Δημήτρης Μαρωνίτης(22 Απριλίου 1929 - 12 Ιουλίου 2016)


Ο Δημήτρης Μαρωνίτης, αναφερόμενος συχνότερα ως Δ. Ν. Μαρωνίτης (Θεσσαλονίκη, 22 Απριλίου 1929 - Αθήνα, 12 Ιουλίου 2016), ήταν Έλληνας καθηγητής πανεπιστημίου, κλασικός φιλόλογος, κριτικός της νέας ελληνικής λογοτεχνίας, μεταφραστής αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και δοκιμιογράφος.

Βίος

Σπουδές

Ο Δημήτρης Μαρωνίτης γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Πειραματικό Σχολείο του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1939-1947) και συνέχισε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1947-1951). Ως φοιτητής παρακολούθησε παραδόσεις και φροντιστήρια των καθηγητών Ν. Ανδριώτη, Ι. Θ. Κακριδή, Α. Βακαλόπουλου, Κ. Βουρβέρη, Στ. Καψωμένου, Εμμ. Κριαρά, Στ. Κυριακίδη, Α. Ξυγγόπουλου, Ε. Πελεκίδη και Λ. Πολίτη. Μετά την εκπλήρωση της στρατιωτικής του θητείας (1952-1954), εργάστηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης· στην αρχή ως έκτακτος και μετά ως τακτικός βοηθός του δασκάλου του Ι. Θ. Κακριδή στην Α' έδρα Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας (1955-1962). Δίδαξε επίσης ως εκπαιδευτικός φιλόλογος με μειωμένο πρόγραμμα στο γαλλικό Δελασάλ και στη Γερμανική Σχολή Θεσσαλονίκης (1956-1963).

Συμπλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο πανεπιστήμιο του Μάιντς (Mainz) της Γερμανίας με υποτροφία του ιδρύματος Alexander von Humboldt (1958-1960). Παρακολούθησε και πήρε ενεργό μέρος σε φροντιστήρια των καθηγητών Βάλτερ Μαργκ (Walter Marg), εκδότη του αρχαιογνωστικού περιοδικού Gnomon την περίοδο 1954-1977, Αντρέας Τίρφελντερ (Andreas Thierfelder), Βάλτερ Πόρτσικ (Walter Porzig) και Έριχ Ραϊτσενστάιν (Erich Reitzenstein). Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1962 από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου και δίδαξε Αρχαία Ελληνική Φιλολογία ως εντεταλμένος υφηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή (1965-Ιανουάριος 1968).

«Στην Κατοχή και στον Εμφύλιο το Πειραματικό Θεσσαλονίκης δεν έμοιαζε σε τίποτε με το Πειραματικό Αθηνών. Το παρακολουθούσε ακόμη η παιδαγωγική έμπνευση του Δελμούζου, στεγασμένο στο μισοτελειωμένο χτίσμα του Πικιώνη: γλώσσα διδασκαλίας η Δημοτική, καθηγητές με φρόνημα ελεύθερο και γερή κατάρτιση (μεταξύ τους ο Θέμελης, ο Καΐρης, ο Μιχαλόπουλος, ο Καστανάς - οι απόφοιτοι ξέρουν για ποιους μιλώ) [...] Ελευθέρια αγωγή, που δεν την ανέτρεψαν μήτε οι απειλές της Κατοχής μήτε η μισαλλοδοξία του Εμφυλίου - σ' αυτό συνέβαλε και ο Ξηροτύρης, διευθυντής για δυο και πάνω δεκαετίες...
("Ο δάσκαλος", εφημ. Το Βήμα, 26.1.1992).
"Πιστεύω τῷ φίλῳ." Αυτή είναι η πρώτη, αρχαιοπρεπής και σίγουρα πλαστή φράση που άκουσα και έμαθα στα δέκα μου χρόνια: 1939, Πειραματικό Σχολείο Θεσσαλονίκης, πρώτη οχταταξίου, αναγνωστικό Ζούκη, φιλόλογος καθηγητής ο Γιώργος Μιχαλόπουλος. Ασφαλώς πρόκειται για αφελή ομολογία (ένα κοινό ρήμα και ένα συνηθισμένο ουσιαστικό σε δοτική), που ρίζωσε εντούτοις στο μυαλό μου και έγινε εφεξής έμμονη ιδέα.
("Συμπληρωματικά", εφημ. Το Βήμα, 31.10.1999) ».
Πειραματικό Σχολείο Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Δημόσια παρουσία

Στο ίδιο διάστημα πήρε ενεργό μέρος, ως μέλος της Συντακτικής Επιτροπής και υπεύθυνος κατά τον νόμο, στην προετοιμασία και έκδοση του περιοδικού Φιλόλογος του Συλλόγου Αποφοίτων της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.Υπήρξε επίσης μέλος της Συντακτικής Επιτροπής των περιοδικών ἡ Συνέχεια (Νοέμβριος 1972-Νοέμβριος 1973) και ο Πολίτης (Μάιος 1976-Σεπτέμβριος 1977).

Τον Ιανουάριο του 1968 ο Δημήτρης Μαρωνίτης (μαζί με άλλους 53 καθηγητές) απολύθηκε από το πανεπιστήμιο για τα πολιτικά του φρονήματα από τη στρατιωτική χούντα. Κατά τη διάρκεια της επταετίας, η δράση του ενοχλούσε το στρατιωτικό καθεστώς, με αποτέλεσμα συχνά να φιλοξενείται στα κρατητήρια της συμπρωτεύουσας και της Αθήνας: πρώτη σύλληψη το 1969 και εγκλεισμός του στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης, δεύτερη σύλληψη το 1971 και εγκλεισμός του σε πτέρυγα των φυλακών Κορυδαλλού, τρίτη σύλληψη το 1973 και εγκλεισμός του για οκτώ μήνες στο ΕΑΤ-ΕΣΑ.

Η μεταπολίτευση τον βρίσκει ειδικό σύμβουλο στο Υπουργείο Παιδείας σε θέματα Ανώτατης Εκπαίδευσης (1974-1976). Τον Νοέμβριο του 1974 επανήλθε ως εντεταλμένος υφηγητής στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης του Α.Π.Θ., ενώ τον Μάιο του 1979 εκλέχθηκε καθηγητής στην Α' έδρα Κλασικής Φιλολογίας, θέση την οποία υπηρέτησε μέχρι το 1996, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Δίδαξε ως επισκέπτης καθηγητής σε πανεπιστήμια της Γερμανίας, Αυστρίας, Κύπρου και των ΗΠΑ, ενώ έδωσε διαλέξεις σε χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής.

Διετέλεσε επίσης:
Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών- Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (1979-1995).
Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΜΙΕΤ (1985-1997).
Πρόεδρος του Tμήματος Φιλολογίας του Α.Π.Θ. (1986-1987).
Καλλιτεχνικός διευθυντής στο Kρατικό Θέατρο Bορείου Eλλάδος (1989-1990).
Πρόεδρος του Tμήματος Δημοσιογραφίας και Mέσων Mαζικής Eνημέρωσης του Α.Π.Θ. (1991-1994).
Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. (1991-1994).
Πρόεδρος και γενικός διευθυντής του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας (1994-2011),
Επιστημονικός υπεύθυνος του έργου "Ενδογλωσσική μετάφραση", που εκπονήθηκε στο πλαίσιο του Ηλεκτρονικού Κόμβου του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας (1998-2000).
Πρόεδρος του Κέντρου Οδυσσειακών Σπουδών (2003-2011).
Συντονιστής και επιστημονικός υπεύθυνος του ερευνητικού και συγγραφικού προγράμματος Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση" (2001-2014), το οποίο εκπονήθηκε στο πλαίσιο του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας.
Διακρίσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το 1981 του απονεμήθηκε το Α΄ Βραβείο κριτικής-δοκιμίου για το έργο του «Όροι του λυρισμού στον Οδυσσέα Ελύτη».
Το 2003 τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με τον Ταξιάρχη του Φοίνικος για την προσφορά του στα ελληνικά γράμματα και στον πολιτισμό.
Το 2011 έλαβε ομόφωνα το "Κρατικό Βραβείο Απόδοσης Έργου της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας στα Νέα Ελληνικά" για τη μετάφραση της ομηρικής Ιλιάδας.
Το 2014 βραβεύτηκε για το σύνολο του έργου του από το ηλεκτρονικό περιοδικό ο Αναγνώστης".

Συγγραφικό έργο: κλασική φιλολογία

Ηρόδοτος

Το 1962 δημοσιεύτηκε η διδακτορική διατριβή του Μαρωνίτη στον Ηρόδοτο. Στο έργο αυτό εξετάζει πώς τοποθετούνται οι λέξεις σε μια πρόταση με βάση ένα είδος υπερβατού (του λεγόμενου "ηροδότειου σχήματος"), το οποίο εμφανίζεται στον πρώιμο αρχαιοελληνικό πεζό λόγο. Έμφαση δίνεται στην υφολογική μικροσκόπηση της ρητορικότητας της ηροδότειας γλώσσας, καθώς επίσης στην ανίχνευση της σχέσης ανάμεσα στον γραπτό και στον προφορικό λόγο, για την οποία ο Μαρωνίτης θα μιλήσει συστηματικά αργότερα στην κριτική του πορεία.

