είναι γεμάτη απογοητεύσεις, έμαθα να δουλεύω την ποίηση, ξεπερνώντας τες.
Ο Ρίτσος ό,τι έχασε από το σχολείο το βρήκε στη βιβλιοθήκη της μητέρας του, όπου εκεί συνάντησε για πρώτη φορά την Αριστερά, πράγμα που ενοχλούσε τον πατέρα του.
Το 1917 η οικογένεια Ρίτσου δέχτηκε το πρώτο της οικονομικό πλήγμα: Με την αγροτική μεταρρύθμιση του Ελευθέριου Βενιζέλου απαλλοτριώθηκαν τσιφλίκια ή δόθηκαν σε ακτήμονες. Οι Ρίτσοι, που δεν ήξεραν άλλη δουλειά, παρά μόνον αυτή, τα έχασαν σχεδόν όλα.
Λίγο καιρό αργότερα, ο αδελφός του, που σπούδαζε, ασθένησε με τον προάγγελο της φυματίωσης, την υγρά πλευρίτιδα. Ο πατέρας ξόδεψε πολλά λεφτά για τη θεραπεία του γιου του χωρίς όμως επιτυχία. Το 1921 ασθένησε από φυματίωση και η μητέρα του. Ο Δημήτρης δεν τα κατάφερε και πέθανε από φυματίωση στις 6 Αυγούστου 1921, ενώ λίγο αργότερα, στις 11 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, όταν η μητέρα έμαθε για τον θάνατο του Δημήτρη, δεν άντεξε και πέθανε κι αυτή στην Πορταριά Μαγνησίας. Στο ενδιάμεσο, η αδελφή του Νίνα, και συγκεκριμένα τον Απρίλιο του 1921, είχε παντρευτεί τον χωροφύλακα του χωριού και είχε φύγει από το σπίτι, με αποτέλεσμα η Λούλα και ο Γιάννης να μείνουν μόνοι και να δεθούν πολύ.
Η Λούλα και ο Γιάννης ήρθαν πολύ κοντά μετά από αυτά τα τραγικά γεγονότα. Η μόνη παρηγοριά του ποιητή ήταν η αδελφή του και η ποίηση, ενώ τα μόνα έξοδα που επέτρεπε στον εαυτό του ήταν η συνδρομή του περιοδικού, στο οποίο μάλιστα δημοσίευσε το 1924-1925 τις πρώτες του συνεργασίες με το ψευδώνυμο «Ιδανικό Όραμα». Ο Γιάννης Ρίτσος τελείωσε το δημοτικό σχολείο και το σχολαρχείο στην ιδιαίτερη πατρίδα του, ενώ στο Γύθειο, γενέτειρα της μητέρας του, παρακολούθησε τα μαθήματα του γυμνασίου.
Η αρρώστια
Τον Σεπτέμβριο του 1925, ο Γιάννης Ρίτσος και η αδελφή του, Λούλα, εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Εκεί έπιασαν ένα δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο στην οδό Μπενάκη. Ο θείος Λεωνίδας, που ζούσε στο Λονδίνο και που τους είχε βοηθήσει και παλαιότερα, τους συνδράμει χρηματικά, ενώ η Λούλα έπιασε δουλειά, προετοιμάζοντας τις σπουδές της για τη Φιλοσοφική Σχολή. Ο Γιάννης από την άλλη δεν έδειχνε κάποιο ενδιαφέρον για όλα αυτά. Έπιασε αργότερα δουλειά ως δακτυλογράφος σε γραφείο ενός συμβολαιογράφου, στη βιβλιοθήκη του οποίου γνώρισε τον Άγγελο Σικελιανό, τον Κωστή Παλαμά κ.ά. Έως το 1926, τα πράγμα πήγαιναν καλά για τα δύο αδέλφια, ώσπου ένα πρωί η Λούλα είδε τον αδελφό της να κάνει αιμόπτυση στο λαβομάνο. Ο ιατρός της οικογένειας τον έστειλε στη Μονεμβασιά, όπου, όπως πίστευε, θα έβρισκε καλύτερη περιποίηση. Τελικά, μετά από τη δίμηνη παραμονή του στην Αθήνα, επέστρεψε στην πατρώα γη. Επιστρέφοντας ο Ρίτσος από τη Μονεμβασιά είχε έτοιμες δύο ποιητικές συλλογές: Στο Παλιό μας Σπίτι και το Δάκρυα και Χαμόγελα. Τον Ιανουάριο του 1927 η αιμόπτυση επανήλθε και ήταν βέβαιο πλέον ότι έπασχε κι αυτός από φυματίωση. Στις 22 Φεβρουαρίου 1927 εισήλθε στο νοσοκομείο Νοσοκομείο Σωτηρία, όπου για τα επόμενα τρία χρόνια ήρθε σε επαφή με διάφορους αριστερούς και συνδικαλιστές. Ο «δάσκαλός» του είναι ο Βασίλης, ο οποίος θα εκτελεστεί αργότερα από τους Γερμανούς, στην Κατοχή.
