Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φιλοσοφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φιλοσοφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ευάγγελος Παπανούτσος ( 27 Ιουλίου 1900 - 2 Μαΐου 1982 )

 

Ο Ευάγγελος Παπανούτσος (Πειραιάς, 27 Ιουλίου 1900 - Αθήνα, 2 Μαΐου 1982) ήταν σημαντικός Έλληνας παιδαγωγός, φιλόσοφος, θεολόγος και δοκιμιογράφος του 20ου αιώνα. Η καταγωγή του ήταν από το Σοπωτό της Αχαΐας. Η συμβολή του στη λειτουργία και στην ανακαίνιση της Ελληνικής Παιδείας είναι ευρέως γνωστή. Οι κυριότερες μεταρρυθμίσεις που οφείλονται στον Ευάγγελο Παπανούτσο ήταν, μεταξύ άλλων, η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στην Εκπαίδευση και ο διαχωρισμός της Μέσης Εκπαίδευσης στις βαθμίδες Γυμνασίου και Λυκείου. Tο εκπαιδευτικό του έργο υπέστη έντονη κριτική από τους πραξικοπηματίες της δικτατορίας των συνταγματαρχών και αναιρέθηκε σχεδόν ολοσχερώς την περίοδο 1967-74. Ωστόσο, με την αποκατάσταση της δημοκρατίας, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση Ράλλη του 1976 ουσιαστικά στηρίχτηκε στις δικές του ιδέες.

Γεννήθηκε στον Πειραιά στις 27 Ιουλίου 1900 (παλαιό ημερολόγιο). Οι γονείς του ήταν οι Παναγιώτης Παπανούτσος και Ζηνοβία Κωστάλα. Είχε άλλα τρία αδέλφια: τον Νικόλαο, την Ελένη και τη Χρυσούλα.Τις βασικές του σπουδές πραγματοποίησε στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Από το 1915 ώς το 1919 φοίτησε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. 'Εχοντας χάσει τον πατέρα του υπηρετεί ως προστάτης οικογενείας τη στρατιωτική του θητεία. Κατά την τριετία 1924-1927, με υποτροφία του πλούσιου Αλεξανδρινού Χ. Νομικού, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία και τη Γαλλία και το 1927 ονομάστηκε διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Τυβίγγης (Tübingen). Η διατριβή του είχε τίτλο Das Religiöse Erleben bei Platon (Το θρησκευτικό βίωμα στον Πλάτωνα).

Υπηρέτησε την Εκπαίδευση από το 1920 και ως εκπαιδευτικός πέρασε όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας: για λίγους μήνες ως δευτεροβάθμιος καθηγητής Ελληνικού Σχολείου στον Άγιο Νικόλαο Μελιτίνης Μάνης, από το 1921-1923 στο Αβερώφειο Γυμνάσιο Αλεξάνδρειας.Μετά το πέρας των μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών του το 1927 επανέρχεται μέχρι το 1930 στο Αβερώφειο Γυμνάσιο. Το 1930 -1931 με τον Ευάγγελο Πανέτσο ιδρύουν δυο πειραματικές τάξεις για την εφαρμογή νέων διδακτικών μεθόδων Την ίδια περίοδο συνιδρύει την Ελληνική Διδασκαλική Ένωση και τον Οκτώβρη του 1931 γύρισε στην Ελλάδα και στέλνεται από το Υπουργείο Παιδείας να ιδρύσει το Διδασκαλείο Μυτιλήνης. Το 1934-1936 διατέλεσε Διευθυντής στην Παιδαγωγική Ακαδημία Αλεξανδρούπολης και από το 1937 -1938 υποδιευθυντής και διευθυντής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ιωαννίνων . Το 1938-1939 ήταν καθηγητής στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία , το 1939-1943 Διευθυντής στην Παιδαγωγική Ακαδημία Τρίπολης, το 1943-1944 συνδιευθυντής και διευθυντής στη Ράλλειο Παιδαγωγική Ακαδημία Πειραιά. Μετά την απελευθέρωση της χώρας διορίστηκε Γενικός Διευθυντής (1944-1946) και αργότερα (1950 και 1963) Γενικός Γραμματέας στο Υπουργείο Παιδείας από τον τότε πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου. Το 1958 ιδρύει και οργανώνει (ως Αντιπρόεδρος του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ινστιτούτου τις Τεχνικές Σχολές Δοξιάδη.[11] Από το 1946 έως το 1967 ήταν τακτικός φιλολογικός συνεργάτης της εφημερίδας Το Βήμα.Δίδαξε επί 20 χρόνια (1947-1967) Φιλοσοφία, Ψυχολογία και Παιδαγωγικά στο μορφωτικό ίδρυμα (Λαϊκό Πανεπιστήμιο) «Αθήναιον» που ίδρυσε ο ίδιος και υπό την διεύθυνσή του δημοσιεύτηκαν 15 τόμοι του περιοδικού «Παιδεία και Ζωή» (1946-1961) και 100 τόμοι αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, έκδοση Ι. Ζαχαρόπουλου (1953-1958). Στη μεταπολίτευση εκλέγεται βουλευτής Επικρατείας με την Ένωση Κέντρου (1974-1977). Στις Εκλογές του 1977 είναι επικεφαλής του ψηφοδελτίου επικρατείας της Ένωσης Δημοκρατικού Κέντρου (Ε.ΔΗ.Κ.).Το 1977 εκλέχτηκε Επίτιμος Πρόεδρος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Το 1980, δύο χρόνια πριν τον θάνατό του, εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών συγκεντρώνοντας εικοσιδύο από τις τριαντατρείς ψήφους των παρόντων ακαδημαϊκών.Απεβίωσε στις 2 Μαΐου 1982.

Έργο

Παιδαγωγικό

Ο Παπανούτσος έγινε περισσότερο γνωστός για το παιδαγωγικό του έργο, ιδιαίτερα για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης του Γεώργιου Παπανδρέου (γνωστή ως μεταρρύθμιση Παπανούτσου) το 1964. Η μεταρρύθμιση αυτή αναλύεται στους εξής βασικούς άξονες:
Την ανάπτυξη της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης.
Στην αλλαγή των αναλυτικών προγραμμάτων σπουδών.
Στην καθιέρωση και της δημοτικής γλώσσας ως ισότιμης της καθαρεύουσας στην εκπαίδευση..
Ό Διαχωρισμός της Μέσης εκπαίδευσης στις βαθμίδες Γυμνασίου και Λυκείου.
Στην εννιάχρονη, δωρεάν και υποχρεωτική εκπαίδευση.
Στην ίδρυση νέων πανεπιστημίων.
Στην καθιέρωση 2 τύπων ακαδημαικού απολυτηρίου ισότημων μεταξύ τους.
Την κατάργηση του υποχρεωτικού μαθήματος των Λατινικών και την εισαγωγή νέων μαθημάτων, όπως Στοιχεία Δημοκρατικού Πολιτεύματος, Φιλοσοφίας, Ψυχολογίας, Οικονομικής Επιστήμης.
Την ίδρυση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου ως συμβουλευτικού οργάνου του κράτους για την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών.
Την τριετή φοίτηση στις παιδαγωγικές Ακαδημίες.
Τη σίτιση και δωρεάν μεταφορά των μαθητών.

Η προσπάθειά του αυτή περιγράφεται στο βιβλίο του Αγώνες και αγωνία για την παιδεία του 1965. Δυστυχώς, το έργο του δεν μπόρεσε να υλοποιηθεί, γιατί η Κυβέρνηση έπεσε λόγω της αποστασίας της απριλιανής δικτατορίας των πραξικοπιματιών συνταγματαρχών και οι αλλαγές που είχε προωθήσει αναιρέθηκαν σχεδόν εξολοκλήρου την περίοδο 1967-1974. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, όμως, της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή (μεταρρύθμιση Ράλλη) το 1976 ουσιαστικά στηρίχτηκε στις δικές του ιδέες.

Ο Π. Ξένος γράφει για τον Ευάγγελο Παπανούτσο: «Αναμφισβήτητα είχε πλατιά μόρφωση και πολλά προσόντα. Είχε φυσική ευφράδεια. Δίδασκε συναρπαστικά. Ήξερε να δένεται με το ακροατήριό του το ίδιο στην τάξη όπως και στην αίθουσα διαλέξεων. Έγραφε σωστά τη γλώσσα και την φρόντιζε. Ήξερε από ξένες γλώσσες και του χρωστάμε τη μετάφραση πολλών ξένων όρων στη γλώσσα μας. Μελετηρός και πάντα ενημερωμένος στους τομείς που τον απασχολούσαν. Ήταν ο διαβασμένος, ο φιλοσοφημένος δάσκαλος-παιδαγωγός που ευπροσήγορος ήταν έτοιμος να εξηγήσει ό,τι τον ρωτούσαν».

Συγγραφικό

Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει δεκάδες βιβλία, όχι μόνο στην Ελληνική, αλλά και στη Γερμανική, την Αγγλική και τη Γαλλική. Εγκαινιάζεται στην Αλεξάνδρεια ΤΟ 1926 με την πραγματεία του Το πρόβλημα της ελευθερίας της βουλήσεως. Η Διδακτορική Διατριβή του Das relgiöse Erlebnis bei Platon στο πανεπιστήμιο της Τυβίγγης που υποβλήθηκε την άνοιξη του 1926. Επανεκδόθηκε το 1971 στα ελληνικά με τον τίτλο Το θρησκευτικό βίωμα στον Πλάτωνα Εργασίες τού Ε. Π. Παπανούτσου έχουν δημοσιευθεί σε πολλά επιστημονικά περιοδικά της Ευρώπης και της Αμερικής. Επιπλέον μετέφρασε δοκίμια του Ιμμάνουελ Καντ και του Ντέιβιντ Χιουμ και, μαζί με τον Βασίλη Τατάκη, τους πλατωνικούς διαλόγους Φαίδων και Πρωταγόρας. Εκτός από τα άρθρα του στο περιοδικό «Παιδεία και Ζωή», δημοσίευσε άρθρα και μελέτες του και σε άλλα ελληνικά περιοδικά, όπως στη «Νέα Εστία», στο «Συνεταιριστής» και κάθε εβδομάδα στην εφημερίδα «ΒΗΜΑ».




Ευάγγελος Π. Παπανούτσος: όπως ο Βάρναλης…

Θα θέλατε να μιλήσουμε για λίγο για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση;

Βεβαίως. Το 1957, επί πρωθυπουργίας Καραμανλή, είχα την περίεργη τύχη να κληθώ στη μεγάλη Επιτροπή Παιδείας. Υπουργός Παιδείας ήταν ο Γεροκωστόπουλος και Προεδρίας ο Τσάτσος – μάλλον ο τελευταίος με πρότεινε. Επί ενάμιση χρόνο αγωνίστηκα όσο μπορούσα, μαζί με τον Λούρο, τον Ζέρβα και τον Μπούη, για να επικρατήσει ένα νεότερο πνεύμα στην εκπαίδευση. Και το πετύχαμε. Τα πρώτα σπέρματα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης μπαίνουν στα πορίσματα αυτής της επιτροπής.

Η συνέχεια;

Το 1963, με πρωθυπουργό και υπουργό Παιδείας τον Γ. Παπανδρέου, αρχίζει η πραγματική δουλειά για την αναμόρφωση της εκπαιδευτικής νομοθεσίας. Μπαίνουμε στη Βουλή και η μεταρρύθμιση γίνεται νόμος του κράτους. Ε, ναι, το παγοθραυστικό που θα σπάσει τον πάγο. Η δημοτική γίνεται ισότιμη γλώσσα με την καθαρεύουσα. Η υποχρεωτική εκπαίδευση πάει στα εννέα χρόνια, από τα έξι που ήταν. Το μονολιθικό Γυμνάσιο διαχωρίζεται σε Γυμνάσιο και Λύκειο. Η διδασκαλία των αρχαίων κειμένων γίνεται από μεταφράσεις. Ιδρύεται το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, με επικεφαλής σπουδαίους επιστήμονες, σαν τον Ι. Κακριδή και τον Ν. Κρητικό. Και καθιερώνεται το ακαδημαϊκό απολυτήριο.

