Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ - ( Η ΓΥΝΑΙΚΑ μέσα από λογοτεχνικά κείμενα) 5ο Κ.Α.Π.Η ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

 


Η φιλόλογος και συγγραφέας Σοφία Δ. Νινιού μετά από πρόσκληση της Ομάδας Λογοτεχνίας, παρουσίασε τη ΓΥΝΑΙΚΑ μέσα από λογοτεχνικά κείμενα στο 5ο Κ.Α.Π.Η ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ την Τρίτη 7 Μαρτίου 2023 στις 5 το απόγευμα.
Η διοργανώτρια της γιορτής Ιωάννα Στεφανίδη-Μώλου, υπεύθυνη της Ομάδας Λογοτεχνίας έάνοιξε την εκδήλωση παρουσιάζοντας τη γυναίκα και τους αγώνες της μέσα από τους πίνακες του Θωμά Μώλου. Τη γυναίκα ,που υποφέρει , πονάει, υπομένει, φοβάται αλλά και σηκώνει κεφάλι και προχωράει!
Η Σοφία Δ. Νινιού ανάγνωσε λογοτεχνικά κείμενα του Κ. Παλαμά, του Γ. Σαραντάρη, του Τ. Λειβαδίτη και δικά της και ακολούθως με αφορμή αυτά συζήτησε με τους παρευρισκομένους.
Μεταξύ των άλλων, ανέφερε πως «τη Γυναίκα, το τιμώμενο πρόσωπο της 8ης Μαρτίου κάθε χρόνο. την είπαν αδύναμο φύλο και της ανέθεσαν όλα τα βάρη κάθε κατηγορίας να τα σηκώνει, όπου κι αν βρίσκεται. Δυνατή, αποφασιστική κι αποφασισμένη και στο σπίτι και στη δουλειά και τιμημένη με την υψηλότερη των ιδιοτήτων, τη μητρότητα, αποτελεί έμπνευση για τους ανθρώπους της Τέχνης και της Επιστήμης, στήριγμα για τους αγαπημένους της».


Ε΄ ΚΑΠΗ Ν. Σμύρνης, Ελλησπόντου 65, Νέα Σμύρνη


Παρακάτω θα δούμε τα λογοτεχνικά κείμενα που παρουσιάστηκαν πλαισιωμένα με πίνακες γυναικών του ζωγράφου Θωμά Μώλου 



--------------------------------------------------------------------------------------------


Γιώργος Σαραντάρης, «Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει...»


Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε,
σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα,
παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους,
τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου
και στη σκόνη του καιρού.

Σημαίνει πως φοβόμαστε
και η ζωή μάς έγινε ξένη,
ο θάνατος βραχνάς.




Σοφία Δ. Νινιού

«…παρατάμε… τις γυναίκες… στη σκόνη του καιρού»*


Τις παρατάτε! Πράγματι τις παρατάτε. Πώς μπορείτε και τις παρατάτε; Κι άντε… ας το δεχτούμε! Αλλά… στη σκόνη του καιρού;

Μόνο τη σκόνη του σπιτιού έχουν βρει τον τρόπο ν’ αντιμετωπίζουν― και όχι όλες. Μερικές πνιγμένες από τη σκόνη του καιρού, δε γουστάρουν να τρώνε στη μούρη και τη σκόνη του σπιτιού. Γι’ αυτό υπάρχουν οι οικιακές βοηθοί. Κι αυτές γυναίκες είναι, συνήθως, αλλά αποφασισμένες, όσο και ανασκουμπωμένες. Της δίνουν και καταλαβαίνει. Βάζουν πέρα τις ευαισθησίες τους, την προσωπική τους σκόνη επίσης, και προχωράνε ακάθεκτες μέχρι την τελική, αλλά πάντα προσωρινή, εξόντωσή της.

Γιατί αυτό είναι το βασικό χαρακτηριστικό της σκόνης. Ανθίσταται και επανέρχεται. Αήττητη. Όπως η προδοσία, η αδιαφορία, η κακία, αλλά και η κακοκαιρία.

Και για να γίνουμε πραχτικότεροι, δεν έχουμε παρά να προμηθευτούμε τα πανάκια μας, τα σκουπάκια κάθε κατηγορίας, κάθε είδους, και να της δώσουμε να καταλάβει της σκόνης του σπιτιού. Εμείς ή οι οικιακοί βοηθοί.

Τη σκόνη του καιρού όμως πρέπει να την αναλαμβάνει κάθε μια μόνη της και να την διώχνει. Στην εξόντωση της συγκεκριμένης σκόνης είναι υποχρεωτική και απαραίτητη η συμμετοχή της γυναίκας που σκονίστηκε. Που έκανε το λάθος να αφεθεί στην ευγενική συνδρομή του συντρόφου της ζωής της για να την αντιμετωπίσει. Που δεν κατάλαβε έγκαιρα ότι η χρονόσκονη είναι σαν τη χρυσόσκονη και την ασημόσκονη. Άμα σου κάτσει, γίνεται ένα με το πετσί σου, τα ρούχα σου, τα αξεσουάρ, το πάτωμα. Δε φεύγει εύκολα. Μόνο που δε σου δίνει λάμψη. Απορροφά και τον έσχατο κόκκο της και… μένεις θαμπή και ματ. Κι αν το ματ είναι στη μόδα, έχει καλώς. Αν δεν είναι, τι γίνεται;

Μπορεί μια γυναίκα να είναι ντεμοντέ; Παρωχημένη; Μόδα και γυναίκα έννοιες ομοούσιες και αδιαίρετες.

Το σωστό θηλυκό πάει με την εποχή του. Τι θηλυκό θα ’ναι, άλλωστε; Αν κάνει διαφορετικά, ακυρώνει τη βασική του ιδιότητα, να πηγαίνει παρακάτω τη ζωή, να πολλαπλασιάζει τις ιδέες και τα πράγματα. Να γεννάει.

Ο καιρός γίνεται ποδήλατο κι η γυναίκα το τσουλάει.

Κι αφού πάει μπροστά του χρόνου το ποτάμι και πίσω δε γυρνάει, η γυναίκα αναλαμβάνει την ευθύνη. Όποιος και να την παρατήσει, αυτή δεν παραιτείται.

Κι αν είναι να την παρατήσει στη σκόνη του καιρού, ας το κάνει μιαν ώρα αρχύτερα, γιατί αυτή δε γίνεται να περιμένει. Αλλά δε γίνεται και να σταματήσει. Λίγο να τιναχτεί πρέπει, να γλύψει το τρίχωμά της για να το ξελαμπικάρει, όπως ακριβώς κάνει κι η γάτα, και να προχωρήσει αλαφροπάτητη. Η γόβα στιλέτο της δεν είναι παρά μια μαξιλαρένια πατουσίτσα, που ίσα που πατάει στον καιρό και ξεπερνάει τη σκόνη του. Αν θέλει, αφήνει ίχνη.

Και τότε αφήνει ίχνη που επιλέγει για να ελκύσει τον ποθητό ιχνηλάτη, που ξέρει να μεριάζει τη σκόνη του καιρού και που αντέχει να προχωράει μαζί της. Συνοδοιπόρος.

*από το ποίημα του Γ. Σαραντάρη «Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει»



ΚΕΙΜΕΝΟ Κωστή Παλαμά

«Όσοι φοβούνται πως άμα χειραφετηθούν οι γυναίκες κι έμπουνε κι αυτές με τα όλα τους στον αγώνα της ζωής, θα χάσει η γυναίκα τη χάρη της και την ποίησή της, μου θυμίζουν τα επιχειρήματα του Ruskin και άλλων πως τάχα με τους σιδηροδρόμους και με τον πολιτισμό θα χάσει την ομορφιά η φύση. Και τι είναι το στρώσιμο και το πέρασμα ενός σιδηροδρόμου στ’ απέραντα του φυσικού κόσμου γύρω του; Αφήνω πως μπορεί κανείς να υποστηρίξει πως κι ένα τρένο πλουτίζει τη φύση μ’ ομορφιά. Ανάλογα κι οι φόβοι για τη χειραφετημένη γυναίκα μου φαίνονται ρομαντικοί. Όπως κι αν αποκατασταθούν οι γυναίκες, σε όλα ισότιμες με τον άντρα, η γυναίκα- το αιώνιο “θηλυκό” του ποιητή- δε χάνεται. Πάντα θα ζει, θα ζώνεται και θα ξεζώνεται».