Η ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, που νόσησε κι αυτή από τη φυματίωση, και που η συνάντηση της με τον Γιάννη Ρίτσο, στο σανατόριο του «Σωτηρία», υπήρξε καλλιτεχνικό «διάλειμμα» από τη σκληρή πραγματικότητα. |
Στο σανατόριο του «Σωτηρία» θα γνωριστεί με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Αντάλλασσαν ποιήματα ο ένας στον άλλον και λόγω της αγάπης τους για την ποίηση θα βρουν παρηγοριά. Ο ίδιος ο ποιητής αφηγείται στον Κ. Σταματίου:
Υπήρχε μια μεγάλη "αίθουσα υποδοχής" με το μοναδικό πιάνο με ουρά στη «Σωτηρία». Τ' απόγευμα, πήγαινα εκεί και έπαιζα αναζητώντας κάποια παρηγοριά στη μουσική. Ακούγοντας το πιάνο η Πολυδούρη κατέβαινε από το δωμάτιό της και έτσι γνωριστήκαμε.
Εκεί μέσα ανέπτυξαν θερμούς δεσμούς φιλίας οι δύο ποιητές. Μάλιστα ο ένας έχει αφιερώσει στον άλλον και ποιήματα.
Ο ποιητής, μετά το πέρας του τρίτου έτους της παραμονής του στο νοσοκομείο, δεν είχε πια λεφτά για την παραμονή του. Κατόπιν, τον μετέφεραν σε στρατιωτικό νοσοκομείο, για να καταλήξει στο Άσυλο Φυματικών Καψαλώνας, ένα ερειπωμένο και άθλιο κατάλυμα. Οι συνθήκες εκεί ήταν απαράδεκτες. Έτσι, ο Ρίτσος στέλνει ένα γράμμα στην εφημερίδα Εφεδρικός Αγών και τονίζει τα προβλήματα που βιώνουν καθημερινά οι ασθενείς εκεί πέρα. Ο Ρίτσος θα πει αργότερα για εκείνη την εμπειρία του:
Στην Καψαλώνα ένιωσα πρώτη φορά τον εαυτό μου σαν εντολοδόχο, τον υπεύθυνο ενός κόσμου.
Στην Καψαλώνα ο Ρίτσος, μαζί με άλλα ποιήματά του, από το προηγούμενο σανατόριο, συνθέτει τις πρώτες του ποιητικές συλλογές: Τρακτέρ και Πυραμίδες.
Δεκαετία 1930-1940
Τον Απρίλιο του 1931, η αδελφή του Λούλα παντρεύεται έναν μετανάστη από την Αμερική, τον Δημήτρη Σταυρόπουλο, ο οποίος θα συνδράμει οικονομικά και τον αδελφό της, τον Γιάννη. Έτσι, ο Ρίτσος θα βρει περισσότερο χρόνο για τη συγγραφή ποιήσεως.
Το 1932, την οικογένεια την ξαναβρήκε συμφορά: Ο πατέρας του Ρίτσου, που ζούσε μόνος στη Μονεμβασιά, δεν είχε τα προς το ζην και σε συνδυασμό με την άρνησή του για βοήθεια από τους συγχωριανούς του έχασε τα λογικά του και τρελάθηκε. Τον μετέφεραν εν τέλει το 1934 στο δημόσιο ψυχιατρείο του Δαφνίου.
Η αδελφή του που είχε πάει στην Αμερική επέστρεψε για να τον φροντίσει και εν τω μεταξύ είχε κλονιστεί πολύ κι αυτή με όλα αυτά που συνέβαιναν στην οικογένειά τους. Την περίοδο αυτή ο Ρίτσος προσπαθεί να ακολουθήσει το επάγγελμα του χορευτή και του ηθοποιού σε ένα θέατρο στην Κυψέλη, με τη διάσημη Ζωζώ Νταλμάς, αφού ο γάμος της αδελφής του δεν κράτησε πολύ και αναγκάστηκε να εργαστεί
Ο Επιτάφιος
9 Μαΐου 1936: Η μητέρα του Τάσου Τούση θρηνεί τον γιο της, τον πρώτο νεκρό της αιματηρής καταστολής της διαδήλωσης των καπνεργατών της Θεσσαλονίκης. Η ιστορική φωτογραφία που ενέπνευσε τον Επιτάφιο του Ρίτσου.
