Γ.Δ. Αναγνώστου "Η πολυθρόνα της λύπης" Νέα κυκλοφορία
Διαγωνισμός με θέματα «Ήρωες και ηρωίδες της Ελληνικής Επανάστασης 1821»
Carpe " Χνώτα..."
Οι απολήξεις της καρδιάς
γαντζώνονται στ' αλλοπαρμένα βλέμματα.
Αποτυπώνεται στις ρυτίδες η τελειότητα,
στην ένταση της ζωής.
Το λεπίδι της ευπρέπειας
γδέρνει το κορμί.
Αντιπαλεύω το σκοτάδι,
την κούραση του εφήμερου
ιχνογραφώντας καρδιές
στα ραγισμένα τζάμια
με τα χνώτα μου.
Carpe.
...
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΑΚΑΛΗΣ " Ποιος"
Σου είπα ψέματα, ναι
το παραδέχομαι
όμως γιατί
αναρωτήθηκες καθόλου
σου είπα ψέματα
για να σε κερδίσω
σου είπα ψέματα
για να μη σε χάσω
έκανα έναν άλλον
απ΄αυτόν που είμαι
γιατί αυτόν ήθελες
κι εγώ δεν μπορούσα
να σε χάσω
δεν μπορούσα
να μη σ΄έχω
τώρα ξέρεις
ότι σου είπα ψέματα
όμως δεν ξέρεις
ποιος πραγματικά είμαι
κι αν θέλεις
μείνε μαζί μου
να το γνωρίσεις
γιατί σ΄αγαπώ,
Η ΜΑΡΙΑ Η ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΑΥΓΑ
Η Μαρία η Μαγδαληνή μπροστά στον Τιβέριο Καίσαρα με το κόκκινο αυγό. Τοιχογραφία από το Ρωσικό Μοναστήρι της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής |
Η Μαρία Μαγδαληνή στην Ποίηση και στη Ζωγραφική
Wojciech Gerson - Jezus i Maria Magdalena 1900 |
Μέσ' σε παλάτια, που σα σπήλια αντήχαν απ' τις μουσικές
κι' αστράβαν απ' τα μέταλλα και τα δεμένα φώτα,
στα μάγουλά μου, που κανείς δεν τα είδεν ήλιος, οι μοσκές
γλίστρααν με λάγγεμα πολύ και τα δάγκωναν σαν οχιές
στην κρουσταλλένια μου φωνή θαμπή εγλιστρούσε νότα.
Στην τεσσεροβασίλεφτη Γιουδαία εγώ μουν η Πηγή :
του κόρφου μου τ' αμάραντα και μοσκοβόλα κίτρα.
Ωσάν τη φλόγα του κορμιού μου άλλη δε γνώρισεν η Γη,
σαν της αγκάλης μου μεστή καμιά δεν ύπαρχε σιγή.
Ο έρωτάς μου νίκαγε τη Ρώμη τη νικήτρα.
Σκοτάδια ήτανε μέσα μου, ξέρα μεγάλη κι' αμμουδιά
και στα γλυκά τα χείλια μου πικρά πολύ τα γέλια.
Και μου τινάζαν άξαφνα τ' αγνώστου φόβοι την καρδιά
και μου κοβόταν η αναπνιά μέσ' σε φορέματα φαρδιά-
απ' του θριάμβου την κορφή μακριά ‘βλεπα συντέλεια.
Δεν ήταν άξαφνη αστραψιά. Τούτο συνέβη αργά, σιγά
Ωραίος δεν ήσουν, τίποτα δεν είχες πάνω σου άξο !
Κοίταγες χάμου τα χαλίκια, ως μίλαγες σιγά κι' αργά.
Την τρίτη ή τέταρτη φοράν άρχισε ο νους μου να ριγά,
κι' ως σήκωσες τα μάτια σου, δε βάσταα να κοιτάξω.
Κι' ένιωσα ορμή ασυγκράτητη στα πόδια σου να κυλιστώ.
Είδα να σειέται μέσα μου ψυχή παρθένα ως τώρα.
Την ευτυχία τη γνώρισα στο δόσιμο χωρίς μιστό,
τη λευτεριά-στο σκλάβωμα σε κάποιο ιδανικό σωστό
και την υπέρτατ' ηδονή στον πόνον,-άξια γνώρα.