Η δικτατορία τι έκανε;

Κατάργησε τον νόμο, αλλά όχι και το ακαδημαϊκό απολυτήριο. Αλλά το 1974, στην πρώτη Βουλή της μεταπολίτευσης, με πρωθυπουργό τον Καραμανλή και υπουργό Παιδείας τον Γ. Ράλλη, εισάγουμε τα νέα μέτρα. Και για πρώτη φορά συμπολίτευση και αντιπολίτευση συμφωνούν σ’ έναν εκπαιδευτικό νόμο.
(…)
Νύχτα φεύγω από το διαμέρισμα της Αναγνωστοπούλου, όπου ο Ευάγγελος Παπανούτσος, εδώ και εφτά χρόνια, από τον θάνατο της γυναίκας του, ζει μόνος, ανάμεσα στα βιβλία του, στα χαρτιά του, στους πίνακες που αγαπάει.
Γράφετε τα βράδια; τον ρωτάω στην πόρτα.
Είναι το μόνο πράγμα που ξέρω να κάνω. Καμιά φορά σκέφτομαι τι ωραίο θα ήταν να ‘χα μάθει να πηγαίνω και σε καμιά ταβέρνα, όπως ο Βάρναλης…
απόσπασμα από συνέντευξη που έδωσε ο Ε. Π. Παπανούτσος στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 28/11/1980
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ “ΖΩ ΑΠΟ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ




ΚΕΙΜΕΝΑ 

Το σχετικό και το απόλυτο


ΤΟ ΘΕΜΑ «σχετικό και απόλυτο», είναι ένα δύσκολο φιλοσοφικό πρόβλημα. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι είναι ένα πρόβλημα που αφορά μόνο τη φιλοσοφία. Στο παρακάτω δοκίμιο ο συγγραφέας μάς δείχνει ότι πρόκειται για ένα πρόβλημα της καθημερινής ζωής που μας αφορά όλους. Από την απάντηση που θα δώσουμε εξαρτάται και η στάση μας σε θέματα πρακτικά και ιδεολογικά. Έτσι η ζωή χρησιμεύει σαν βάση για το φιλοσοφικό στοχασμό. Ζωή και σκέψη δένονται στενά. Αυτό φανερώνει και ο τίτλος Πρακτική Φιλοσοφία του βιβλίου από το οποίο παίρνουμε το δοκίμιο.

Η σκηνή στο λεωφορείο, μια πρωινή ώρα, όταν το όχημα πηγαίνει προς το τέρμα της διαδρομής με λιγοστούς επιβάτες. Κοντά στον εισπράκτορα κάθεται μια εύσωμη, μεσόκοπη γυναίκα συνοφρυωμένη, που αδημονεί να μιλήσει. Η συζήτηση με τον παρακαθήμενο δεν αργεί ν' αρχίσει. Η γυναίκα διηγείται ζωηρά, και έτσι ώστε να ακούγεται απ' όλους, πως την προηγούμενη βραδιά την «έκλεψε» ένας οδηγός ταξί. Την ώρα που αποβιβαζότανε, του έδωσε ένα χαρτονόμισμα των πενήντα δραχμών για να κρατήσει την αμοιβή του κι εκείνος της επέστρεψε δύο κέρματα των είκοσι για ρέστα. Τα κοίταξε στα σκοτεινά, και ήσαν ίδια. Στην αφή, στο βάρος όμοια. Σήμερα όμως το πρωί ανακάλυψε ότι μόνο το ένα ήταν γνήσιο. Και εξαγριώθηκε. Θα πάει στην αστυνομία κλπ. κλπ. Ο παρακαθήμενος ακούει απαθής τη δραματική αφήγηση της κυρίας, φαίνεται απορροφημένος από τις δικές του έγνοιες και δε δίνει μεγάλη σημασία στο γεγονός. — Η ζημιά είναι μικρή, της λέει. Πάλι καλά που το άλλο εικοσάδραχμο είναι γνήσιο. Θα μπορούσε να ήταν κι αυτό ψεύτικο. Ο σοφέρ έδειξε ασφαλώς κάποιαν ευγένεια...

Η γυναίκα εξάπτεται περισσότερο.

— Είκοσι δραχμές ζημιά τη θεωρείτε ασήμαντη; Εμείς είμαστε επαρχιώτες και ζούμε από ένα μικρό κατάστημα ψιλικών. Λιανική πούληση. Το κέρδος μας κάθε φορά είναι μια δυο δεκάρες. Δεν είμαστε βέβαια άνθρωποι της ανάγκης και ξοδεύομε πολλά για το κέφι μας. Να χάσω όμως είκοσι δραχμές, και με αυτόν τον τρόπο, δεν το υποφέρω.

Το επιχείρημα συγκίνησε έναν τρίτο επιβάτη, και η συζήτηση γενικεύεται.

— Τι θα πει: το ποσό είναι μικρό; Είκοσι δραχμές είναι είκοσι δραχμές. Δεν τα βρίσκει κανείς τα χρήματα στο δρόμο. Να πάτε στην Αστυνομία, να πιάσει τον κακοποιό.

Εδώ παρεμβαίνει ο εισπράκτωρ:

— Γιατί να πάρετε στο λαιμό σας τον άνθρωπο; Μπορεί να μη φταίει. Κάποιος άλλος επιβάτης θα του έδωσε το ψεύτικο εικοσάδραχμο και θα το πήρε χωρίς να το καταλάβει. Με την ίδια απροσεξία το έδωσε και σε σας. Αυτός δεν έχει Τράπεζα να «κόβει» νομίσματα...

Ένας τέταρτος μπαίνει στη συζήτηση:

— Εγώ σου λέω ότι ο σοφέρ αργότερα ανακάλυψε πως το νόμισμα που του έδωσαν ήταν πλαστό. Τι ήθελες όμως να κάμει; Να το κρατήσει ο ίδιος, και να χάσει το μισό μεροκάματο; Τόσα στόματα περίμεναν στο σπίτι...

Αυτή όμως η τολμηρή υπεράσπιση εξοργίζει έναν πιο απομακρυσμένο επιβάτη.

— Τι κουβέντες είναι αυτές; φώναξε. Η απάτη είναι απάτη και η κλεψιά κλεψιά. Πρέπει οι κακοποιοί να τιμωρούνται, γιατί αλλιώς πάει, θα διαλυθεί η κοινωνία.

Την ώρα εκείνη η περιέργεια ενός σιωπηλού έως τότε κυρίου έδωσε απροσδόκητη τροπή στο επεισόδιο.

— Μπορώ να ιδώ, ρώτησε, το κίβδηλο εικοσάδραχμο· Το έχετε μαζί σας;

Η γυναίκα το έβγαλε από το πορτοφόλι της και το έδειξε.

— Αγγλικό σελίνι είναι, παρατήρησε με εμβρίθεια ο εισπράκτωρ. Κάνει 4 δραχμές. Η ζημιά σας λοιπόν περιορίζεται σε 16. Δώστε τόπο στο κακό. Κρατήσετε το νόμισμα για σουβενίρ...

— Όχι, δεν είναι αγγλικό, διόρθωσε ένας άλλος επιβάτης που, όταν άκουσε να γίνεται λόγος για ξένο νόμισμα, σηκώθηκε από τη θέση του, πλησίασε και μελέτησε το κέρμα. Είναι φράγκο μιας νοτιοαμερικάνικης πολιτείας. Εγώ, επειδή μαζεύω ξένα νομίσματα (λέγει στην κυρία), σας δίνω είκοσι δραχμές και το παίρνω, αν μου το δίνετε.

Η γυναίκα πήρε τις είκοσι «γνήσιες» δραχμές χαρούμενη και ο συλλέκτης έβαλε στην τσέπη του το νόμισμα.

— Είναι παλαιό και αρκετά σπάνιο, μου είπε καθώς διασταυρωθήκαμε στην έξοδο. Κάνει πολύ περισσότερα από είκοσι δραχμές...

Οι αναγνώστες δεν είναι συνηθισμένοι να διαβάζουν εδώ ανέκδοτα, και θα παραξενευτούν. Πρόθεσή μου όμως είναι όχι να τους ψυχαγωγήσω μ' ένα διήγημα, αλλά να τους κάνω να προσέξουν ένα φαινόμενο που έχει δώσει αφορμή σε πολλές και βαθυστόχαστες ψυχολογικές και κοινωνιολογικές παρατηρήσεις. Η σκηνή που ιστόρησα (εγγυώμαι ότι πρόκειται για πραγματικό περιστατικό) κάνει το πρόβλημά μας συγκεκριμένο και ξεκάθαρο: Το πώς κρίνομε και το κριτήριο που μεταχειριζόμαστε, όταν αποτιμούμε μια διάθεση ή μια πράξη των συνανθρώπων μας, εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο (ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία, την ανατροφή και εκπαίδευση, τις επαγγελματικές ανάγκες και βλέψεις μας κοκ.) έχομε τοποθετηθεί απέναντι στη ζωή και στα αγαθά της. Οχτώ άνθρωποι που «συναντώνται» για λίγη ώρα εντελώς τυχαία, κρίνουν ένα και το ίδιο γεγονός με οχτώ διαφορετικά πρίσματα. Ο «παθών» υποφέρει από τη ζημιά, αλλά και από την προσβολή που έπαθε. Οι άλλοι βλέπουν το πάθημα από τη δική του ο καθένας «θέση». Ένας αδιαφορεί, άλλος υπερθεματίζει, ο τρίτος και ο τέταρτος δικαιολογούν τον υποτιθέμενο ένοχο, ενώ οι τρεις τελευταίοι παίρνουν άλλους δρόμους: το νόμο διαλαλεί ο πρώτος, την περιέργειά του ζητεί να ικανοποιήσει ο δεύτερος, και ο τελευταίος (πρακτικότερος απ' όλους) το συμφέρον του. Ανάλογα περιστατικά θα έχει να αφηγηθεί ο καθένας πολλά, από το άμεσο και έμμεσο περιβάλλον του. Στις ηθικές κρίσεις δεν συμφωνούν όλοι. Ακόμη και εκείνοι που ζουν μέσα στο ίδιο ιστορικό κλίμα και είναι ενυφασμένοι στην ίδια κοινωνία. Άλλος είναι αυστηρότερος και άλλος επιεικέστερος στις καταδίκες του· άλλος (ειλικρινά ή υποκριτικά) αναφέρεται σε γενικούς κανόνες και άλλος προσαρμόζει την ετυμηγορία*του στα συγκεκριμένα γεγονότα, κρίνει «κατά περίπτωση»· άλλος «βάζει» περισσότερο και άλλος λιγότερο τον εαυτό του (τις ανάγκες και τα συμφέροντά του) στο θέμα που εξετάζει κ.ο.κ. Αυτά για τον τρόπο της κρίσης. Ως προς τα μέτρα, η κλίμακα των ποικιλιών είναι εξίσου μεγάλη και πλούσια σε αποχρώσεις.

Τι θα συμπεράνομε από τα ασύμπτωτο τούτο; — Το ζήτημα έχει πολύ μεγάλη έκταση και φυσικά δεν είναι εδώ ο κατάλληλος τόπος ούτε για μια συνοπτική έκθεση των λύσεων που έχουν κατά καιρούς προταθεί.

Ας περιοριστούμε λοιπόν σε μερικές πολύ γενικές και αδρές γραμμές.

Και τούτο το πρόβλημα (όπως πολλά άλλα) με δύο μεθόδους μπορεί κανείς να το πλησιάσει και να επιχειρήσει να το λύσει. Η πρώτη είναι εύκολη: είτε να διακηρύξουμε απλοϊκά ότι ένα μόνο ηθικό μέτρο υπάρχει (το δικό μας) και κάθε εκτροπή απ' αυτό σημαίνει πλάνην ή διαστροφή, είτε από απογοήτευση να πέσομε στο άλλο άκρο, να παραδεχτούμε δηλαδή ότι στις αξιολογήσεις μας το «ορθό» είναι απλή φαντασίωση ή προσδοκία και όλες οι κρίσεις εξίσου αυθαίρετες. Η δεύτερη μέθοδος είναι δύσκολη, ακριβώς επειδή απαιτεί περισσότερη περίσκεψη και μετριοπάθεια. Την ακολουθούν όσοι βλέπουν στον άνθρωπο όχι μόνο την περατότητα αλλά και την απεραντοσύνη. Με τη μία του ιδιότητα εγκλωβίζεται μέσα στη σχετικότητα· με την άλλη έχει τη λαχτάρα και τη γεύση του απόλυτου.