Όποιος πλησιάζει τη συγγραφή του Ηροδότου
με τα εξαρτήματα της σύγχρονης ιστορικής επιστήμης,
θα αισθανθεί δυσφορία, καθώς θα βλέπει το συγγραφέα
κάθε στιγμή να μη πειθαρχεί στις κατηγορικές
προσταγές της ιστορικής μεθοδολογίας,
να «λοξοδρομεί», να «φλυαρεί», να «καθυστερεί».
Το έργο του Ηροδότου απαιτεί από το μελετητή του
περιέργεια και ανιδιοτέλεια παιδική, ευρύτητα
πνεύματος και φρεσκάδα·
τότε αποκαλύπτει τα ώριμα μυστικά του.
Εκδικείται όμως κάθε προκατειλημμένο ανατόμο του.
Δ. Ν. Μαρωνίτης. Ηροδότου Ιστορίαι, 1964, σελ. 71.

Το 1964 ο Μαρωνίτης δημοσίευσε τη διατριβή του για Υφηγεσία στον Ηρόδοτο, η οποία την ίδια χρονιά ενσωματώθηκε σε νέα έκδοση για το Πρώτο Βιβλίο (Κλειώ) των Ιστοριών του Ηροδότου με Πρόλογο του Ι. Θ. Κακριδή. Με εκτενή Εισαγωγή 130 περίπου πυκνοτυπωμένων σελίδων και σχόλια ο Μαρωνίτης διαλέγεται με τη γερμανόφωνη κυρίως κριτική της ηροδότειας ιστοριογραφίας, υπομνηματίζει το αρχαίο κείμενο και το μεταφράζει στη δημοτική, προσφέροντας ένα έργο που αξιοποιείται μέχρι σήμερα στην ελληνόγλωσση βιβλιογραφία. Στην Εισαγωγή διερευνά τα γενικά χαρακτηριστικά της ηροδότειας αφήγησης και εκθέτει τις πηγές και τη μεθοδολογία του Ηροδότου, αναδεικνύοντας τον αδιαίρετα δισυπόστατο χαρακτήρα του έργου ως λογοτεχνική αφήγηση και καθαρή ιστορία, που αποτελεί όχι απλώς την ιδιοτυπία του αλλά και το βαθύτερο πνευματικό του υπόβαθρο.

Το 1981 ο Μαρωνίτης επανέρχεται στον Ηρόδοτο με έναν τόμο, τιμημένο το 1982 με το 1ο βραβείο στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Λειψίας, στον οποίο ανθολογεί, μεταφράζει και υπομνηματίζει επτά νουβέλες και τρία ανέκδοτα του Αλικαρνασσέα ιστορικού.

Το 2001 έγινε δεύτερη έκδοση του τόμου, επαυξημένη με μία νουβέλα, ένα ανέκδοτο του Ηροδότου και δύο ερμηνευτικά δοκίμια. Στο έργο αυτό ο Μαρωνίτης δεν επιμένει τόσο στην αναμέτρηση Ελλήνων και Περσών όσο σε ανθρωπολογικά θέματα της ηροδότειας συγγραφής: την παθολογία του έρωτα και της εξουσίας, τη διαπλοκή θεοδικίας και ανθρωποδικίας, την αντιδιαστολή του κλειστού κόσμου της Ασίας με τον έλλογο και μετρημένο κόσμο της Ευρώπης, κ.ά.. Μέσα από τα θέματα αυτά ο Ίωνας ιστορικός αναδεικνύεται σε εμβριθή στοχαστή και φιλόσοφο βίου. Οι μεταφράσεις του Μαρωνίτη προσαρμόζονται στο ανατολίτικο και παραμυθικό χρώμα των νουβελών και των ανεκδότων, ενώ ο ερμηνευτικός λόγος εφαρμόζεται συχνά με όρους τραγωδίας. Δεν λείπουν ωστόσο από την ανθρωπολογική προοπτική του ηροδότειου έργου οι ιλιάδικες καταβολές. Αναλύοντας, λ.χ., τη διασταύρωση δύο γραμμών στο έργο του Ίωνα ιστορικού, την ενωτική-ανθρωπολογική και τη διχαστική-πολεμική, ο Μαρωνίτης (2001: 205) διαπιστώνει ότι "η ηροδότεια ανθρωπολογία μπορεί να είναι σκοτεινή και απαισιόδοξη ως προς τις σχέσεις θεού και ανθρώπου, αλλά διαφαίνεται φιλάνθρωπη ως προς τις σχέσεις ανθρώπου προς άνθρωπο. Ο απόηχος της Ιλιάδας παραμένει εδώ ευδιάκριτος."

Όμηρος

Το 1965 δημοσίευσε αναλυτική βιβλιοκρισία, στα γερμανικά, για το ομηρικό βιβλίο του Giuseppe Broccia με λεπτομερείς παρατηρήσεις στην Ε και Ζ ραψωδία της Ιλιάδας.

Το 1973 κυκλοφόρησε το πιο γνωστό του έργο για την ομηρική Οδύσσεια με πυρηνικό θέμα την Αναζήτηση και τον Νόστο του Οδυσσέα. Συνταγμένη η μελέτη μέσα στη δικτατορία, "κάτω από συνθήκες δύσθυμες, από ανάγκη φυγής σε έναν κόσμο πλασματικό, ο οποίος όμως έχει τέτοιους νόμους και τρόπους που ταυτόχρονα μας ελέγχουν και μας παρηγορούν" (Εισαγωγή, σελ. 11), αποτελεί επεξεργασμένη σύνθεση τεσσάρων προηγούμενων, δημοσιευμένων μελετημάτων (1965-1970). Μέρος των μελετημάτων αυτών κρίθηκε από τους J. B. Hainsworth και Gabriel Germain. Το ολοκληρωμένο έργο επανεκδόθηκε από τον "Κέδρο" εννέα φορές, και το 2014 από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών-Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη σε μονοτονικό.

Ο Μαρωνίτης στο έργο του αυτό υποδεικνύει ότι το έπος της Οδύσσειας συντίθεται, με τρόπο αντιθετικό, πάνω σε δύο κύρια θέματα: στον νόστο του Οδυσσέα, που αποτελεί τη δεδομένη και αισιόδοξη έκβαση του έργου, και στην αναζήτηση του ήρωα, η οποία συνιστά την αντίρροπη απαισιόδοξη γραμμή. "Η αναζήτηση του ήρωα πραγματοποιείται [...] σε δύο επίπεδα: α) στον εξωτερικό χώρο, και β) σε έναν χώρο εσωτερικότερο. Στο πρώτο επίπεδο τίθεται το βασικό ερώτημα "πού είναι ο Οδυσσέας"· στο δεύτερο "ποιος είναι ο Οδυσσέας" (σελ. 17). Σε δημοτικό λόγο, που δεν ήταν καθόλου αυτονόητος για πανεπιστημιακό σύγγραμμα της εποχής, το ομηρικό βιβλίο του Μαρωνίτη διαλέγεται εξαντλητικά με τη διεθνή βιβλιογραφία σε δυσεπίλυτα ομηρικά προβλήματα, συνδυάζοντας την επιστημονική αρτιότητα με την απόλαυση της ανάγνωσης. Στις δυαδικές αντιθέσεις (της αναζήτησης και του νόστου) εντοπίζονται δομές βάθους ("σημειωτικού-δομιστικού" τύπου) στον φιλολογικό του στοχασμό, που θα γνωρίσει ποικίλες ερμηνευτικές τροπές στα επόμενα έργα του.

Το 1999 δημοσίευσε τα "Ομηρικά μεγαθέματα",που στο μεγαλύτερο μέρος τους ήταν μαθήματα στο πανεπιστήμιο, εισηγήσεις σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια και δημοσιεύσεις σε τόμους και περιοδικά για τον Όμηρο. Η τελευταία, εμπλουτισμένη με τέσσερις διαλέξεις, έκδοση του 2005 περιλαμβάνει συνολικά 14 μελέτες, συνταγμένες από το 1978 μέχρι το 2004.

Ο Μαρωνίτης στα "Ὁμηρικά μεγαθέματα" αναλύει καταρχήν τις διαλεκτικές σχέσεις που συντηρούνται στα δύο ομηρικά έπη –δειγματοληπτικά στη λυρική ποίηση (με ένα μυθολογικό ποίημα του Αλκαίου), και στο δράμα (με τον σοφόκλειο "Αίαντα")– ως προς τρεις, συνθετικής εμβέλειας, θεματικούς άξονες, που τους ονομάζει "μεγαθέματα": τον (ιλιαδικό) "πόλεμο" και τις τροπές του (παράδειγμα η οδυσσειακή μνηστηροφονία), την "ομιλία" (εταιρική-συζυγική-παρασυζυγική) με τη φθίνουσα και ανιούσα εξέλιξή της από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, και τον "νόστο", κυρίως τον νεκρώσιμο, ο οποίος στην Ιλιάδα συμμαχεί, κάποτε, με τον πόλεμο με τα παραδείγματα του Σαρπηδόνα και του Έκτορα. Το πυκνό δίκτυο των τριών "μεγαθεμάτων" εξετάζεται σε τρία επίπεδα: το μυθολογικό, το ποιητολογικό και το ανθρωπολογικό. Δύο μελετήματα της έκδοσης (για την πρώτη πλαστή διήγηση του Οδυσσέα και τις "διακειμενικές" σχέσεις της Ιλιάδας και Οδύσσειας) τα είχε εισηγηθεί παλαιότερα ο Μαρωνίτης σε συνέδρια το 1981 στη Γερμανία και το 1983 στη Γαλλία.