«Γυναίκες», Τάσος Λειβαδίτης

«…Φτωχές γυναίκες,
μοδίστρες, δακτυλογράφοι, ασπρορουχούδες,
τίμιες ή σπιτωμένες, ακόμα κι άλλες
εκείνες του σκοινιού και του παλουκιού,
γυναίκες του ανέμου, της βροχής, του κουρνιαχτού,
νιώσαμε το φόβο που κρύβεται καμιά φορά
πίσω από την αγνότητα,
την κούραση πίσω από την καλοσύνη ή την αδιαφορία
πίσω απ’ την υπακοή.
Μα πιο πολύ νιώσαμε την αδυναμία που
κρύβεται πίσω απ’ την κακία.
Συχνά μας άφησαν εκείνοι που αγαπούσαμε
πολλές, πάνω στη τρέλα τους, τους ρίξανε βιτριόλι,
οι πιο πολλές βέβαια κλάψαμε, χτυπηθήκαμε,
μα φροντίσαμε σύντομα να βρούμε έναν άλλον,
γιατί τα χρόνια περνάνε…
Αν μας έβλεπε κανείς το βράδυ, όταν μένουμε μονάχες
και βγάζουμε τις φουρκέτες, τις ζαρτιέρες, και κρεμάμε
στην κρεμάστρα το πανωφόρι κι αυτήν τη βαμμένη μάσκα
που μας φόρεσαν, εδώ και αιώνες τώρα, οι άντρες
για να τους αρέσουμε –
αν μας έβλεπαν, θα τρόμαζαν μπροστά σε τούτο
το γυμνό, κουρασμένο πρόσωπο.

Αχ, γυναίκες έρημες,

Κανείς δεν έμαθε ποτέ πόση αγωνία κρύβεται πίσω απ’
τη λαγνεία, ή την υστεροβουλία μας.
Και πάντα γυρεύαμε το καλύτερο….
Συχνά καταφύγαμε και στις χαρτορίχτρες,
τρέχουμε στα μέντιουμ να μάθουμε- τι να μάθουμε;

Διαβάζουμε καθημερινά το ωροσκόπιο στις εφημερίδες,
πηγαίνουμε σε διάφορους ύποπτους αστρολόγους…
λοιπόν πού πάμε; Από πού ερχόμαστε; Τι ψάχνουμε
παλεύοντας αιώνια με τα έξω και τα μέσα μας στοιχεία;

Ερχόμαστε απ’ το φόβο και το φόνο, απ’ το αίμα και
την επανάληψη. Ερχόμαστε απ’ την παλαιολιθική αρπαγή-
κι αρχίζουμε την ανθρώπινη φιλία.

Τέλος, ύστερα από πολλά, παντρευόμαστε,
κάνουμε κάμποσες εκτρώσεις, αρκετά παιδιά,
ύστερα έρχεται η κλιμακτήριος, οι μικρονευρασθένειες,
κι ύστερα τίποτα. Όλα καταλαγιάζουν μέσα μας.
Κι επιθυμίες κι αναμνήσεις- αχ περνάει
γρήγορα η ζωή, ούτε το καταλαβαίνεις.

Τα παιδιά ζούνε σ’ ένα δικό τους κόσμο, δε μας ξέρουν
παρά μονάχα σα μητέρες, δεν μπόρεσαν να μας δουν
ποτέ λίγο κι εμάς σαν ανθρώπους-
με τις μικρότητες ή τις παραφορές τους.

Έτσι ζήσαμε. Αγνοημένες και μονάχες μέσα
στο εσωτερικό μας πάθος,
αγνοημένες κι έρημες μέσα στην ιερότητα
της μητρότητάς μας…»

Τάσος Λειβαδίτης, Γυναίκες (Καντάτα 1960 – απόσπασμα), Ποίηση, τ. 1, εκδ. Κέδρος





«Φοβήθηκα», Σοφία Δ. Νινιού

Στη γυναίκα που φοβήθηκε

Όταν έμεινα μαζί του,
Έμεινα μονάχη

«Μη μιλάς!», μου έλεγε
«Μη μιλάς!», μου φώναζε
Κι έσκαγα
Πώς να πάψεις να μιλάς;
Πώς τη γλώσσα σου να δέσεις;
Τα φωνήεντα πώς να τα σβήσεις;
Να λιώσεις σαν κερί το σ και το ρο;
Με πόναγε η ανάσα
Με έκαιγε η αναπνοή
Ρουφούσα τον αέρα γουλιά-γουλιά
Κατάπινα την ψυχή μου
Κι οι λέξεις βυθίζονταν η μια μετά την άλλη στη σιωπή
Στη μαύρη άβυσσο του νου
Με τα παράθυρα κλειστά και τραβηγμένες τις κουρτίνες
Κατάπινε τη ζωή μου
Κι εγώ σιωπούσα

Έμεινα μαζί του και
σταμάτησα να μιλάω
Έμεινα μαζί του και
άρχισα να φοβάμαι

Άρχισα να φοβάμαι
σταμάτησα να μιλάω
και ήμουνα μονάχη,
όταν έμενα μαζί του

Σταμάτησα να μιλάω
κι άρχισα να κλαίω
να κλαίω, να κλαίω,
να κλαίω, να κλαίω

«Μα τι κλαις;»
με ρώτησε ο καθρέφτης.
«Είσαι η ομορφότερη!»
Μου το ’χε πει.
Το ’χα ξεχάσει.
«Μα τι κλαις;
Είσαι η καλύτερη!»
Μου το ’χε πει.
Το ’χα ξεχάσει.
«Μην κλαις!
Σ’ αγαπάω! Σ’ αγαπάω πολύ!»,
μου ’πε, μα το ’χα ξεχάσει.
Του χαμογέλασα.
Τον πήρα αγκαλιά.
Άνοιξα την πόρτα
κι έφυγα.

Δεν ήμουν μονάχη.

Αυτό το ποίημα είναι δημοσιευμένο :

Σοφία Δ. Νινιού, «Οι γυναίκες που σιωπούν καίγονται»

«Οι γυναίκες που σιωπούν καίγονται»*, λέει. Ναι! Ναι! Το βλέπω καθαρά. Έτσι γράφει. Υπερβολικό; Μπορεί να φαίνεται. Δεν είναι. Αλήθεια το λέω. Κι εγώ έτσι θα νόμιζα. Κάποτε. Τώρα όχι. Απλούστατα, γιατί την γλύτωσα. Παρά τρίχα! Παρά γουρουνότριχα για την ακρίβεια. Παρ’ ότι δε σιωπούσα παντελώς. Προφανώς, γι’ αυτό και την γλύτωσα. Κι όταν αποφάσιζα να λύνω τη σιωπή μου, απαιτώντας τα αυτονόητα φυσικά, ο καλός μου με παρότρυνε «να κόψω το λαιμό μου με κανά γυαλί». Το ’κανα; Όχι! Όχι, εγώ, δηλαδή. Και όχι με γυαλί.

Το ’κανε ο χειρούργος με νυστέρι. Πώς αλλιώς να με γλυτώσει ο άνθρωπος από το συσσωρευμένο κόμπο των δακρύων; Γιατί μερικές γυναίκες, απ’ αυτές που σιωπούν, δεν κλαίνε κιόλας. Σ’ αυτή τη συνομοταξία ανήκω.

Σε πρώτη φάση… εντάξει. Μέχρι που κάηκε η καρδιά μου. Τότε χρειάστηκε ν’ ανοίξει μια μικρή κουμπότρυπα με το νυστεράκι του, λίγο πιο πάνω απ’ το μαστό, που την κρύβει. Όχι σπουδαία πράγματα! Κάτι σαν τη σχισμή, που περιγράφει ο Φοίβος ο Δεληβοριάς. Εκείνη που
περνάει ίσα-ίσα το διφραγκάκι στο άλλο το τραγούδι. Βέβαια το διφραγκάκι καταργήθηκε και τώρα δεν ξέρω ποιο νόμισμα ταιριάζει στη δικιά μου κουμπότρυπα.