Το 1934 γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος. Τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Τρακτέρ, ενώ ξεκίνησε να δημοσιεύει στον Ριζοσπάστη τη στήλη «Γράμματα για το Μέτωπο». Το Μάιο του 1936, οι εργατικές κινητοποιήσεις είχαν κορυφωθεί στη Θεσσαλονίκη. Στις 9 Μαΐου η μεγάλη απεργία και διαδήλωση των καπνεργατών πνίγεται στο αίμα από την κυβέρνηση Μεταξά, με συνολικά δώδεκα νεκρούς, ανάμεσα στους οποίους και ο 25χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Ο Ριζοσπάστης, την επόμενη ημέρα, δημοσιεύει φωτογραφία, στην οποία αποτυπώνεται η μητέρα του Τάσου Τούση να σπαράζει πάνω από τη σορό του, μόνη στο μέσο της διασταύρωσης των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας. Η φωτογραφία συγκλόνισε τον ποιητή και ταυτόχρονα τον ενέπνευσε: Ο Ρίτσος κλείστηκε στη σοφίτα του και έγραψε τα τρία πρώτα μέρη του Επιταφίου. Ο Ριζοσπάστης στις 12 Μαΐου του 1936 τα δημοσίευσε υπό τον τίτλο Μοιρολόι.
Επιτάφιος - Απόσπασμα
V
Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος· ἔλα,
καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα.
Ἡ μπλέ σου ἡ μπλοῦζα τῆς δουλειᾶς στὴν πόρτα κρεμασμένη
θὰ καρτεράει τὴ σάρκα σου τὴ μαρμαρογλυμμένη.
Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερὸ τὸ δροσερό σου στόμα,
θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα.
Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ γάτα μας στὰ πόδια σου νὰ παίξει
κι ὁ ἥλιος ἀργὸς θὰ καρτερᾷ στὰ μάτια σου νὰ φέξει.
Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ ρούγα μας τ᾿ ἁδρὸ περπάτημά σου
κ᾿ οἱ γρίλιες οἱ μισάνοιχτες τ᾿ ἀηδονολάλημά σου.
Καὶ τὰ συντρόφια σου, καλέ, ποὺ τὶς βραδιὲς ἐρχόνταν
καὶ λέαν καὶ λέαν κι ἀπ᾿ τὰ ἴδια τοὺς τὰ λόγια ἐφλογιζόνταν
Καὶ μπάζανε στὸ σπίτι μας τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέρια,
παιδί μου, θὰ σὲ καρτερᾶν νὰ κάνετε νυχτέρια.
Καὶ γὼ θὰ καρτεράω σκυφτὴ βραδὶ καὶ μεσημέρι
νἀρθεῖ ὁ καλός μου, ὁ θάνατος, κοντά σου νὰ μὲ φέρει.
Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος· ἔλα,
καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα.
Ἡ μπλέ σου ἡ μπλοῦζα τῆς δουλειᾶς στὴν πόρτα κρεμασμένη
θὰ καρτεράει τὴ σάρκα σου τὴ μαρμαρογλυμμένη.
Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερὸ τὸ δροσερό σου στόμα,
θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα.
Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ γάτα μας στὰ πόδια σου νὰ παίξει
κι ὁ ἥλιος ἀργὸς θὰ καρτερᾷ στὰ μάτια σου νὰ φέξει.
Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ ρούγα μας τ᾿ ἁδρὸ περπάτημά σου
κ᾿ οἱ γρίλιες οἱ μισάνοιχτες τ᾿ ἀηδονολάλημά σου.
Καὶ τὰ συντρόφια σου, καλέ, ποὺ τὶς βραδιὲς ἐρχόνταν
καὶ λέαν καὶ λέαν κι ἀπ᾿ τὰ ἴδια τοὺς τὰ λόγια ἐφλογιζόνταν
Καὶ μπάζανε στὸ σπίτι μας τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέρια,
παιδί μου, θὰ σὲ καρτερᾶν νὰ κάνετε νυχτέρια.
