Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τέχνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τέχνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Καμίλ Κλοντέλ ( 8 Δεκεμβρίου 1864 - 19 Οκτωβρίου 1943 )

 

Το βαλς, 1905

Η Καμίλ Κλοντέλ (Camille Claudel, 8 Δεκεμβρίου 1864 - 19 Οκτωβρίου 1943) ήταν Γαλλίδα γλύπτρια με σημαντικό έργο.
Γεννήθηκε στην γαλλική περιοχή της Καμπανίας, στη νότια Γαλλία, κόρη του Louis Prosper Claudel και της Louise Athanaise Cécile Cerveaux, αδελφή του Γάλλου ποιητή και διπλωμάτη Πωλ Κλοντέλ. Από πολύ νεαρή ηλικία έδειξε ιδιαίτερη κλίση στη γλυπτική και τα πρώτα της έργα χρονολογούνται ήδη στα 1876 ενώ αποτελούν κυρίως μικρές φιγούρες. Το 1879 η Κλοντέλ γνωρίζεται με τον γλύπτη Alfred Boucher, ο οποίος αναγνωρίζει το ταλέντο της και πείθει την οικογένεια της να ακολουθήσει μια ακαδημαϊκή εκπαίδευση. Το 1881εγκαθίσταται με την μητέρα και τα αδέλφια της στο Παρίσι όπου ξεκινά σπουδές σχεδίου και ανατομίας στην ιδιωτική Ακαδημία Colarossi, που αποτελεί μία από τις λιγοστές σχολές όπου γίνονται αποδεκτές και γυναίκες σπουδάστριες. Κατά την διάρκεια των σπουδών της, με δάσκαλο τον Boucher, το ενδιαφέρον της εστιάζεται σε πορτρέτα αν και ελάχιστα έργα αυτής της περιόδου διασώζονται, μεταξύ αυτών μια προτομή του αδελφού της σε ηλικία 13 ετών.

Η γνωριμία με τον Ροντέν

Το 1882 η Κλοντέλ ενοικιάζει ένα εργαστήριο όπου μπορεί να επεξεργαστεί τα έργα της ενώ ο Boucher την παρουσιάζει στον διευθυντή της Σχολής Καλών Τεχνών, Paul Dubois. Τον επόμενο χρόνο καταγράφεται και η πρώτη της γνωριμία με τον Ωγκύστ Ροντέν, ο οποίος αντικαθιστά τον Boucher για ένα διάστημα στη διάρκεια των μαθημάτων της Ακαδημίας. Ερωτικές επιστολές του Ροντέν προς την Κλοντέλ, γραμμένες την Άνοιξη του 1883, αποδεικνύουν πως μεταξύ τους αναπτύχθηκε μια πολύ στενή σχέση. Την ίδια χρονιά, η Κλοντέλ συμμετέχει για πρώτη φορά στο Σαλόν της Société des Artistes français, ενώ στον κατάλογο της έκθεσης αναφέρεται ως μαθήτρια των Ροντέν και Dubois.
Το 1884 αποτελεί πρακτικά μαθήτρια του Ροντέν με τον οποίο συνεργάζεται στενά στο εργαστήριο του, ως μαθητευόμενή του αλλά και μοντέλο, ενώ τον επόμενο χρόνο γίνεται επισήμως συνεργάτιδα του. Την περίοδο αυτή και για τα επόμενα χρόνια θα αποτελέσει σημαντική πηγή έμπνευσης για τον Ροντέν και είναι βέβαιο πως μεταξύ τους υπάρχει μεγάλη αλληλεπίδραση. Παράλληλα εξελίσεται η ταραχώδης ερωτική σχέση τους που εμπλέκεται από το γεγονός της παράλληλης και σταθερής σχέσης του Ροντέν με την σύντροφό του Rose Beuret. Υπάρχουν αρκετές αναφορές πως ο Ροντέν και η Κλοντέλ απέκτησαν ένα ή δύο παιδιά αν και τέτοιου είδους υποθέσεις δεν επιβεβαιώνονται.
Η σχέση της Κλοντέλ με τον Ροντέν διακόπτεται μετά από δική της πρωτοβουλία περίπου το 1894 αν και οριστικά τερματίζεται τελικά το 1898, ενώ παράλληλα επιχειρεί να ακολουθήσει μια ανεξάρτητη καλλιτεχνική πορεία με μια σειρά από σημαντικά έργα και διακρίσεις. Από το 1898 εκθέτει έργα της σε διάφορα Σαλόν αλλά οι συμμετοχές της διακόπτονται ξαφνικά το 1905, χρονιά από την οποία παρατηρείται μία έντονη απομόνωση της Κλοντέλ σε συνδυασμό με ψυχολογικές διαταραχές που την οδηγούν στην συστηματική καταστροφή πολλών έργων της αλλά και κατηγορίες εναντίον του Ροντέν σχετικά με κλοπή από μέρους του δικών της ιδεών.
Τον Οκτώβριο του 1907 η Κλοντέλ συμμετέχει σε δημόσια έκθεση ενώ η εφημερίδα La Fronde φιλοξενεί μία προσωπική της συνέντευξη. Τον επόμενο χρόνο πραγματοποιείται η τελευταία ατομική της έκθεση, συνολικά έντεκα γλυπτών, στη Gallery Blot. Η ψυχική της υγεία παραμένει άστατη, γεγονός που αποδεικνύεται και από τα ημερολόγια του αδελφού της, στα οποία περιγράφει την Κλοντέλ ως διαταραγμένη. Σταδιακά απομονώνεται ολοένα και περισσότερο ενώ η οικονομική της κατάσταση είναι πλέον πολύ κακή.