Δεν κολλάω στο μέγεθος, είναι η αλήθεια. Γνωστό το ρητό, που συμβουλεύει αναλόγως ― για το ανδρικό μόριο. Δεν έχω σκεφτεί, αν ταιριάζει και στη γυναικεία αυτή περίπτωση, αλλά έχω ένα γενικότερο σεβασμό στα ρητά, γι’ αυτό και το συστήνω αναντίρρητα και το συγκεκριμένο. Δεδομένου φυσικά του γεγονότος ότι και η κάθε γυναίκα έχει το δικό της κουμπί, διατηρώ στο βάθος-βάθος τις επιφυλάξεις μου. Μετά και απ’ τη δεύτερη φάση, δείχνει να έβαλα μυαλό. Δεν
είμαι σίγουρη, γιατί ακόμα σιωπώ. Αρκετά.

Το ευτύχημα είναι ότι ο νυν καλός μου με πιέζει για το αντίθετο. Γερά προπονημένη να πατάω και να τραβάω εγώ, δεν πολυμιλάω. Κι επιμένει. Δεν του φέρνω αντίρρηση. Και σ’ αυτό προπονημένη είμαι. Από τον τέως.

Γι’ αυτό έχω την πολυτέλεια να παρακολουθώ άλλες γυναίκες να καίγονται. Κι επειδή δεν βλέπω προς τι η θυσία, αγωνίζομαι να εμποδίσω την καύση τους. Μάταια συνήθως, γιατί, σύμφωνα με ένα πανάρχαιο έθιμο των Ινδιών, η σωστή σύζυγος οφείλει να ανεβαίνει στην πυρά μαζί με το θανόντα κύρη της. Εδώ μιλάμε για μια παραλλαγή του εθίμου τούτου, κατά την οποία η σύζυγος ανεβαίνει στην πυρά για να προλάβει το θάνατο του ομοκλίνου της. Και σ’ αυτό εύκολα διακρίνει κανείς μια σοφία. Αρκεί να γνωρίζει καλώς, ως άνθρωπος του 21ου
 αιώνα, ότι η πρόληψις είναι προτιμοτέρα της θεραπείας, όσον και
αποτελεσματικοτέρα.

Υπάρχουν και περιπτώσεις― γιατί τα πάντα πρέπει να εξετάζονται κατά περίπτωσιν―, που η σιωπούσα γυνή καίγεται αργά. «Σιγοψήνεται » το λέει ο λαός. Η επιστήμη δεν έχει έτι αποδείξει, οποία περίπτωσις θεωρείται προτιμητέα. Πάντως στο αργό αυτό ψήσιμο, για να μην καταλήξει σε ξεροψήσιμο, επιβάλλεται η χρήση ουσιών, που την μεταλλάσσουν σε βραδυφλεγές υλικό, και έχουν δράση ηρεμιστική ή αγχολυτική, κατά περίπτωσιν (αδιαπραγμάτευτο αυτό). Κι έτσι η γυναίκα αποκτά θαυμαστή αντοχή στη σιωπή και ανθεκτικότητα στο ψήσιμο.

Πού οι παλιοί; Αυτοί χάναν λίγο. Χρησιμοποιούσαν τη μέθοδο του χταποδιού. Όσο την χτυπούσαν, τόσο μαλάκωνε η σιωπή της, σου λέει. Το κακό είναι ότι η επιστήμη ήταν στα σπάργανα τότε και δεν έχουμε συγκριτικές μελέτες. Ευτυχώς, επιλεκτικά η συγκεκριμένη μέθοδος σώζεται και σήμερα. Κατά περίπτωσιν! Αδιαπραγμάτευτο αυτό!
Πιστεύω να μην καθυστερήσουν άλλο οι μετρήσεις, στατιστικές και μη. Είναι αμαρτία! Για τις γυναίκες, που σιωπούν― εννοείται.

* σύνθημα σε τοίχο της Αθήνας




Σοφία Δ. Νινιού, «Οι άντρες προτιμούν τις ξανθές»

Αλήθεια ή μύθος;

Από τα πρώτα εφηβικά μου χρόνια, που έψαχνα τα σοβαρά της ζωής στα κάθε είδους περιοδικά, με ιδιαίτερη προτίμηση στα νεανικά και στα επιστημονικοφανή, εύρισκα αυτό το προβληματισμό αναλυόμενο, βαθέως ή μη. Εννοείται ότι είχα δει και τη σχετική, όσο και ομώνυμη ταινία.

Άκρη; Ακόμα δεν έχω βγάλει. Απλώς τα τελευταία χρόνια την ψάχνω περισσότερο. Γιατί έγινα μια ξανθιά κι εγώ. Του σωματείου κι εγώ.

Φυσικά ενθουσιασμένη και φανατική, όπως και κάθε νεοφώτιστος. Όχι ότι συνάντησα και την αποδοχή με τη μία…
Και πρώτα-πρώτα ο σύντροφος της ζωής μου, με τον οποίο ― σημειωτέον― ζούσαμε την περίοδο του ψυχρού πολέμου, που ζει κάθε αξιοπρεπές ζευγάρι, πριν βαρέσει διάλυση, βρήκε ότι έμοιαζα με Πολωνέζα μπαργούμαν. Είναι που οι Ρωσίδες δεν είχαν ακόμα καθιερωθεί. Εγώ δεν έχω τίποτα με τις συγκεκριμένες εθνικότητες.
Φαίνεται όμως ότι είχε αυτός. Σου λέει, και με το δίκιο του ο άνθρωπος ―καλή του ώρα― να ’χω στο σπίτι ό, τι μπορώ να βρω αλλού; Εν πάσει περιπτώσει, έδωσα τόπο στην οργή και τον παρέκαμψα, όπως και κάθε γυναίκα, που σέβεται τον εαυτό της. Διότι οφείλει να επιλέγει, να αποφασίζει και να πράττει σύμφωνα με τη γνώση του κομμωτή, που είναι ειδήμων, και των φιλενάδων, εφόσον διαπιστωμένα διαθέτουν την ανάλογη αισθητική.

Η αλήθεια είναι― και οφείλω να την πω, γιατί είμαι ειλικρινής φύσει και θέσει― εγώ έκανα του κεφαλιού μου.

Αγνόησα πρώτα- πρώτα τη γνώμη, του ειδήμονος, του Μάνου του κομμωτή μου. «Ασ’ τα μαλλιά σου ήσυχα», μου είπε. «Άντρα άλλαξε! Αυτός σου φταίει κι όχι τα μαλλάκια σου», δήλωσε δογματικά. Και δεν είχε άδικο. Στις μέρες μας, που όλες οι επιστήμες παρουσιάζουν μιαν εξέλιξη θαυμαστή, έχουν μετρήσει και το ποσοστό των γυναικών, που κουρεύουν τα μαλλιά τους καρέ, όταν χωρίσουν.

Φυσικά και δε θυμάμαι το νούμερο. Πρώτον, γιατί η λέξη καθεαυτή είναι αρνητικά φορτισμένη, και δεύτερον, γιατί είναι αδιαμφισβήτητα το καρέ ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος για να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά το τρίγωνο.

Με λίγα λόγια και καλά, όλοι στα μαλλιά τους ξεσπάνε και ανακτώνται οι ισορροπίες σε όλα τα επίπεδα.

Όμως να μη περάσουμε σε γενικεύσεις. Οι ξανθιές είναι το θέμα. Από ’κει και πέρα λοιπόν, ως ξανθιά δηλωμένη και δεδομένη, ήμουν στόχος και ποθούμενο των εραστών του είδους. Δεν πέρασε καιρός όμως, και κατάλαβα ότι το θέμα ήταν και, γεωγραφικό να το πω, ταξικό να το πω; Δεν έχω καταλήξει. Άλλο το ξανθό των δυτικών συνοικιών και των νοτίων, άλλο των βορείων προαστίων και της ανατολικής Αττικής. Το πρώτο κάνει λίγο πιο πλατινέ, λίγο πιο σέξυ. Το δεύτερο προκύπτει από την τεχνική της ανταύγειας και κάνει λίγο πιο ντιστιγκέ, πιο όχι-δεν-άσπρισα-απλά ξάνθυνα-λίγο.