Δέσμιο καθώς είναι στο χώρο και στο χρόνο, το ιστορικό και κοινωνικό τούτο ζώο είναι φυσικό να έχει παραδοθεί στη σχετικότητα (των αντιλήψεων, των πεποιθήσεων, των προθέσεων). Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι απέναντί του έχει κλείσει για πάντα η θύρα του απολύτου. Στην περίπτωση του ανθρώπου, το σχετικό δεν είναι η αντίθεση, αλλά ένα μέρος του απολύτου, όπως και το εφήμερο είναι όχι άρνηση, αλλά διαβατική πραγμάτωση του αιωνίου.

Εάν με αυτή την προοπτική κοιτάξομε το θέμα μας, εάν δηλαδή θεωρήσομε το απόλυτο (νόημα, μέτρο, αξία) όχι υπέρβαση αλλά σύνοψη και συμπερίληψη, ολοκλήρωση των σχετικών αποτιμήσεων που επιχειρεί το πνεύμα μας —ομολογώ ότι δεν είναι καθόλου εύκολη αυτή η τοποθέτηση, γιατί ο κοινός άνθρωπος αισθάνεται και σκέπτεται «διαζευτικά», όχι «συζευτικά»— τότε θα δώσομε στο πρόβλημα που εξετάζομε μια λύση που μπορεί ίσως να φαίνεται παράδοξη, έχει όμως αναμφισβήτητα βάθος και μεγαλοσύνη. Θα ειπούμε λ.χ. περιορίζοντας τη συζήτηση στο συγκεκριμένο μας παράδειγμα (τη διένεξη του λεωφορείου) ότι όλες οι κρίσεις που διατυπώθηκαν περιέχουν αλήθεια, αλλά δεν αποτελούν όλη την αλήθεια. Καθεμιά τους παρουσιάζει την άποψη που δίνει ένα γεγονός από ορισμένη θέση. Είναι επομένως σχετική. Όχι όμως και αυθαίρετη, αφού εκφράζει μια στάθμιση των πραγμάτων δυνατή και εύλογη. Κατά την αντίληψη αυτή, προσεγγίσεις (άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο ευτυχείς) προς το απόλυτο είναι οι σχετικές αποτιμήσεις μας. Άλλη το πλησιάζει πιο πολύ και άλλη πιο λίγο· όλες όμως έχουν κάτι από το κύρος του, και γι' αυτό πείθουν. Στην περιοχή της αυθαιρεσίας (της πλάνης ή της απάτης) ξεπέφτουν, όταν η καθεμιά διεκδικεί για τον εαυτό της ολόκληρο το χώρο της εμπιστοσύνης μας. Το «μέρος» πρέπει να διατυπώνεται και να γίνεται δεκτό ως «μέρος»· τότε είναι αλήθεια. Όταν εμφανίζεται και χειρονομεί ως «όλον», γίνεται ψεύδος.

Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/







Μιχαήλ Μπακούνιν ( 14 Μαΐου 1814 – 1 Ιουλίου 1876 )

 

«Το πρόβλημα δεν έγκειται σε κάποια συγκεκριμένη μορφή διακυβέρνησης, αλλά στην ίδια την ύπαρξη της ίδιας της κυβέρνησης».


Από τη ζωή και το έργο του Μιχαήλ Μπακούνιν

Γράφει ο Δημήτρης Μπαλτάς*

α΄. Βιογραφικά


Ὁ Μιχαήλ Ἀλεξάντροβιτς Μπακούνιν γεννήθηκε πρίν ἀπό διακόσια χρόνια, τό 1814, στό χωριό Πριαμούκινο, σέ μία παλαιά ἀριστοκρατική οἰκογένεια[1]. Ὁ πατέρας τοῦ Μιχαήλ ἦταν διπλωμάτης, θαυμαστής μέν τοῦ Ρουσσώ, ἀλλά καί συντηρητικῶν πολιτικῶν ἀπόψεων[2]. Στήν σύντομη αὐτοβιογραφική του ἀναφορά γιά τά χρόνια 1815-1840, ὁ Μπακούνιν σημειώνει ὅτι ὁ ἴδιος καί τά ἀδέλφια του «λάτρευαν περισσότερο τόν πατέρα τους πού ἦταν γεμᾶτος καλωσύνη»[3]. Ἰσχυρίζεται δέ ὁ ἴδιος ὁ Μιχαήλ ὅτι κατά τά χρόνια αὐτά δέν ἔλαβε κάποια ἰδιαίτερη θρησκευτική ἐκπαίδευση, ἐνῶ ὡς πρός τόν χαρακτῆρα του ἦταν «σκεπτικιστής παρά πιστός, ἤ μᾶλλον ἀδιάφορος»[4].

Ὕστερα ἀπό τήν σύντομη στρατιωτική του καριέρα (1828-1832), μεταβαίνει ὁ Μπακούνιν στήν Μόσχα ὅπου ἐντάσσεται στόν λεγόμενο «κύκλο τοῦ Στάνκιεβιτς», μέ τήν βοήθεια τοῦ ὁποίου ἀνακαλύπτει τήν γερμανική φιλοσοφία.

Τό πρῶτο κείμενο τοῦ Μπακούνιν εἶναι ἡ μετάφραση (1836) τῆς πραγματείας Einige Vorlesungen über dieBestimmung des Gelehrten (1794) τοῦ Γ. Φίχτε (1726-1814)[5]. Ἀκολουθεῖ ἡ μετάφραση τῶν Γυμνασιακῶν Λόγων τοῦ Γκ. Χέγκελ (1770-1831), ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε τό 1838 στήν περιοδική ἔκδοση «Ὁ παρατηρητής» τοῦ Β. Μπελίνσκι (1811-1848)[6].

Τό 1840 ἐγγράφεται στό πανεπιστήμιο τοῦ Βερολίνου ὅπου παρακολουθεῖ μαθήματα φιλοσοφίας. Τήν ἴδια χρονιά δημοσιεύει τό ἄρθρο «Περί τῆς φιλοσοφίας», ὅπου ἐπιχειρεῖ νά ὁρίσει τό ἀκριβές περιεχόμενο τοῦ ὅρου. Γράφει, χαρακτηριστικά, ὁ Ρῶσσος φιλόσοφος ὅτι «ὁ ἄνθρωπος, πού ἔχει τήν ἱκανότητα νά σκέπτεται πράγματι καί πού ἀσχολεῖται οὐσιαστικῶς μέ τήν φιλοσοφία, δέν μπορεῖ νά ἔχει ἐπιφανειακή σκέψη καί ποτέ δέν θά εἶναι ἄθεος καί ἀερολόγος φιλελεύθερος. Τό πρῶτο πραγματικό βῆμα στήν σφαῖρα τῆς ἀληθινῆς φιλοσοφίας εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς ὁποιασδήποτε ἐπιφανειακῆς σκέψεως: μέσα ἀπό τήν σταδιακή ἐξέλιξή της ἡ φιλοσοφία μπορεῖ νά πέσει σέ μονομερή σκέψη, στήν ἀφαίρεση, ὅμως ὁ σκοπός της εἶναι πάντοτε σημαντικός, εἶναι πάντοτε διαποτισμένος ἀπό ἀγάπη γιά τήν ἀλήθεια: μία τέτοια φιλοσοφία δέν θά εἶναι ποτέ ἄθεη καί ἀναρχική, διότι ἡ οὐσία τῆς ζωῆς καί τῆς κινήσεώς της συνίσταται στήν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ καί τοῦ αἰωνίου»[7]. Εἶναι προφανές ὅτι ἡ τοποθέτηση αὐτή ἀνήκει στήν ἐποχή τῆς λεγομένης «δεξιᾶς ἑγελιανῆς φάσης του»[8]. Μάλιστα σ' ἕνα ἄλλο ἄρθρο αὐτῆς τῆς περιόδου ὁ Μπακούνιν παρουσιάζει τήν «Φαινομενολογία τοῦ Πνεύματος» τοῦ Χέγκελ[9].

Ἀκολουθεῖ ἡ περίοδος τῆς ἐντάξεως τοῦ Μπακούνιν στήν λεγόμενη «ἑγελιανή ἀριστερά», ἡ ὁποία «ἀπορρίπτει κάθε τάση συμβιβασμοῦ τῆς φιλοσοφίας μέ τό πρωσσικό κράτος»[10]. Τό ἄρθρο πού δείχνει ἀκριβῶς τήν ἐξέλιξη τοῦ Μπακούνιν, εἶναι «Ἡ ἀντίδραση στήν Γερμανία» (1842). Ὁ Μπακούνιν ὑπογράφει τό κείμενο μέ τό ψευδώνυμο JulesÉlyzard[11], ἐνέργεια μέ τήν ὁποία, κατά μία ἄποψη, «ὑπογράμμιζε μᾶλλον μιά ἐσωτερική στροφή πρός τούς Γάλλους, τή στιγμή πού σάν χεγκελιανός τῆς ἀριστερᾶς προσπαθοῦσε νά συμπληρώσει τή φιλοσοσφική ἐλευθερία, κατάκτηση τῆς γερμανικῆς σκέψης, μέ τήν πολιτική καί κοινωνική ἐλευθερία, προσφιλή στόν γαλλικό σοσιαλισμό»[12].

Ἐάν γίνει δεκτό ὅτι ἡ ἑγελιανή ἀριστερά «ἔδωσε τήν σαφῶς ἐπαναστατική στροφή στή χεγκελιανή διαλεκτική»[13], τότε μπορεῖ νά κατανοηθεῖ τό γεγονός ὅτι μεταξύ τῶν ἐτῶν 1848-1874 ἡ ζωή τοῦ Μπακούνιν πλαισιώνεται ἀπό τήν συμμετοχή του σέ ἐξεγέρσεις (στήν Δρέσδη, στήν Λυών καί στήν Μπολώνια), ἀπό φυλακίσεις (στό φρούριο Πετροπαυλόφσκ) καί ἐξορίες (στήν Σιβηρία κ.ἄ.). Μέ ἄλλα λόγια, πρόκειται γιά τήν περίοδο τῆς ἔντονης ἐπαναστατικῆς δράσεως τοῦ Μπακούνιν. Ἔχει γενικότερα σημειωθεῖ ὅτι στά χρόνια αὐτά «ὁ Μπακούνιν πέρασε ἀπό τήν θρησκεία στόν ἀθεϊσμό καί ἀπό τά σχέδια γιά μία πανσλαβική ὁμοσπονδία στήν ἀναρχία»[14].

Μεταξύ τῶν κειμένων πού παρουσιάζουν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, θά ἀναφερθεῖ ἡ Ἐξομολόγηση (1851)[15], ἕνα ἐνδιαφέρον κείμενο πού ἔγραψε ὁ φυλακισμένος Μπακούνιν κατόπιν ''προτάσεως'' τοῦ Τσάρου Νικολάου Α΄.

Ἀργότερα, τό 1871, γράφει τό Ἡ Κνουτο-Γερμανική αὐτοκρατορία καί ἡ κοινωνική ἐπανάσταση, τό ὁποῖο περιληφθεῖ στόν ΙΙΙ τόμο τῆς πρώτης γαλλικῆς ἐκδόσεως τῶν Ἔργων τοῦ Μπακούνιν (1908)[16].

