Δημήτρης Μαρωνίτης(22 Απριλίου 1929 - 12 Ιουλίου 2016)
Μαρία Θαμπράνο (22 Απριλίου 1904 - 6 Φεβρουαρίου 1991) , Ισπανίδα φιλόσοφος, δοκιμιογράφος και ποιήτρια.
Σάμουελ Λάνγκχορν Κλέμενς - Μαρκ Τουαίην (30 Νοεμβρίου 1835 – 21 Απριλίου 1910)
O Μαρκ Τουαίην σε ηλικία 15 ετών |
Ο πατέρας του πέθανε το 1847 αφήνοντας στην οικογένεια αρκετά οικονομικά χρέη, γεγονός που ανάγκασε τον Τουαίην να εγκαταλείψει το σχολείο και να εργαστεί. Ο μεγαλύτερος αδελφός του Οράιον, ξεκίνησε το 1850 να εκδίδει την εφημερίδα Hannibal Journal, στην οποία ο Τουαίην δημοσίευε κατά διαστήματα κείμενά του. Παράλληλα πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στις ανατολικές και στις δυτικές πολιτείες των Η.Π.Α., εργαζόμενος ως τυπογράφος. Έπειτα από δέκα χρόνια, ενώ ταξίδευε για δουλειές στη Νέα Ορλεάνη, αποφάσισε ξαφνικά να γίνει οδηγός ποταμόπλοιου, ένα επάγγελμα το οποίο ο ίδιος αναγνώρισε πως του πρόσφερε σημαντικές εμπειρίες, ενώ ήρθε σε επαφή με πολλούς διαφορετικούς χαρακτήρες. Ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος σε συνδυασμό με την εμφάνιση των σιδηροδρόμων, είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί το εμπόριο μέσω ποταμόπλοιων, γεγονός που ανάγκασε τον Τουαίην να αναζητήσει μία νέα επαγγελματική διέξοδο.
ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ - ΑΝΕΜΩΝΕΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ
Ένα μπουκέτο παπαρούνες, φτιαγμένες από σύρματα και φλος,
αναστατώσαν την ψυχή μου.
Ο λογισμός ξαστέρωσε ο θολός κι έπεσε φως μεσ' στο κελί μου.
Ένα μπουκέτο πυρκαγιές, ένα μπουκέτο χείλη,
ένα μπουκέτο ροδαμνιές, σε τροπικό ένα δείλι.
Μα πούναι η αγάπη; Πνίγηκε στο μίσος και στο ψέμα
και στο κελί μου φτάνουνε σπαρακτικές κραυγές.
Κι οι παπαρούνες έγιναν ένα μπουκέτο από πληγές
και στάζουν αίμα.
Γεώργιος Βιζυηνός - Η ἀνεμώνη
Ἕνας βράχος στα βουνά
συλλογιέται μοναχός του.
Ἕνα ρυάκι, που περνᾷ,
κάτι τραγουδάει ἐμπρός του.
Μία ἀνεμώνη, που ἀνθεῖ
εἰς τον βράχο στηριγμένη,
να νοήσῃ προσπαθεῖ
το τραγούδι τί σημαίνει.
Κι᾿ ὅλο σκύφτει πιο πολύ,
και ξεχνᾷ το στήριγμά της.
Τί τραγούδι να λαλῇ
ὁ τρεχάμενος διαβάτης;
Τραγουδεῖ για μία ἀγκαλιά,
που με πόθον ἀνοιγμένη
στην χρυσήν ακρογιαλιά
μέρα νύχτα τον προσμένει.
-Ἄχ, κι᾿ ἂς ἤμουν, λέγ᾿, ἐγώ
κείνη που θα τ᾿ ἀγκαλιάσῃ!
Και τα ρεῦμα το γοργό
σκύβ᾿ ἡ λουλουδιά να φθάσῃ,
Μά, σαν ἔσκυβ᾿ ἔτσι δα
το νερό με την ὁρμή του
τα φυλλάκια της μαδᾷ
τα κατρακυλᾷ μαζύ του.
Τώρα στέκει μαδητή,
στέκει στέλεχος μονάχο!
Διατί, ἄχ! διατί
ξεστηρίχθηκ᾿ ἀπ᾿ τον βράχο!