Ευτυχώς που δεν έπεσαν κι οι Σουηδέζες να απαιτήσουν την αποκλειστικότητα. Εκεί πραγματικά το ζήτημα θα γινόταν περιπλοκότερο, με δεδομένη και την ελευθεριότητα στα ήθη. Άντε να βρει ο άλλος τι πρέπει να προτιμήσει και για ποιο λόγο. Τότε θα χανόταν η άκρη, που λέγαμε, ο ρ ι σ τ ι κ ά.

Αλλά η ζωή, που είναι ο σοφότερος των δασκάλων, μου έδωσε κι άλλο μάθημα ή, για να το πω καλύτερα, κι άλλη μια εκδοχή απάντησης του ερωτήματος.

Συνάντησα τον ιδανικότερο των συντρόφων, που, ως αλατοπίπερο στη μονογαμική μονοτονία, επέλεγε θηλυκά με εβένινα μαλλιά για να μη νομίσω ότι ήθελε να με αντικαταστήσει με καλύτερη. Το στυλ τους χρωματικά παρέπεμπε στις γκέισες, υποστήριξε δευτερολογώντας. Δεν είχα τίποτα να φοβάμαι. Ήταν έρως αγοραίος.

Σκέφτηκε ότι έτσι μου αποδείκνυε πως το ξανθό είναι το καλύτερο κι η σοβαρή κι αιώνια επιλογή του. Αυτός ήταν επηρεασμένος από την αθωότητα, που αποπνέει το ξανθό, κατά μια άλλη ερμηνεία. Εννοείται ότι μια της μαύρης, δυο της μαύρης, τρεις και ώρα του καλή! Η έννοια του συμπληρωματικού χρώματος δε δένει με τα ζευγάρια. Ας μείνει όρος στην τέχνη της ζωγραφικής ή όπου αλλού.

Κι έτσι παρότι ξανθιά δεν μπορώ να πω αν είναι μύθος ή αλήθεια η προτίμηση των αντρών στις ξανθές κι ούτε αν είναι πρόστυχα σέξυ ή αγγελικά γοητευτικό. Στο μέλλον μάλιστα η σύγχυση θα είναι μεγαλύτερη, γιατί οι επιστήμονες πρόσφατα ανακάλυψαν ότι γενετικά το ξανθό μαλλί θα εκλείψει. Τι θα κάνουν τότε οι καημένοι οι άντρες; Θα το θεωρήσουν σπάνιο; Ντεμοντέ; Ξεπερασμένο; Νοσταλγικό;

Πολλά τα αναπάντητα ερωτήματα… Το σοβαρό μου έργο αναλαμβάνουν οι επερχόμενες γενεές. Ευτυχώς…!









ΑΝΝΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ - ΤΣΙΟΥΛΠΑ "Νίκος Καζαντζάκης «Ο Ανήφορος» Μια κριτική ματιά στο βιβλίο που γράφτηκε στα 1946 και εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2022"

 

Νίκος Καζαντζάκης  «Ο Ανήφορος»

Μια κριτική ματιά στο βιβλίο που γράφτηκε στα 1946 και εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2022

Μια θεώρηση ζωής και ένα μυθιστόρημα όπου με τη μυθοπλαστική φαντασία, του Νίκου Καζαντζάκη και τις εμπειρίες από τα ταξίδια του, αναπτύσσεται ένας έντονος προβληματισμός σχετικά με το πνεύμα που πρέπει να νικήσει την ύλη, για να σωθεί η ανθρωπότητα. Οραματίζεται -και μας καθιστά κοινωνούς τού οράματός του- μια εποχή επική, με αγώνες αδιάλειπτους και ιχνογραφεί κατά κάποιον τρόπο την πορεία προς την επίτευξη του στόχου, χωρίς εφησυχασμό. Η έκδοση του παρόντος βιβλίου αποτελεί εκδοτικό άθλο και άλλη μια ευκαιρία να γνωρίσει ο αναγνώστης τον ανθρωπιστή, που ταξίδεψε αλλά ποτέ δεν ξέχασε την Κρήτη, την Ελλάδα. Φαίνεται πως ο Ν. Καζαντζάκης αναζητούσε την τελειότητα πιστεύοντας στις δυνατότητες του ανθρώπου με προμετωπίδα: Το χρέος του ανθρώπου είναι να πολεμά για το καλό.

Το μυθιστόρημα γράφτηκε μετά το τέλος του Β ’παγκοσμίου πολέμου στα 1946 και ενώ μαινόταν ο εμφύλιος, σε απόσταση από την Ελλάδα, σαν ο συγγραφέας να ήθελε απερίσπαστος να δει καθαρότερα τα πράγματα, σα να ήθελε να γίνει ξεκάθαρος, μέσω της γραφής, στην εικόνα του, απέναντι στους πνευματικούς ανθρώπους και στους πολιτικούς και να αποκρυσταλλωθεί σε τούτο το  έργο το χρέος!

 Ο αντίκτυπος κάθε πολέμου προκαλεί απογοήτευση αλλά και πρόκληση  για το τι σημαίνει πολιτική σκοπιμότητα. Μέσα σε μια ρευστή κοινωνική πραγματικότητα η ενάργεια του καθαρού γραπτού λόγου όπως τούτος του Ν.Καζαντζάκη κάνει τον αναγνώστη να θέλει, σχεδόν ασθματικά, να φτάσει στο τέλος, αλλά όχι. Τούτο το έργο έχει ενδιαφέρον στις λεπτομέρειες τις οποίες οφείλει να εντοπίσει και να μελετήσει ένας επαρκής τουλάχιστον αναγνώστης, επαρκής σε αντιπαραβολή με τον μηχανικό αναγνώστη που απλώς γυρίζει σελίδες βιβλίων που ανήκουν στα ευπώλητα.

Μέσα στις ανησυχίες του Κοσμά-Ν.Καζαντζάκη, διακρίνει ο αναγνώστης την επιμονή του να ταξιδέψει για να γνωρίσει από κοντά επιφανείς ανθρώπους του πνεύματος, που όμως, όταν τους γνωρίζει, μάλλον ξυπνά το θηρίο μέσα του, του αγώνα όχι όπως αυτάρεσκα κάποιοι ποιητές και λογοτέχνες περιγράφουν αλλά μέσω οργανώσεων με παγκόσμια εμβέλεια. Γιατί, δεν ωφελεί να σωθούν οι λίγοι αλλά η ανθρωπότητα. Να ξαναχτιστεί ο κόσμος!

«Η ευθύνη του πνευματικού ανθρώπου είναι μεγάλη, εξακολούθησε ο Κοσμάς. Γιατί τυφλά τα πάθη, αλληλοσυγκρούονται οι επιθυμίες, τρομαχτικές είναι οι υλικές δυνάμεις που έθεσε ο νους στα χέρια του ανθρώπου κι από τη χρησιμοποίησή τους  τους εξαρτάται  ο χαμός ή η σωτηρία του ανθρώπινου γένους.»σελ168

Ο Καζαντζάκης, μετεωρίζεται ανάμεσα σε μια πνευματική ανατολή που την αναμένει εναγωνίως και σε ένα δειλινό που δεν έχει τέλος για τούτο και ανηφορίζει, εκπατρίζεται μέχρι  το θάνατό του το 1957.

Πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα που ήδη γνωρίζουμε θα συναντήσουμε εδώ με  τον ίδιο να συμμετέχει με πάθος ερευνητικό, ιδεολογικό, προβληματισμού, στις περιπέτειες του βασικού ήρωα του Κοσμά, χωρίς να ανατρέπει την αντικειμενικότητα, που υπαγορεύει η ελευθερία, η οποία απαιτεί γνώση και κατανόηση.