6Camille Claudel (left) and sculptor Jessie Lipscomb in their Paris studio in the mid-1880

Εγκλεισμός

Το 1913 πεθαίνει ο πατέρας της, ωστόσο η Κλοντέλ δεν ενημερώνεται για το γεγονός από την οικογένειά της. Οκτώ ημέρες μετά την κηδεία του, μετά από πρωτοβουλία του αδελφού της, η Κλοντέλ εισάγεται στην ψυχιατρική κλινική Maison de Santé. Θεωρείται πιθανό πως για την εισαγωγή της υπέγραψε η μητέρα της. Σε μια επιστολή της προς τον ξάδελφό της η ίδια γράφει την ίδια χρονιά: "[...] πιστεύω ότι είμαι στα πρόθυρα ενός κακού τέλους [...]. Ήταν χωρίς νόημα η τόση εργασία και το ταλέντο με μία ανταπόδοση όπως αυτή.". Η τοπική εφημερίδα L' Avenir de L' Aisne δημοσιοποιεί τον εγκλεισμό της Κλοντέλ ενώ και πολλά δημοσιεύματα που ακολουθούν, κατηγορούν την οικογένειά της για το χαμό μιας διάνοιας της τέχνης.
Το 1914 ο Ροντέν αποστέλει χρήματα για την κάλυψη της νοσηλείας της ενώ κατόπιν παρότρυνσης του Mathias Morhardt, διατηρεί και ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο Biron όπου διαμένει για την προστασία και φύλαξη των έργων της.
Στα επόμενα χρόνια, η Κλοντέλ μεταφέρεται σε διάφορα ιδρύματα και άσυλα, ενώ δέχεται επισκέψεις μόνο από τον αδελφό της. Σε επιστολή της, του 1915, προς τον διευθυντή της κλινικής όπου τότε νοσηλευόταν η Κλοντέλ, η μητέρα της γράφει πως δεν επιθυμεί να την επισκεφτεί ξανά καθώς έχει προκαλέσει πολύ κακό στην οικογένεια. Στις αρχές του 1920 ο γιατρός της, Dr. Brunet, στέλνει επιστολή στη μητέρα της ζητώντας τη βοήθειά της για τη σταδιακή επανένταξη της Κλοντέλ στο οικογενειακό περιβάλλον, βοήθεια που όμως αρνείται.
Μετά από περίπου τριάντα χρόνια εγκλεισμού σε ψυχιατρικές κλινικές, η Κλοντέλ πέθανε στις 19 Οκτωβρίου του 1943 και η σορός της βρίσκεται σήμερα στο κοιμητήριο του Monfavet

Έργο

Αν και η ίδια κατέστρεψε σημαντικό μέρος του καλλιτεχνικού έργου της, έχουν διασωθεί έως σήμερα περίπου 90 γλυπτά και σχέδια. Το 1951, ο αδελφός της οργάνωσε μία έκθεση στο Μουσείο Ροντέν και έκτοτε, το μουσείο έχει ενσωματώσει στη συλλογή του τον κύριο όγκο των έργων της. Τα υπόλοιπα γλυπτά της φιλοξενούνται σε διάφορα μουσεία ανά τον κόσμο.
Μια σημαντική έκθεση έργων της πραγματοποιήθηκε επίσης το 1984



Head of Camille Claudel, 1884, by Auguste Rodin,



Κλωθώ, 1893


Το κύμα, 1897


Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/






ΤΑΣΣΟΣ, ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΣ ( 1914 - Αθήνα, 13 Οκτωβρίου 1985 )

 