Στη δεύτερη έκδοση των "Ομηρικών μεγαθεμάτων" το 2005 προστέθηκαν τέσσερα μελετήματα για τις μεταμορφώσεις-παραμορφώσεις και τους εξωραϊσμούς στα δύο ομηρικά έπη, τις σχέσεις Οδυσσέα και Απόλλωνα ως προς τον μουσικό και τον φονικό τους ρόλο, τα φονικά άθλα και έπαθλα (τυχαία: με το παραισθητικό κυνηγητό του Έκτορα από τον Αχιλλέα, και εμπρόθετα, με τον συλλογικό φόνο των μνηστήρων), καθώς επίσης τις αντιθετικές, και συνάμα ομοιωματικές, σχέσεις εταίρων και μνηστήρων στην Οδύσσεια.

Τα "Ομηρικά μεγαθέματα" μεταφράστηκαν το 2004 στην αγγλική γλώσσα  και κρίθηκαν από τον James Holoka. Δύο, μεταφρασμένα στα αγγλικά, δοκίμια του βιβλίου έχει συμπεριλάβει και ο Αμερικανός κριτικός λογοτεχνίας Χάρολντ Μπλουμ (Harold Bloom) σε δύο τόμους που έχει εκδώσει για τoν Όμηρο, και για την Ιλιάδα.

Τo 2005 εμφανίστηκαν τα 24 "Επιλεγόμενα στην ομηρική Οδύσσεια", αποδεσμευμένα από τα αυτόνομα 24 τεύχη της μεταφρασμένης Οδύσσειας που είχε προηγηθεί. Όπως αναφέρεται στα Προλεγόμενα της έκδοσης (σελ. 7-8), "η σύνταξη των Επιλεγομένων, ανά ραψωδία, μοιράζεται στα τρία: το πρώτο μέρος, με αφορμή τα δεδομένα της συγκεκριμένης ραψωδίας, επιμένει σε θεματικούς άξονες που διαπερνούν τα μέρη και το όλο της επικής αφήγησης· το μεσαίο αναζητεί τη ραψωδική πλοκή σε σχέση με τον εξελισσόμενο μύθο του έπους, ενώ το τρίτο μέρος εντοπίζει και ερμηνεύει τρόπους και εφαρμογές της αφηγηματικής τέχνης και τεχνικής. Οι εν λόγω τρόποι και εφαρμογές είναι τέσσερις:η πρώτη σχετίζεται με τον χρόνο της αφήγησης και εκφράζεται με το ζεύγος "δράση-αδράνεια". Η δεύτερη αφορά σε ειδικότερες λειτουργίες δραματοποίησης του επικού μύθου, η τρίτη αναφέρεται στη μυθοποίηση θεμάτων που ανάγονται στην επική παράδοση και η τέταρτη στον τρόπο με τον οποίο ο ποιητής διαχειρίζεται τις επαναλήψεις μοτίβων και θεμάτων.

Ζητήματα, εξάλλου, μυθοποίησης, σχέσεων ειδικότερα μύθου και πλοκής, διαπραγματεύτηκε ο Μαρωνίτης σε ξενόγλωσση εισήγησή του σε συνέδριο στη Γαλλία, που δημοσιεύτηκε το 2002, με αντιπροσωπευτικό παράδειγμα ανάλυσης το μικροσκοπικής κλίμακας επεισόδιο της "Ίρου πυγμής" στη 18η ραψωδία της Οδύσσειας.

Το 2007, στο πλαίσιο του ερευνητικού και συγγραφικού προγράμματος "Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση", ο Δημήτρης Μαρωνίτης συνέταξε, σε συνεργασία με τον Λάμπρο Πόλκα, διαταξικό, σχολικό εγχειρίδιο για την Αρχαϊκή επική ποίηση.Στον τόμο, που κυκλοφορεί σήμερα στο διαδίκτυο μαζί με τα άλλα 6 έργα του προγράμματος, περιλαμβάνονται στοιχεία: για την ομηρική αφήγηση (τον μύθο και την πλοκή, την τέχνη και την τεχνική της ομηρικής αφήγησης, τη μορφή και τον ρόλο του αοιδού, τις εξωτερικές και εσωτερικές διηγήσεις και τους Μεγάλους Απολόγους), για τον ποιητικό ρόλο των θεών (στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια), καθώς επίσης έννοιες και αρχές της ομηρικής αρεταλογίας (την αρετή, την αιδώ και τον έλεον, την άτη, τη φιλότητα και το κλέος).

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









Μαρία Θαμπράνο (22 Απριλίου 1904 - 6 Φεβρουαρίου 1991) , Ισπανίδα φιλόσοφος, δοκιμιογράφος και ποιήτρια.

 

Η Μαρία Θαμπράνο Αλαρκόν (María Zambrano Alarcón, Βέλεθ-Μάλαγα, 22 Απριλίου 1904 - Μαδρίτη, 6 Φεβρουαρίου 1991) ήταν Ισπανίδα φιλόσοφος, δοκιμιογράφος και ποιήτρια.

Θεωρείται από τις σημαντικότερες στοχάστριες της Ισπανίας του 20ου αιώνα. Δίδαξε φιλοσοφία στην Ισπανία, το Μεξικό, την Κούβα και το Πουέρτο Ρίκο. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στην εξορία και της αποδόθηκαν πολυάριθμες τιμές μετά την πτώση της δικτατορίας του Φράνκο. Έτσι ονομάζεται προς τιμή της και ο κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός της Μάλαγας.

Παιδικά χρόνια και σπουδές

Γεννήθηκε στο Βέλεθ-Μάλαγα, στην Ανδαλουσία της Ισπανίας, όπου έζησε τα τέσσερα πρώτα χρόνια της ζωής της. Η οικογένειά της μετακόμισε το 1909 στη Μαδρίτη για να καταλήξει λίγο αργότερα στη Σεγόβια, όπου και μεγάλωσε. Ο πατέρας της, Μπλας Χοσέ Θαμπράνο, συνδεόταν με βαθιά φιλία με το Σεβιλλιάνο ποιητή Αντόνιο Ματσάδο κι αυτή τους η φιλία σημάδεψε και τη δική της ζωή. Το 1927 φοιτά στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μαδρίτης (Universidad Central de Madrid) κι έχει δασκάλους μεταξύ άλλων τους Χοσέ Ορτέγα ι Γκασέτ και Χαβιέρ Θουμπίρι. Το 1931 αναλαμβάνει καθήκοντα Βοηθού Καθηγητή στην έδρα της Μεταφυσικής στο ίδιο πανεπιστήμιο, εκπονώντας παράλληλα τη διδακτορική της διατριβή με τίτλο La salvación del individuo en Spinoza [Η σωτηρία του ατόμου στο Σπινόζα].


Δεύτερη Ισπανική Δημοκρατία

Την περίοδο της Δεύτερης Ισπανικής Δημοκρατίας γνωρίζει και συνδέεται με φιλία με πολλούς σημαντικούς Ισπανούς ποιητές και καλλιτέχνες της εποχής, όπως ο Λουίς Θερνούδα της περίφημης γενιάς του 1927, ο Ραφαέλ Ντιέστε, ο Μιγκέλ Ερνάντεθ και ο Καμίλο Χοσέ Θέλα. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1936 παντρεύεται τον ιστορικό Αλφόνσο Ροντρίγκεθ Αλδάβε και μετά από λίγο μεταβαίνουν στη Χιλή, όπου ο σύζυγός της είχε διοριστεί Γραμματέας Πρεσβείας Β'. Πιάνοντας λιμάνι στην Αβάνα γνωρίζει τον Κουβανό ποιητή Χοσέ Λεσάμα Λίμα και δίνει μια διάλεξη για τον Ορτέγα ι Γκασέτ. Το 1937 την ημέρα που τα στρατεύματα του Φράνκο κατακτούν το Μπιλμπάο το ζευγάρι επιστρέφει στην Ισπανία. Στην ερώτηση που τους έκαναν τότε, γιατί γύρισαν πίσω ενώ χανόταν ο πόλεμος, απάντησαν «ακριβώς γι' αυτό».

Εξορία

Η Θαμπράνο ζει στη Βαλένθια και στη Βαρκελώνη μέχρι την ολοκληρωτική κατάκτηση της χώρας από τα φασιστικά στρατεύματα του Φράνκο κι υπηρετεί τη Δημοκρατία ως Μέλος της Επιτροπής Εκκένωσης Παιδικού Πληθυσμού. Ο σύζυγός της κατατάσσεται στο δημοκρατικό στρατό και υπηρετεί κι αυτός με τη σειρά του ως Μέλος του Συμβουλίου Προπαγάνδας. Εξορίζεται το 1939 μαζί με τη μητέρα της, Αραθέλι Αλαρκόν, την αδερφή της και τον κουνιάδο της. Διασχίζουν τα ισπανογαλλικά σύνορα στις 28 Ιανουαρίου του ίδιου έτους. Μετά από μία σύντομη διαμονή στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη επανέρχεται στην Αβάνα μετά από πρόσκληση του Πανεπιστημίου της Αβάνας και ξανασυναντά το Λεσάμα Λίμα. Επόμενος σταθμός της είναι το Μεξικό, όπου διορίζεται καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Μορέλιας (Universidad Michoacana de San Nicolás de Hidalgo) της Πολιτείας του Μιτσοακάν. Το 1943 και 1944 ζει στο Πουέρτο Ρίκο και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Σαν Χουάν όπως και για το Σύλλογο Αποφοίτων Γυναικών.

