Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΕΛΙΤΣΟΣ "Ο ναός της Κοίμησης στην Παλιόχωρα Αβίας"

 Δυο παλιές επιγραφές φωτίζουν το παρελθόν του τόπου


Ο ναός της Κοίμησης Θεοτόκου στην Παλιόχωρα. Εκατέρωθεν της πλαϊνής θύρας οι δυο επιγραφές: η παλιά ψηλά αριστερά του ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ και η νεότερη δεξιά της θύρας


Στον παραθαλάσσιο οικισμό της Παλιόχωρας Αβίας κεντρικός ναός είναι ο ναός της Κοίμησης Θεοτόκου, ο οποίος δεσπόζει του χωριού, όπως είναι κτισμένος πάνω στο ύψωμα που στο παρελθόν υπήρχε το μεσαιωνικό κάστρο της Μαντένιας (Μαντίνειας). Ο ναός αυτός αποτελεί το διαχρονικό σημείο αναφοράς των κατοίκων του χωριού και στο καθολικό του, στα εννιάμερα της Παναγιάς στις 23 Αυγούστου, συγκεντρώνει πλήθος προσκυνητών τόσο κατοίκων του χωριού όσο και παραθεριστών, μιας και η περιοχή έχει εξελιχθεί σε δημοφιλές τουριστικό θέρετρο. Στην τοιχοποιία του ναού είναι εντοιχισμένες δυο επιγραφές, τις οποίες θα παρουσιάσουμε επιχειρώντας ταυτόχρονα μια ιστορική διερεύνηση.

 

Παλιόχωρα 1980. Στο βάθος το ύψωμα στο ακρωτήρι, όπου υπήρχε το ενετικό κάστρο Mantenya in brazzo.

 

Το παρελθόν της περιοχής

Στην ευρύτερη περιοχή της Παλιόχωρας τοποθετείται από παλιότερους ερευνητές η ομηρική πόλη Ιρή και η αρχαία πόλη Αβία, από όπου και η μετονομασία της Παλιόχωρας σε «Αβία» για λόγους ιστορικής συνέχειας. Η αρχαία Αβία, η οποία σημειώνεται σε χάρτες του σπουδαίου γεωγράφου Κλαύδιου Πτολεμαίου ως ΑΒΕΑ και τα ερείπια της σε αρχαιολογικούς χάρτες περιηγητών ως Abea, γνώρισε περιόδους μεγάλης ακμής και ήταν έδρα ασκληπιείου (θεραπευτηρίου) κατά τους κλασικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Από την πρώιμη βυζαντινή περίοδο η Αβία περιέπεσε σε παρακμή εξαιτίας πιθανότατα και των επιδρομών διαφόρων βαρβαρικών φύλων και στη συνέχεια χάνεται από τις πηγές μέχρι τα ύστερα βυζαντινά χρόνια.

Στις αρχές του 15ου αιώνα στην περιοχή σημειώνεται το κάστρο της Μαντένιας (Μαντίνειας), το οποίο εντοπίζεται από παλιότερους ερευνητές στο ύψωμα πάνω από τον όρμο της Παλιόχωρας, το αποκαλούμενο Πάσο (=πέρασμα, είσοδος, μπασία) - ενδεχομένως από την πέτρινη είσοδο σε μορφή καμάρας, κατάλοιπα της οποίας διακρίνονται ακόμα στο ανηφορικό καλντερίμι που οδηγεί από την ακρογιαλιά προς το ύψωμα. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα υπήρχαν εμφανή κατάλοιπα του κάστρου καθώς και χαλάσματα μεσαιωνικών και αρχαίων κτισμάτων στο εσωτερικό του, οι λίθοι των οποίων χρησιμοποιήθηκαν ως έτοιμο οικοδομικό υλικό σε νεότερες κατασκευές, όταν η περιοχή άρχισε να κατοικείται ξανά. Σήμερα ελάχιστα κατάλοιπα του τείχους είναι εμφανή σε διάφορα σημεία του στεφανιού πάνω από τη βραχώδη ακτή. Το κάστρο, φραγκικής κατασκευής, αποτελούσε έδρα της Βαρονίας της Μαντίνειας στα χρόνια του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, δηλαδή πριν από τον 15ο αιώνα. Προς τα τέλη του 15ου αιώνα για μικρό διάστημα (1470-1479) υπήρξε έδρα του Ενετού διοικητή της Μάνης.