Ο Τάσσος (πραγματικό όνομα: Αναστάσιος Αλεβίζος, Λευκοχώρα Μεσσηνίας, 1914 - Αθήνα, 13 Οκτωβρίου 1985) ήταν διακεκριμένος Έλληνας χαράκτης.
Μικρός παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον Γιώργο Κωτσάκη. Το 1930, σε ηλικία δεκαέξι ετών, έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Εκεί παρακολούθησε μαθήματα γλυπτικής και ζωγραφικής στα εργαστήρια του Θωμά Θωμόπουλου, του Ουμβέρτου Αργυρού και του Κωνσταντίνου Παρθένη.
Από το 1933 και μέχρι την αποφοίτησή του από την Σχολή το 1939, παρακολούθησε μαθήματα χαρακτικής στο εργαστήριο του Γιάννη Κεφαλληνού. Πιθανολογείται ότι καθοριστικό ρόλο στην αφοσίωσή του στην χαρακτική έπαιξε και η γνωριμία του με τον Δημήτρη Γαλάνη, τον άλλο μεγάλο έλληνα χαράκτη της εποχής του Μεσοπολέμου, μέσω του οποίου γνώρισε και την γαλλική χαρακτική. Λέγεται επίσης ότι πραγματοποίησε σπουδές στο Παρίσι, την Ρώμη και την Φλωρεντία. Πάντως, το ταλέντο του στην χαρακτικήαναγνωρίστηκε πολύ γρήγορα· στην Πανελλήνια Έκθεση του 1938 έλαβε το Βραβείο Χαρακτικής και δύο χρόνια αργότερα (1940) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Χαρακτικής.
Από το 1930 είχε ενταχθεί στο ΚΚΕ, αρχικά στην νεολαία του κόμματος (ΟΚΝΕ) και αργότερα ως πλήρες μέλος. Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, το 1940, ο Τάσσος και πολλοί άλλοι μαθητές του Κεφαλληνού, φιλοτέχνησαν προπαγανδιστικές αφίσες για την εμψύχωση του ελληνικού λαού. Στα χρόνια της Κατοχής, εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και στο ΕΑΜ Καλλιτεχνών, για να συνεχίσει την (παράνομη πλέον) δημιουργία προπαγανδιστικού υλικού κατά των κατακτητών.
Μετά την απελευθέρωση, ο Τάσσος άρχισε να ασχολείται και με άλλα θέματα πέρα από τον πόλεμο, όπως γυμνά, νεκρές φύσεις και πορτρέτα, ενώ ταυτοχρόνως άρχισε να χρησιμοποιεί και χρώμα στις ξυλογραφίες του.
Ο Τάσσος είχε επίσης μια ιδιαίτερη αγάπη για το βιβλίο και τις γραφικές τέχνες. Ήδη από το 1939, με την αποφοίτησή του, έφτιαχνε εξώφυλλα και κοσμήματα για το λογοτεχνικό περιοδικό Νέα Εστία. Αμέσως μετά την απελευθέρωση, ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση στον εκδοτικό οίκο «Τα Νέα Βιβλία» που ίδρυσε το Κομμουνιστικό Κόμμα το 1945 και που έκλεισε το 1948. Το 1948 άρχισε να συνεργάζεται με τον Οργανισμό Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων (ΟΕΣΒ, μετέπειτα Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, ΟΕΔΒ). Καρπός της συνεργασίας του με τον ΟΕΣΒ/ΟΕΔΒ, υπήρξε η εικονογράφηση πολλών βιβλίων για το Δημοτικό και το Γυμνάσιο, με πρώτο το Αναγνωστικόν Έκτης Δημοτικού που κυκλοφόρησε το 1949.
Το 1948 έγινε καλλιτεχνικός σύμβουλος του λιθογραφείου «Ασπιώτη–Έλκα», και από το 1954 έως το 1967 φιλοτέχνησε γραμματόσημα για λογαριασμό των Ελληνικών Ταχυδρομείων, αρχικά με την τεχνική της έγχρωμης ξυλογραφίας και κατόπιν με τη μέθοδο offset. Επίσης, από το 1962 έως τον θάνατό του, σχεδίαζε και τα γραμματόσημα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το 1959 ανέλαβε την διεύθυνση του Τμήματος Γραφικών Τεχνών στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο, όπου δίδαξε μέχρι το 1967.
Ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της καλλιτεχνικής ομάδας «Στάθμη», η οποία τον τίμησε με αναδρομική έκθεση των έργων του στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Την ίδια εποχή παρουσίασε έργα του στην Μπιενάλε της Βενετίας (1952) και του Λουγκάνο (1953).