Το Σεπτέμβριο του 1946 μεταβαίνει για την κηδεία της μάνας της στο Παρίσι. Το 1947 χωρίζει με το συζυγό της. Παραμένει στο Παρίσι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1949 όπου θα εγκατασταθεί στην Αβάνα. Θα μείνει στην Κούβα μέχρι το 1953, δίνοντας διαλέξεις, σεμινάρια και ιδιαίτερα μαθήματα. Κατόπιν επιστρέφει στην ευρωπαϊκή ήπειρο και μένει στη Ρώμη μέχρι το 1964, όπου γνωρίζει την ιταλική ιντελιγκέντσια, ανάμεσα τους την Έλενα Κρότσε και τον Ελέμιρε Τσόλα καθώς και Ισπανούς διανοούμενους όπως το Ραφαέλ Αλμπέρτι και τον ποιητή Χόρχε Γκιγιέν. Το 1964 επανέρχεται στη Γαλλία στο εξοχικό της στο Λα Πιες στα βουνά του Ιούρα (στα γαλλοελβετικά σύνορα) κι αρχίζει το Claros del bosque [Ξέφωτα του Δάσους] .

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Σάμουελ Λάνγκχορν Κλέμενς - Μαρκ Τουαίην (30 Νοεμβρίου 1835 – 21 Απριλίου 1910)

Ο Σάμουελ Λάνγκχορν Κλέμενς (Samuel Langhorne Clemens, 30 Νοεμβρίου 1835 – 21 Απριλίου 1910), γνωστός κυρίως με το ψευδώνυμο Μαρκ Τουαίην, ήταν Αμερικανός συγγραφέας. Ανάμεσα στα πιο γνωστά βιβλία του είναι οι Περιπέτειες του Τομ Σόγιερ και οι Περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν.

Νεανικά χρόνια

Ο Σάμουελ Λάνγκχορν Κλέμενς γεννήθηκε στο χωριό Φλόριντα της πολιτείας του Μιζούρι των Ηνωμένων Πολιτειών, γιος του Τζον και της Τζέην Κλέμενς. Σε ηλικία τεσσάρων ετών, η οικογένειά του μετακόμισε στην παραποτάμια πόλη Χάνιμπαλ, αναζητώντας καλύτερες οικονομικές συνθήκες. Οι εντυπώσεις του από τη ζωή στον ποταμό Μισσισσιππή οφείλονται στην ίδια την προσωπική του εμπειρία. Η πόλη που μεγάλωσε καθώς και οι κάτοικοί της, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του Τουαίην, τις Περιπέτειες του Τομ Σώγιερ (1876). Αν και η πρώτη μόρφωσή του ήταν μικρή, ωστόσο μπόρεσε ν' αντλήσει το υλικό που απαθανάτισε σε πολλά του έργα από τη ζωή της παιδικής του ηλικίας.

O Μαρκ Τουαίην σε ηλικία 15 ετών


Ο πατέρας του πέθανε το 1847 αφήνοντας στην οικογένεια αρκετά οικονομικά χρέη, γεγονός που ανάγκασε τον Τουαίην να εγκαταλείψει το σχολείο και να εργαστεί. Ο μεγαλύτερος αδελφός του Οράιον, ξεκίνησε το 1850 να εκδίδει την εφημερίδα Hannibal Journal, στην οποία ο Τουαίην δημοσίευε κατά διαστήματα κείμενά του. Παράλληλα πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στις ανατολικές και στις δυτικές πολιτείες των Η.Π.Α., εργαζόμενος ως τυπογράφος. Έπειτα από δέκα χρόνια, ενώ ταξίδευε για δουλειές στη Νέα Ορλεάνη, αποφάσισε ξαφνικά να γίνει οδηγός ποταμόπλοιου, ένα επάγγελμα το οποίο ο ίδιος αναγνώρισε πως του πρόσφερε σημαντικές εμπειρίες, ενώ ήρθε σε επαφή με πολλούς διαφορετικούς χαρακτήρες. Ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος σε συνδυασμό με την εμφάνιση των σιδηροδρόμων, είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί το εμπόριο μέσω ποταμόπλοιων, γεγονός που ανάγκασε τον Τουαίην να αναζητήσει μία νέα επαγγελματική διέξοδο.

Ο Τουαίην απέφυγε την ανάμιξη του στον εμφύλιο και γύρισε πίσω με το σκοπό να συνεργασθεί και πάλι με τον αδελφό του, Οράιον, αναλαμβάνοντας το ρόλο ιδιαίτερου γραμματέα του αδελφού του, ο οποίος είχε διοριστεί γραμματέας του κυβερνήτη της Νεβάδα. Οι εμπειρίες τους στην αμερικανική Δύση, αποτέλεσαν τη βάση για το δεύτερο βιβλίο του Τουαίην, Roughing It (1872). Καθώς η θέση του ως ιδιαίτερος γραμματέας δεν ήταν θεσμοθετημένη και κατά συνέπεια δεν μπορούσε να αμοίβεται, το επόμενο διάστημα εργάστηκε ως ανθρακωρύχος χωρίς να σημειώσει ωστόσο ιδιαίτερη επιτυχία. Αργότερα ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας Territorial Enterprise της Βιρτζίνια, του ανέθεσε την έκδοσή της. Σε κείμενό του, στις 3 Φεβρουαρίου του 1863 χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το ψευδώνυμο Μαρκ Τουαίην (Mark Twain).

Ελάχιστα γνωστό είναι το γεγονός ότι δεν είναι ο πρώτος, αλλά μάλλον ο δεύτερος που χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο "Μαρκ Τουαίην". Πριν απ' αυτόν το είχε χρησιμοποιήσει ένας συγγραφέας από το Πικαγιούν της Νέας Ορλεάνης, ο Ησαΐας Σέλερς. "Μαρκ Τουαίην" είναι μία έκφραση των βυθομετρητών που συνόδευαν πάντα τα ποταμόπλοια στα ταξίδια τους. Η φωνή τους ακουγόταν κάθε τόσο να λέει: "Μαρκάρισε μισό", "μαρκάρισε ένα" κ.λπ. "Μαρκ Τουαίην" θα πει "μαρκάρισε δύο βάθη".

Η πρώτη έκδοση του «Ένας Γιάνκης του Κονέκτικατ στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου», 1889

Λογοτεχνία

Το 1864, ο Τουαίην μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο, όπου εργάστηκε για αρκετές τοπικές εφημερίδες. Τον επόμενο χρόνο σημείωσε την πρώτη του λογοτεχνική επιτυχία ολοκληρώνοντας ένα σατιρικό σύντομο διήγημα στα πλαίσια μιας συλλογής κειμένων του Artemus Ward. Ο Τουαίην υπέβαλε το έργο του καθυστερημένα και τελικά δεν αποτέλεσε μέρος της συλλογής, ωστόσο ο εκδότης φρόντισε να δημοσιευτεί το κείμενο στην εφημερίδα Saturday Press. Το διήγημα, με τον πρωτότυπο τίτλο "Jim Smiley and his Jumping Frog", γνωστό σήμερα ως "The Celebrated Jumping Frog of Calaveras County," είχε σημαντική απήχηση και στη συνέχεια επανατυπώθηκε και μεταφράστηκε. Ο εκδότης της Atlantic Monthly, James Russell Lowell, περιέγραψε το έργο του Τουαίην ως "το καλύτερο δείγμα χιομουριστικής λογοτεχνίας της Αμερικής."

Την Άνοιξη του 1866, ως απεσταλμένος της εφημερίδας Sacramento Union, ταξίδεψε στις νήσους Σάντουιτς (σημερινή Χαβάη) προκειμένου να γράψει μια σειρά από ταξιδιωτικά άρθρα. Με την επιστροφή του στο Σαν Φραντσίσκο, μετά από προτροπή του εκδότη John McComb (της εφημερίδας Alta California) αλλά και ωθούμενος από την απήχηση των κειμένων του, ο Τουαίην αποφάσισε να παραχωρήσει μία σειρά διαλέξεων, που τον καταξίωσαν ως ικανό ομιλητή.

Το 1867, ο Τουαίην έπεισε τον McComb να χρηματοδοτήσει ένα δεύτερο ταξίδι του, αυτή τη φορά στην Ευρώπη και την Μέση Ανατολή. Τα ταξιδιωτικά κείμενα του, δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Alta California με μεγάλη απήχηση, ενώ αποτέλεσαν επιπλέον την βάση για το πρώτο βιβλίο του Τουαίην, The Innocents Abroad, δημοσιευμένο το 1869, και το οποίο πρόσφερε στον συγγραφέα του σημαντική αναγνώριση από το κοινό.

Στις 14 Αυγούστου του 1867 το ατμόπλοιο Κουάκερ αγκυροβόλησε στο λιμάνι του Πειραιά. Οι επιβάτες, μεταξύ άλλων και ο Τουαίην έβλεπαν τον Παρθενώνα από το πλοίο και ήταν όλοι ανυπόμονοι να βγουν στη στεριά. Όμως, οι ελληνικές αρχές τούς ενημέρωσαν πως, επειδή έρχονταν από λιμάνι της Ανατολής, έπρεπε πρώτα να μπουν σε καραντίνα για 11 ημέρες, αλλιώς έπρεπε να αποπλεύσουν. Εκείνη τη νύχτα ο Μαρκ Τουαίην μαζί με άλλους τρεις επιβάτες βγήκαν κρυφά στην ακτή, παραβιάζοντας τους νόμους της καραντίνας, με σκοπό να επισκεφθούν την Ακρόπολη. Την περιπέτειά του αυτή στην Αθήνα, ο Μαρκ Τουαίην την περιέγραψε με απίστευτη “αθωότητα” στο βιβλίο του The Innocents Abroad. Η μετάφραση του συγκεκριμένου αποσπάσματος εμπεριέχεται στο ιστορικό μυθιστόρημα[3] Το Νησί Πέρα από Ακτή που το θέμα του αφορά αυθεντικές μαρτυρίες και ιστορίες περιηγητών του 19ου αιώνα, όπως ήταν και ο Τουαίην, στην Αθήνα, τον Πειραιά και τα ελληνικά νησιά.