Τό 1872 στό συνέδριο τῆς Α΄ Διεθνοῦς στήν Χάγη ὁ Μπακούνιν διαφωνεῖ μέ τόν Κ. Μάρξ (1818-1883). Ἄν καί ὁρισμένες ἐργατικές Ὁμοσπονδίες βρίσκονται ἰδεολογικά ἴσως κοντά στόν Μπακούνιν[17], ὁ Μάρξ κατορθώνει νά τόν ἀποπέμψει ἀπό τήν Α΄ Διεθνῆ, πρᾶγμα πού ἐπηρεάζει συνολικά τό παγκόσμιο ἐργατικό κίνημα. Ἐπί τοῦ προκειμένου εἶναι μᾶλλον ὀρθότερη ἡ ἄποψη ὅτι «στή διαμάχη αὐτή, πού ἀντικείμενό της εἶναι ὁ ἔλεγχος τῆς ὀργάνωσης, δηλαδή τοῦ διεθνοῦς ἐργατικοῦ κινήματος, δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι οἱ δύο πρωταγωνιστές ἔπεσαν σέ σφάλματα»[18]. Ὡστόσο, δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὁ Μάρξ καί ὁ Φρ. Ἔνγκελς (1820-1895) ὀργάνωσαν μία συκοφαντική ἐκστρατεία ἐναντίον τοῦ Μπακούνιν, κατηγορώντας τον ἀκόμη καί ὡς «πράκτορα τῆς ρωσσικῆς κυβερνήσεως». Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μ. Nettlau (1865-1944), ὁ Μάρξ καί ὁ Ἔνγκελς «ἐνήργησαν μέ αὐτήν τήν ἀσυνήθιστη ἔλλειψη ἐντιμότητας πού εἶναι χαρακτηριστικό γνώρισμα ὅλων τῶν πολεμικῶν τους βασιζόμενοι σέ ἀνεπαρκῆ στοιχεῖα, τά ὁποῖα, ὅπως συνήθιζαν, συμπλήρωσαν αὐθαίρετα γιά νά τά καταστήσουν ἀληθοφανῆ στούς ὀπαδούς τους, ἐνῶ στήν πραγματικότητα ἦταν ἐλεεινά παραμορφωμένα, λανθασμένα καί ἀνακριβῆ»[19].

Παρενθετικῶς θά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Μπακούνιν, παρά τήν διαφωνία του μέ τόν Μάρξ, ἀνεγνώριζε τήν «ἀνωτερότητά του σέ φιλοσοφικό καί ἐπιστημονικό ἐπίπεδο»[20]. Μάλιστα εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι παλαιότερα, πρό τῆς συγκρούσεως τους, ὁ Μπακούνιν εἶχε μεταφράσει τό «Κομμουνιστικό μανιφέστο» γιά τήν ἐφημερίδα τοῦ Ἀλεξ. Χέρτζεν (1812-1870), ἐνῶ εἶχε ἀρχίσει νά μεταφράζει καί τό «Κεφάλαιο», μετάφραση ἡ ὁποία πάντως δέν ὁλοκληρώθηκε ποτέ[21].

Τό 1873 ὁ Μπακούνιν γράφει τό Κρατισμός καί ἀναρχία, τό ὁποῖο εἶναι ἕνα συνθετικό ἔργο, μέ ἱστορικές ἀναφορές στίς διακυβερνήσεις τῆς Γερμανίας, τῆς Γαλλίας καί τῆς Ρωσσίας κατά τόν 19ο αἰ. καί σχετικές συγκρίσεις[22], ἀλλά καί μέ κριτικές τοποθετήσεις τοῦ Μπακούνιν ἀπέναντι στήν φιλοσοφία τοῦ Χέγκελ καί τοῦ Μάρξ[23]. Σέ ὁρισμένα σημεῖα[24] τό ἔργο αὐτό περιέχει ἐπαναλήψεις τοῦ ἔργου Ἡ παρισινή κομμούνα καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους, πού ἔχει δημοσιευτεῖ τό 1871. Καί στήν «Παρισινή κομμούνα» ὁ Μπακούνιν προσεγγίζει κριτικά τό ζήτημα τῆς Διεθνοῦς[25] καί τίς περί ἐπαναστάσεως καί κράτους ἀπόψεις τοῦ Μάρξ[26], ἐνῶ ὁριοθετεῖ τόν σκοπό τοῦ ἐπαναστατικοῦ προγράμματος τῶν ἀναρχικῶν, ὁ ὁποῖος συνοψίζεται στήν ἔκφραση «ὀργάνωση τῆς ἀλληλεγγύης στόν οἰκονομικό ἀγῶνα ἐνάντια στόν καπιταλισμό»[27]. Ἄς λεχθεῖ, παρενθετικά, ὅτι ἀρκετά νωρίς, στήν Ἐξομολόγηση, ὁ Μπακούνιν κάνει λόγο γιά τήν «ἀναγκαιότητα τῆς ἐπαναστάσεως στήν Ρωσσία»[28], ἔστω κι ἄν ὁ ἴδιος παραδέχεται ὅτι «γνωρίζει ἐλάχιστα τήν Ρωσσία»[29].

Εἶναι ἀξιοσημείωτη ἡ συγκριτική ἀναφορά στόν Μάρξ καί στόν ὁραματιστή τῆς ἑνωμένης Ἰταλίας Τζ. Ματσίνι (1805-1872) πού ἐπιχειρεῖ ὁ Μπακούνιν στήν «Παρισινή κομμούνα»: «Ἀνάμεσα στόν Μάρξ καί στόν Ματσίνι ὑπῆρχε πάντα μία τεράστια διαφορά κι αὐτό ὁπωσδήποτε εἶναι πρός τιμήν τοῦ Ματσίνι. Ὁ Ματσίνι ὑπῆρξε ἕνας φανερά εἰλικρινής καί φλογερός πιστός. Λάτρευε τόν Θεό του, στόν ὁποῖο ἀφιέρωσε ὅ,τι σκεπτόταν, αἰσθανόταν ἤ ἔκανε. Σέ σχέση μέ τόν προσωπικό του τρόπο ζωῆς, ἦταν ὁ πιό ἁπλός ἄνθρωπος, ὁ πιό μετριοπαθής, ὁ πιό ἀνιδιοτελής. Ἀλλά γινόταν ἄκαμπτος, ὀργισμένος, ὅταν κάποιος πρόσβαλε τό Θεό του. Ὁ κύριος Μάρξ δέν πιστεύει στό Θεό, ἀλλά πιστεύει βαθειά στόν ἑαυτό του. Ἡ καρδιά του εἶναι γεμάτη ὄχι μέ ἀγάπη ἀλλά μέ μνησικακία ... Ὁ Ματσίνι ἤθελε νά ἐπιβάλλει στήν ἀνθρωπότητα τόν θεϊκό παραλογισμό· ὁ κύριος Μάρξ προσπαθεῖ νά ἐπιβάλλει τόν ἑαυτό του. Προσωπικά δέν πιστεύω σέ κανένα, ἀλλά ἄν ἤμουν ἀναγκασμένος νά διαλέξω, θά προτιμοῦσα τό Θεό τοῦ Ματσίνι»[30]. Μέ ἀφορμή τήν προσωπικότητα τοῦ Ματσίνι ὁ Μπακούνιν, στό Θεός καί Κράτος, διατυπώνει τήν ἄποψη ὅτι «ὁ Χριστιανισμός εἶχε ἐπίσης μεγάλους ἀνθρώπους, ἁγίους ἀνθρώπους, πού πραγματικά ἐφάρμοσαν ἤ πού τουλάχιστον προσπάθησαν μέ πάθος νά ἐφαρμόσουν αὐτά πού κήρυσσαν καί πού οἱ καρδιές τους, ξεχειλίζοντας ἀπό ἀγάπη, δέν ἔκρυβαν παρά μόνον περιφρόνηση γιά τίς ἡδονές καί τ' ἀγαθά τοῦ κόσμου»[31]. Πάντως, γιά τήν ἀκρίβεια, ὁ Μπακούνιν εἶχε ἀσκήσει αὐστηρή κριτική στόν Ματσίνι, ὅταν εἶχε γράψει ὅτι «στό βάθος τοῦ ἐπαναστατικοῦ προγράμματος τοῦ Ἰταλοῦ πατριώτη ὑπάρχει μία ἀρχή κατ' οὐσίαν ἐσφαλμένη ... Εἶναι ἡ ἀρχή ἑνός ἰδεαλισμοῦ συγχρόνως μεταφυσικοῦ καί μυστικοῦ ... Εἶναι ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ, ἡ λατρεία τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης ἐξουσίας, εἶναι ἡ πίστη στόν μεσσιανικό προορισμό τῆς Ἰταλίας ... Εἶναι τό πολιτικό πάθος τοῦ μεγαλείου καί τῆς δόξας τοῦ Κράτους, θεμελιωμένων πάνω στήν φτώχεια τῶν λαῶν»[32]. Εἶναι βέβαιο ὅτι στήν κριτική του ὁ Μπακούνιν εἶχε ὑπ' ὄψιν του τήν παλαιότερη τοποθέτηση τοῦ Μ. Στίρνερ (1806-1856) ὅτι «τό Κράτος παίζει τόν ἴδιο κυριαρχικό ρόλο μέ τήν Ἐκκλησία»[33]. Ἄς προστεθεῖ ἐπίσης ὅτι τίς ἴδιες κατηγορίες εἶχε ἀπευθύνει ὁ Μπακούνιν καί πρός τόν Γάλλο ἀναρχικό Προυντόν (1809-1865): «Ὁ Προυντόν, παρ' ὅλες τίς προσπάθειες πού ἔκανε νά πατήσει πάνω στό συγκεκριμένο, παρέμεινε ἰδεαλιστής καί μεταφυσικός»[34].

Ὁ Μιχαήλ Μπακούνιν πεθαίνει τό 1876 στήν Βέρνη.

Λίγο ἀργότερα, τό 1882, ἐκδίδεται τό ἔργο τοῦ Μπακούνιν Θεός καί κράτος[35] ὅπου εἶναι ἐμφανής ὁ μαχόμενος ἀθεϊσμός[36] του. Στό σημεῖο αὐτό θά ὑπομνησθεῖ μία χαρακτηριστική προσέγγιση σχετικά μέ τήν θρησκεία τήν ὁποία εἶχε διατυπώσει παλαιότερα ὁ Μπακούνιν στήν «Ἀντίδραση στήν Γερμανία»: «Πρέπει νά δράσουμε ὄχι μόνο πολιτικά ἀλλά καί θρησκευτικά μέσα στήν πολιτική μας. Αὐτό σημαίνει νά ἔχουμε σάν θρησκεία μας τήν ἐλευθερία, πού ἡ μόνη αὐθεντική ἔκφρασή της εἶναι ἡ δικαιοσύνη καί ἡ ἀγάπη. Ναί, γιά μᾶς –πού θεωρούμαστε ἐχθροί τῆς χριστιανικῆς θρησκείας- καί μόνο σέ μᾶς μένει αὐτό τό ἔργο πού τό θεωροῦμε ὕψιστο χρέος: νά ἀσκοῦμε οὐσιαστικά τήν ἀγάπη ἀκόμα καί στίς πιό λυσσαλέες μάχες μας, αὐτήν τήν ἀγάπη πού εἶναι ἡ ὕψιστη ἐντολή τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀληθινή ἀρχή τοῦ ἀληθινοῦ χριστιανισμοῦ»[37]. Εἶναι εὐνόητο ὅτι ὁ Μπακούνιν ἀνήκει στούς ἐχθρούς τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου, καί βεβαίως τοῦ ἴδιου τοῦ χριστιανισμοῦ (ἰδιαιτέρως δέ ὑπό τήν ρωμαιοκαθολική καί τήν προτεσταντική ἐκδοχή του), πλήν ὅμως ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὅτι ὑπάρχει καί ὁ ἀληθινός χριστιανισμός, ἐν ἀντιθέσει προφανῶς πρός τόν χριστιανισμό ὁ ὁποῖος ἔχει ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τίς γνήσιες διαστάσεις του. Παλαιότερα ὁ σπουδαῖος Ἱστορικός τῆς ρωσσικῆς φιλοσοφίας Β. Zenkovsky (1881-1962) εἶχε παρατηρήσει ὅτι στόν Μπακούνιν βρίσκουμε «μία λαϊκή θρησκευτική συνείδηση πού ἀναπτύσσεται ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας»[38]. Πρός στήριξη αὐτῆς τῆς ἑρμηνείας ὑπενθυμίζω ὅτι γιά τόν Μπακούνιν «ὁ ἄνθρωπος εἶναι θρῆσκος ἀπό τήν φύση του, εἶναι ὅπως ὅλα τά ἄλλα ζῶα- ἀλλ' αὐτός μόνο, πάνω σ' αὐτή τή Γῆ, ἔχει συνείδηση τῆς θρησκείας του»[39]. Ὀρθῶς προσθέτει ὁ Ρῶσσος ἀναρχικός ὅτι «ἡ εὐσέβεια, ὅσο κι ἄν δικαιολογεῖται, δέν θά πρέπει ποτέ νά μεταβληθεῖ σέ εἰδωλολατρεία»[40].