Αναζητά ο Ν. Καζαντζάκης, από την αρχή ως το τέλος την απάντηση σε ένα «γιατί» που την εικάζει αλλά είναι πολύ δύσκολο να πείσει τους άλλους να συμπορευθούν. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η σκιά των απόντων, εδώ  ο Καπετάν Μιχάλης, ο ετοιμοθάνατος παππούς Σήφακας με την έντονη παρουσία τους, αλλά και η Νοεμή φαίνεται ότι  δεν είχαν χρόνο για πολυτέλειες και οι επιλογές τους ήταν αυστηρές στη σκιά ενός μόνιμου αγώνα για επιβίωση αλλά και διάσωση του πολιτισμού, κάτι που φαίνεται στον αγώνα του Κοσμά. Υπό το πρίσμα τούτο, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο πυκνός γίνεται ο λόγος, με τον οποίο καταθέτει τις ιδέες του ο συγγραφέας αφήνοντας πολλά να τα σκεφτεί ο αναγνώστης.

Όλες οι ιδέες οργανώνονται γύρω από την έννοια του χρέους. Χρωστάς στη πατρίδα σου ,στα παιδιά σου και στον πολιτισμό να αγωνιστείς για το πνεύμα ,για το υγιές πνεύμα και όχι για την ύλη. Ο συγγραφέας σε προσανατολίζει σε μια κατεύθυνση με τρόπο ευρηματικό, υπαινίσσεται πολλά, χωρίς να σε ποδηγετεί και σε καλεί έμμεσα, να ανιχνεύσεις πέρα από τις φανερές ιδέες και τους υπαινιγμούς. Μέσα του ενυπάρχουν και για τούτο στο έργο του συνυπάρχουν, φιλοσοφία, διανόηση, θρησκεία, πατρίδα, ζωή, μόνο που η πατρίδα η Κρήτη-όπως την ανέδειξαν ο Όμηρος, ο Πλούταρχος, ο Ηρόδοτος, ο Παυσανίας - υπερέχει πάντων. Άλλωστε ο ίδιος δήλωνε ακρίτας, με το σκεπτικό ότι το νησί έχει να επιδείξει ιδιαίτερη ζωτικότητα στην Ανατολή και στη Δύση και γεωγραφικά αποτελεί μιαν άκρη της Ελλάδας. Ο Ν.Καζαντζάκης νιώθοντας το νόστο αλλά και επιδιώκοντας τη συνεχή αναχώρηση, τη φυγήθα πει:«Καλή είν’ η Κρήτη, μα για να παίρνεις φόρα». Δεν του είναι δηλαδήαρκετό να περιγράψει τόπους, δεν τον ενδιαφέρει να βάλει τα τοπία στη θέση των ηρώων, θέλει να βυθιστεί στην ανησυχία του καιρού του καθώς το ταξίδι αποτελεί επιτακτική εσωτερική ανάγκη αυτού του ίδιου, θέλει να απαντήσει σε βασανιστικά ερωτήματα: «Πού πάμε; Από πού ερχόμαστεΠοια η μοίρα ετούτης ή της άλλης χώρας; Και ο κόσμος; Η Ευρώπη;»

Ο Ανήφορος, απαιτεί προσοχή κατά την ανάγνωση, για να αντιληφθεί κανείς την ψυχολογία των προσώπων, που- με την ευρηματικότητα τού συγγραφέα, έστω και σε δεύτερο πλάνο- δρουν έτσι που να μας προβληματίζουν έντονα.

Θλίβεται ο συγγραφέας για όσα άσχημα υπάρχουν γύρω του και στον κόσμο  και η θλίψη είναι ίσως το αίτιο μιας εσωτερικής, υπαρξιακής αναζήτησης.

Συνεπώς, η θλίψη έχει μια σκοπιμότητα ίσως της συνειδητοποίησης, του τι πραγματικά συμβαίνει. Κινείται μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, πραγματεύεται τα θέματά του με έναν τρόπο κινηματογραφικό, με το σκεπτικό ότι υπάρχει διαρκής ροή, εποπτεύει το υλικό του όλο, με σημείο αναφοράς στην Κρήτη, τη Νοεμή,στο πρόσωπο της οποίας διαφαίνεται η μοίρα της γυναίκας ,ο πειρασμός, ο θαυμασμός, η αγάπη, μόνο που στον Κοσμά-Καζαντζάκη, ως υμνητή και λάτρη της μοναξιάς, ταίριαζε μια γυναίκα σκιά και αξίζει εδώ να δει κανείς λίγο παραπάνω το θέμα της γυναίκας στη ζωή και το έργο του συγγραφέα.

 Η χρονική καταγραφή είναι συμβατική. Κινείται σε δύο κύριους άξονες: την αντιπαράθεση του ατόμου προς τον εαυτό του ή προς τον υποκειμενικό κόσμο και την αντιπαράθεση προς το περιβάλλον ή προς τον εξωτερικό αντικειμενικό κόσμο, κάτι που υπαγορεύει και την αυτογνωσία του ατόμου που δεν είναι πάντα ευχάριστη.

Μια δραματικότητα φαίνεται να υποφώσκει στις σελίδες  του βιβλίου λόγω των προσωπικών βιωμάτων,  η οποία θα καταλήξει σε τραγωδία με την αυτοκτονία της γυναίκας του Κοσμά, της Νοεμή.

Ωστόσο μέσα από το ρεαλισμό και την αντικειμενικότητα αναφύεται το ποιητικό, το αλληγορικό, το τρελό της ζωής .Στο λόγο εντάσσεται και ο κόσμος του ονείρου, όπου υποκρύπτεται μια ζοφερή πραγματικότητα Ίσως η υπαρξιακή αγωνία  για τον κόσμο που χάνει την ηθική του ,τον πολιτισμό του, και χάνεται.

Ευκαιρία να σκεφτεί ο αναγνώστης  ότι η πραγματικότητα που μεταλλάσσεται σε όνειρο και εκείνο το κομμάτι του εαυτού μας που ονειρεύεται, σημαίνει ότι είναι αποτέλεσμα της ανασύνθεσης των γεγονότων στη μνήμη, όπου όμως υπάρχουν κενά τα οποία καλείται να συμπληρώσει η φαντασία  μέσω του εαυτού που αντιστέκεται. Παρεισφρέει το όνειρο στη βιωμένη πραγματικότητα και εξυπηρετεί ταυτόχρονα τους ιδεολογικούς σκοπούς του συγγραφέα. Το όνειρο ταυτόχρονα, τού δίνει και μια ελευθερία, για να εντάξει πρόσωπα ιδιαίτερα, στο  μυθιστόρημα αλλά και  αλλαγές χώρων, παράδοξα και φοβερά που σηματοδοτούσε και ένα επερχόμενο γεγονός, ίσως και μια απελευθέρωση ψυχολογική και διανοητική. Αν σκεφτεί κανείς ότι τα όνειρα μπορεί να είναι χαρούμενα, ευχάριστα και δυσάρεστα το όνειρο στον Ανήφορο είναι σχεδόν εφιαλτικό γιατί οι σκέψεις της ημέρας εκεί οδηγούν. Το όνειρο είναι ένα εύρημα του συγγραφέα, που προδιαθέτει τον αναγνώστη για ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει.

«Έσυρε φωνή ο Κοσμάς και τινάχτηκε από το κρεβάτι. Είχε δει όνειρο τρομαχτικό: ένας πελώριος γορίλλας, όρθιος, κρατούσε αναμμένο δαυλό κι έτρεχε σε μια μεγάλη πολιτεία,απόχτίρι σε χτίρι,κι έβανε φωτιά» σελ 151

Σελ 251«Η Νοεμή μονάχα έρχουνταν συχνά στον ύπνο του, μιλούσαν ήσυχα οι δυο τους, αγαπημένα, τα ξημερώματα έφευγε».

Διακρίνει ο αναγνώστης μια ειρωνεία απέναντι σε όσους αγωνίστηκαν να αναδειχθούν στην παρούσα ζωή, αλλά και στους νάρκισσους που πάλεψαν για την υστεροφημία τους.

Ο συγγραφέας και μέσω του γραπτού του έργου, αγωνίζεται με θαυμαστή σταθερότητα για τη δικαίωση των επιλογών του, με μια τεχνική γραφής από μέσα προς τα έξω, που μας προετοιμάζει να δεχθούμε ομαλά και κατανοητά αυτό που κάθε φορά συμβαίνει. Ως προς τούτο ο Ανήφορος διαχρονικός και επίκαιρος καθώς η έκπτωση των αξιών και η χειραγώγηση του ανθρώπου συνεχίζεται και λείπουν οι φωνές για την αξία του πολιτισμού παρουσιάζει ενδιαφέρον και είμαι σίγουρη ότι θα διαβαστεί από πολλούς Έλληνες και ξένους .