Η πρώτη γαλλική έκδοση του μυθιστορήματος «Οι περιπέτειες του Χάκλεμπερι Φιν».

Η λογοκρισία του Χακ Φιν

Το μυθιστόρημα Χάκλμπερυ (Χακ) Φιν εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βρετανία τον Δεκέμβριο του 1884 και στις ΗΠΑ το επόμενο έτος. Περιγράφει τις περιπέτειες ενός λευκού έφηβου (Χακ Φιν) κατώτερης κοινωνικής τάξης, που φεύγει από το σπίτι του για να απαλλαγεί από τον μέθυσο και βίαιο πατέρα του, παρέα με έναν δραπέτη δούλο, τον Τζιμ. Ο Τουαίην στο μυθιστόρημα χρησιμοποιεί τη λαϊκή γλώσσα της εποχής του και, μεταξύ άλλων, επαναλαμβάνει πάνω από 200 φορές τη λέξη "νέγρος" (nigger). Το έργο ήδη από το 1885 δέχτηκε αρνητική κριτική από τους λευκούς λόγω της χυδαίας γλώσσας και της ανηθικότητάς του, οπότε χαρακτηρίστηκε έως και "αληθινό σκουπίδι", και εξαιρέθηκε από κάποιες δημόσιες βιβλιοθήκες. Εν τούτοις, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ το έχει χαρακτηρίσει ως τη βάση όλης της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας. Στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα το έργο δέχτηκε νέα κριτική ως ρατσιστικό, και απαγορεύθηκε σε ορισμένα σχολεία των ΗΠΑ, όπου προηγουμένως εχρησιμοποιείτο ως βοηθητικό βιβλίο. Σε νεώτερες αγγλόφωνες εκδόσεις του μυθιστορήματος έχει αντικατασταθεί η λέξη "νέγρος" με το "σκλάβος" και έχει παραληφθεί η λέξη "injun", που αναφερόταν στους ιθαγενείς της Αμερικής. Η απαγόρευση του βιβλίου σε σχολείο της Φιλαδέλφεια "από έναν πολιτικά ορθό όχλο" κρίθηκε αρνητικά, και χαρακτηρίστηκε "λογοκρισία" από εκπρόσωπο του Γραφείου Πνευματικής Ελευθερίας της Αμερικανικής Ένωσης Βιβλιοθηκών.

Φωτογραφία του Μαρκ Τουαίην με τον Χένρυ Χ. Ρότζερς (1908)

Οικογένεια

Την ίδια χρονιά, ο Τουαίην γνώρισε την Ολίβια (Λίβυ) Λάγκντον με την οποία παντρεύτηκε στις 2 Φεβρουαρίου του 1870 και εγκαταστάθηκαν μαζί, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης. Εκεί, ο Τουαίην ανέλαβε καθήκοντα εκδότη και συγγραφέα για την τοπική εφημερίδα Buffalo Express. Μετά την γέννηση του γιου τους, Λάνγκντον, στις 7 Νοεμβρίου του 1871, εγκαταστάθηκαν στο Χάρτφορντ του Κονέκτικατ. Στις 19 Μαρτίου του 1872, γεννήθηκε η πρώτη τους κόρη, Ολίβια Σούζαν, ενώ τον Ιούνιο του ίδιου έτους ο Λάνγκντον πέθανε έχοντας προσβληθεί από διφθέρια. Απέκτησαν μαζί άλλες δύο κόρες, την Κλάρα (1874) και την Τζέην Λάμπτον (1880). Στο διάστημα αυτό, ο Τουαίην έδωσε αρκετές διαλέξεις, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Αγγλία, την οποία επισκέφτηκε για πρώτη φορά.

Η πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος «Ιωάννα της Λωραίνης», 1894

Τελευταία χρόνια

Μέχρι το 1891, ο Τουαίην έζησε στο Χάρτφορντ, όπου ολοκλήρωσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, μεταξύ των οποίων Οι περιπέτειες του Τομ Σώγιερ (1876), Ο Πρίγκιπας και ο Φτωχός (1881) και Ένας Γιάνκης του Κονέκτικατ στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου (1889). Οι περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν – κατά πολλούς το πιο γνωστό βιβλίο του – δημοσιεύτηκε το 1885 και αποτέλεσε ένα από τα πρώτα βιβλία που εκδόθηκαν από τον εκδοτικό οίκο του ίδιου του Τουαίην, The Charles L. Webster Company, για τη διεύθυνση του οποίου ανέλαβε καθήκοντα ο ανηψιός του, Charles Webster.

Αν και τα έργα του είχαν μεγάλη απήχηση, γεγονός που του εξασφάλιζε σημαντικά οικονομικά κέρδη, ο Τουαίην προέβη σε πολλές άστοχες επενδύσεις των χρημάτων του, γεγονός που τον οδήγησε τελικά στα όρια της χρεωκοπίας. Σε μία προσπάθεια του να εξοικονομήσει χρήματα, ώστε να καλύψει τα οικονομικά του χρέη, εγκαταστάθηκε το 1891 οικογενειακώς στην Ευρώπη πραγματοποιώντας αρκετά ταξίδια ανά τον κόσμο μέχρι το 1900. Το 1894, η εκδοτική του εταιρεία αναγκάστηκε να διακόψει τη λειτουργία της γεγονός που ώθησε τον Τουαίην να δώσει μια σειρά διαλέξεων σε διάφορες χώρες, προκειμένου και πάλι να εξοικονομήσει χρήματα. Καταλυτική για την βελτίωση της οικονομικής του κατάστασης ήταν η στενή φιλία που ανέπτυξε με τον βιομήχανο Χένρυ Χάτλστον Ρότζερς, στέλεχος της πετρελαϊκής εταιρείας Standard Oil.

Ο Τουαίην επέστρεψε στην Αμερική το 1900. Κατά τον Ισπανο-Αμερικανικό πόλεμο του 1898, είχε ήδη υϊοθετήσει μία σκληρή στάση απέναντι στην αμερικανική κυβέρνηση, πολιτική στάση που διατήρησε και μετά την επιστροφή στην πατρίδα του, ως αντιπρόεδρος της Αμερικανικής Αντι-Ιμπεριαλιστικής Ένωσης (American Anti-Imperialist League). Οι πολιτικές του απόψεις του είχαν ως αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί από ορισμένους ως προδότης, αλλά και την μη δημοσίευση ορισμένων κειμένων του σε περιοδικά της εποχής, εξαιτίας του φόβου πολλών εκδοτών για πιθανή δυσφήμιση. Το 1903, έχοντας ζήσει στην Νέα Υόρκη για τρία χρόνια, η σύζυγός του αρρώστησε και εγκαταστάθηκαν στη Φλωρεντία της Ιταλίας, όπου η Ολίβια Λάγκντον πέθανε ένα χρόνο αργότερα. Μετά το θάνατό της, ο Τουαίην επέστρεψε στη Νέα Υόρκη. Πέθανε στο Ρέντινγκ του Κονέκτικατ στις 21 Απριλίου του 1910, σε ηλικία 74 ετών.

Ο Μαρκ Τουαίην ήταν αριστοτέχνης χιουμορίστας. Η ζωή του δείχνει τον άνθρωπο, τον γεμάτο ανήσυχη ευθυμία, διαυγή οξυδέρκεια και δυνατή λογική. Τα έργα του, από τη φιλολογική άποψη έχουν γονιμότητα, ευρείς ορίζοντες και αριστοτεχνικό χειρισμό πολλών ζητημάτων και θεμάτων.

Η τύχη και ο πλούτος ευνόησαν απλόχερα τον μεγάλο συγγραφέα που, παρόλο που γελούσε αληθινά στη ζωή, ήταν στο βάθος ένας πικρός σαρκαστής. Και το μυστικό του αυτό το πήρε μαζί του όταν πέθανε

Ο αστεροειδής 2362 Μαρκ Τουαίην (2362 Mark Twain) πήρε το όνομά του από τον συγγραφέα.

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ - ΑΝΕΜΩΝΕΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

 Όμως απόψε, βιάζομαι απόψε, να παραμερίσω όλη τη λησμονιά
και στη θέση της ν’ ακουμπήσω, μια μικρή ανεμώνη....
Κύριε, αμάρτησα ενώπιόν σου, ονειρεύτηκα πολύ μια μικρή ανεμώνη.
Έτσι ξέχασα να ζήσω. 