Καὶ γὼ θὰ καρτεράω σκυφτὴ βραδὶ καὶ μεσημέρι
νἀρθεῖ ὁ καλός μου, ὁ θάνατος, κοντά σου νὰ μὲ φέρει.
Ο Ρίτσος ολοκληρώνει τα πρώτα 14 ποιήματά του, τα οποία εκδίδονται από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» σε 10.000 αντίτυπα (αριθμός ρεκόρ). Από αυτά πουλήθηκαν σχεδόν όλα, εκτός από 250, τα οποία κάηκαν μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας από τον Ιωάννη Μεταξά στις 4 Αυγούστου του 1936. Το ποίημα αυτό έγινε ένα από τα γνωστότερα στο ελληνικό κοινό ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου.
Στις 15 Οκτωβρίου του 1936, ο Ρίτσος έγινε μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών. Οι παραστάσεις που έδινε ως χορευτής και ως ηθοποιός (και οι οποίες δεν τον έκαναν ιδιαίτερα υπερήφανο) τον ταλαιπώρησαν τόσο, που τον οδήγησαν στο να υποτροπιάσει η υγεία του. Αυτή τη φορά, από τον Οκτώβριο του 1937 έως τον Απρίλιο του 1938, έζησε στο σανατόριο της Πάρνηθας, στο οποίο συγγράφει το Μια πυγολαμπίδα φωτίζει τη νύχτα και την Εαρινή Συμφωνία, χάριν του πρωτοφανέρωτου έρωτα. Οι συμφορές τόσο για την οικογένεια, όσο και για τον ίδιο συνεχίστηκαν, όταν η αδελφή του η Λούλα επισκέφτηκε στις 9 Φεβρουαρίου του 1937 την αδελφή τους και της είπε ότι είδε τον Θεό. Ακολούθως, θα κατευθυνθεί κι εκείνη στο Δαφνί, όπου βρισκόταν ο πατέρας της και μάλιστα στις 5 Νοεμβρίου 1938 θα δει να βγάζουν τη σορό του πατέρα της από τον απέναντι θάλαμο. Ο Ρίτσος εμπνεύστηκε από τα παθήματα της αδελφής του και θα γράψει το ποίημα Τραγούδι της Αδελφής μου, για το οποίο ο Κωστής Παλαμάς θα γράψει στο τελείωμα του τετράστιχου: «Να παραμερίσουμε ποιητή για να περάσεις.».
Θα βρείτε την Εαρινή Συμφωνία εδώ :
Τραγούδι της Αδελφής μου
Στην αδελφή μου ΛΟΥΛΑ
Στους τρικυμισμένους καθρέπτες
Των λυγμών
Θραύεται το ήρεμο πρόσωπο
Της αιωνιότητας
Κι όμως ακόμη ακούμε εντός μας
Το φλοίσβισμα της ηρεμίας.(Διαβάστε ολόκληρο το ποίημα κάνοντας click ΕΔΩ)
Στις 30 Νοεμβρίου 1937, η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών τον δέχτηκε ως μέλος της με 22 ψήφους μεταξύ 27. Φεύγοντας από το σανατόριο, προσλήφθηκε από το Βασιλικό Θέατρο. Εκεί γνώρισε τον Μάνο Κατράκη· η φιλία τους θα κρατήσει για πάντα. Εκεί συνάντησε και τον Τάκη Φιλιακό, που είχαν ήδη γνωριστεί και αργότερα θα μεταπηδήσουν στην Εθνική Λυρική Σκηνή, όπου εμφανίζεται με το ψευδώνυμο Ι. ή Γ. Βάμβας. Το 1940 θα εκδοθεί το Εμβατήριο του Ωκεανού, αλλά τα γεγονότα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου τον πρόλαβαν και εγκαταστάθηκε κατάκοιτος στο σπίτι του Τάκη Φιλιακού. Κατόπιν εντάχθηκε και στο Μορφωτικό Τμήμα του Ε.Α.Μ.
Ο ηθοποιός Στέλιος Βόκοβιτς, βλέποντάς τον να πεινά, να είναι άρρωστος και δυστυχής, απευθύνθηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις και ο Αλέκος Λιδωρίκης έγραψε ένα άρθρο για τη σωτηρία του ποιητή και πρότεινε δημόσιο έρανο. Οι προσφορές έφτασαν, αλλά ο Ρίτσος τις αποποιήθηκε
Εμβατήριο του Ωκεανού
(απόσπασμα)
[...]