ΜΑΡΚΑΓΓΕΛΟΣ ΔΑΜΟΥΛΑΚΗΣ - Άνοιξε τα μάτια του μυαλού σου
Οι φθόγγοι της κιθάρας σου
τροχοί στο άρμα σου το λουλουδένιο
έτρεχαν στης πίκρας σου το μένος
βγήκες από το σκοτεινό τούνελ
και συνάντησες κήπους
με άσπρες παπαρούνες.
Άνοιξε τα μάτια του μυαλού σου
κραυγή που κλαίει έγινε ο νου σου
σκοτάδι είναι η εκδίκηση
η συγχώρια είν’ το φως σου.
Ένα βότσαλο σφαιρικό και λείο
μέσα στο χέρι ταίριαξε
είναι το σώμα κι η ψυχή
που η αγάπη ένωσε.
Κική Δημουλά - ΑΥΤΟΣΥΝΤΗΡΗΣΗ
Θα πρέπει να ἦταν ἄνοιξη
γιατί ἡ μνήμη αὐτή
ὑπερπηδώντας παπαροῦνες ἔρχεται.
Ἐκτός ἐάν ἡ νοσταλγία
ἀπό πολύ βιασύνη,
παραγνώρισ᾿ ἐνθυμούμενο.
Μοιάζουνε τόσο μεταξύ τους ὅλα
ὅταν τα πάρει ὁ χαμός.
Ἀλλά μπορεῖ νά ῾ναι ξένο αὐτό το φόντο,
νά ῾ναι παπαροῦνες δανεισμένες
ἀπό μιαν ἄλλην ἱστορία,
δική μου ἢ ξένη.
Τα κάνει κάτι τέτοια ἡ ἀναπόληση.
Ἀπό φιλοκαλία κι ἔπαρση.
Γιώργος Δροσίνης - Παπαρούνες
Οι παπαρούνες λυγερές
στον κάμπο σαν κοπέλες,
με πράσινα φορέματα
και κόκκινες ομπρέλες.
Οδυσσέας Ελύτης - ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ (1943)
Μέρα στιλπνή αχιβάδα της φωνής που μ' έπλασες
Γυμνόν να περπατώ στις καθημερινές μου Κυριακές
Ανάμεσ' από των γιαλών τα καλωσόρισες
Φύσα τον πρωτογνώριστο άνεμο
Άπλωσε μια πρασιά στοργής
Για να κυλήσει ο ήλιος το κεφάλι του
Ν' ανάψει με τα χείλια του τις παπαρούνες
Τις παπαρούνες που θα δρέψουν οι περήφανοι άνθρωποι
Για να μην είναι άλλο σημάδι στο γυμνό τους στήθος
Από το αίμα της αψηφισιάς που ξέγραψε τη θλίψη
Φτάνοντας ως τη μνήμη της ελευθερίας.
Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη "ΜΑΗ"
Μάη που μας μάγευες στις όχθες του Στρυμόνα
Μάη που μας στεφάνωνες με χαμομήλι και μολόχα
Μάη που μας κούναγες με τον άνεμο στα καραγάτσια
Μάη παιδίσκης έρωτα που έπαιζες κρυφτό στα στάχυα
Μάη που σου ’ πλεκε τα μαλλιά η μάνα στο κατώφλι
Μάη κόκκινα λάβαρα στη Drottninggatan και στο Slottsbacken
Μάη μαύρο άλογο που μάτωσες την πιο αβρή μας παπαρούνα
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΡΑΜΑΝΔΑΝΗ "Ο ΕΜΟΣ ΕΡΩΣ"
Μια στα ύψη μια στα βάθη
ο έρωτας με πηγαίνει.
Μια στα ουράνια μια στα έγκατα
η τρέλα του νου μ’ εκτινάζει.
Αυτό που δεν λέει η καρδιά
το ουρλιάζει η ψυχή.
Αυτό που δεν φανερώνει η μιλιά
το ξεφουρνίζει η καρδιά.
Μεταμορφώθηκα σε παπαρούνα
τόσο ευαίσθητη, κατακόκκινη,
τόσο ντροπαλή, ανθεκτική,
τόσο όμορφη κι ανοιξιάτικη.
Μη με κόψεις.
Μη με μυρίσεις.
Μη με μαδήσεις.
Μη με πονέσεις.