Τάσος Λειβαδίτης


Γερανιώτης Δημήτριος-Κοπέλα σε Αγρό, 1905


Φώτης Αγγουλές  - Οι παπαρούνες

Ένα μπουκέτο παπαρούνες, φτιαγμένες από σύρματα και φλος,
αναστατώσαν την ψυχή μου.
Ο λογισμός ξαστέρωσε ο θολός κι έπεσε φως μεσ' στο κελί μου.
Ένα μπουκέτο πυρκαγιές, ένα μπουκέτο χείλη,
ένα μπουκέτο ροδαμνιές, σε τροπικό ένα δείλι.
Μα πούναι η αγάπη; Πνίγηκε στο μίσος και στο ψέμα
και στο κελί μου φτάνουνε σπαρακτικές κραυγές.
Κι οι παπαρούνες έγιναν ένα μπουκέτο από πληγές
και στάζουν αίμα.



John William Waterhouse - Windflowers

Γεώργιος Βιζυηνός - Η ἀνεμώνη

Ἕνας βράχος στα βουνά
συλλογιέται μοναχός του.
Ἕνα ρυάκι, που περνᾷ,
κάτι τραγουδάει ἐμπρός του.

Μία ἀνεμώνη, που ἀνθεῖ
εἰς τον βράχο στηριγμένη,
να νοήσῃ προσπαθεῖ
το τραγούδι τί σημαίνει.

Κι᾿ ὅλο σκύφτει πιο πολύ,
και ξεχνᾷ το στήριγμά της.
Τί τραγούδι να λαλῇ
ὁ τρεχάμενος διαβάτης;

Τραγουδεῖ για μία ἀγκαλιά,
που με πόθον ἀνοιγμένη
στην χρυσήν ακρογιαλιά
μέρα νύχτα τον προσμένει.

-Ἄχ, κι᾿ ἂς ἤμουν, λέγ᾿, ἐγώ
κείνη που θα τ᾿ ἀγκαλιάσῃ!

Και τα ρεῦμα το γοργό
σκύβ᾿ ἡ λουλουδιά να φθάσῃ,
Μά, σαν ἔσκυβ᾿ ἔτσι δα
το νερό με την ὁρμή του
τα φυλλάκια της μαδᾷ
τα κατρακυλᾷ μαζύ του.

Τώρα στέκει μαδητή,
στέκει στέλεχος μονάχο!
Διατί, ἄχ! διατί
ξεστηρίχθηκ᾿ ἀπ᾿ τον βράχο!



Poppies by Martiros Saryan


ΜΑΡΚΑΓΓΕΛΟΣ ΔΑΜΟΥΛΑΚΗΣ - Άνοιξε τα μάτια του μυαλού σου

Οι φθόγγοι της κιθάρας σου
τροχοί στο άρμα σου το λουλουδένιο
έτρεχαν στης πίκρας σου το μένος
βγήκες από το σκοτεινό τούνελ
και συνάντησες κήπους
με άσπρες παπαρούνες.

Άνοιξε τα μάτια του μυαλού σου
κραυγή που κλαίει έγινε ο νου σου
σκοτάδι είναι η εκδίκηση
η συγχώρια είν’ το φως σου.
Ένα βότσαλο σφαιρικό και λείο
μέσα στο χέρι ταίριαξε
είναι το σώμα κι η ψυχή
που η αγάπη ένωσε.


Red Poppies Blue Fog -  by Claire Bull

Κική Δημουλά  - ΑΥΤΟΣΥΝΤΗΡΗΣΗ

Θα πρέπει να ἦταν ἄνοιξη
γιατί ἡ μνήμη αὐτή
ὑπερπηδώντας παπαροῦνες ἔρχεται.

Ἐκτός ἐάν ἡ νοσταλγία
ἀπό πολύ βιασύνη,
παραγνώρισ᾿ ἐνθυμούμενο.
Μοιάζουνε τόσο μεταξύ τους ὅλα
ὅταν τα πάρει ὁ χαμός.
Ἀλλά μπορεῖ νά ῾ναι ξένο αὐτό το φόντο,
νά ῾ναι παπαροῦνες δανεισμένες
ἀπό μιαν ἄλλην ἱστορία,

δική μου ἢ ξένη.
Τα κάνει κάτι τέτοια ἡ ἀναπόληση.
Ἀπό φιλοκαλία κι ἔπαρση.




 Claude Monet: Wild Poppies near Argenteuil.


Γιώργος Δροσίνης - Παπαρούνες

Οι παπαρούνες λυγερές
στον κάμπο σαν κοπέλες,
με πράσινα φορέματα
και κόκκινες ομπρέλες. 



Poppy Field, 1890 by Vincent Van Gogh

Οδυσσέας Ελύτης - ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ (1943)

Μέρα στιλπνή αχιβάδα της φωνής που μ' έπλασες
Γυμνόν να περπατώ στις καθημερινές μου Κυριακές

Ανάμεσ' από των γιαλών τα καλωσόρισες
Φύσα τον πρωτογνώριστο άνεμο

Άπλωσε μια πρασιά στοργής
Για να κυλήσει ο ήλιος το κεφάλι του
Ν' ανάψει με τα χείλια του τις παπαρούνες
Τις παπαρούνες που θα δρέψουν οι περήφανοι άνθρωποι
Για να μην είναι άλλο σημάδι στο γυμνό τους στήθος


Από το αίμα της αψηφισιάς που ξέγραψε τη θλίψη
Φτάνοντας ως τη μνήμη της ελευθερίας.




Vincent Van Gogh: “Poppies” – 1886


Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη  "ΜΑΗ"

Μάη που μας μάγευες στις όχθες του Στρυμόνα
Μάη που μας στεφάνωνες με χαμομήλι και μολόχα
Μάη που μας κούναγες με τον άνεμο στα καραγάτσια
Μάη παιδίσκης έρωτα που έπαιζες κρυφτό στα στάχυα
Μάη που σου ’ πλεκε τα μαλλιά η μάνα στο κατώφλι
Μάη κόκκινα λάβαρα στη Drottninggatan και στο Slottsbacken
Μάη μαύρο άλογο που μάτωσες την πιο αβρή μας παπαρούνα


*Οδός Βασιλίσσης,  κεντρική οδός στην Ουψάλα, όπου γίνεται η εργατική διαδήλωση
*Ο Λόφος του παλατιού, στην Ουψάλα, όπου καταλήγει σε συγκέντρωση η διαδήλωση

Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, Όλα σιγούν εκκωφαντικά ηχούν ακατάληπτα, Εκδόσεις ΡΩΜΗ, 2020

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΡΑΜΑΝΔΑΝΗ "Ο ΕΜΟΣ ΕΡΩΣ"



Μια στα ύψη μια στα βάθη
ο έρωτας με πηγαίνει.
Μια στα ουράνια μια στα έγκατα
η τρέλα του νου μ’ εκτινάζει.
Αυτό που δεν λέει η καρδιά
το ουρλιάζει η ψυχή.
Αυτό που δεν φανερώνει η μιλιά
το ξεφουρνίζει η καρδιά.
Μεταμορφώθηκα σε παπαρούνα
τόσο ευαίσθητη, κατακόκκινη,
τόσο ντροπαλή, ανθεκτική,
τόσο όμορφη κι ανοιξιάτικη.
Μη με κόψεις.
Μη με μυρίσεις.
Μη με μαδήσεις.
Μη με πονέσεις.
Μη με φιλήσεις.
Μη με αγγίξεις.
Γι’ αυτήν την έρμη αγάπη
που χρόνια τώρα μας δένει.
Και ο εμός έρως μου λες;
Ας περιμένει τις νύχτες τ’ Αυγούστου
τότε με τις λιγωμένες πανσέληνους,
τους μαστιγωμένους καύσωνες,
τότε με τις αρεστές ρομαντζάδες
και τα γλυκά ηλιοβασιλέματα.
Τότε με τις ευχές της Παναγιάς,
με τη γλύκα των κόκκινων σταφυλιών
και τα φανταχτερά μπουρίνια της καρδιάς.
Τότε ο εμός έρως θα ανθίσει.
Τότε ο εμός έρως θα μεθύσει.
Ως τότε όμως κράτα
τα μύχια πέταλα της βαθιάς αγάπης μου.
Αντέχεις άραγε;
ΝΕΑ ΣΥΛΛΟΓΗ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΡΑΜΑΝΔΑΝΗ

Η φωτογραφία είναι από τη σελίδα Υπεροχες Φωτογραφιες








ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΡΑΒΟΣ ( 1948- 20 Απριλίου 1987 )