O A. Tάσσος δουλεύοντας τη σύνθεση "17 Nοεμβρίου 1973" 

Φωτογραφία: Σπύρος Kαραχρήστος
πηγή

Κατά την δεκαετία του 1960 η θεματογραφία του άρχισε να επικεντρώνεται στην απόδοση της ανθρώπινης μορφής. Εγκατέλειψε σταδιακά το χρώμα, χάραζε όλο και μεγαλύτερες πλάκες ξύλου και άρχισε να δημιουργεί θεματικές ενότητες σε τρίπτυχα ή τετράπτυχα. Ταυτοχρόνως ασχολήθηκε με την αγιογραφία, ενώ συνέχισε να φιλοτεχνεί βιβλία.
Κατά την περίοδο της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, έζησε αυτοεξόριστος εκτός Ελλάδας και φιλοτέχνησε έργα κοινωνικής διαμαρτυρίας καταγράφοντας γεγονότα που τον συγκλόνισαν. Μετά την κατάρρευση της Χούντας, εξέθεσε έργα του στην Εθνική Πινακοθήκη(1975) και λίγο καιρό αργότερα έγινε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ίδιου ιδρύματος. Το 1977, ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης.

Συνέχισε να εργάζεται σκληρά μέχρι τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Πέθανε το Οκτώβριο του 1985 αφήνοντας ημιτελή μία σειρά οκτώ συνθέσεων στο Δημαρχείο του Βόλου. Το 1987, η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με μία δεύτερη μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων του.
Έναν χρόνο μετά τον θάνατό του, δημιουργήθηκε η Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών «Α. Τάσσος», με σκοπό την διάδοση του έργου του και την υποστήριξη της ελληνικής χαρακτικής. Από το 1991 και κάθε τρία χρόνια, η Εταιρεία αυτή πραγματοποιεί συλλογικές εκθέσεις νέων ελλήνων χαρακτών σε διαφορετικές πόλλεις της Ελλάδας. Η Εταιρεία επίσης διατηρεί ανοιχτό ως μουσείο το σπίτι όπου έζησε και δημιούργησε ο Τάσσος και η σύζυγός του, η ζωγράφος και χαράκτρια Λουκία Μαγγιώρου, επί της Αρδηττού 34, στην συνοικία Μετς της Αθήνας.
Τα έργα του χαρακτηρίζονται από την τεχνική αρτιότητά τους και την συγκινησιακή απόδοση της μορφής των απλών ανθρώπων του μόχθου και του πόνου, ενώ πρόκειται για έργα στρατευμένης τέχνης.

 Μεσημέρι (1958). Έγχρωμη ξυλογραφία



 Εξώφυλλο του Αναγνωστικού Δ΄ Δημοτικού. Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, Αθήνα 1973.


Το κορίτσι με τα μικρά δένδρα

  Σύνθεση γιά τό ἐξώφυλλο τοῦ δίσκου «Ἡ Σωτηρία Μπέλλου τραγουδάει Τσιτσάνη», 1974

 Ο Καρπός




Αγρότες της Μεσσηνίας

 Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, 1955

Καπνοσυλλέκτριες

 Συλλογή καρπού, 1987

  Το Μπλόκο της Κοκκινιάς




 Εκτελέσεις την Πρωτομαγιά

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/










Ο αρχιτέκτονας ,πολεοδόμος, ζωγράφος και συγγραφέας Λε Κορμπυζιέ ( 6 Οκτωβρίου 1887 - 27 Αυγούστου 1965 )

 