Μη με φιλήσεις.
Μη με αγγίξεις.
Γι’ αυτήν την έρμη αγάπη
που χρόνια τώρα μας δένει.
Και ο εμός έρως μου λες;
Ας περιμένει τις νύχτες τ’ Αυγούστου
τότε με τις λιγωμένες πανσέληνους,
τους μαστιγωμένους καύσωνες,
τότε με τις αρεστές ρομαντζάδες
και τα γλυκά ηλιοβασιλέματα.
Τότε με τις ευχές της Παναγιάς,
με τη γλύκα των κόκκινων σταφυλιών
και τα φανταχτερά μπουρίνια της καρδιάς.
Τότε ο εμός έρως θα ανθίσει.
Τότε ο εμός έρως θα μεθύσει.
Ως τότε όμως κράτα
τα μύχια πέταλα της βαθιάς αγάπης μου.
Αντέχεις άραγε;
ΝΕΑ ΣΥΛΛΟΓΗ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΡΑΜΑΝΔΑΝΗ
Η φωτογραφία είναι από τη σελίδα Υπεροχες Φωτογραφιες
ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΡΑΒΟΣ ( 1948- 20 Απριλίου 1987 )
Ανάκουστος κελαηδισμός- σαν κλάμα.
Η νύφη μοναχή
σαλεύει ο φράχτης φέγγουν κοντακιές
πιο κάτω πλένουν σκούτινα
δε βάφουν της Λαμπρής τ’ αυγά.
Στάχυ της νύφης η φωνή
κι αλεύρι ο θάνατος
εκεί που οπλίζει ο γαμπρός
ο τόπος λαμπαδιάζει.
Η Χειμερία νάρκη έπεται.
✦✦✦✦
οι δρόμοι
Κάρβουνα να περάσει ο Επιτάφιος
η Ελένη το πουλί θα κελαηδήσει.
Ο πραματευτής κατεβαίνει
κουβαλάει κρανία
ο Οδυσσέας ξεφεύγει
φίλοι παλιοί σ’ άλλη πτώση
-Φίλιππος Μιλτιάδης Ιωάννης Μιχαήλ-
ο Μπότσαρης που γνώρισες
εβγήκε Φώτης.
Ζαρκάδια στη γυάλα.
✦✦✦✦
Γενέθλιος τόπος
Πατρίδα των απόντων.
Οι φράχτες
κ οι φωλιές των βράχων
κρατούν ακόμα βογγητά.
Ο χρόνος μετριέται
με Ψυχοσάββατα.
✦✦✦✦
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ ( 20 Απριλίου 1922 - 30 Οκτωβρίου1988 )
Αγαπημένη μου
Δος μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.
Σ’ έβρισκα, αγαπημένη,
στο χαμόγελο όλων των αυριανών ανθρώπων.
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου αγαπημένη μου.
Ύστερα έρχόταν η βροχή.
Mα έγραφα σ’ όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ’ όνομα σου
κι έτσι είχε ξαστεριά στη κάμαρά μας.
Kράταγα τα χέρια σου
κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη.
Tα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα,
στο στόμα σου ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη…
Oλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο αγάπη μου,
τότε που μου χαμογελούσες.
Στην πιό μικρή στιγμή μαζί σου,
έζησα όλη τη ζωή.
Hξερες να δίνεσαι, αγάπη μου.
Δινόσουνα ολάκερη
και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
παρά μόνο την έγνοια αν έχεις ολάκερη δοθεί.
Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Kαι τότε όλα τα βράδια κι όλα τα τραγούδια
θάναι δικά μας.
Θά ’θελα να φωνάξω τ’ όνομά σου,
αγάπη μου, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Nα το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.
Ναι, αγαπημένη μου, πολύ πριν να σε συναντήσω
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα…
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά-θυμάσαι;-
μου άπλωσες τα χέρια σου τόσο τρυφερά
σα να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια
με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου,
αγαπημένη μου…
Αγαπημένη, σου χρωστάω κάτι πιο πολύ απ’ τον έρωτα
εγώ σου χρωστάω το τραγούδι και την ελπίδα, τα δάκρυα
και πάλι την ελπίδα.
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.