Ὡστόσο, καί γιά τήν ἀκρίβεια, ἡ πολεμική κατά τῆς θρησκείας ἐκ μέρους τοῦ Μπακούνιν εἶχε ἀρχίσει νωρίτερα, κατά τό 1867, ὅταν εἶχε συντάξει (ἀλλά δέν ἐξέδωσε) τό ἔργο «Φεντεραλισμός–σοσιαλισμός-ἀντιθεολογισμός». Ἐπί τοῦ προκειμένου θά σημειωθοῦν δύο γνωστοί συλλογισμοί τοῦ Μπακούνιν: «Ὁ Θεός ὑπάρχει, ἄρα ὁ ἄνθρωπος εἶναι δοῦλος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι εὐφυής, δίκαιος, ἐλεύθερος, ἄρα ὁ Θεός δέν ὑπάρχει»[41]. Καί ἐπίσης: «Ὁ Θεός ὑπάρχει, ἄρα δέν ὑπάρχουν φυσικοί νόμοι καί ὁ κόσμος παρουσιάζει ἕνα χάος. Ὁ κόσμος δέν εἶναι καθόλου χάος, εἶναι διατεταγμένος ἀπό μόνος του, ἄρα δέν ὑπάρχει Θεός»[42]. Εἶναι προφανές ὅτι καί τά δύο συμπεράσματα τοῦ Μπακούνιν εἶναι αὐθαίρετα, ἀφοῦ δέν προκύπτουν κατά λογική ἀκολουθία ἀπό τίς συγκεκριμένες προκείμενες.

Παράλληλα μέ τήν κριτική ἐναντίον τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου, ὁ Μπακούνιν ἀσκεῖ δριμύτατη κριτική καί κατά τοῦ κράτους καί τοῦ κρατισμοῦ. Γιά παράδειγμα, στήν «Παρισινή κομμούνα τοῦ 1871» ὁ Ρῶσσος ἐπαναστάτης διακηρύσσει ὅτι «εἴμαστε (ἐνν. οἱ ἀναρχικοί) ἐχθροί τοῦ Κράτους καί κάθε μορφῆς κρατισμοῦ ... Εἴμαστε ἐχθροί κάθε Κυβέρνησης καί κάθε Κρατικῆς ἐξουσίας καί Κυβερνητικῆς ὀργάνωσης γενικά. Νομίζουμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι θά μποροῦν νά ὀργανωθοῦν ἀπ' τή βάση πρός τά πάνω σ' ἐντελῶς ἐλεύθερες καί ἀνεξάρτητες ἑνώσεις χωρίς τόν Κυβερνητικό Πατερναλισμό, ἄν κι ὄχι χωρίς τήν ἐπίδραση μιᾶς ποικιλίας ἐλεύθερων ἀτόμων καί κομμάτων»[43]. Πάντως ὁ Μπακούνιν εἶχε ἐκφράσει πολύ νωρίς τίς ἐπιφυλάξεις του ἀπέναντι στήν λεγόμενη «κοινοβουλευτική δημοκρατία»[44]. Στό σημεῖο αὐτό μπορεῖ νά ἀναγνωρίσει κανείς τήν ἐπίδραση τοῦ Μ. Στίρνερ ὁ ὁποῖος διακηρύσσει ὅτι «κάθε κράτος εἶναι μία τυραννία, ἀκόμα κι ἄν εἶναι τυραννία τοῦ ἑνός ἤ τῶν περισσοτέρων»[45].

Θεωρεῖ δέ ὅτι οἱ μαρξιστές «ὅπως ταιριάζει σέ καλούς Γερμανούς, λατρεύουν τήν κρατική ἐξουσία καί εἶναι ἐπίσης ὑπερμαχοι τῆς κοινωνικῆς τάξης πού εἶναι θεμελιωμένη ἀπό πάνω πρός τά κάτω...»[46]. Ἀπό ἱστορικῆς πλευρᾶς, ἡ κριτική τῆς κρατικιστικῆς ἀντιλήψεως τῶν μαρξιστῶν ἐκ μέρους τοῦ Μπακούνιν ἀπεδείχθη προφητικά σωστή, ἐάν λάβει κανείς ὑπ' ὄψιν τόν συγκεντρωτικό καί αὐταρχικό χαρακτῆρα τοῦ σοβιετικοῦ κράτους μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917.

Σχετικά μέ τήν πολεμική γραφή τοῦ Μπακούνιν ὁ γνωστός διανοητής I. Berlin (1909-1997) εἶχε παρατηρήσει παλαιότερα ὅτι «τά ἐπιχειρήματά του ἐναντίον τῶν θεολογικῶν καί τῶν μεταφυσικῶν ἀντιλήψεων, οἱ ἐπιθέσεις του ἐναντίον ὅλης τῆς δυτικῆς χριστιανικῆς παραδόσεως –τῆς κοινωνικῆς, τῆς πολιτικῆς καί τῆς ἠθικῆς- οἱ ἐπιθέσεις του ἐναντίον τῆς τυραννίας, τόσο τῶν Κρατῶν ὅσο καί τῶν τάξεων πού ἔχουν ἐξουσία, τῶν ἱερέων, τῶν στρατιωτῶν, τῶν γραφειοκρατῶν, τῶν δημοκρατικῶν ἀντιπροσώπων, τῶν τραπεζιτῶν, τῶν ἐπαναστατικῶν ἐλίτ, ἐκτίθενται μέ μία γλῶσσα πού παραμένει ἕνα πρότυπο εὔγλωττης πολεμικῆς πρόζας»[47].

Τό 1896 ἐκδίδεται ἡ Ἀλληλογραφία τοῦ Μπακούνιν. Ὁ ἐπιμελημένος τόμος περιλαμβάνει ἐπιστολές τῶν ἐτῶν 1860-1874 πρός τούς φίλους του Χέρτσεν καί Ὀγκάρεφ, μέ ἐκτενῆ εἰσαγωγή τοῦ Μ. Ντραγκομάνωφ[48].

β΄. Ἡ θέση τοῦ Μ. Μπακούνιν στήν Ἱστορία τῆς φιλοσοφίας

Ἔχουν κατά καιρούς διατυπωθεῖ ὁρισμένες ἀντιρρήσεις, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τόν Μάρξ[49], ὅσον ἀφορᾶ τήν πρωτοτυπία τῆς φιλοσοφικῆς[50], ἀλλά καί τῆς κοινωνιολογικῆς[51], σκέψεως τοῦ Μπακούνιν. Εἶναι ἀκριβές ὅτι «ὁ Μπακούνιν δέν εἶναι ἕνα μεγάλο ὄνομα τῆς ἱστορίας τῆς φιλοσοφίας -καί ποτέ δέν ζήτησε νά εἶναι»[52]. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Μπακούνιν στό ἔργο του Ἡ παρισινή κομμούνα τοῦ 1871 καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους διευκρινίζει χαρακτηριστικά: «Δέν εἶμαι οὔτε λόγιος, οὔτε φιλόσοφος, οὔτε κἄν ἐπαγγελματίας συγγραφέας»[53]. Ἡ ἀπόφανση αὐτή ἀποτελεῖ καί μία ἀπάντηση στήν διαπίστωση τοῦ Μ. Νettlau ὅτι «ὁ Μπακούνιν δέν γνώριζε τήν τέχνη τῆς σύνθεσης. Ἄν διαβάσει κανείς τά χειρόγραφά του, βλέπει πῶς ἀπό 'να γράμμα φτάνει νά βγάλει μιά μπροσούρα, ἀπό μιά μπροσούρα ἕνα τόμο»[54]. Θα ἔλεγα ὅτι ἀποτελεῖ μία ἀπάντηση καί στήν ἐπισήμανση τοῦ I. Berlin ὅτι «ἕνας προικισμένος δημοσιογράφος ... Τό λογοτεχνικό ταλέντο τοῦ Μπακούνιν ἦταν πολύ΄περιορισμένο»[55]

Παρά ταῦτα, ὁ Μιχαήλ Μπακούνιν κατέχει μία ἰδιαίτερη θέση στήν Ἱστορία τῆς φιλοσοφίας καί εἰδικότερα τῆς ρωσσικῆς σκέψεως τοῦ 19ου αἰ[56].

Ἀρχικῶς θά πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι στό Πανεπιστήμιο τοῦ Βερολίνου[57] ὁ Μπακούνιν ἔλαβε μιά καλή, ἄν καί ὄχι ὁλοκληρωμένη, φιλοσοφική παιδεία, παρακολουθώντας μάλιστα τίς παραδόσεις τοῦ Σέλλινγκ (1775-1854) καί μελετώντας ἰδιαιτέρως τά «προβλήματα τῆς μεταφυσικῆς»[58]. Συναφῶς ἐπισημαίνεται ὅτι «ὅπως ὁ Χέρτζεν, ἀπό τόν Κάντ, τόν Φίχτε καί τόν Σέλλινγκ, ὁ Μπακούνιν περνᾶ στόν Χέγκελ καί ἀπό τόν Χέγκελ στόν Φόϋερμπαχ»[59]. Ἀναγνωρίζεται ἐπίσης ἡ ἐπίδραση πού ἄσκησε στό πνεῦμα καί στόν λόγο του ὁ Φίχτε[60].

Ἄν καί διαφωνεῖ μέ τήν γνωστή διατύπωση τοῦ Χέγκελ ὅτι «αὐτό πού εἶναι λογικό, εἶναι ἀληθινό καί αὐτό πού εἶναι ἀληθινό, εἶναι λογικό»[61], ἐντούτοις ὁ Ρῶσσος διανοητής καί ἐπαναστάτης στό ἄρθρο «Ἡ ἀντίδραση στήν Γερμανία» θά γράψει ὅτι «ὁ Χέγκελ εἶναι ἀναντίρρητα ὁ μεγαλύτερος φιλόσοφος τῆς ἐποχῆς μας, τό ὑψηλότερο σημεῖο τῆς σύγχρονης κουλτούρας»[62]. Ἀλλά καί στό ἔργο Κρατισμός καί ἀναρχία (1873) ἀποτιμᾶ τήν φιλοσοφία τοῦ Χέγκελ ὡς «ἕνα ἀξιοπαρατήρητο γεγονός στήν ἱστορία τῆς ἐξέλιξης τῆς σκέψης. Ἦταν ἡ τελευταία λέξη τοῦ πανθεϊστικοῦ κι ἀφηρημένα ἀνθρωπιστικοῦ κινήματος τῆς γερμανικῆς σκέψης πού ἄρχισε μέ τά ἔργα τοῦ Λέσσινγκ κι ἀναπτύχθηκε ὁλοκληρωμένα ἀπ' τόν Γκαῖτε. Ἦταν ἕνα κίνημα πού δημιούργησε ἕναν κόσμο ἄπειρο, ἀπέραντο, πλούσιο, ἀνεβασμένο καί προικισμένο μέ ἀπόλυτη λογική, ἀλλά πού παρέμεινε ξένος πρός τήν πραγματικότητα, πρός τή ζωή καί πρός τή γῆ, σάν τόν οὐρανό τῶν χριστιανῶν καί τῶν θεολόγων»[63]. Ὁμοίως καί στήν πολεμική πραγματεία Θεός καί Κράτος ὁ Μπακούνιν χαρακτηρίζει τόν Χέγκελ ὡς τήν «μεγαλύτερη φιλοσοφική μεγαλοφυία πού ἐμφανίστηκε μετά ἀπ' τόν Ἀριστοτέλη καί τόν Πλάτωνα»[64].

Δέν εἶναι ἄνευ σημασίας ἡ παραδοχή τοῦ Φρ. Ἔνγκελς ὅτι ὁ Μπακούνιν κατανόησε κατά τόν καλύτερο τρόπο τήν διαλεκτική τοῦ Χέγκελ[65].