Ο Σαρλ-Εντουάρ Ζανρέ-Γκρι (Charles-Édouard Jeanneret-Gris, 6 Οκτωβρίου 1887 - 27 Αυγούστου 1965), γνωστός ως Λε Κορμπυζιέ (Le Corbusier), ήταν Ελβετός αρχιτέκτονας, διάσημος για τη συνεισφορά του σε αυτό που καλείται σήμερα μοντερνισμός, ή πρώιμος μοντερνισμός. Ήταν πρωτοπόρος στις θεωρητικές μελέτες του σύγχρονου σχεδίου και αφιερώθηκε στην παροχή των καλύτερων συνθηκών διαβίωσης για τους κατοίκους των συσσωρευμένων πόλεων.
Η σταδιοδρομία του είχε διάρκεια πέντε δεκαετιών, περιλαμβάνοντας κτίρια που κατασκευάστηκαν σε ολόκληρη την κεντρική Ευρώπη, την Ινδία, τη Ρωσία, και μια κατασκευή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ήταν επίσης πολεοδόμος, ζωγράφος, γλύπτης,συγγραφέας και σχεδιαστής επίπλων.
Ο Λε Κορμπυζιέ γεννήθηκε στις 6 Οκτωβρίου του 1887. Εγκατέλειψε το σχολείο του στη μικρή πόλη Σο ντε Φον της Ελβετίας σε ηλικία 13 ετών και διέσχισε την Ευρώπη φθάνοντας ως τη Μικρά Ασία.
Ως αρχιτέκτονας υπήρξε σε μεγάλο βαθμό αυτοδίδακτος. Επηρέασε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο τη σύγχρονη αρχιτεκτονική και χαρακτηρίστηκε "Μιχαήλ Άγγελος του 20ού αιώνα" και "μεγαλοφυής πρόδρομος".
"Παρατηρούσα πώς ήταν φτιαγμένα τα σπίτια, οι ναοί, οι δρόμοι, τα παρεκκλήσια. Εργαζόμενος καθ' οδόν για να κερδίσω το ψωμί μου, ανακάλυψα την αρχιτεκτονική", είπε ο ίδιος.
"Το έχω πει", έγραψε, "ότι τα υλικά για την οικοδόμηση μιας πόλης είναι ο ουρανός, ο χώρος, τα δέντρα, το ατσάλι και το τσιμέντο, με αυτή τη σειρά και ιεράρχηση".
Ο Λε Κορμπυζιέ πίστευε πως οι σύγχρονες πόλεις πρέπει να εκτείνονται προς τα επάνω και όχι προς την περιφέρεια. Ήθελε να κατεδαφίσει το Παρίσι και έβρισκε τους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης πολύ μικρούς. Στην "Πολυκατοικία της Μασσαλίας" πραγματοποίησε το όραμα της "κατακόρυφης πόλης". Ανάλογα συγκροτήματα έκτισε αργότερα στη Ναντ, στο Μπριέ και στο Δυτικό Βερολίνο. Το Εθνικό Μουσείο Δυτικής Τέχνης στο Τόκιο, το Κάρπεντερ Βίζουαλ Αρτ Σεντρ στο Χάρβαρντ των Η.Π.Α. και τα σχέδια του περιπτέρου των Εκθέσεων της Ζυρίχης, συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα έργα του.
Ο Λε Κορμπυζιέ, που κάποτε περιέγραψε το σύγχρονο σπίτι ως "μια μηχανή για να ζει κανείς μέσα της", θεωρείται ο δημιουργός ενός νέου αρχιτεκτονικού στυλ καινοτόμου και εκσυγχρονιστικού. "Εργάστηκα για να δώσω στους ανθρώπους αυτό που έχουν περισσότερο ανάγκη σήμερα: τη σιωπή και την ειρήνη", έλεγε στο τέλος της ζωής του.
Ο Λε Κορμπυζιέ έφυγε από τη ζωή στις 27 Αυγούστου του 1965, σε ηλικία 78 ετών, από καρδιακή προσβολή ενώ κολυμπούσε. Εκδηλώσεις πένθους έλαβαν χώρα από την Ελλάδα (την οποία είχε επισκεφθεί στις αρχές του 20ου αιώνα) ως την Ινδία (ένα από τα μεγαλύτερα έργα του ήταν ο σχεδιασμός της νέας πρωτεύουσας Τσαντιγκάρ του κρατιδίου Παντζάμπ, 1951).


Τα πέντε σημεία της αρχιτεκτονικής
Η βίλα Σαβουά (Villa Savoye, 1929-1931) στο προάστιο Πουασύ του Παρισιού θεωρείται πως συνοψίζει περισσότερο ικανοποιητικά τα πέντε σημεία της αρχιτεκτονικής του, όπως τα είχε εκθέσει ο ίδιος στο περιοδικό Νέο Πνεύμα (γαλλικά: L'Esprit Nouveau) και τα οποία ξεκίνησε να αναπτύσσει από τις αρχές της δεκαετίας του '20. Πρώτα, ο Λε Κορμπυζιέ ανύψωσε τον όγκο της κατασκευής από το έδαφος, που υποστηριζόταν από τις πιλοτές, με ενισχυμένες στήλες. Αυτές οι πιλοτές, σε ότι αφορά την παροχή της δομικής υποστήριξης για το σπίτι, του επέτρεψαν να τονίσει δύο ακόμα σημεία: μια ελεύθερη πρόσοψη, δηλαδή με τοίχους χωρίς υποστήριξη, που θα μπορούσαν να σχεδιαστούν όπως ο αρχιτέκτονας επιθυμεί, και ένα ανοικτό σχέδιο ορόφων, που σημαίνει ότι ο χώρος κάθε ορόφου ήταν ελεύθερος να διαμορφωθεί σε δωμάτια, χωρίς ανησυχία για την υποστήριξη των τοίχων. Το δεύτερο πάτωμα της βίλας Σαβουά περιλαμβάνει μακριές λωρίδες παραθύρων που επιτρέπουν τη θέα του περιβάλλοντος κήπου, στοιχείο που αποτελεί το τέταρτο σημείο της αρχιτεκτονικής του. Μια κεκλιμένη ράμπα που ανέρχεται από το επίπεδο του εδάφους στην ταράτσα του τρίτου ορόφου (το πέμπτο σημείο) επιτρέπει έναν «αρχιτεκτονικό περίπατο» μέσα στο κτίριο. Το άσπρο σωληνοειδές κιγκλίδωμα υπενθυμίζει το σχέδιο κρουαζιερόπλοιου που ο Λε Κορμπυζιέ θαύμαζε πολύ.https://el.wikipedia.org