Σελ54«Η Κρήτη στάθηκε ο πρώτος βράχος που φωτίστηκε σε όλη ακόμα την κατασκότεινη Ευρώπη» Να τονιστεί εδώ ότι ο Καζαντζάκης στήνει το έργο του στο πλαίσιο κάποιου σκηνικού που μοιράζεται μεταξύ Κρήτης και Αγγλίας μέσα από την παρουσία συγκεκριμένων προσώπων, στην Αγγλία ειδικότερα πετυχαίνει να μας δώσει μια ομοιογένεια του χώρου που τον περιβάλλει  για να περιγράψει επιτυχώς αυτό που θέλει. Φτιάχνει «έδρες» αφήγησης προκειμένου να υπάρξει ομοιομορφία κι αν περιφέρεται έξω και βρίσκει γνωστούς πάλι η απροσδιοριστία τον εμποδίζει να εκφραστεί όπως θέλει.

Μετά τα παραπάνω ας μη μας εκπλήσσει το ότι χωρίζει το βιβλίο σε τρία μέρη:Κρήτη-Αγγλία-Μοναξιά.Κι αν μας παραξενεύει  η Μοναξιά για τον Καζαντζάκη ως δημιουργό, είναι προσωπική επιλογή και κάθε στιγμή της είναι σημαντική, είναι ένα μυθιστόρημα υπό την έννοια του επαναπροσδιορισμού των σχέσεών του με τον κόσμο, είναι ενσυναίσθηση, είναι κατά κάποιο τρόπο η δική του πολιτισμένη έρημος, είναι γαλήνη. Είναι όμως προφανής μια διασύνδεση εσωτερική των μερών, η συγκρότηση ενός σώματος που χαρακτηρίζεται από μία θεματική ευρύτητα την οποία διατρέχει ένας ευδιάκριτος ιστός: η διάχυτη έγνοια για τον κόσμο για το μέλλον του κόσμου, αφού υπάρχουν και πρέπει να υπάρχουν κοινές ευαισθησίες σε όλους τους ανθρώπους, όπως το δέος μπροστά στη φθορά, στο θάνατο, ο θαυμασμός μπροστά στην εξέλιξη και ανάπτυξη, ο πόθος της ελευθερίας.Έτσι,ένα κοινωνικό υπόστρωμα συνδέει τους πολιτισμούς.Στην περίπτωση μας, ο Ν. Καζαντζάκης βλέπει έναν μεγάλο Ανήφορο, καθώς ονειρεύεται και για τούτο σχεδιάζει, πώς το έργο του να έχει απήχηση και μέσα από τα γραπτά του έργα  ή κυρίως μέσα από αυτά, με το σκεπτικό της κοινοποίησης των ιδεών στον κόσμο.

Μετά από έναν πόλεμο που αιματοκύλησε τον πλανήτη, πέρα από την αναγκαιότητα γνώσης της ιστορίας, με τα έθνη να παίζουν καθοριστικό ρόλο στην πνευματική ανέλιξη της ανθρωπότητας, θα πρέπει να ανεβαίνουμε όχι να κατρακυλάμε, να κουβαλάμε το φορτίο του χρέους, γιατί στη ροή του χρόνου υπάρχει η φθορά.

Αν αξίζει ο Ανήφορος, είναι γιατί όπως όλα τα έργα του Ν, Καζαντζάκη διαβάζονται και ξαναδιαβάζονται με την ίδια συγκίνηση, είναι γιατί πίσω από τη λεξιθηρία και τις φράσεις του, κρύβονται ιδέες που σε αναστατώνουν μέσα σε έναν κόσμο που φαντάζει ακόμα εχθρικός. Είναι γιατί ο αναγνώστης αφυπνίζεται και πρέπει να αιτιολογήσει την ύπαρξή του, να σκεφθεί  πόσο δίκιο έχει ο Κοσμάς-Καζαντζάκης να επιμένει στον Ανήφορο 76 χρόνια πριν και πόσο δύσκολη έχει γίνει η ζωή μέσα στην ωμότητα και τον ωφελιμισμό.

Όλα τα πρόσωπα, με τις εσωτερικές ψυχολογικές κλιμακώσεις δρουν έντονα αγωνίζονται και αγωνιούν όπως ο ίδιος ο συγγραφέας και αυτό περνάει στο έργο του. Οι μεγάλοι και σεβάσμιοι γέροντες που με παρρησία ομιλούν αναδεικνύουν τον αγώνα ως πρώτιστο καθήκον για να επικρατήσει η ειρήνη και να δημιουργήσει ο άνθρωπος πολιτισμό.

Ο Κοσμάς-ο Καζαντζάκης, σκέφτεται όλα όσα πρόκειται να αντιμετωπίσει και ο αναγνώστης τον ακολουθεί πιστά και εναγωνίως, περιμένοντας να πετύχει σε αυτό που θα επιχειρήσει όσο δύσκολο κι αν φαίνεται. Κι αν για τη Νοεμή ήταν δύσκολη η ζωή, αβάσταχτη, παρατηρεί κανείς την ψυχολογία της ,τις σκέψεις της που είναι μεν καλές, όχι απαραίτητα ορθές, κι αυτό γιατί ο Κοσμάς πρέπει κάποια στιγμή να απομακρυνθεί, να ξενιτευτεί, να λείψει από κοντά της, αφού διακατέχεται από το πάθος για δράση και δημιουργία.

 Ο  Ανήφορος του Καζαντζάκη θα σταματήσει μόνο με το θάνατό του. Αγώνας για τον μαχόμενο άνθρωπο μέσα από τους οραματισμούς και τη δράση των ηρώων. Θέλγεται από τον δρώντα ήρωα, που τον διαμορφώνει σε Καπετάν Μιχάλη, σε Αλέξη Ζορμπά, σε Κοσμά,άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η πλοκή κάθε έργου.

Η  γλώσσα δημοτική και για τούτο νοσταλγική. Μέσω της γλώσσας που τη χρησιμοποιεί τόσο έντονα απεικονίζεται και ο αγώνας του ο γλωσσικός. Να τονιστεί εδώ ότι ο Καζαντζάκης δεν έπλαθε λέξεις, έψαχνε λέξεις, ήταν λεξιθήρας. Έτσι γνήσια στοιχεία της δημοτικής αναφαίνονται, σπάνια για να ξεθωριάσουν σιγά σιγά και να θεωρηθούν ξένα μη κατανοητά .

Ο ίδιος ο Καζαντζάκης θα πει για τη γλώσσα :«μάζευα από τα χείλια του λαού τις λέξεις, πώς λεν το κάθε πράγμα». Η γλώσσα διαλέγεται με την ιστορική μνήμη.

Ο Ανήφορος. Από τον τίτλο ο αναγνώστης προσλαμβάνει και την οπτική του συγγραφέα απέναντι στη ζωή. Έχει ανηφόρα μεγάλη η ζωή. Προδηλωτικός και ως ένα σημείο αινιγματικός, γριφώδης για τον αναγνώστη. Ό,τι καθιστά πολύτιμο το μυθιστόρημα είναι ότι διαθέτουμε κι άλλα στοιχεία για την Καζαντζάκεια γραφή που μας επιτρέπει να ερευνήσουμε περισσότερο ένα έργο του. Το πένθος π.χ. για τον Καζαντζάκη είναι μια δημιουργική πράξη  και σε πάει μπροστά  ή οι θανόντες αφήνουν παρακαταθήκη τα λόγια τους. Ο θάνατος της Νοεμή είναι μια νέα αφετηρία όχι κατάληξη.