Ὅσον ἀφορᾶ τήν ἐπίδραση τοῦ Σέλλινγκ στόν Μπακούνιν, ἔχει παρατηρηθεῖ ὅτι ἦταν αὐτή μόνον ἕνας ἐνθουσιασμός, «πού δέν θά καθορίσει τόν ὁριστικό φιλοσοφικό προσανατολισμό τοῦ Μπακούνιν»[66]. Πάντως, γιά τήν ἀκρίβεια, ὁ ἴδιος ὁ Μπακούνιν θεωρεῖ τόν Σέλλινγκ ἕνα «ἀπό τούς σπουδαιότερους θεμελιωτές»[67] τῆς φιλοσοφίας.

Συμπέρασμα.

Σέ μία τελική ἀποτίμηση, εἶμαι τῆς γνώμης ὅτι ὁ Μπακούνιν ὑπῆρξε μία ἰδιαίτερη φυσιογνωμία, χαρακτηριζόμενη ἀπό ρομαντισμό[68], ρητορική εὐγλωττία καί πάθος[69], ἀγάπη γιά τήν ἀπόλυτη ἐλευθερία, προσπαθώντας νά συνδυάσει τήν Θεωρία μέ τήν Πράξη, ἀδιαφόρως ἄν τελικῶς τό κατάφερε. Διέθετε φιλοσοφική παιδεία, ἄν καί ὄχι συστηματική, πρᾶγμα πού μπορεῖ νά διακρίνει κανείς σέ διάφορα, μεγαλύτερα ἤ μικρότερα, ἔργα του. Ὁπωσδήποτε στίς ἐπιθέσεις τοῦ Μπακούνιν κατά τοῦ κράτους καί τῆς θρησκείας θά ἀναγνωρίσει κανείς τήν ἐπίδραση τοῦ Μ. Στίρνερ.

Βιβλιογραφία
α΄ Πηγές
Bakounine Μ., Œuvres τ. Ι, εἰσ. Μ. Nettlau, P.-V. Stock Éditeur, Παρίσι 1895
Bakounine Μ., Œuvres τ. ΙΙ, πρόλ.-σημ. καί «notice biographique» J. Guillaume, P.-V. Stock Éditeur, Παρίσι 1907
Bakounine Μ., Œuvres τ. III, πρόλ.-σημ. J. Guillaume, P.-V. Stock Éditeur, Παρίσι 1908
Bakounine Μ., Œuvres τ. IV, πρόλ.-σημ. J. Guillaume, P.-V. Stock Éditeur, Παρίσι 1910
Bakounine Μ., Œuvres τ. V, πρόλ.-σημ. J. Guillaume, P.-V. Stock Éditeur, Παρίσι 1911
Bakounine Μ., Œuvres τ. VI, πρόλ.-σημ. J. Guillaume, P.-V. Stock Éditeur, Παρίσι 1913
Bakounine M., Correspondance. Lettres à Herzen et à Ogareff, πρόλ.-σημ. M. Dragomanov, μετ. M. Stromberg, Librairie Académique Didier Perrin et Cie Παρίσι 1896
Bakounine M., Confession, μετ. P. Brupbacher, εἰσ. F. Brupbacher καί σημ. M. Nettlau, Παρίσι 1932
Bakounine M., «Ηistoire de ma vie», La societé nouvelle, 1896, σσ. 309-324.
Βakounine M., Considérations philosophiques, εἰσ. J.-Chr. Angaut, Éditions Entremonde, Γενεύη 2010
Bakounine M., Confession, présentastion par J.-Chr. Angaut, Éditions Le passager cladestin, Neuvy-en-Champagne 2013
Feuerbach L., Ἡ οὐσία τοῦ χριστιανισμοῦ, μετ. Θ. Γκιούρας, Ἐκδόσεις ΚΨΜ, Ἀθήνα 2012
Μπακούνιν M., Φεντεραλισμός-σοσιαλισμός ἀντιθεολογισμός, μετ. Γ. Νταλιάνη, Ἐλεύθερος τύπος, Ἀθήνα, ἄ.ἔ.
Μπακούνιν M., Ἡ ἀντίδραση στήν Γερμανία, μετ. Ν. Κούρκουλος, Ἐλεύθερος τύπος, Ἀθήνα 1987
Μπακούνιν Μ., Κρατισμός καί ἀναρχία, μετ. Γ. Γαλανόπουλος, Ἐλεύθερος τύπος, Ἀθήνα 1979
Μπακούνιν Μ., Θεός καί Κράτος, μετ. Ν. Ἀλεξίου-Ἀ. Γκίκας, Ἐλεύθερος τύπος, Ἀθήνα 1986
Μπακούνιν Μ., Ἡ παρισινή κομμούνα καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους, μετ. T. Λουμάλα, Ἐλεύθερος τύπος, Ἀθήνα, ἄ.ἔ.
Μαπκούνιν Μ., Ἀπάντηση ἑνός διεθνιστῆ στόν Τζουζέπε Ματσίνι, μετ. Μ. Λογοθέτη, Π. Καλαμαράς, Ἐλευθεριακή Κουλτούρα, Ἀθήνα 1997 (Ἀντί τοῦ συγκεκριμένου κειμένου προτείνω τήν γαλλική ἔκδοση: Réponse d' unInternational à Mazzini, στό Œuvres, τ. VI, σσ. 109-128)
Stirner M., L' Unique et sa proprieté, trad. H. Lasvignes, La Table Ronde, Paris 2000

Βοηθήματα
Arvon H., Ὁ ἀριστερισμός, μετ. Β. Βασιλείου, Ἐκδοτικός Οἶκος Ἰ.Ν. Ζαχαροπούλου, Ἀθῆναι 1975
Arvon H., Mπακούνιν, μετ. Π. Γκέκα, Ἐκδόσεις Πλέθρον, Άθήνα 2009
Berlin I., Les penseurs russes, trad. D. Olivier, Éditions Albin Michel, Paris 1984
Γκερέν Ντ., Ὁ ἀναρχισμός. Ἀπό τήν θεωρία στήν πράξη, μετ. Μπ. Λυκούδης, Ἀθήνα, 1973
Guérin D., Ni Dieu ni Maître. Anthologie de l' anarchisme, Éditions La Découverte, Παρίσι 2011
Lesourd Fr. (éd.), Dictionnaire de la philosophie russe, L' Age d' Homme, Λωζάνη 2010
Μπαλτᾶς Β.Δ., Ρῶσσοι φιλόσοφοι. 19ος-20ός αἰ., Ἐκδόσεις Σαββάλας, Ἀθήνα 2002
Μπαλτᾶς Δ., Σταθμοί τῆς ρωσσικῆς φιλοσοφίας, Ἐναλλακτικές Ἐκδόσεις, Ἀθήνα 2008
Masaryk Τh., The spirit of Russia, transl. E.& C. Paul, τ. I, Λονδίνο-Νέα Ὑόρκη 1919
Nettlau Μ., M. Bakounin. Eine biographische Skizze, Verlag von P. Pawlowitsch, Βερολίνο 1901
Nettlau M., Ἱστορία τῆς ἀναρχίας, μετ. Σ. καί Μ.Κ., Διεθνής Βιβλιοθήκη, Ἀθήνα 1999
Ζenkovsky B., Histoire de la philosophie russe, trad. C. Andronikof, Gallimard, [Paris] 1992

Σημειώσεις
[1] Μ. Bakounine, Histoire de ma vie..., σ. 310.
[2] M. Nettlau, Ἱστορία τῆς ἀναρχίας..., σ. 116.
[3] Μ. Bakounine, Histoire de ma vie..., σ. 312.
[4] Βλ. καί Ι. Berlin, Les pesnseurs russes..., σ. 192.
[5] Μ. Nettlau, M. Bakounin..., σ. 4. Σημειωτέον ὅτι τό ἔργο τοῦ Φίχτε εἶχε μεταφρασθεῖ καί στήν ἑλληνική ὑπό τόντίτλο «Διδασκαλίαι περί τοῦ ὁρισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ σπουδαίου» (μεταφρασθεῖσαι ὑπό Δρόσου Μανσόλα,Ἑρμούπολις 1829).
[6] Th. Masaryk, The spirit of Russia..., σ. 434. Σχετικά μέ τούς «Γυμνασιακούς Λόγους» βλ. G.W.F. Hegel, Sämtliche Werke, B. 3, Philosophische Propädeutik, Frommann, Στουτγκάρδη, 1949. Ἐπίσης, βλ. τό κείμενο «Discours de Gymnase (2 Sept. 1811)» στόν τόμο G.W.F. Hegel, Textes pédagogiques, trad. B. Bourgeois, Éd. Vrin, Παρίσι, 1978.
[7] Δ.Β. Μπαλτᾶς, Ρῶσσοι φιλόσοφοι..., σσ. 29-30.
[8] Μ.Α. Gillespie, Ὁ μηδενισμός πρίν ἀπό τόν Νίτσε, μετ. Γ.Ν. Μερτίκας, Ἀθήνα 2004, σ. 282.
[9] Β. Ζenkovsky, Histoire de la philosophie russe..., σ. 279.
[10] H. Arvon, Mπακούνιν..., σ. 42.
[11] M. Bakounine, Confession..., σ. 36.
[12] H. Arvon, Mπακούνιν..., σ. 43.
[13] H. Arvon, Mπακούνιν..., σ. 43.
[14] Β. Ζenkovsky, Histoire de la philosophie russe..., σ. 275.
[15] Ὁ γράφων ἑτοιμάζει τήν μετάφραση τοῦ ἔργου στήν ἑλληνική, μέ εἰσαγωγή καί σχόλια.
[16] M. Bakounine, Œuvres t. III.
[17] Μ. Μπακούνιν, Κρατισμός καί ἀναρχία..., σ. 63.
[18] Ντ. Γκερέν, Ὁ ἀναρχισμός..., σ. 27.
[19] M. Nettlau, Ἱστορία τῆς ἀναρχίας..., σσ. 156-157.
[20] Th. Masaryk, The spirit of Russia..., σ. 464.
[21] Th. Masaryk, The spirit of Russia..., σ. 464.
[22] Βλ. ἐνδεικτικῶς Μ. Μπακούνιν, Κρατισμός καί ἀναρχία..., σσ. 7-34, σσ. 40-52, σσ. 77-93, 128-134, σσ. 156-171.
[23] Μ. Μπακούνιν, Κρατισμός καί ἀναρχία..., σσ. 136-137 καί σσ. 147-148.
[24] Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους..., σσ. 35-36.
[25] Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους..., σ. 66.
[26] Βλ. ἐνδεικτικῶς Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους..., σσ. 42-43, σ. 46, σ. 51, σ. 64, σ. 84, σ. 89, σ. 105.
[27] Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους..., σ. 71.
[28] Μ. Bakounine, Confession..., σ. 101, σ. 102, σ. 114.
[29] Μ. Bakounine, Confession..., σ. 103, σ. 109.
[30] Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους..., σσ. 74-75.
[31] Μ. Μπακούνιν, Θεός καί Κράτος..., σ. 52.
[32] M. Bakounine, Réponse d' un International à Mazzini, στό Œuvres, τ. VI, σσ. 109-110. Γιά τήν κριτική ἐναντίον τοῦ Ματσίνι βλ. ἐπίσης Μ. Μπακούνιν, Φεντεραλισμός-σοσιαλισμός-ἀντιθεολογισμός..., σ. 34, σημ. 1.
[33] Μ. Stirner, L' Unique et sa proprieté..., σ. 241.
[34] Μ. Μπακούνιν, Κρατισμός καί ἀναρχία..., σ. 148.
[35] Ἐδῶ εἶναι χρήσιμη καί μία διευκρίνιση τόσο γιά τόν εἰδικό μελετητή τοῦ Μπακούνιν, ὅσο καί γιά τόν ἁπλό ἀναγνώστη. Εἶναι γεγονός ὅτι οἱ πρῶτες ἐκδότες τοῦ ἔργου Θεός καί κράτος «δέν ὑποπτεύθηκαν- οὔτε ἔμαθαν ποτέ- ὅτι τό χειρόγραφο ἦταν στήν πραγματικότητα ἕνα κομμάτι τοῦ ἔργου Ἡ Κνουτογερμανική Αὐτοκρατορία καί ἡ Κοινωνική Ἐπανάσταση ... Τό Β΄ τῆς Κνουτογερμανικῆς Αὐτοκρατορίας καταλαμβάνει τίς σελ. 9-177 τοῦ τ. Γ΄, τοῦ ὁποίου οἱ σελ. 18-131 περιέχουν τό σωστό κείμενο πού ὁ Καφιέρο καί ὁ Ρεκλύ ἐκδώσανε μέ τίτλο Θεός καί Κράτος» (Π. Ἄβριτς, «Εἰσαγωγή», στό Θεός καί Κράτος..., σσ. 11-13).
[36] Βλ. ἐνδεικτικῶς Μ. Μπακούνιν, Θεός καί Κράτος..., σ. 32, σ. 39, σ. 40, σ. 42, σ. 113.
[37] Μ. Μπακούνιν, Ἡ ἀντίδραση στήν Γερμανία..., σσ. 18-19.
[38] Β. Ζenkovsky, Histoire de la philosophie russe..., σ. 276.
[39] Μ. Μπακούνιν, Φεντεραλισμός-σοσιαλισμός-ἀντιθεολογισμός..., σ. 86.
[40] M. Bakounine, Réponse d' un International à Mazzini, στό Œuvres, τ. VI, σ. 112.
[41] Μ. Μπακούνιν, Φεντεραλισμός-σοσιαλισμός-ἀντιθεολογισμός..., σ. 64.
[42] Μ. Μπακούνιν, Φεντεραλισμός-σοσιαλισμός-ἀντιθεολογισμός..., σ. 74, σημ. 1.
[43] Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα τοῦ 1871 καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους..., σ. 97.
[44] Βλ. ἀναλυτικῶς Bakounine, Confession..., σσ. 117-119.
[45] Μ. Stirner, L' Unique et sa proprieté..., σ. 210.
[46] Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα τοῦ 1871 καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους..., σ. 41.
[47] Ι. Berlin, Les Penseurs russes..., σ. 147.
[48] Correspondance de M. Bakounine. Lettres à Herzen et à Ogareff, préf. et annot. M. Dragomanov, trad. M. Stromberg, Librairie Académique Didier Perrin et Cie Παρίσι.
[49] Th. Masaryk, The spirit of Russia..., σ. 463.
[50] H. Arvon, Mπακούνιν..., σσ. 105-106.
[51] Ι. Berlin, Les Penseurs russes..., σ. 152.
[52] J.-Chr. Angaut, «Introduction», στό Considérations philosophiques..., σ. 9.
[53] Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα τοῦ 1871 καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους..., σ. 11. Ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νά ἀνατρέξει καί στήν γνωστή ἀνθολογία τοῦ D. Guérin, Ni Dieu ni Maître..., σσ. 165-264.
[54] Μ. Νεττλώ, «Εἰσαγωγή», στό Μ. Μπακούνιν, Φεντεραλισμός-σοσιαλισμός- ἀντιθεολογισμός..., σ. 11.
[55] Les penseurs russes..., σ. 122.
[56] Β. Ζenkovsky, Histoire de la philosophie russe..., σ. 273. Fr. Lesourd (éd.), Dictionnaire de la philosophie russe..., σσ. 73-74.
[57] Μ. Bakounine, Confession..., σ. 137.
[58] M. Bakounine, Confession..., σ. 34.
[59] Th. Masaryk, The spirit of Russia..., σ. 432.
[60] Β. Ζenkovsky, Histoire de la philosophie russe..., σ. 276.
[61] Γκ. Χέγκελ, Βασικές κατευθύνσεις τῆς φιλοσοφίας τοῦ Δικαίου, εἰσ.-μετ. Στ. Γιακουμῆς, Ἐκδόσεις Δωδώνη, Ἀθήνα 2004, σ. 29.
[62] Μ. Μπακούνιν, Ἡ ἀντίδραση στήν Γερμανία..., σ. 23.
[63] Μ. Μπακούνιν, Κρατισμός καί ἀναρχία..., σ. 136.
[64] Θεός καί Κράτος..., σ. 80.
[65] Ἡ ἀναφορά ἔχει ληφθεῖ ἀπό τόν H. Arvon (Μπακούνιν..., σ. 25).
[66] H. Arvon, Mπακούνιν..., σ. 28.
[67] Μ. Μπακούνιν, Ἡ ἀντίδραση στήν Γερμανία, ὅ.π., σ. 35.
[68] Β. Ζenkovsky, Histoire de la philosophie russe..., σ. 276.
[69] Ι. Berlin, Les Penseurs russes..., σ. 150.

Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι εκπαιδευτικός και διδάκτωρ φιλοσοφίας από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πρώτη ανάρτηση Αντίφωνο

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ https://www.ideotopos.gr/


ΚΕΙΜΕΝΑ 

Θεός και Κράτος

…Ένας χριστιανός μπορεί να ‘ναι προφήτης, άγιος, παπάς, βασιλιάς, στρατηγός, υπουργός, ανώτερος δημόσιος υπάλληλος, εκπρόσωπος μιας οποιασδήποτε εξουσίας, χωροφύλακας, δήμιος, άρχοντας, εκμεταλλευτής αστός ή υποδουλωμένος προλετάριος, καταπιεστής ή καταπιεζόμενος, βασανιστής ή βασανιζόμενος, αφεντικό ή μισθωτός, δεν έχει όμως το δικαίωμα να πει τι είναι άνθρωπος.

Γιατί ο άνθρωπος δεν γίνεται πραγματικά άνθρωπος παρά μόνο στο μέτρο που σέβεται και αγαπά την ανθρωπότητα και την ελευθερία ολονών, και στο μέτρο που την ελευθερία του και την ανθρωπότητά του τις σέβονται, τις αγαπούν, τις αναδεικνύουν και τις δημιουργούν όλοι οι άλλοι…»

Κριτική της επιστήμης του κράτους και της δικτατορίας του προλεταριάτου 

Το κείμενο αυτό περιλαμβάνεται στην ελληνική έκδοση (σ.σ. 94-103) του έργου του Μιχαήλ Μπακούνιν «Η Παρισινή Κομμούνα και η ιδέα του Κράτους», σε μετάφραση Τζακ Λουμάλα και επιμέλεια Γ. Ξυλαγκρά (μέσα στη δικτατορία, μάλλον το 1972) Εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος». Η μετάφραση έγινε από την αγγλική γλώσσα και η επιλογή των κειμένων που περιλαμβάνονται στο βιβλίο έγινε από την επίσης αγγλική έκδοση-συλλογή των έργων του Μπακούνιν με τίτλο «Bakunin on Anarchy», που επιμελήθηκε ο Σαμ Ντόλγκοφ και εκδόθηκε στις ΗΠΑ από τον οίκο Random House. 

Ο δρόμος που οδηγεί απ’ τη συγκεκριμένη πραγματικότητα στη θεωρία κι αντίστροφα, είναι η επιστημονική μέθοδος κι αποτελεί τον πραγματικό δρόμο. Στον πρακτικό κόσμο είναι η κίνηση της κοινωνίας προς οργανωτικές μορφές που θα καθρεφτίζουν την ίδια τη ζωή σ’ όλες τις πτυχές και την πολυπλοκότητά της, σ’ όσο το δυνατόν μεγαλύτερη έκταση.
Τέτοιος είναι ο δρόμος των ανθρώπων για την πλήρη απελευθέρωση, που θα είναι προσιτή σ’ όλους, ο δρόμος της αναρχικής κοινωνικής επανάστασης, που θα προέλθει από τους ίδιους τους ανθρώπους, μια στοιχειώδης δύναμη, που θα εξαλείψει όλα τα εμπόδια. Αργότερα, θα ξεπροβάλλουν αυθόρμητα απ’ τα βάθη της λαϊκής ψυχής οι νέες δημιουργικές μορφές της κοινωνικής ζωής. Ο δρόμος των κυρίων μεταφυσικών είναι εντελώς διαφορετικός.

Μεταφυσικός είναι ο όρος που χρησιμοποιούμε για τους οπαδούς του Χέγκελ και τους θετικιστές και γενικά για όλους εκείνους που λατρεύουν την επιστήμη σα θεό, όλους εκείνους τους σύγχρονους θαυμαστές του Προκρούστη, οι οποίοι, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, έχουν δημιουργήσει ένα ιδανικό πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης, ένα στενό κελί, μέσα στο οποίο επιθυμούν να σπρώξουν τις μελλοντικές γενιές, όλους εκείνους, που αντί να δουν την επιστήμη σαν μια μόνο από τις βασικές εκδηλώσεις της φυσικής και κοινωνικής ζωής, επιμένουν πως όλη η ζωή κλείνεται στις αναγκαστικά πειραματικές επιστημονικές θεωρίες τους. Οι μεταφυσικοί και οι θετικιστές, όλοι αυτοί οι κύριοι που θεωρούν σαν αποστολή τους να επιβάλλουν αυταρχικά τους νόμους της ζωής στ’ όνομα της επιστήμης, είναι συνειδητά ή ασυνείδητα αντιδραστικοί. Αυτό είναι πολύ εύκολο ν’ αποδειχθεί.

Η επιστήμη με την πραγματική έννοια αυτής της λέξης, η πραγματική επιστήμη, είναι σήμερα προσιτή σε μια ασήμαντη μόνο μειονότητα. Για παράδειγμα, ανάμεσά μας στη Ρωσία πόσοι διακεκριμένοι επιστήμονες υπάρχουν σ’ ένα πληθυσμό 8 εκατομμυρίων; Πιθανόν χίλιοι να απασχολούνται σε επιστημονικούς τομείς, άλλα όχι περισσότεροι από λίγες εκατοντάδες μπορούν να θεωρηθούν πρώτης κλάσεως σοβαροί επιστήμονες. Αν η επιστήμη έπρεπε να υπαγορεύει τους νόμους, η συντριπτική πλειοψηφία, πολλά εκατομμύρια ατόμων, θα κυβερνούνταν από 100 ή 200 ειδικούς. Στην πραγματικότητα, θα ήταν ακόμα λιγότεροι από τον υπολογισμό αυτό γιατί όλοι οι επιστημονικοί κλάδοι δεν ασχολούνται με την διοίκηση της κοινωνίας. Αυτό θα ήταν το καθήκον της κοινωνιολογίας — της επιστήμης των επιστημών — που προϋποθέτει, στην περίπτωση ενός καλά εκπαιδευμένου κοινωνιολόγου, ότι αυτός έχει επαρκή γνώση όλων των άλλων επιστημών. Πόσοι τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν στη Ρωσία ή σ’ ολόκληρη την Ευρώπη; Είκοσι ή τριάντα; Κι αυτοί οι είκοσι ή τριάντα θα κυβερνούσαν τον κόσμο; Μπορεί κανείς να φανταστεί έναν πιο παράλογο κι άθλιο δεσποτισμό;

Είναι σχεδόν σίγουρο ότι οι είκοσι ή τριάντα αυτοί ειδικοί θα μάλωναν μεταξύ τους κι αν συμφωνούσαν πάνω σε μια γραμμή κοινής πολιτικής αυτό θα γινόταν σε βάρος του ανθρώπινου γένους.

Το βασικό μειονέκτημα του μέσου ειδικού είναι η τάση του να μεγαλοποιεί τη δική του γνώση και να υποτιμά τη γνώση οποιουδήποτε άλλου. Δώστε του την εξουσία ελέγχου και θα γίνει ένας αφόρητος τύραννος. Τι κρίμα θα ήταν να είναι η ανθρωπότητα σκλάβα τυποποιημένων ειδικών! Δώστε τους απόλυτη εξουσία και θ’ αρχίσουν να εφαρμόζουν πάνω σ’ ανθρώπινα όντα τα ίδια πειράματα, που οι επιστήμονες κάνουν σήμερα σε κουνέλια και σε σκύλους.

Πρέπει να σεβόμαστε τους επιστήμονες για τα χαρίσματα και τα επιτεύγματά τους, αλλά για να προλάβουμε να μη διαφθαρεί το υψηλό τους ηθικό και διανοητικό επίπεδο, δεν πρέπει να τους παραχωρηθούν ειδικά προνόμια και δικαιώματα διαφορετικά από κείνα που κατέχει ο καθένας — για παράδειγμα, η ελευθερία να εκφράζουν τις πεποιθήσεις, τη σκέψη και τη γνώση τους — ούτε σ’ αυτούς, ούτε σε καμιά άλλη ειδική ομάδα πρέπει να δοθεί εξουσία πάνω σ’ άλλους. Εκείνος που του έχει δοθεί η εξουσία θα γίνει αναπόφευκτα ένας καταπιεστής και εκμεταλλευτής της κοινωνίας.