Και στους φτωχούς μοιράζοντας τα υπάρχοντά μου
(ασημικά, διαμαντικά, μεταξωτά, μπαξέδες και παλάτια)
τα βήματά σου ακλούθησα, που κι' αν τα σβηούσε ταχτικά
στον άμμ' ο αγέρας του βραδιού, σα φώτα μένανε γλυκά
για πάντα σ' άμμο και ψυχή και σ' ακοές και μάτια.
Πράματα νέα δεν έλεγες κι' ούτε, με λόγια νέα, παλιά.
Από πολλούς κι' από καιρούς όλα ήταν ειπωμένα.
Μα 'χες τη δύναμη ν' ακούς των ουρανών τη σιγαλιά
κι' όλα για σένα (κι' άψυχα κι' άνθρωποι) διάφανα γιαλιά
και διάφαν' η καρδιά του Θεού για σένα - και για μένα !
Κανείς (και πλήθη και σοφοί και μαθητάδες και γονιοί)
δεν ξάνοιγε το σπαραγμό στα θάματά σου πίσω.
Κι' αν πρόσμενες το λυτρωμό σου από την άδικη θανή,
εγώ μονάχα το 'νιωσα, που ήμουνα λάσπη και κοινή,
πόσο, Χριστέ 'σουν άνθρωπος ! Κι' εγώ θα σ' αναστήσω !
Piero di Cosimo - Maria Maddalena, 1500-1510 |
Ντίνος Χριστιανόπουλος - Μαγδαληνή
Τον ξεχώρισα μόλις τον είδα, ήμουνα τακτική στα κηρύγματά του,
πούλησα κι ένα κτηματάκι της θειας μου για να τον ακολουθήσω.
Όμως όταν πια όλα τα ξόδεψα, αποφάσισα να πουλήσω και το κορμί μου,
στην αρχή στους ανθρώπους των καραβανιών, κατόπι στους τελώνες∙
κοιμήθηκα με σκληροτράχηλους Ρωμαίους κι οι Φαρισαίοι δε μου είναι άγνωστοι.
Κι όμως μέσα σ' αυτά δεν ξεχνούσα τα μάτια του.
Μήνες για χάρη του έτρεχα απ' το Ναό στο λιμάνι
κι απ' την πόλη στο Όρος των Ελαιών.
Κύριε μυροπώλη, κάντε μου, σας παρακαλώ, μια μικρή έκπτωση.
Για ένα βάζο αλάβαστρου δε φτάνουν οι οικονομίες μου.
Κι όμως πρέπει να αποχτήσω αυτό το μύρο με τα σαράντα αρώματα.
Μ' αυτό το μύρο θ' αλείψω τα πόδια του,
μ' αυτά τα μαλλιά θα σφουγγίσω τα πόδια του,
μ' αυτά τα χείλη, τα πόδια του τα εξαίσια κι άχραντα θα φιλήσω.
Ξέρω, είναι πολύ αυτό το μύρο για τη μετάνοια,
ωστόσο για τον έρωτα είναι λίγο.
Κι αν μια μέρα ασπαστώ το χριστιανισμό, θα είναι για την αγάπη του∙
κι αν μαρτυρήσω γι' Αυτόν, θα 'ναι η αγάπη του που θα μ' εμπνέει.
Γιατί, κύριε, ο έρωτας μού ανάβει την πίστη κι η αγάπη τη μετάνοια
κι ίσως μείνει αιώνια τ' όνομά μου σα σύμβολο
εκείνων που σώθηκαν και λυτρώθηκαν «ότι ηγάπησαν πολύ».
Από τη συλλογή Εποχή των ισχνών αγελάδων (1950)
Ω Κύριε, εγώ ‘μαι που έσπασα σα μυρογιάλι
στα ιερά σου πόδια την καρδιά μου, και τα ολόξανθα
μακριά μαλλιά μου εγώ τ’ ανέμισα στις τρέμουλες,
σκυφτές των Αποστόλων κεφαλές, σα φλάμπουρο!
Εγώ ‘μαι που όντας όλοι οι εδικοί μακριάθε
κοιτώντας το σταυρό σε κλαίγαν σκορπισμένοι,
στεκόμουν στο πλευρό σου παραστάτης, κι όρθια
στα χέρια μου εδεχόμουν, στην ποδιά, στο πρόσωπο,
πηχτό, ζεστό, σαν όμπρο θερινό, το γαίμα σου!
Κ’ έκραζα: Ανοίξου γης, ποτίσου γης, σκιρτήστε
σα σπόροι αθάνατοι στο χώμα, ώ πεθαμένοι!