Στον Ανήφορο ,μέσα από όλους τους μαιάνδρους των γεγονότων ο συγγραφέας θέλει να φέρει στο φως ό,τι χαλάει τον άνθρωπο για να τον βελτιώσει μέσα από μια πανανθρώπινη εκστρατεία. Για το λόγο τούτο και για άλλους πολλούς το βιβλίο εκτός από ενδιαφέρον είναι και χρήσιμο. Ενδιαφέρον για τις πληροφορίες, χρήσιμο για τον αναγνώστη που θα προσέξει πώς ένας συγγραφέας βλέπει την πατρίδα του και τον κόσμο μετά από ένα παγκόσμιο πόλεμο και έναν εμφύλιο που ήδη έχει αρχίσει. Το γεγονός ότι ο Ν.Καζαντζάκης έγραφε χωρίς ταμπού διευκολύνει τη μελέτη του κόσμου του, έτσι όπως τον παρουσιάζει, αλλά κεντρίζει το ενδιαφέρον για ένα αύριο ειρηνικό. Δίνει το μήνυμα πως οι πόλεμοι διαβρώνουν τις κοινωνίες και οι άνθρωποι πέρα από τις πολιτικές ιδέες επιβάλλεται να κατανοήσουν το συμφέρον τους, που είναι η ουσιαστική ελευθερία, με την εξύψωση του πνεύματος ώστε να νικήσει την ύλη. Ανήφορος σημαίνει καταβολή μόχθου, αγώνα για τον άνθρωπο ,σημαίνει παραγωγή πνευματικού έργου, σημαίνει μια ακόμη ευκαιρία να κοιτάξεις το αύριο.

 

Ο πόλεμος έχει σημαδέψει τα χρόνια με την κυριαρχία της φρίκης, της ασύδοτης ελευθερίας.Κι αν ο Κοσμάς αντιπροσωπεύει για τη Νοεμή ένα υγιές στοιχείο, είναι και οι πληγές που δεν κλείνουν. Τα γράμματα είναι το μέσο πληροφόρησης, κάτι που σκόπιμα βάζει ο συγγραφέας, γιατί θέλει ο αναγνώστης να μάθει, να διαβάσει την αντίληψη του για τα πράγματα .

Ανήφορος όμως ήταν και η ζωή της Νοεμή, η οποία κουβαλούσε πολλές τραυματικές εμπειρίες.Ανήφορος τον οποίο επέλεξε η ίδια να κόψει ,κόβοντας το νήμα της ζωής της γιατί η αναμονή είναι κι ένας τρόπος να πεθαίνεις.

Ιδιοφυής επιλογή πέρα από τις λέξεις και των ονομάτων τα οποία έχουν αντιστοιχία με καταστάσεις.

Το όνομα Κοσμάς, έχει σχέση με το «κόσμημα», και πραγματικά αυτός ο άνθρωπος είναι ένα στολίδι με την ειλικρίνεια, την τιμιότητα και την αφοσίωση στις ιδέες του. Δουλεύει ακούραστα, αλλά συχνά κάνει περισσότερους συμβιβασμούς απ’ όσους θα έπρεπε. Γι’ αυτό και απογοητεύεται κάθε φορά που υποχρεώνεται να προδώσει τα όνειρά του. Στις κοινωνικές και προσωπικές σχέσεις του χαίρει αγάπης και εκτίμησης. Στις σελίδες του βιβλίου παρουσιάζονται άνθρωποι του πνεύματος, γιατί ο στόχος είναι η επικράτηση του πνεύματος μπροστά στην αρνητική επίδραση της ύλης.

Υπάρχουν χαρακτήρες που τους χρειάζεται για λίγο μόνο και μόνο για να μας δώσουν τροφή για σκέψη και στη συνέχεια αποψιλώνονται και εκλείπουν.

Ο ελεύθερος πλάγιος λόγος αποτελεί στην ουσία το συνδυασμό δύο φωνών: του αφηγητή και του συγκεκριμένου προσώπου του οποίου τα λόγια μεταφέρει ο αφηγητής  ο οποίος έχει τη δυνατότητα να υπερτονίσει, να προσπεράσει, να υποβαθμίσει ή και να αποσιωπήσει τα σημεία που εκείνος επιθυμεί.

Έχουμε μια ιδιότυπη τριτοπρόσωπη εν πολλοίς αφήγηση γιατί στην πραγματικότητα αποτελεί μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση που κρύβεται πίσω από ένα λανθάνοντα ελεύθερο πλάγιο  λόγο.

 

Το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου ,η αφάνταστη αθλιότητα και ο τρόμος,  η αναίτια θυσία εκατομμυρίων ψυχών, συνειρμικά έρχονται στο προσκήνιο στο πρόσωπο της Νοεμή, καθώς ο  Καζαντζάκης διασταυρώνει το ατομικό πεπρωμένο της με τις αποτυπώσεις της ιστορίας. Ηθελημένη επιλογή του ονόματος ,από τον συγγραφέα. Στη βιβλική παράδοση, Νοεμή ονομαζόταν η πεθερά της Ρουθ. Νοεμή, από το εβραϊκό ουσιαστικό no;am που σημαίνει γλυκύτητα, χαρά, χαρά μου.

Το γεγονός ότι ο Ανήφορος εκδόθηκε το 2022, μας κάνει να αναρωτηθούμε γιατί το έργο  δεν το εξέδωσε,τότε; Δεν το εξέδωσε ίσως γιατί δεν το θεώρησε τελειωμένο. Δεν το εξέδωσε σκεπτόμενος να το μοιράσει  σε άλλα βιβλία; Δεν το εξέδωσε γιατί ο κόσμος, κομματιασμένος και χαώδης, ήταν πληγωμένος κυριολεκτικά και μεταφορικά και ίσως δεν ήθελε να ακούσει φρέσκιες ιδέες;

 

Αν η Ασκητική εκφράζει την ανεξαρτησία του συγγραφέα, αν ψάχνει για την ελευθερία του, έχοντας οριοθετήσει τις διαστάσεις του ασυμβίβαστου, ίσως στον Ανήφορο αρκετά χρόνια μετά ένιωθε βαριά την ευθύνη στο να προσθέσει μια ακόμη συνιστώσα αυτή της πανανθρώπινης ελευθερίας .Ήταν μεγάλο το εγχείρημα και ίσως τούτο το έργο δεν ικανοποιούσε τα «θέλω»του. Ήθελε να πει πολλά, καινούρια πράγματα, αφού για εμάς σήμερα, που οι περισσότεροι έχουμε διαβάσει και άλλα έργα του, αντιλαμβανόμαστε πού μας κλείνει το μάτι και γιατί. Όταν το έργο γράφεται ανάμεσα στο τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου  και την αρχή του εμφυλίου για την Ελλάδα ,ο Ν.Καζαντζάκης με τη φαντασία του έβγαζε μια εικόνα του εαυτού του, αλλά η ιστορία, που μας προσφέρει την εικόνα του άλλου, χρειαζόταν μελέτες επί σειρά ετών για την κατανόηση της συμπεριφοράς των δυνατών ή εκείνων που θέλουν να φαίνονται δυνατοί . Ο Ανήφορος θα αποτελέσει έναν σημαντικό κρίκο στην εργογραφία του Ν. Καζαντζάκη, καθώς, όπως θα καταστεί σαφές στους αναγνώστες, πρόκειται για ένα δημιούργημα του μεγάλου συγγραφέα, που στέκει επάξια δίπλα στα άλλα του αριστουργήματα.

Το βιβλίο έχει αρκετά στοιχεία στον πρόλογο και το επίμετρο ώστε ο αναγνώστης να παίρνει απαντήσεις σε βασικές ερωτήσεις-απορίες.

  Ο Ανήφορος, ως προϊόν πολιτισμού, ίσως ενεργοποιήσει τις εν υπνώσει δυνάμεις  των αναγνωστών,  αφού πολλοί  διψούν και σήμερα, να διαβάσουν εκείνον που στοχάστηκε τότε για όλους, με μια οικουμενικότητα στη σκέψη και στα αισθήματα.

Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά

Φιλόλογος,συγγραφέας,ποιήτρια,κριτικός λογ.