Αλλά μας έχουν πει: «Η επιστήμη δεν θ’ αποτελεί για πάντα το προνόμιο λίγων, θα έρθει ο καιρός που θα είναι προσιτή σ’ όλους». Μια τέτοια εποχή είναι ακόμα πολύ μακρινή και θα υπάρξουν πολλές κοινωνικές αναταραχές προτού γίνει αληθινό αυτό τ’ όνειρο, αλλά και τότε ακόμα ποιος θα ήθελε να εμπιστευτεί τη μοίρα του στα χέρια των ιερέων της επιστήμης;

Νομίζουμε ότι όποιος πιστεύει, πως μετά από μια κοινωνική επανάσταση όλοι θα είναι εξίσου μορφωμένοι, κάνει μεγάλο λάθος. Τότε, όπως και τώρα, η επιστήμη θα παραμείνει ένας απ’ τους πολλούς ειδικευμένους τομείς, μόνο που θα πάψει να είναι προσιτή σε λίγα απλώς μέλη της προνομιούχας τάξης. Με την εξάλειψη των ταξικών διακρίσεων, η εκπαίδευση θα είναι προσιτή σ’ όλους εκείνους που θα έχουν την ικανότητα και την επιθυμία να την επιδιώξουν, αλλά όχι όμως σε βάρος της χειρωνακτικής εργασίας, πού θα είναι υποχρεωτική για όλους.

Στη διάθεση όλων θα υπάρχει μια γενική επιστημονική εκπαίδευση, ιδιαίτερα η εκμάθηση της επιστημονικής μεθόδου, η συνήθεια της σωστής σκέψης, η ικανότητα γενίκευσης από τ’ ατομικά δεδομένα και η ικανότητα να κάνει κανείς περισσότερο ή λιγότερο σωστές, λογικές αφαιρέσεις. Αλλά εγκυκλοπαιδικά πνεύματα και προχωρημένοι κοινωνιολόγοι θα υπάρχουν πολλοί λίγοι, θα ήταν λυπηρό για το ανθρώπινο γένος, αν σε κάθε στιγμή η θεωρητική σκέψη γινόταν η μοναδική πηγή καθοδήγησης της κοινωνίας, αν μόνη η επιστήμη διαχειριζόταν όλη τη κοινωνική διοίκηση. Η ζωή θα έσβηνε και η ανθρώπινη κοινωνία θα μετατρεπόταν σε μια βουβή και δουλική αγέλη. Η κυριαρχία της επιστήμης πάνω στη ζωή δεν μπορεί να έχει άλλο αποτέλεσμα παρά μόνο την αποκτήνωση του ανθρώπινου γένους.

Εμείς οι αναρχικοί επαναστάτες είμαστε οπαδοί της εκπαίδευσης για όλο το λαό, της απελευθέρωσης και της μεγαλύτερης δυνατής επέκτασης της κοινωνικής ζωής. Επομένως, είμαστε εχθροί του Κράτους και κάθε μορφής Κρατισμού. Σε αντίθεση με τους μεταφυσικούς, τους θετικιστές κι όλους εκείνους πού λατρεύουν την επιστήμη, διακηρύσσουμε ότι η φυσική και η κοινωνική ζωή προηγούνται πάντοτε απ’ τη θεωρία, η οποία είναι μόνο μια από τις εκδηλώσεις της ζωής άλλα ποτέ ο δημιουργός της. Έξω απ’ τα ανεξάντλητα βάθη της η κοινωνία αναπτύσσεται μέσα από μια σειρά γεγονότα, όχι όμως με μόνη τη σκέψη. Η θεωρία γεννιέται πάντοτε απ’ τη ζωή άλλα ποτέ δεν τη δημιουργεί⋅ σαν τους ανεμοδείχτες και τις πινακίδες των δρόμων δεν δείχνει παρά μόνο την κατεύθυνση και τα διάφορα στάδια της ανεξάρτητης και μοναδικής εξέλιξης της ζωής.

Σύμφωνα μ’ αυτή την αντίληψη, ούτε σκοπεύουμε ούτε επιθυμούμε να επιβάλλουμε πάνω μας ή πάνω σ’ άλλους ανθρώπους κανένα σχέδιο κοινωνικής οργάνωσης που είναι παρμένο από βιβλία ή έχει κατασκευαστεί από μας. Έχουμε πειστεί ότι οι λαϊκές μάζες φέρνουν μέσα τους, μέσα στα ένστικτά τους (που έχουν αναπτυχθεί περισσότερα ή λιγότερο απ’ την ιστορική πορεία), στις καθημερινές τους ανάγκες και στις συνειδητές ή ασυνείδητες φιλοδοξίες τους, όλα τα στοιχεία της μελλοντικής κοινωνικής οργάνωσης. Αναζητούμε αυτό το ιδανικό μέσα στους ίδιους τους ανθρώπους. Κάθε Κρατική εξουσία, κάθε Κυβέρνηση απ’ την ίδια της τη φύση, τοποθετείται έξω και πάνω απ’ τους ανθρώπους και τους υποτάσσει αναπόφευκτα σε μια οργάνωση και σε σκοπούς που είναι ξένοι και αντίθετοι στις πραγματικές ανάγκες και φιλοδοξίες των ανθρώπων. Διακηρύσσουμε ότι είμαστε εχθροί κάθε Κυβέρνησης και κάθε Κρατικής εξουσίας και Κυβερνητικής οργάνωσης γενικά. Νομίζουμε ότι οι άνθρωποι θα μπορούν να είναι ελεύθεροι και ευτυχισμένοι μόνον όταν οργανωθούν απ’ τη βάση προς τα πάνω σ’ εντελώς ελεύθερες και ανεξάρτητες ενώσεις χωρίς τον Κυβερνητικό Πατερναλισμό, αν κι όχι χωρίς την επίδραση μιας ποικιλίας ελεύθερων ατόμων και κομμάτων.

Τέτοιες ιδέες έχουμε, σαν κοινωνικοί επαναστάτες, και γι’ αυτό κατά συνέπεια λεγόμαστε αναρχικοί. Δεν διαμαρτυρόμαστε γι’ αυτό το όνομα, γιατί πραγματικά είμαστε εχθροί κάθε Κυβερνητικής εξουσίας αφού γνωρίζουμε ότι μια τέτοια εξουσία διαφθείρει εξίσου εκείνους πού φοράνε το θώρακά της, κι αυτούς που εξαναγκάζονται να υποταχτούν σ’ αυτήν. Κάτω απ’ την καταστρεπτική της επίδραση, οι πρώτοι γίνονται φιλόδοξοι και φανατικοί δεσπότες κι εκμεταλλεύονται τη κοινωνία για χάρη των προσωπικών ή ταξικών τους συμφερόντων, ενώ οι άλλοι γίνονται δούλοι.

Οι κάθε είδους ιδεαλιστές, μεταφυσικοί, θετικιστές, εκείνοι που υποστηρίζουν την κυριαρχία της επιστήμης πάνω στη ζωή κι οι δογματικοί επαναστάτες, υπερασπίζουν όλοι την Κρατική ιδέα και την Κρατική εξουσία με εφάμιλλη αγωνιστικότητα, γιατί βλέπουν σ’ αυτή, σα συνέπεια των συστημάτων τους, τη μοναδική ελπίδα σωτηρίας για την κοινωνία. Εντελώς λογικά, αφού έχουν δεχθεί τη βασική πρόταση (την οποία θεωρούμε εντελώς λαθεμένη) ότι η σκέψη προηγείται της ζωής, ότι η θεωρία βρίσκεται μπροστά από την κοινωνική εμπειρία και, επομένως, ότι η κοινωνική επιστήμη πρέπει ν’ αποτελέσει την αφετηρία για όλες τις κοινωνικές εξεγέρσεις και αναδιαρθρώσεις, καταλήγουν αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι επειδή η σκέψη, η θεωρία κι η επιστήμη βρίσκονται στη διάθεση λίγων, τουλάχιστον στη σημερινή εποχή, θα έπρεπε οι λίγοι αυτοί να είναι ηγέτες της κοινωνικής ζωής, όχι μόνο οι πρωτεργάτες άλλα κι οι ηγέτες όλων των λαϊκών κινημάτων. Αμέσως μετά την επανάσταση η νέα κοινωνική τάξη δεν θα οργανωθεί με την ελεύθερη σύνδεση των λαϊκών οργανώσεων ή ενώσεων, τοπικών και περιφερειακών, απ’ τη βάση προς τα πάνω, σύμφωνα με τις απαιτήσεις και τα ένστικτα των ανθρώπων, παρά μόνο με τη δικτατορική εξουσία, αυτής της μορφωμένης μειοψηφίας που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί τη λαϊκή θέληση.

Ο μύθος μιας ψευτοαντιπροσωπευτικής Κυβέρνησης χρησιμεύει για ν’ αποκρύψει την κυριαρχία των μαζών από μια προνομιούχα «ελίτ», μια μειοψηφία πού έχει εκλεγεί απ’ τις λαϊκές μάζες οι όποιες είναι παγιδευμένες και δεν ξέρουν για ποιόν ή γιατί ψηφίζουν. Πάνω σ’ αυτή την τεχνητή κι αφηρημένη έκφραση εκείνου που λαθεμένα φαντάζονται ότι αποτελεί τη λαϊκή θέληση και για την οποία οι πραγματικοί άνθρωποι δεν έχουν την παραμικρή ιδέα, κατασκευάζουν τόσο τη θεωρία του Κρατισμού όσο και τη θεωρία της αποκαλούμενης επαναστατικής δικτατορίας.

Οι διαφορές μεταξύ επαναστατικής δικτατορίας και κρατισμού είναι μηδαμινές κι οι δυο βασικά εκπροσωπούν τον ίδιο κανόνα της κυριαρχίας της μειοψηφίας πάνω στην πλειοψηφία, στ’ όνομα της υποτιθέμενης «ηλιθιότητας» των δεύτερων και της υποτιθέμενης «ευφυΐας» των πρώτων επομένως, είναι κι οι δύο εξίσου αντιδραστικοί, αφού κι οι δύο άμεσα κι αναπόφευκτα πρέπει να διατηρήσουν και να διαιωνίσουν τα πολιτικά και οικονομικά προνόμια της άρχουσας μειοψηφίας και την πολιτική και οικονομική υποδούλωση των λαϊκών μαζών.

Τώρα φαίνεται καθαρά γιατί οι δικτατορικοί επαναστάτες που αποσκοπούν στην ανατροπή των υφιστάμενων δυνάμεων και κοινωνικών δομών, για να στήσουν πάω στα ερείπια τους τις δικές τους δικτατορίες, ποτέ δεν υπήρξαν ή θα γίνουν εχθροί της κυβέρνησης αλλά, αντίθετα, θα παραμείνουν πάντοτε φανατικοί προπαγανδιστές της κυβερνητικής ιδέας. Είναι εχθροί μόνο των σύγχρονων κυβερνήσεων γιατί θέλουν να τις αντικαταστήσουν. Είναι εχθροί της σημερινής κυβερνητικής δομής γιατί αποκλείει τη δυνατότητα για μια δικτατορία τους. Ταυτόχρονα είναι οι πιο αφοσιωμένοι φίλοι της κυβερνητικής εξουσίας γιατί, αν η επανάσταση κατάστρεφε αυτή την εξουσία, απελευθερώνοντας πραγματικά τις μάζες, θ’ αποστερούσε αυτή τη ψευτοεπαναστατική μειονότητα από κάθε ελπίδα χειραγώγησης των μαζών που θα τις έκανε κληρονόμους της δικής τους κυβερνητικής πολιτικής. Έχουμε ήδη εκφράσει αρκετές φορές τη βαθιά μας αποστροφή για τις θεωρίες του Λασσάλ και του Μαρξ, που συνιστούν στους εργάτες, αν όχι σαν τελικό ιδανικό, τουλάχιστον σαν επόμενο άμεσο στόχο την ίδρυση ενός Λαϊκού Κράτους, το οποίο, σύμφωνα με τη δική τους ερμηνεία, δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά «το προλεταριάτο ανεβασμένο στη θέση της κυβερνητικής τάξης».

Διαβάστε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/