Χριστέ, κι αν όλοι σ’ αρνηθούν, δε θα πεθάνεις!
Γιατί στον κόρφο μου το αθάνατο νερό
κρατώ και σε κερνώ, και κατεβαίνεις πάλι
στη γης, και περπατάς μαζί μου στα χωράφια,
βολές σωπαίνοντας γλυκά, βολές ταΐζοντας
το Λόγο τον καλό στα πεινασμένα πλήθη.
Την έβλεπα στα πόδια μου μπροστά γονατισμένη:μου γύρευε ένα φίλημα.
Τ’ αφράτα της τα στήθιαη πιθυμιά τα τράνταζε.
Δειλή, κομματιασμένηανέβαινε η φωνούλα της απ’ της ψυχής τα βύθια.
Πουκάμισο αραχνόφαντο της σκέπαζε τα κάλληκι η σάρκα της διακρίνονταν σφιχτή, σφιχτή, ροδάτη,να τρέμει μες στη θύμηση της ηδονής.
Μια αγκάλη ολάνοιχτη με πρόσμενε μυρόβολη, χιονάτη.
Την άκουγα κι εγέλαγα, μ’ αντίκριζε θλιμμένα.
Μα ξάφνου ανασηκώνεται, στα μάτια με κοιτάει,και με γοργότη αφάνταστη —
που κάτι είχε παρμένα απ’ του σπαθιού το τράβηγμα— το ρούχο της πετάει.
Γυμνή, πανώρια, θεϊκή στεκότανε σιμά μου,τα μάτια μου θαμπώθηκαν,
επιάστηκε η φωνή μου,15και μου ’πε ξαναπέφτοντας σα νεκρωμένη χάμου,
σε δυο λυγμούς ανάμεσα: «Σου δίνω το κορμί μου».
Και νιώθω τότε μέσα μου μια πάλη γιγαντένια:οι πόθοι μ’ έσερναν εκεί,
ν’ αρμέξω το φιλί της,μα μια φωνή μού φώναζεν: «Αυτή ’ναι τιποτένια
κι έχει πουλήσει σε πολλούς τ’ αμαρτωλό κορμί της».
Έριξα κι άλλη μια φορά στην όμορφη ένα βλέμμα όλ’ όργητα,
κάποια βρισιά μού ξέφυγε απ’ το στόμα,κι είπα
(μα μέσα μου έβραζε από τον πόθο το αίμα):«Της σάρκας σου δε γίνηκα προσκυνητής ακόμα!»
|
ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΝΟΤΗ "ΔΥΟ ΚΟΡΙΤΣΙΑ" Ποιητική Συλλογή
Συγγραφέας: Αφροδίτη Νότη
Εκδότης: Εκδόσεις Ποιείν
Μορφή: Μαλακό εξώφυλλο
Έτος έκδοσης: 2021
Αριθμός σελίδων: 70
ISBN- 9786188493711
Διαστάσεις: 21×14
στην Λούλα
Δυο κορίτσια
μάζευαν μαργαρίτες στο λόφο
Στο δημόσιο δρόμο
κατέβαιναν
τα τύμπανα της παρέλασης
τα τακνς οι ερπύστριες…
Νοέμβρης 2005
9 Νοέμβρη
Βροχή και αέρας οργή.
Εκρήξεις, λάμψεις κομμάτια στον ουρανό,
κεραυνοί στα σύρματα,
σκοτάδι, βαριά σαν μολύβι η μέρα.
Σαθρά υλικά κατεβάζει
με ομοβροντίες το ποτάμι.
Ο φόβος και ο πόνος που ενώνει.
Τόσοι άσκοποι κύκλοι,
υπόγειες διαδρομές,
η σιωπή με τα πολλά ονόματα,
χαρτιά σημαδεμένα,
παρτίδες για το τίποτα
που ήταν μόνο μάταιο.
Πέτρες, λάσπη, αφρισμένο νερό.
Ό,τι είναι ετοιμόρροπο
γκρεμίζεται.
Φεύγει και χάνεται μακριά.
Αυτές οι κατάφυτες πλαγιές ως τον ουρανό,
τα φαράγγια, τα βάραθρα, τα στεφάνια
είναι για να περπατήσω.
Η φωνή πέτρινη ηχώ
καταρράχτες στα μάτια.
Βροχή, αέρας, οργή, φωτιές στα σύρματα
κατρακυλάει το ποτάμι
Βροντάει και σχίζεται ο τόπος.