 


Άρθρα για το βυζαντινό παρελθόν της Μαντίνειας στην εφ. ΕΘΝΟΣ (φ. 19.6.1954 και 29.3.1955)

Στη διάρκεια του 15ου αιώνα η Μαντίνεια αποτελεί το μήλον της έριδος ανάμεσα στους Ενετούς, τους Δεσπότες του Μυστρά και αργότερα τους Οθωμανούς, με αποτέλεσμα η ζωή των γύρω κατοίκων να γίνει αφόρητη και να αναγκαστούν να μεταφερθούν σε κοντινή μεσόγεια θέση καλά κρυμμένη από τη θάλασσα. Εκεί συνέπηξαν οικισμό, ο οποίος αναφέρεται για πρώτη φορά το 1463 ως Mantenya Supra, δηλαδή «Άνω Μαντένια», παράλληλα με την Mantenya in brazzo, τη «Μαντίνεια στο βραχίονα» (ακρωτήρι), όπου και το κάστρο. Τον 16ο αιώνα οι δυο Μαντίνειες συνυπάρχουν και συχνά σημειώνονται ως Chiores (Χώρες) από τους χαρτογράφους, δηλαδή: Πάνω Χώρα και Κάτω Χώρα, επωνυμίες που επιβίωσαν σχεδόν μέχρι τις μέρες μας (ως τα μέσα του 20ού αιώνα).


 
Τοιχία και ερειπωμένες επάλξεις του Κάστρου της Μαντίνειας

 

Το "Πηγάδι της Βασίλισσας": έξοδος διαφυγής από το κάστρο προς την ακρογιαλιά της Πορτέλας. Δυστυχώς μόνο σε φωτογραφία πλέον, αφού κατακρημνίστηκε το 2016.

 Όμως, από τα μέσα του 17ου αιώνα η Κάτω Χώρα εγκαταλείπεται. Οι ενετικές επιθέσεις του 1659 στην ευρύτερη περιοχή σίγουρα επιτάχυναν την εγκατάλειψή της. Η οικονομική και κοινωνική ζωή της περιοχής μεταφέρεται σταδιακά στο μεσόγειο οικισμό, την Άνω Μαντίνεια, η οποία από τα τέλη του 17ου αιώνα αναφέρεται ως Μεγάλη Μαντίνεια, ονομασία που διατηρεί μέχρι σήμερα. Ο παραλιακός οικισμός ερημώνεται και η Κάτω Χώρα μετατρέπεται σε «Παλαιά Χώρα» ή «Παλιόχωρα», τοπωνύμιο που διατηρεί μέχρι σήμερα.

Η περιοχή γύρω από τον ερειπιώνα της Παλιόχωρας συνέχισε να αποτελεί χώρο οικονομικής δραστηριότητας για τους κατοίκους της Μεγάλης Μαντίνειας, αφού διατηρούσαν εκεί αγροτικές εκμεταλλεύσεις (ελιές, αμπέλια, σπαρμένα χωράφια, περιβόλια κ.ά.) ενώ στην ακτή κατέβαιναν με τα ζώα τους για να πλύνουν και να κοπανήσουν τα χοντρά ρούχα (από όπου το τοπωνύμιο Κοπάνοι ή Κοπάνο), να ξεπικρίσουν τα λούπινα, να μαλακώσουν τα βούρλα και τα ψαθιά, να ψαρέψουν και να πουλήσουν τα προϊόντα τους σε έμπορους που προσέγγιζαν την ευλίμενη ακτή με καΐκια. Συνεπώς, στην πραγματικότητα ουδέποτε ξέκοψαν από την ακτή, η οποία απέχει από τη Μεγάλη Μαντίνεια απόσταση μισής ώρας με το ζώο.

Από τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν πλέον η κατοίκηση στην παραθαλάσσια ζώνη έγινε ασφαλής, άρχισαν σιγά-σιγά να εγκαθίστανται ξανά κάτοικοι της Μεγάλης Μαντίνειας, δημιουργώντας τελικά τρεις παράλιους οικισμούς: την Παλιόχωρα (το 1926 μετονομάστηκε σε Αβία), το Αρχοντικό (έχει συγχωνευτεί με την Αβία-Παλιόχωρα) και το Κοπάνο (Ακρογιάλι).