ΚΤΙΡΙΑ 
Βίλα Σαβογιέ 


 Νοτρ Νταμ ντι Ο


Οικιστική Μονάδα της Μασσαλίας


Σαν Μαρί ντε λα Τουρέτ


Εθνικό Μουσείο Δυτικής Τέχνης της Ιαπωνίας






 Βίλα Λα Ρος



 Οικίες των Ζαούλ


Κέντρο Σεντροσογιούζ


Κτίριο της Γραμματείας των Ηνωμένων Εθνών


 Καρτεσιανός ουρανοξύστης


Βίλα Ζανερέ-Περέ


Villa Stein, Garches (1927)


Palace of Justice, Chandigarh


Palace of Assembly, Chandigarh 


Ναός Αγίου Πέτρου






 La Villa Turque

ΠΙΝΑΚΕΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ 

 still life


 still life

ΔΕΙΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ https://homouniversalisgr.blogspot.com/










Αριστίντ Μαγιόλ ( 8 Δεκεμβρίου 1861 – 27 Σεπτεμβρίου 1944 )

 


Portrait of Aristide Maillol 1899 by Jozsef Rippl-Ronai

Ο Αριστίντ Μαγιόλ (Aristide Maillol, 8 Δεκεμβρίου 1861 – 27 Σεπτεμβρίου 1944) ήταν Γάλλος γλύπτης και ζωγράφος, ένας από του σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα. 

Ο Αριστίντ Μαγιόλ ενδιαφέρθηκε αρχικά για τη ζωγραφική και το 1882 μπήκε με υποτροφία στην Εθνική Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, όπου μαθήτευσε στα εργαστήρια του Ζαν-Λεόν Ζερόμ και Αλεξάντρ Καμπανέλ. Ήταν από τους πρώτους καλλιτέχνες που πήραν μέρος στο Σαλόν των Ανεξαρτήτων, αμέσως μετά την ίδρυσή του το 1884. Συνδέθηκε, μέσω του Πωλ Σερυζιέ (Paul Serusier, 1864 - 1927) και του Μωρίς Ντενί (Maurice Denis, 1870 – 1943), με το πρωτοποριακό κίνημα των Ναμπί (Nabis) και μέχρι το 1904 ζωγράφιζε έργα επηρεασμένα από την τεχνοτροπία τους.

Το 1893 ίδρυσε στην Μπανυύλ-συρ-Μερ (Banyuls-sur-Mer) ένα εργοστάσιο ταπισερί για διακοσμητικούς τάπητες τοίχων. Διάλεγε πάντα εξαιρετικής ποιότητας νήματα και χρησιμοποιούσε φυτικά χρώματα που έφτιαχνε ο ίδιος. Το 1894 συνάντησε τον Πωλ Γκωγκέν στις Βρυξέλλες και ακολουθώντας το παράδειγμά του φιλοτέχνησε ξυλόγλυπτα και αγαλματίδια από τερακότα.

Γύρω στο 1900, όταν ο Μαγιόλ ήταν περίπου σαράντα ετών, είχε αρχίσει να χάνει την όρασή του λόγω κάποιας σοβαρής ασθένειας των ματιών του. Αυτό ήταν αιτία να εγκαταλείψει οριστικά τη ζωγραφική και να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη γλυπτική. Από το 1903 άρχισε να εκθέτει στο Σαλόν του Παρισιού, με εξαιρετική επιτυχία, όπως με τα γλυπτά του «Πομόνα» (1910) και «Φλόρα» (1910). Εγκατέστησε στο Μαρλύ-λε-Ρουά(Marly-le-Roi) το ονομαστό εργαστήριό του, αν και περνούσε τα καλοκαίρια του στην αγροικία του στην Μπανυύλ.

Καλλιτεχνική δημιουργία

Η καλλιτεχνική δεξιοτεχνία του Αριστίντ Μαγιόλ ήταν προϊόν καθημερινής παρατήρησης και γέμιζε το σημειωματάριό του με σκίτσα και σχέδια. Τα αγάλματά του, τα γυναικεία κυρίως γυμνά του, είναι συμβολικές συνθέσεις με δυναμική ενέργεια που συνδυάζουν την προσωπική του αισθαντικότητα με τον ερωτικό ρομαντισμό.