Παρ’ όλα αυτά και εκείνα και τ’ άλλα
οι σημαίες δεν θα υποστυλωθούν
στις κορυφές.
Αύριο θα καλπάζουν στον ήλιο
σε έπαρση κόκκινες χαίτες αλόγων
ακόμη και τα κουρέλια.
9 Νοέμβρη, γενέθλια μέρα.
🌼
Ερήμην
Η μνήμη ελλοχεύει
γράφει και καταγράφει.
σε πλήρη αταξία
όλες οι πράξεις, παραπομπές,
αστερίσκοι στο περιθώριο.
Σε κάθε αναταραχή
του οικοδομήματος
ανοίγει πόρτες και παράθυρα
και γράφει.
Μικρά, μεγάλα
σημαντικά, ασήμαντα
αυτόματη γραφή
σεισμογράφου.
Τα μικρά στα μεγάλα
τα ασήμαντα στα σημαντικά
ζημιές από κέρδη
κέρδη από καταστροφές. Κενά, κενά και περιθώρια.
σε πλήρη αταξία
η τάξη του χάους
αστερισμοί και μαύρα κενά
δεν συνοψίζονται, με τίποτα.
Και σαν να γίνεται ερήμην η καταγραφή
με ξένο μολύβι σε ξένο χαρτί.
Και πως μετρούν, όσοι μετρούν κέρδη και ζημιές.
Κισμέτ
Πανάρχαιο ιερατείο
ακριβός ο χρόνος
ακριβοί οι χρησμοί
φάρμακα στα φαρμάκια
και στο Κισμέτ.
Όλα όπως, τίποτα.
Πανάρχαια ερπετά φυλάνε
τους ναούς.
Οι χρησμοί δεν πρέπει
να ξεκλειδωθούν.
2005
🌼
Μετανάστες
I.
Το πρωί
ρίχνουν σκαλωσιές στον ουρανό
καλουπώνουν τη βροχή
τσιμεντώνουν τον ορίζοντα.
Λένε αστεία.
Ήρθαν από μακρινά ξέφωτα
να κάμουν το άλμα στον ήλιο εδώ.
Το βράδυ
μαζεύονται στα υπόγεια.
Υγρασία, σκόνη και υπομονή.
Τρία μέτρα κάτω από το δρόμο!
II.
Κορίτσι
ήρθες από κει που ανατέλλει
ο ήλιος.
Εδώ, βγάζεις βόλτα ένα σκυλί
το απόγευμα.
Σ’ αυτή τη γειτονιά
λίγα τα παιδιά
πολλοί οι μεγάλοι
πολλά τα σκυλιά.
Σ’ αυτή τη γειτονιά
συνέχεια δύει.
Μερικές φορές το σκυλί
που κουβαλάς
σηκώνει το κεφάλι
στο δίσκο του ήλιου.
Και γαυγίζει.
Το ποίημα απέσπασε το δεύτερο βραβείο στη Λυρική Παμβώτιδα του 2015.
🌼
Νοσοκομεία
Το κορμί έτρεχε στους διαδρόμους
με σιδερένιες ρόδες.
Με μεταλλικούς κραδασμούς χάθηκε
στο άσπρο του ιλίγγου.
Πίσω από πόρτες θωρακισμένες
με σιωπή του βάθους
που χύνεται το μέταλλο
λαμπαδιασμένο και πετρώνει.
Εδώ τα νερά
δε θα κουνηθούν ποτέ.
Στις ρωγμές του προσώπου
η αθωότητα γίνεται ενοχή.
Η μέρα γέρνει
το κεφάλι ήσυχα
στη λαιμητόμο.
Και νυχτώνει.
1984
🌼
Παιδικό
Σήκωσες το χέρι
να πιάσεις το φεγγάρι.
Ήθελες το φεγγάρι
στα χέρια.
Ήταν η μεγάλη ασημένια
μπάλα.
Δεν την έφτασες
και κλαις.
Κι η ασημένια μπάλα
κύλησε αργά και
έπαιξε με τις
καφέ μπάλες
των ματιών σου.
1982
Χρόνια χαρτιά
Παγώνει η μυρωδιά
του μελανιού
προτού να βρει το βάθος
του χαρτιού μεσ’ την ενόραση.
Περνούν οι μέρες, οι εποχές
χρόνια χαρτιά τσαλακωμένα.
Πεταμένα.
Τώρα φυσάει
αέρας δυνατός
«και σήκωσε και χόρεψαν
τα πεθαμένα φύλλα».