 

Ο ναός της Κοίμησης (δυτική όψη)

Ο ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Παλιόχωρας

 Στη Μεγ. Μαντίνεια κεντρικός είναι ο ναός της Κοιμήσεως Θεοτόκου, κτίσμα του 18ου αιώνα, ίσως του 1720 σύμφωνα με επιγραφή που υπάρχει στον εξωτερικό τοίχο. Δεν υπάρχουν μαρτυρίες αν πρόκειται για ανακατασκευή παλιότερης ή για νέα εκκλησία. Πάντως, στη διάρκεια του ίδιου αιώνα χτίστηκαν και άλλοι ναοί στο χωριό. Είναι σταυροειδής με οκτάγωνο τρούλο και έχει εξαιρετικής τέχνης ξυλόγλυπτο τέμπλο των αρχών του 19ου αιώνα. Είναι χαρακτηρισμένος ως διατηρητέο, ιστορικό μνημείο.

Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου ανακαινίστηκε την περίοδο 1743-1753 σύμφωνα με επιγραφή. Επομένως, προϋπήρχε σε ταπεινότερη μορφή και ίσως να ήταν παλιότερος του ναού της Κοίμησης. Ο ναός αυτός έμεινε αλειτούργητος για λόγους αδιευκρίνιστους και χρησιμοποιήθηκε ως σχολείο από το 1858 -όπως προκύπτει από χρονολογημένο σκαλιστό εθνόσημο που είχε τοποθετηθεί στον βορινό τοίχο- μέχρι το 1961.

Επίσης, την ίδια εποχή κτίστηκαν ο Άγ. Ανδρέας των Γεωργουλέων (1754) και οι Άγιοι Σαράντα (1751) καθολικό μοναστηριού σε κοντινή αγροτική περιοχή. Ενδεχομένως και κάποιες από τις υπόλοιπες παλιές εκκλησίες του χωριού (Άγ. Γεώργιος, Άγ. Θεόδωροι, Παναγίτσα, Άγ. Κωνσταντίνος, Άγ. Βασίλειος, Προφήτης Ηλίας) ανάγονται σε εκείνη την περίοδο αλλά οι μεταγενέστερες επιδιορθώσεις εξαφάνισαν τα τεκμήρια της παλαιότητάς τους. Συμπεραίνου-με ότι στα μέσα του 18ου αιώνα οι κάτοικοι του χωριού είχαν σχετική οικονομική άνεση και διοχέτευαν μέρος της περιουσίας τους στην ανέγερση ναών.

Τον αιώνα αυτόν η παραλιακή ζώνη δεν κατοικείται και η Παλιόχωρα είναι ερειπιώνας. Στα τέλη του 18ου αιώνα κάποιος Σταυρέας, κατά την παράδοση, αποφάσισε να κτίσει ένα ναό πάνω στα αρχαία και μεσαιωνικά ερείπια για να προσελκύσει οικιστές και να ξαναζωντανέψει την Παλαιά Χώρα. Ο ναός αυτός υπήρχε το 1795 και αναφέρεται από τον Άγγλο περιηγητή John Moritt που επισκέφτηκε την περιοχή. Μάλιστα, παρατήρησε ένα αρχαίο λιθόστρωτο μωσαϊκό στο δάπεδο του ναού, το οποίο προφανώς είχαν διατηρήσει οι κατασκευαστές του και το οποίο σε κάποια μεταγενέστερη επισκευή σκεπάστηκε κάτω από το νέο δάπεδο, μιας και σήμερα δεν υπάρχει. Άλλωστε ήταν κοινή πρακτική την εποχή εκείνη, στις οικοδομές να χρησιμοποιούν τις έτοιμες λαξεμένες πέτρες των ερειπίων και να ενσωματώνουν στους ναούς τυχόν αρχαιότητες. Την ύπαρξη του ναού αναφέρουν, επίσης, το 1805 οι Gell και Leake καθώς και μεταγενέστεροι επισκέπτες, οι οποίοι επίσης αναφέρουν πως ο τόπος ήταν ακατοίκητος. Οι πρώτες κατοικίες στην Παλιόχωρα ανεγείρονται μετά τα μέσα του 19ου αιώνα.