Τα κυριότερα και πιο αξιόλογα γλυπτά του είναι: «Η Μεσόγειος» , 1905, (Παρίσι, Μουσείο Ορσέ), «Η Αλυσοδεμένη δράση» (1905), έργο αφιερωμένο με τη μορφή ενός γυναικείου γυμνού στον Ωγκύστ Μπλανκί (Auguste Blanqui), "Κορμός» (1906), «Ο νεαρός ποδηλάτης» (1907), «Η Νύχτα» (1909), «Πομόνα» (1910), «Φλόρα» (1910), «Χλωρίς» (1911), «Μνημείο στον Σεζάν» (1912 – 1925), «Ιλ ντε Φρανς» (1925), «Το Βουνό» (1925), «Αφροδίτη» (1918 – 1928), «Μνημείο του Κλωντ Ντεμπυσύ» (1930 -1935, Σαιν-Ζερμαίν-αν-Λαι), «Οι τρεις Χάριτες» (1937), «Ο Αέρας» (1938), «Ο Ποταμός» (1938), «Αρμονία» (1944), «Λουομένη» , (Παρίσι, Μουσείο Ορσέ).

Ο Μαγιόλ υπήρξε ακόμη μεγάλος καλλιτέχνης εικονογράφησης βιβλίων. Εικονογράφησε τα «Βουκολικά» του Βιργιλίου (1925), την «Ερωτική Τέχνη» του Οβιδίου (1935), «Δάφνις και Χλόη» (1937), «Τραγούδια για εκείνη» του Βερλαίν (1939), «Το βιβλίο των αστειοτήτων» του Ρονσάρ (1940) κ. ά.

Από το 1964 άρχισε να συγκεντρώνεται ένας σημαντικός αριθμός αγαλμάτων του Μαγιόλ στους Κήπους του Κεραμεικού (Jardin des Tuileries) στο Παρίσι, χάρη στη δωρεά της Ντίνα Βιερνύ (Dina Vierny), που υπήρξε το κυριότερο μοντέλο και σύντροφός του.










 Χορεύτρια, 1896, ξύλο

 
Μεσόγειος, 1902


Λουομένη, 1902


Πόθος, 1907


Αφροδίτη, 1918-28


The Night, 1920

The Three Nymphs, c. 1930

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Αντώνιος Βασιλάκης - Antonio Vassilacchi ή Il Aliense ( 1556 - 27 Αυγούστου 1629 )

 

Η κατάκτηση της Τύρου - στο παλάτι των Δόγηδων 

Ο Αντώνιος Βασιλάκης (Antonio Vassilacchi ή Il Aliense, 1556 - 27 Αυγούστου 1629) ήταν σημαντικός Έλληνας αναγεννησιακός ζωγράφος που εργάστηκε κυρίως στην Βενετία και στο Βένετο
Ο Βασιλάκης γεννήθηκε στην Μήλο και έφυγε για την Βενετία σε μικρή ηλικία. Το 1572 μαθήτευσε στον Πάολο Βερονέζε (Paolo Veronese) και ζωγράφισε πολλές τοιχογραφίες στο επισκοπικό παλάτι του Τρεβίζο, στην εκκλησία Sant'Agata στην Πάδοβα, και σε εκκλησίες της Βενετίας. Η μεγάλη ευκαιρία ήρθε για τον Βασιλάκη μετά την πυρκαϊά που κατέστρεψε το παλάτι των Δόγηδων στη Βενετία τον Δεκέμβριο του 1577. Ο Aliense (που ήταν το προσωνύμιο που του δόθηκε λόγω της ξένης καταγωγής του) ήταν ένας από τους ζωγράφους που ανέλαβαν την ανακαίνιση του Παλατιού.
Ο Βασιλάκης ήταν μέλος της αδελφότητας του Αγίου Νικολάου του Ελληνικού Έθνους, μιας από τις πιο ζωντανές κοινότητες ξένων τον καιρό εκείνο στην Βενετία του 1600. Ήταν ακόμα μέλος της αδελφότητας των Ενετών ζωγράφων από το 1584.