Ο Χρήστος Μπράβος (1948-1987) γεννήθηκε στη Δεσκάτη Γρεβενών, αλλά από τα δεκαοχτώ του χρόνια έζησε στην Αθήνα. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Πατρών και εργάστηκε στο Υπουργείο Οικονομικών. Ανήκει στη γενιά του 1970, αλλά κυκλοφόρησε όψιμα την πρώτη του ποιητική συλλογή "Ορεινό καταφύγιο", μόλις το 1983. Δυο χρόνια αργότερα εξέδωσε μια δεύτερη, "Με των αλόγων τα φαντάσματα", κι ένα μονόφυλλο το 1986 με το ποίημα "Σονέτο του σκοτεινού θανάτου", το οποίο γράφεται με αφορμή τα πενήντα χρόνια από το θάνατο του Λόρκα. Δημοσίευσε άρθρα, χρονογραφήματα και κείμενα κριτικής. Ανάμεσα στα τελευταία, πέντε όλα κι όλα, ενήμερα από βιβλιογραφική άποψη και οξυδερκή από αναγνωστική, ξεχωρίζουν τρία, για το λόγο ότι αναφέρονται στο Μίλτο Σαχτούρη, έναν ποιητή στον οποίο ο Μπράβος μαθήτευσεε ιδιαίτερα γόνιμα: "Η κριτική και ο Μίλτος Σαχτούρης. Ένας 'περίπατος' από αφορμή την Εισαγωγή στην ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη του Γιάννη Δάλλα", περ. "Ο Λογοτεχνικός Πολίτης", τχ. 43 (Ιούνιος 1981), σ. 70-73· "Μίλτου Σαχτούρη ''Εκτοπλάσματα', σελίδες 21", περ. "Το Δέντρο", τχ. 33-34 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1987), σ. 21-23· "Η 'αποκριά' του Μίλτου Σαχτούρη: Ξόρκι ή όχημα της φρίκης;", περ. "Γράμματα και Τέχνες", τχ. 16 (Απρίλιος 1983), σ. 24-25. Ο ποιητής ασθένησε σοβαρά και πέθανε στα 39 του χρόνια, στις 20 Απριλίου 1987, δεύτερη μέρα του Πάσχα. Ύστερα από το θάνατό του, το 1996, εκδίδεται η συλλογή "Μετά τα μυθικά", με εικόνες του Χρόνη Μπότσογλου, πρόλογο του Μιχάλη Γκανά και επιμέλεια-επίμετρο του Μισέλ Φάις. Η συλλογή, στην οποία εμπεριέχεται και το μονόφυλλο του 1986, μοιράζεται σε δύο ενότητες: "Ξύλινα τείχη" και "Μετά τα μυθικά", με πέντε και επτά ποιήματα αντίστοιχα. Τα πρώτα, χρονολογημένα, γράφονται ανάμεσα στις 28-3-1982 και 23-6-1983 (ένα στις 9-4-1985), ενώ τα δεύτερα είναι αχρονολόγητα αλλά πάντως γραμμένα μετά τις δύο δημοσιευμένες συλλογές του.http://www.biblionet.gr/


οι ήχοι

Ανάκουστος κελαηδισμός- σαν κλάμα.
Η νύφη μοναχή
σαλεύει ο φράχτης φέγγουν κοντακιές
πιο κάτω πλένουν σκούτινα
δε βάφουν της Λαμπρής τ’ αυγά.
Στάχυ της νύφης η φωνή
κι αλεύρι ο θάνατος
εκεί που οπλίζει ο γαμπρός
ο τόπος λαμπαδιάζει.
Η Χειμερία νάρκη έπεται.

✦✦✦✦

 οι δρόμοι

Κάρβουνα να περάσει ο Επιτάφιος
η Ελένη το πουλί θα κελαηδήσει.
Ο πραματευτής κατεβαίνει
κουβαλάει κρανία
ο Οδυσσέας ξεφεύγει
φίλοι παλιοί σ’ άλλη πτώση
-Φίλιππος Μιλτιάδης Ιωάννης Μιχαήλ-
ο Μπότσαρης που γνώρισες
εβγήκε Φώτης.
Ζαρκάδια στη γυάλα.

✦✦✦✦

Γενέθλιος τόπος

Πατρίδα των απόντων.

Οι φράχτες
κ οι φωλιές των βράχων
κρατούν ακόμα βογγητά.

Ο χρόνος μετριέται
με Ψυχοσάββατα.

✦✦✦✦

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/









ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ ( 20 Απριλίου 1922 - 30 Οκτωβρίου1988 )

 

Ο Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης ( 20 Απριλίου 1922 - 30 Οκτωβρίου1988 ) ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής. Γεννήθηκε και πέθανε στην Αθήνα, έχοντας καταγωγή από την Κοντοβάζαινα.
Γιος του Λύσανδρου και της Βασιλικής, γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του 1922 είχε τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια, μια αδερφή και τρεις αδερφούς. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς με συνέπεια να εξοριστεί από το 1947 έως το 1951. Στο Μούδρο, στη Μακρόνησο και μετά στον Αϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ' όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» θεωρήθηκε «κήρυγμα ανατρεπτικό» και κατασχέθηκε. Τελικά το δικαστήριο (Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, 10 Φεβρουαρίου 1955) τον απάλλαξε λόγω αμφιβολιών.

Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (τεύχ. 55,15-11-46) με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη». Το 1947 συνεργάστηκε στην έκδοση του περιοδικού «Θεμέλιο». Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και εργάστηκε επίσης σαν κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή, από το 1954 - 1980 (με εξαίρεση τα έτη 1967-74 που η εφημερίδα είχε κλείσει λόγω δικτατορίας) και το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (1962-1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια.
Στο διάστημα της Χούντας των Συνταγματαρχών ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει ή διασκευάζει λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης με το ψευδώνυμο Pόκκος. Αδερφός του ήταν ο ηθοποιός Αλέκος Λειβαδίτης και ανιψιός του ο ηθοποιός Θάνος Λειβαδίτης.
Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα 30 Οκτωβρίου 1988, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου».
Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, στο δίσκο «Πολιτεία» (1961), «Της εξορίας» (1976), «Πολιτεία Γ' - Οκτώβρης '78» (1976), «Τα Λυρικά» (1977), «Λειτουργία Νο2: Για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο» (1987), τονΜάνο Λοΐζο στο δίσκο «Για μια μέρα ζωής» (1980), τον Γιώργο Τσαγκάρη στο δίσκο «Φυσάει» (1993) με ερμηνευτή τοΒασίλη Παπακωνσταντίνου και τη συμμετοχή του ηθοποιού Γιώργου Μιχαλακόπουλου, τον Μιχάλη Γρηγορίου στο δίσκο «Σκοτεινή πράξη, ένα Ορατόριο σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη» (1997) και από το συγκρότημα Όναρ στο δίσκο «Αλαντίν, τελειώσαν οι ευχές σου» (2003).
Συνυπέγραψε ακόμη με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών «Ο θρίαμβος» και «Συνοικία το όνειρο» σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη.
Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Σερβικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινεζικά και Αγγλικά.
Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου»), το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του «Συμφωνία αρ.Ι»), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976 για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα»), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979 για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας»).
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Εταιρείας Συγγραφέων».
Έγραψε επίσης κι ένα μικρό τόμο με τίτλο: «Έλληνες ποιητές», ο οποίος αναφέρεται στις συλλογές που εκδόθηκαν την περίοδο 1978-1981, και αποτελεί μια απογραφή 74 ποιητικών συλλογών.

Όπως σημειώνει ο Τίτος Πατρίκιος, φίλος και συνεργάτης του Λειβαδίτη, ήταν τόσο αφοσιωμένος στην ποίηση ώστε όσα ποιήματα του έστελναν «τα διάβαζε όλα ως το κόκαλο και όσο μεγαλύτερη αξία τους έβρισκε, τόσο την αναγνώριζε και τη διακήρυσσε». Και παρακάτω: «άσκησε την κριτική με διεισδυτική ευαισθησία, με στοχασμό που δεν κατέληγε σε κάποια κανονιστικότητα, με άνοιγμα σε όλους τους τρόπους της ποίησης και αγάπη για όλους τους ποιητές, χωρίς εύνοιες και πατερναλισμούς».

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Αγαπημένη μου

Δος μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.
Σ’ έβρισκα, αγαπημένη,
στο χαμόγελο όλων των αυριανών ανθρώπων.
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου αγαπημένη μου.

Ύστερα έρχόταν η βροχή.
Mα έγραφα σ’ όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ’ όνομα σου
κι έτσι είχε ξαστεριά στη κάμαρά μας.
Kράταγα τα χέρια σου
κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη.
Tα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα,
στο στόμα σου ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη…

Oλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο αγάπη μου,
τότε που μου χαμογελούσες.

Στην πιό μικρή στιγμή μαζί σου,
έζησα όλη τη ζωή.

Hξερες να δίνεσαι, αγάπη μου.
Δινόσουνα ολάκερη
και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
παρά μόνο την έγνοια αν έχεις ολάκερη δοθεί.

Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Kαι τότε όλα τα βράδια κι όλα τα τραγούδια
θάναι δικά μας.

Θά ’θελα να φωνάξω τ’ όνομά σου,
αγάπη μου, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Nα το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.

Ναι, αγαπημένη μου, πολύ πριν να σε συναντήσω
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα…

Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά-θυμάσαι;-
μου άπλωσες τα χέρια σου τόσο τρυφερά
σα να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια
με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου,
αγαπημένη μου…

Αγαπημένη, σου χρωστάω κάτι πιο πολύ απ’ τον έρωτα
εγώ σου χρωστάω το τραγούδι και την ελπίδα, τα δάκρυα
και πάλι την ελπίδα.

Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.
Θα’ θελα να φωνάξω το όνομά σου, αγάπη, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Να τ’ ακούσουν οι χτίστες απ’ τις σκαλωσιές
και να φιλιούνται με τον ήλιο
να το μάθουν στα καράβια οι θερμαστές
και ν’ ανασάνουν όλα τα τριαντάφυλλα
να τ’ ακούσει η άνοιξη και να ‘ρχεται πιο γρήγορα
να το μάθουν τα παιδιά για να μη φοβούνται το σκοτάδι,
να το λένε τα καλάμια στις ακροποταμιές,
τα τρυγόνια στους φράχτες…

Να το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.

Να τα’ ακούσει ο χρόνος και να μη σ’ αγγίξει, αγάπη μου, ποτέ.
… Μες στην αγάπη μας είναι ένα δροσερό κλωνάρι
ένα σπουργίτι
μια φυσαρμόνικα…

Καλημέρα γειτόνισσες
να και κει, αγάπη μου, εκεί στη γωνιά,
κοίταξε την άνοιξη που έρχεται
κοίταξε αυτά τα παλικάρια που γνέφουνε με τα δρεπάνια
και τα κορίτσια πίσω τους που δένουν σε δεμάτια τις ακτίνες του ήλιου
κοίταξε μας γνέφουν. Όλα μας γνέφουν. Καλημέρα.