Θα’ θελα να φωνάξω το όνομά σου, αγάπη, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Να τ’ ακούσουν οι χτίστες απ’ τις σκαλωσιές
και να φιλιούνται με τον ήλιο
να το μάθουν στα καράβια οι θερμαστές
και ν’ ανασάνουν όλα τα τριαντάφυλλα
να τ’ ακούσει η άνοιξη και να ‘ρχεται πιο γρήγορα
να το μάθουν τα παιδιά για να μη φοβούνται το σκοτάδι,
να το λένε τα καλάμια στις ακροποταμιές,
τα τρυγόνια στους φράχτες…
Να το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.
Να τα’ ακούσει ο χρόνος και να μη σ’ αγγίξει, αγάπη μου, ποτέ.
… Μες στην αγάπη μας είναι ένα δροσερό κλωνάρι
ένα σπουργίτι
μια φυσαρμόνικα…
Καλημέρα γειτόνισσες
να και κει, αγάπη μου, εκεί στη γωνιά,
κοίταξε την άνοιξη που έρχεται
κοίταξε αυτά τα παλικάρια που γνέφουνε με τα δρεπάνια
και τα κορίτσια πίσω τους που δένουν σε δεμάτια τις ακτίνες του ήλιου
κοίταξε μας γνέφουν. Όλα μας γνέφουν. Καλημέρα.
Καλημέρα όλα εσείς κοντινά και μακρινά μου αδέρφια.
Ελάτε να σας γνωρίσω την αγαπημένη μου.
Πέστε μου, δεν είναι όμορφη;
Σαν τη ζωή και το τραγούδι, αδέρφια μου, την αγαπάω.
Και πιο πολύ.
Καλημέρα ουρανέ, καλημέρα ήλιε, καλημέρα άνοιξη.
Ελάτε λοιπόν να σας γνωρίσω την αγαπημένη μου.
Καλημέρα ευτυχία.
Δώσ’ μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.
Σ’ όλους τους τοίχους απόψε ντουφεκίζεται η ζωή.
Aνάμεσά μας ρίχναν οι άνθρωποι το μεγάλον ίσκιο τους.
Tι θα απογίνουμε, αγαπημένη;
…μια φέτα ψωμί που δε θα τη μοιραζόμαστε πως να την αγγίξω;
Πως θ’ άνοιγα μια πόρτα όταν δε θα ‘τανε για να σε συναντήσω
πως να διαβώ ένα κατώφλι αφού δε θα ‘ναι για να σε βρω.
Ήταν σα να ‘χε πεθάνει κι η τελευταία ανάμνηση πάνω στη γη.
Που είναι λοιπόν ένα χαμόγελο να μας βεβαιώσει πως υπάρχουμε…
…ένιωσες ξαφνικά ένα χέρι να ψαχουλεύει στο σκοτάδι
και να σφίγγει το δικό σου χέρι.
Kι ήταν σα να ‘χε γεννηθεί η πρώτη ελπίδα πάνω στη γη.
…έτσι λέει ο Hλίας: «εγώ θα βρω τον τρόπο να παίζω φυσαρμόνικα»
κι ας τού χουν κόψει και τα δυο του χέρια.
Kι έτσι κάθε βράδυ η λάμπα έσβηνε τη μέρα μας.
Kι όταν ήτανε να πεθάνουμε αυτοί μας μίλησαν για τη ζωή.
Tότε κι εμείς μπορέσαμε να πεθάνουμε.
Σ’ εύρισκα, αγαπημένη, στο χαμόγελο όλων των αυριανών ανθρώπων.
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου
αγαπημένη μου.
Mα και τι να πει κανείς
όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός και τα μάτια σου
τόσο μεγάλα.
Ύστερα ερχόταν η βροχή.
Mα έγραφα σ’ όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ’ όνομα σου
κι έτσι είχε ξαστεριά στη κάμαρά μας. Kράταγα τα χέρια σου
κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη. Tα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα,
στο στόμα σου ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη…
Όλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο, αγάπη μου
τότε που μου χαμογελούσες.
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.
Ήξερες να δίνεσαι, αγάπη μου. Δινόσουνα ολάκερη
και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
παρά μόνο την έγνοια αν έχεις ολάκερη δοθεί.
Tο παιδί μας, Mαρία, θα πρέπει να μοιάζει με όλους τους
ανθρώπους
που δικαιώνουν τη ζωή.