Ο Βασιλάκης παντρεύτηκε 3 φορές. Το όνομα της πρώτης του συζύγου, που γέννησε τον γιο του Στέφανο δεν είναι γνωστό. Ο Στέφανος ακολούθησε τα καλλιτεχνικά βήματα του πατέρα του, έγινε επίσης ζωγράφος και τον βοήθησε στην ολοκλήρωση κάποιων έργων, όπως την Ενθρόνιση του Βαλδουΐνου της Φλαμανδίας. Πέθανε, όμως, νέος. Ο Βασιλάκης είχε επίσης 2 κόρες. Η δεύτερη του σύζυγος Τζιακομίνα πέθανε τον Νοέμβριο του 1609. Ο τελευταίος του γάμος ήταν και ο πιό άτυχος. Ο βιογράφος του Βασιλάκη, Κάρλο Ριντόλφι (Carlo Ridolfi), περιγράφει έναν πίνακα που δείχνει τον ζωγράφο να μεταφέρει στην πλάτη του την γυναίκα του, την νοσοκόμα της, τον θείο της και τον γιο της από τον προηγούμενό της γάμο. Ο Βασιλάκης συνήθιζε να δείχνει τον πίνακα και να λέει στους φίλους του: "Αυτό είναι το βάρος που θα κουβαλάω μέχρι να πεθάνω".
Ο Aliense πέθανε το Μεγάλο Σάββατο του 1629, σε ηλικία 73 ετών. Κηδεύτηκε με τιμές στην εκκλησία του San Vitale την επομένη. Η εκκλησία του San Vitale βρίσκεται στην ίδια πλατεία με το σπίτι του και φιλοξενεί, μέχρι σήμερα, τους πίνακές του Ανάσταση και Ανάληψη του Σωτήρος. Σύμφωνα με τα ενετικά αρχεία, πέθανε από 12ήμερη ασθένεια με πυρετό και καταρροή.

Έργο

Η δουλειά του Βασιλάκη στο παλάτι των δόγηδων ξεπερνά, αριθμητικά τουλάχιστον, αυτήν οποιουδήποτε άλλου ζωγράφου, αφού έργα του υπάρχουν σε όλες τις μεγάλες αίθουσες του ανακτόρου, όπως στην αίθουσα του Μεγάλου Συμβουλίου (Sala del Maggior Consiglio), στην Αίθουσα των Ψηφοφοριών (Sala dello Scrutinio), στην Αίθουσα της Γερουσίας (Sala del Senato), στην αίθουσα του Συμβουλίου των Δέκα (Sala del Consiglio dei Dieci), και στην Αίθουσα της Πυξίδας (Sala della Bussola).

Το 1551 ο Βασιλάκης έλαβε παραγγελίες από την Αδελφότητα των Εμπόρων (Scuola dei Mercanti) και λίγο καιρό μετά εργάστηκε στην εκκλησία του San Giovanni Elemosinario, λίγα μέτρα μακριά από το εμπορικό κέντρο της Βενετίας, το Ριάλτο. Ζωγράφισε για την εκκλησία του Angelo San Raffaele το 1558. Επίσης, στην εκκλησία του San Zaccaria εκτίθενται τουλάχιστον 4 έργα του.

Το 1559 οι μοναχοί ττης μονήςτου San Giorgio Maggiore αποφάσισαν να ανακαινήσουν την εκκλησία τους. Ανέθεσαν στον Παλλάδιο να πραγματοποιήσει την ανακαίνιση, αλλά, 21 χρόνια μετά με τον θάνατο του Palladio, το έργο ήταν ακόμα ημιτελές. Οι μοναχοί κάλεσαν τότε τον Βασιλάκη να σχεδιάσει για την εκκλησία. Το σχέδιό του έγινε αποδεκτό από την μονή και έτσι δημιουργήθηκε το μεγάλο μπρούτζινο σύμπλεγμα των "Ευαγγελιστών που στηρίζουν τον Κόσμο και τον Κύριο".

Το 1594, ο Aliense, συστημένος από τους μοναχούς του San Giorgio Maggiore, ανέλαβε τη εκτέλεση μιας σειράς δέκα πινάκων που αποτελούν τον Κύκλο της Ζωής του Χριστού για το καθολικό της μονής του Αγίου Πέτρου στην Περούτζια. Οι πίνακες βρίσκονται και σήμερα στον ίδιο ναό, μαζί με τον τεράστιο πίνακα "Το Τάγμα των Βενεδικτίνων". Πιστεύεται ότι ο πίνακας αυτός, με επιφάνεια 80 τετραγωνικών μέτρων, είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος της Ιταλίας.

Το 1602 ο Βασιλάκης ξεκίνησε την αγιογράφηση του καθεδρικού ναού στο Σαλό ενώ η δουλειά του (κυρίως διακοσμητική) στη βίλλα του γερουσιαστή Giovanni Barbarigo στην Noventa Vicentina κοντά στην Μοντανιάνα είναι εντυπωσιακή.


Flagellation

 Adoration of the Magi, c. 1600. 

Vergine col bambino

 Presentazione di Maria al tempio Chiesa di San Zaccaria 

San Gregorio e santiChiesa di San Zaccaria 



H απόβαση της Aικατερίνης Kορνάρου στη Bενετία, (λεπτ.)

The Battle Of Lepanto


Πορτραίτο συλλέκτη

Trionfo Dell’ordine Dei Benedettini

 O Aπόστολος Iάκωβος

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/