 






8ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Αθηνών, Ώρα για Ποίηση

 

Στο 8ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Αθηνών 44 ξένοι και Έλληνες ποιητές από 13 χώρες ερμηνεύουν τον κόσμο μέσω της ποίησης και διαβάζουν ποιήματά τους σε επτά σημεία των Αθηνών. Ένα πραγματικό φεστιβάλ λέξεων, ήχων, στίχων, μουσικής, κίνησης, βίντεο, ταινιών μικρού μήκους, χορού, απονομής βραβείου. Γιατί, όπως είπε ο Πολωνός ποιητής Zbigniew Herbert, «Ένας ποιητής είναι σαν ένα βαρόμετρο για την ψυχή ενός έθνους. Δεν μπορεί να αλλάξει τον καιρό. Μας δείχνει όμως πώς είναι ο καιρός».  Σήμερα αν θέλουμε να μάθουμε πώς θα είναι η μέρα αύριο, δεν κοιτάμε το βαρόμετρο αλλά διαβάζουμε ποίηση, αν θέλουμε να μάθουμε τι ώρα είναι δεν κοιτάμε το ρολόι αλλά διαβάζουμε ένα ποίημα, αν θέλουμε να είμαστε μπροστά από τις ειδήσεις διαβάζουμε ποίηση.

Πάντα είναι ώρα για ποίηση, και όχι μόνο στα φεστιβάλ, γιατί η ποίηση δεν είναι μια παρακατιανή τέχνη, αλλά η χύτρα της ανθρώπινης γλώσσας. Στο 8ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Αθηνών ακούμε γλώσσες πολλών εθνών που αφουγκράζονται τις αγωνίες του πλανήτη.

Κυριακή, 18 Σεπτεμβρίου στις 19:00σκηνή Διδώ Σωτηρίου, 50ό Φεστιβάλ Βιβλίου, Ζάππειο Προφεστιβαλική εκδήλωση με νέους ποιητές, παρουσιάζει ο Κωνσταντίνος Μπούρας, συντονίζει ο Θάνος Γώγος

________________

Δευτέρα, 19 Σεπτεμβρίου, 8 μμ

Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, Πλατεία Καρύτση

Συντονίστρια η Ειρήνη Παπακυριακού

Δραματουργική παράσταση διασωθείσας αρχαίας ελληνικής μουσικής μέσω διακαλλιτεχνικών συνεργειών. Αφήγηση: Αλεξάνδρα Σκαμάγκα, Μουσική, Τραγούδι: Μικές Σακελλίου, Χορός, Τραγούδι: Βίκυ Φίλιππα, Σκηνοθεσία-Επιμέλεια: Ευφροσύνη Αρκουλάκη. Τη μουσική μελέτησε και αναγέννησε ο μουσικολόγος Ερρίκος Κελαϊδής

Άγιο Αγιούλα Αμάλε, Αναστάσης Βιστωνίτης, Ζέφη Δαράκη, Τσβετάνκα Ελένκοβα, Γιάννης Ζέρβας, Αρντίτα Ιατρού, Θωμάς Κοροβίνης, Ντανούτα Μπαρτόζ, Γιώργος Μπλάνας, Τίτος Πατρίκιος, Άννα Πετροπούλου, Αλίσια Στόλινς, Μπεατρίζ Χάουσνερ, Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου 

______________

 Τρίτη, 20 Σεπτεμβρίου, 8 μ.μ.

Πολιτιστικό Κέντρο Μπενετάτου, Γεωρ. Δροσίνη 3, Παλαιό Ψυχικό,

Συντονιστής ο Θανάσης Χατζόπουλος

 Ξάνθος Μαϊντάς, Ντανούτα Μπαρτόζ, Άλμα Μπράγια, Παναγιώτης Νικολαΐδης,  Μανόλης Ξεξάκης,  Μαρία Σκουρολιάκου, Μπεατρίζ Χάουσνερ                                                        _________________

 Τρίτη, 20 Σεπτεμβρίου, 8 μ.μ.

Blue Bear Cafe, Θεμιστοκλέους 80, Πλατεία Εξαρχείων

Συντονίστρια η Άννα Πετροπούλου

 Χρύσα Αλεξοπούλου, Ελένη Ηλιοπούλου-Ζαχαροπούλου, Αρντίτα Ιατρού, Δημήτρης Kονιδάρης, Ασημίνα Ξηρογάννη, Αλίσια Στόλινς, Γιάννης Στεφανάκις. Επίσης, Κωνσταντίνος Βορδής, Γιώργος Δρίτσας, Αντώνης Ευθυμίου, Αθηνά Καραταράκη, Δημήτρης Μπαλτάς

_________________

 Τετάρτη, 21 Σεπτεμβρίου, 8 μ.μ.

Μάντρα Μπλόκου Κοκκινιάς, Ηλιουπόλεως 102Α,  Νίκαια,

Συντονίστρια η Ειρήνη Ρηνιώτη

 Δημήτρης Αγγελής, Άννα Αφεντουλίδου, Γιολάντα Καστάνιο, Μάρκο Πογκάτσαρ, Άνα Σβετέλ, Θανάσης Χατζόπουλος

______________

 Τετάρτη, 21 Σεπτεμβρίου, 8 μ.μ.

Βιβλιοπωλείο Μωβ σκίουρος, Πλατεία Καρύτση,

Συντονιστής ο Θωμάς Τσαλαπάτης

 Νάφια Ακντενίζ, Λοράν Γκριζόν, Τσβετάνκα Ελένκοβα, Βιβή Κοψιδά-Βρεττού, Αλέξιος Μάινας, Πάνος Σταθόγιαννης, Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου

___________

 Τετάρτη, 21 Σεπτεμβρίου, 7 μ.μ.

Ινστιτούτο Goethe, Ομήρου 14-16, Προβολή ποιητικών ταινιών μικρού μήκους,

Συντονίστρια Άννα Πετροπούλου , Σχολιασμός Γ. Αντάμης, Επιλογή ταινιών Μ. Χέλλνερ

___________

 Πέμπτη, 22 Σεπτεμβρίου, 8 μμ

Φιλολογικός Σύλλογος ΠαρνασσόςΠλατεία Καρύτση

Συντονίστρια η Ρίβα Λάββα

 Το Guitarte Εnsemble πλαισιώνει μουσικά τη λήξη του φεστιβάλ με δύο χορούς  του  Enrique GranadosFantasio para in gentilhobre του Joachin Rdrigo και Indroduction and Fandango του  Luici Boccherini με τους Νίκο Χατζηελευθερίου, Χρήστο Φάκλαρη, Μαρία Παπαμιχαήλ και Αλέξανδρο Καζάζη

 Νάφια Ακντενίζ, Ιρίνα Βίκιτσαρκ, Λοράν Γκριζόν, Κώστας Ζωτόπουλος, Πάνος Κυπαρίσσης, Νίκος Λάζαρης, Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Αντώνης Μακρυδημήτρης, Παντελής Μπουκάλας, Άλμα Μπράγια, Παναγιώτης Νικολαΐδης, Ναταλίγια Ντοβγοπόλ, Μάρκο Πογκάτσαρ, Άνα Σβετέλ, Θανάσης Χατζόπουλος

___________

 Παρασκευή, 23 Σεπτεμβρίου, 5 μμ.

Αίθουσα Τελετών Δημαρχιακού Μεγάρου, Αθηνάς 63, Πλατεία Κοτζιά

Aπονομή του βραβείου The Barbara Fields-Siotis Poetry Award στον Αμερικανό ποιητή Dana Gioia από τον Δήμαρχο Αθηναίων Κώστα Μπακογιάννη                                                                            

Συντονιστής ο Κωνσταντίνος Μπούρας

 Ο τιμώμενος ποιητής και ο μεταφραστής του Κώστας Ζωτόπουλος θα διαβάσουν ποιήματα. Η εκδήλωση πλαισιώνεται με απαγγελία (Αλεξάνδρα Σκαμάγκα) μέρους της Οδύσσειας του Νίκου Καζαντζάκη συνοδεία κρητικής λύρας (Μανώλης Μπουνταλάκης). Στο απόσπασμα ο Οδυσσέας απευθύνεται στην Ελένη, την οποία έχει ήδη κλέψει από τη Σπάρτη, παίρνοντάς την μαζί του στην Κρήτη, όπου τοποθετείται και ο διάλογος μαζί της.

 8ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Αθηνών, Ώρα για Ποίηση


Από https://varelaki.blogspot.com/