ΠΙΣΩ απ’ τους βράχους έρπει ερημικήη ασημένια σκέψη της σελήνης.
Στο παιδικό προσκέφαλο γυαλιστερά κοχύλιακυανές φωνές του ωκεανού στον ύπνοοι Σειρήνες με λύρες από κόκαλα ψαριών.
Ω Θεά του μακρινού νησιούστο πελαγίσιο σου άντρο οι σταλακτίτεςκι αν μελωδούν τον ύπνο της ωχρής γαλήνηςκι αν το λαμπρό σου στήθος αμιλλάταιτον μπλαβό κύκλο του έναστρου πελάγουκι είναι ένα στέφανο ξανθό από μέλισσεςγύρω στην κρήνη όπου το φως εισδύει αδιόρατοαρωματίζοντας τη σκιά των τρισμεγάλων δέντρων—το ξέρεις πως θα φύγει ο πολυμήχανος.
Ο Λαέρτης με το σκύλο του πάνω στο βράχοθα περιμένει μάταια.
Καθώς Εκείνος έβγαινε απ’ τη θάλασσα γυμνόςχρυσός απ’ τ’ αυγινό νερόμε ορθή την ήβη σχεδιασμένη στην κορνίζα του ήλιουφεύγαν η Ναυσικά κι οι ωραίες παρθένες έντρομεςπίσω απ’ τα δέντρακαι τα γυμνά τους πέλματα μετέωραλαός περιστεριών από άσπρο φωςφτερούγιζαν στην πράσινη αντανάκλαση της χλόης.
…Έξω στο λιακωτό σιμά στη θάλασσατο βραδινό τραπέζι μας λιτό.Μούσκευε στο κρασί ψωμί σταρένιο η Άνοιξηκαι το φεγγάρι μυστικά ζωγράφιζεστα ελληνικά χωμάτινα λαγήνιασκηνές από την Τροία.
Το ’ξερες πως θα φύγουμε μητέρακι αλάτιζες το δείπνο μας με δάκρυσκυφτή και λυπημένη κάτω απ’ τ’ άστρακαι στα περβάζια του νησιού στενάζαν τα κορίτσιαπου αρραβωνιάστηκαν τον Οδυσσέα.[...]
[...]
ΠΙΣΩ απ’ τους βράχους έρπει ερημικήη ασημένια σκέψη της σελήνης.
Στο παιδικό προσκέφαλο γυαλιστερά κοχύλιακυανές φωνές του ωκεανού στον ύπνοοι Σειρήνες με λύρες από κόκαλα ψαριών.
Ω Θεά του μακρινού νησιούστο πελαγίσιο σου άντρο οι σταλακτίτεςκι αν μελωδούν τον ύπνο της ωχρής γαλήνηςκι αν το λαμπρό σου στήθος αμιλλάταιτον μπλαβό κύκλο του έναστρου πελάγουκι είναι ένα στέφανο ξανθό από μέλισσεςγύρω στην κρήνη όπου το φως εισδύει αδιόρατοαρωματίζοντας τη σκιά των τρισμεγάλων δέντρων—το ξέρεις πως θα φύγει ο πολυμήχανος.
Ο Λαέρτης με το σκύλο του πάνω στο βράχοθα περιμένει μάταια.
Καθώς Εκείνος έβγαινε απ’ τη θάλασσα γυμνόςχρυσός απ’ τ’ αυγινό νερόμε ορθή την ήβη σχεδιασμένη στην κορνίζα του ήλιουφεύγαν η Ναυσικά κι οι ωραίες παρθένες έντρομεςπίσω απ’ τα δέντρακαι τα γυμνά τους πέλματα μετέωραλαός περιστεριών από άσπρο φωςφτερούγιζαν στην πράσινη αντανάκλαση της χλόης.
…Έξω στο λιακωτό σιμά στη θάλασσατο βραδινό τραπέζι μας λιτό.Μούσκευε στο κρασί ψωμί σταρένιο η Άνοιξηκαι το φεγγάρι μυστικά ζωγράφιζεστα ελληνικά χωμάτινα λαγήνιασκηνές από την Τροία.
Το ’ξερες πως θα φύγουμε μητέρακι αλάτιζες το δείπνο μας με δάκρυσκυφτή και λυπημένη κάτω απ’ τ’ άστρακαι στα περβάζια του νησιού στενάζαν τα κορίτσιαπου αρραβωνιάστηκαν τον Οδυσσέα.[...]
Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/