Καλημέρα όλα εσείς κοντινά και μακρινά μου αδέρφια.
Ελάτε να σας γνωρίσω την αγαπημένη μου.
Πέστε μου, δεν είναι όμορφη;
Σαν τη ζωή και το τραγούδι, αδέρφια μου, την αγαπάω.

Και πιο πολύ.
Καλημέρα ουρανέ, καλημέρα ήλιε, καλημέρα άνοιξη.
Ελάτε λοιπόν να σας γνωρίσω την αγαπημένη μου.
Καλημέρα ευτυχία.

Δώσ’ μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.
Σ’ όλους τους τοίχους απόψε ντουφεκίζεται η ζωή.
Aνάμεσά μας ρίχναν οι άνθρωποι το μεγάλον ίσκιο τους.
Tι θα απογίνουμε, αγαπημένη;
…μια φέτα ψωμί που δε θα τη μοιραζόμαστε πως να την αγγίξω;

Πως θ’ άνοιγα μια πόρτα όταν δε θα ‘τανε για να σε συναντήσω
πως να διαβώ ένα κατώφλι αφού δε θα ‘ναι για να σε βρω.
Ήταν σα να ‘χε πεθάνει κι η τελευταία ανάμνηση πάνω στη γη.
Που είναι λοιπόν ένα χαμόγελο να μας βεβαιώσει πως υπάρχουμε…
…ένιωσες ξαφνικά ένα χέρι να ψαχουλεύει στο σκοτάδι
και να σφίγγει το δικό σου χέρι.

Kι ήταν σα να ‘χε γεννηθεί η πρώτη ελπίδα πάνω στη γη.
…έτσι λέει ο Hλίας: «εγώ θα βρω τον τρόπο να παίζω φυσαρμόνικα»
κι ας τού χουν κόψει και τα δυο του χέρια.

Kι έτσι κάθε βράδυ η λάμπα έσβηνε τη μέρα μας.
Kι όταν ήτανε να πεθάνουμε αυτοί μας μίλησαν για τη ζωή.
Tότε κι εμείς μπορέσαμε να πεθάνουμε.
Σ’ εύρισκα, αγαπημένη, στο χαμόγελο όλων των αυριανών ανθρώπων.

Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου
αγαπημένη μου.

Mα και τι να πει κανείς
όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός και τα μάτια σου
τόσο μεγάλα.

Ύστερα ερχόταν η βροχή.
Mα έγραφα σ’ όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ’ όνομα σου
κι έτσι είχε ξαστεριά στη κάμαρά μας. Kράταγα τα χέρια σου
κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη. Tα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα,
στο στόμα σου ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη…

Όλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο, αγάπη μου
τότε που μου χαμογελούσες.
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.
Ήξερες να δίνεσαι, αγάπη μου. Δινόσουνα ολάκερη
και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
παρά μόνο την έγνοια αν έχεις ολάκερη δοθεί.

Tο παιδί μας, Mαρία, θα πρέπει να μοιάζει με όλους τους
ανθρώπους
που δικαιώνουν τη ζωή.

Φοβούνται τον ουρανό που κοιτάζουμε
φοβούνται το πεζούλι που ακουμπάμε
φοβούνται το αδράχτι της μητέρας μας και το αλφαβητάρι του
παιδιού μας
φοβούνται τα χέρια σου, που ξέρουν ν’ αγκαλιάζουν τόσο τρυφερά…

Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Kαι τότε
όλα τα βράδια κι όλα τα τραγούδια
θα ‘ναι δικά μας.
Θα ‘θελα να φωνάξω τ’ όνομά σου, αγάπη, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Nα το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.
Aφού κάθε στιγμή οι άνθρωποι θα μας βρίσκουν
στο ήρεμο ψωμί,
στα δίκαια χέρια,
στην αιώνια ελπίδα,
πώς θα μπορούσαμε, αγαπημένη μου,
να ‘χουμε πεθάνει..


Ο Τάσος Λειβαδίτης μαζί με τον Γιάννη Ρίτσο στην εξορία
Ο επίλογος

Κι αν έφτασα τόσο μακριά, ήταν για να μην ακούσω που δε μου αποκρίθηκαν
κι αχ, πλανήθηκα πολύ σε δρόμους, ακολουθώντας τούτο η εκείνο, κληρονόμος μιας ανεξήγητης ώρας: τότε που όλα θα εξηγηθούν,
……χωρίς λόγια ή και χωρίς να υπάρχουμε καν — όταν, τέλος, ξαναγύρισα η πόλη είχε λεηλατηθεί, τα βαγόνια αναποδογυρισμένα,
……η εξέγερση ήταν πια παρελθόν κι όσοι απόμεναν όρθιοι πυροβολούσαν ακόμα
για ένα φτωχό έπαθλο στα υπαίθρια σκοπευτήρια
……και το βράδυ «τι ώρα είναι;» ρωτάς, «οχτώ» σου απαντάνε, με τέτοιες άθλιες βεβαιότητες ζούμε
και κανείς δεν είδε το έγκλημα — αφού το τέλειο έγκλημα έγινε
……εκεί που δεν μπορεί πια τίποτα να συμβεί. Όμως εγώ υπήρξα ανυπόμονος
σαν κάποιον που ανοίγει την ομπρέλα του σε καιρούς ξηρασίας (ίσως γιατί δε θέλει να ξεχάσει),
……ή κάποιον που ντύνεται γυναίκα για να πει ένα ψέμα ακόμα παιδικό —
μη μ’ αδικείτε, λοιπόν, αν έκλεισα τα μάτια, ήταν για να υπερασπίσω τον κόσμο
……ή θυμόμουν τα χέρια της μητέρας καθώς έβαζαν τη σκούπα πίσω απ’ τη χαλαρωμένη πόρτα
……— στερεώνοντας ίσως κάτι πιο μακρινό,
……ενώ το κοιμητήρι, αντίκρυ, θρόιζε απαλά, σαν το σύντομο επίλογο ενός μυστηρίου.

《》《》《》《》
Περιμένοντας το βράδυ

Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πότε, όμως τα βραδιά
κάποιος κλαίει πίσω από την πόρτα
κι η μουσική είναι φίλη μας – και συχνά μέσα στον ύπνο
ακούμε τα βήματα παλιών πνιγμένων ή περνούν μες
στον καθρέφτη πρόσωπα
που τα είδαμε κάποτε σ’ ένα δρόμο η ένα παράθυρο
και ξανάρχονται επίμονα
σαν ένα άρωμα απ’ τη νιότη μας – το μέλλον είναι άγνωστο
το παρελθόν ένα αίνιγμα
η στιγμή βιαστική κι ανεξήγητη.
Οι ταξιδιώτες χάθηκαν στο βάθος
άλλους τους κράτησε για πάντα το φεγγάρι
οι καγκελόπορτες το βράδυ ανοίγουνε μ’ ένα λυγμό
οι ταχυδρόμοι ξέχασαν το δρόμο
κι η εξήγηση θα ‘ρθει κάποτε
όταν δεν θα χρειάζεται πια καμία εξήγηση

Α, πόσα ρόδα στο ηλιοβασίλεμα – τι έρωτες Θέε μου, τι ηδονές
τι όνειρα,
ας πάμε τώρα να εξαγνιστούμε μες στη λησμονιά.

《》《》《》《》
Ανάσταση 

……«Δε σ’ ακολουθώ πια» φώναξα, μα εκείνος μ’ έσπρωξε, το αμάξι κατρακύλησε μες στη νύχτα, πού πηγαίναμε; στις γωνιές, με μεγάλα κάτωχρα πρόσωπα, στέκανε οι Σιωπηλοί, μόλις προφταίναμε να παραμερίσουμε για να μη μας γκρεμίσουν,
……κι οι οργανοπαίχτες που ακολουθούσαν, μισομεθυσμένοι, με την ψυχή τους απροστάτευτη απ’ τη βροχή, φορούσαν κάτι σταχτιά, στραπατσαρισμένα καπέλα, απ’ αυτά που βρίσκονται στον ουρανό, μαζί με τα παιδιά και τους σαστισμένους,
……κι αυτό το κάθαρμα ο αμαξάς προσπαθούσε να κρύψει μ’ ένα σάλι το βρόμικο μούτρο του, ενώ εγώ ήξερα πως ήταν εκείνος ο αλήτης, που μια νύχτα αρνήθηκα να πιω ένα ποτήρι μαζί του,
……έπρεπε να ξεφύγω, γλίστρησα κρυφά και νοίκιασα ένα δωμάτιο σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο, μα όπως εκείνη τη νύχτα με μαστίγωνε η πόρνη, κι άκουγα τη θεία εκμυστήρευση, ήρθε και γονάτισε δίπλα μου,
……τότε τον ακολούθησα, κι όπως βαδίζαμε, είδαμε άυπνο και χλωμό τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, «πλαγιάζω στον τάφο και τρέμω, πως κάθε τόσο θα με ξανασηκώσουν» είπε λυπημένος,
……γιατί αν χρειάζονταν κάποιον να βοηθήσει για το σταυρό, πάλι αυτόν θα συναντούσαν στο δρόμο.


ΑηΣτράτης, 1951Με την γυναίκα του και την κόρη του ( πηγή)


Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/