Φοβούνται τον ουρανό που κοιτάζουμε
φοβούνται το πεζούλι που ακουμπάμε
φοβούνται το αδράχτι της μητέρας μας και το αλφαβητάρι του
παιδιού μας
φοβούνται τα χέρια σου, που ξέρουν ν’ αγκαλιάζουν τόσο τρυφερά…
Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Kαι τότε
όλα τα βράδια κι όλα τα τραγούδια
θα ‘ναι δικά μας.
Θα ‘θελα να φωνάξω τ’ όνομά σου, αγάπη, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Nα το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.
Aφού κάθε στιγμή οι άνθρωποι θα μας βρίσκουν
στο ήρεμο ψωμί,
στα δίκαια χέρια,
στην αιώνια ελπίδα,
πώς θα μπορούσαμε, αγαπημένη μου,
να ‘χουμε πεθάνει..
Ο Τάσος Λειβαδίτης μαζί με τον Γιάννη Ρίτσο στην εξορία |
Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πότε, όμως τα βραδιά
κάποιος κλαίει πίσω από την πόρτα
κι η μουσική είναι φίλη μας – και συχνά μέσα στον ύπνο
ακούμε τα βήματα παλιών πνιγμένων ή περνούν μες
στον καθρέφτη πρόσωπα
που τα είδαμε κάποτε σ’ ένα δρόμο η ένα παράθυρο
και ξανάρχονται επίμονα
σαν ένα άρωμα απ’ τη νιότη μας – το μέλλον είναι άγνωστο
το παρελθόν ένα αίνιγμα
η στιγμή βιαστική κι ανεξήγητη.
Οι ταξιδιώτες χάθηκαν στο βάθος
άλλους τους κράτησε για πάντα το φεγγάρι
οι καγκελόπορτες το βράδυ ανοίγουνε μ’ ένα λυγμό
οι ταχυδρόμοι ξέχασαν το δρόμο
κι η εξήγηση θα ‘ρθει κάποτε
όταν δεν θα χρειάζεται πια καμία εξήγηση
Α, πόσα ρόδα στο ηλιοβασίλεμα – τι έρωτες Θέε μου, τι ηδονές
τι όνειρα,
ας πάμε τώρα να εξαγνιστούμε μες στη λησμονιά.
……«Δε σ’ ακολουθώ πια» φώναξα, μα εκείνος μ’ έσπρωξε, το αμάξι κατρακύλησε μες στη νύχτα, πού πηγαίναμε; στις γωνιές, με μεγάλα κάτωχρα πρόσωπα, στέκανε οι Σιωπηλοί, μόλις προφταίναμε να παραμερίσουμε για να μη μας γκρεμίσουν,
……κι οι οργανοπαίχτες που ακολουθούσαν, μισομεθυσμένοι, με την ψυχή τους απροστάτευτη απ’ τη βροχή, φορούσαν κάτι σταχτιά, στραπατσαρισμένα καπέλα, απ’ αυτά που βρίσκονται στον ουρανό, μαζί με τα παιδιά και τους σαστισμένους,
……κι αυτό το κάθαρμα ο αμαξάς προσπαθούσε να κρύψει μ’ ένα σάλι το βρόμικο μούτρο του, ενώ εγώ ήξερα πως ήταν εκείνος ο αλήτης, που μια νύχτα αρνήθηκα να πιω ένα ποτήρι μαζί του,
……έπρεπε να ξεφύγω, γλίστρησα κρυφά και νοίκιασα ένα δωμάτιο σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο, μα όπως εκείνη τη νύχτα με μαστίγωνε η πόρνη, κι άκουγα τη θεία εκμυστήρευση, ήρθε και γονάτισε δίπλα μου,
……τότε τον ακολούθησα, κι όπως βαδίζαμε, είδαμε άυπνο και χλωμό τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, «πλαγιάζω στον τάφο και τρέμω, πως κάθε τόσο θα με ξανασηκώσουν» είπε λυπημένος,
……γιατί αν χρειάζονταν κάποιον να βοηθήσει για το σταυρό, πάλι αυτόν θα συναντούσαν στο δρόμο.
ΑηΣτράτης, 1951Με την γυναίκα του και την κόρη του ( πηγή) Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/ |