Συμπεραίνουμε, λοιπόν, πως η εκκλησία κτίστηκε πριν από το 1795 με λίθους από τον αρχαίο ερειπιώνα, πάνω σε αρχαιολογικό στρώμα, ενδεχομένως πάνω σε παλιό ναό ή σε κάποιο άλλο κτίριο. Κανείς από τους περιηγητές δεν σημειώνει σε ποιον άγιο είναι αφιερωμένη. Η πρώτη αναφορά προέρχεται από το Βιβλίο Γάμων της ενορίας, στο οποίο σημειώνεται η τέλεση δύο γάμων «εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου της Παλαιάς Χώρας», τα έτη 1884 και 1889. Πρόκειται για γάμους θυγατέρων του Κωνσταντίνου Μοιρέα, το σπίτι του οποίου βρισκόταν ακριβώς δίπλα στο ναό. Έτσι πληροφορούμαστε ότι ο ναός ήταν αφιερωμένος στην Κοίμηση. Αυτό είναι λογικό μιας και ο αρχικός κτήτορας προερχόταν από τη Μεγ. Μαντίνεια και στην προσπάθειά του να προσελκύσει τους συντοπίτες του να μετοικίσουν στην ακτή μετέφερε και το ναό. Το καθολικό του ναού καθιερώθηκε να εορτάζεται στα εννιάμερα της Παναγίας, στις 23 Αυγούστου, αφού το Δεκαπενταύγουστο πανηγύριζε ο ναός του κεντρικού χωριού. Μας βάζει όμως μια σκέψη στο νου. Μήπως και παλιότερα, όταν η παραλιακή βυζαντινή Μαντίνεια ήταν σε ακμή, υπήρχε εδώ ναός της Κοίμησης τον οποίο μετέφεραν οι κάτοικοι κατά τη μετοίκισή τους στην ενδοχώρα; Οπότε, ο Σταυρέας απλώς έκανε την αντίστροφη κίνηση μεταφέροντας τον παλιό ναό στην αρχική του θέση. Σε αυτή την περίπτωση τα ερείπια πάνω στα οποία κτίστηκε η νέα εκκλησία, ίσως προέρχονταν από το βυζαντινό ναό του κάστρου της Μαντίνειας.

Στο σημερινό ναό υπάρχουν εντοιχισμένες δυο επιγραφές στο νότιο εξωτερικό τοίχο. Η μία είναι εμφανώς παλιότερη και αρκετά δυσνόητη. Η δεύτερη είναι νεότερη και σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες τοποθετήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα. Αν και νεότερη, περιγράφει το ιστορικό της αρχικής ανέγερσης του ναού διασώζοντας κάποια προφορική παράδοση. Ας δούμε ποιες πληροφορίες μπορούμε να αντλήσουμε από αυτές.

 

Η παλιά επιγραφή

 


Η παλιά επιγραφή είναι πέτρινη και έχει πέντε στίχους. Είναι γραμμένη με συντομογραφίες, όπως συνηθιζόταν στις αγιογραφίες αλλά τα σύμβολα δεν είναι πάντα ευδιάκριτα και αναγνωρίσιμα. Μάλλον τοποθετήθηκε κατά την αρχική ανέγερση του ναού. Φωτογραφήσαμε την επιγραφή και επεξεργαστήκαμε τη φωτογραφία στον υπολογιστή. Αλλά και πάλι με μεγάλη δυσκολία και αρκετές επιφυλάξεις αντιγράψαμε τα παρακάτω σύμβολα:

17 † 7

Ν ι У = V O Σ Π

[Θ;] ΟΥ = Ι – Σ [Τζ;] Δ(;) Ο

Θ Υ Σ Κ C Α Ε Π Ι

Ε ξ Ο Δ Ο ς  Β Ρ Ν ι У

 

Πρώτος στίχος. Φέρει στο μέσον ένα σκαλισμένο σταυρό και εκατέρωθεν τη χρονολογία (17 7). Το () θεωρήθηκε ως (5). Όμως, ενδεχομένως να πρόκειται για το σύμπλεγμα (στ), με το οποίο συνήθιζαν να απεικονίζουν τον αριθμό (6), οπότε η χρονολογία είναι (1776).

Δεύτερος στίχος. Το σύμβολο (=) νομίζουμε πως διαιρεί το στίχο σε δυο ομάδες συμβόλων, μία στα αριστερά και μία στα δεξιά του. Τα (Νι) στην αρχή της γραμμής έχουν παλιότερα αντιγραφεί ως (Μ), δηλαδή ως ενιαίο σύμβολο αλλά νομίζουμε ότι πρόκειται για δύο. Με το (У) θεωρώ πως συμβολίζεται ο φθόγγος (ου), οπότε να τολμήσουμε να συμπεράνουμε ότι το (ΝιУ) διαβάζεται (νίου) ([Ιου]νίου) και δηλώνει το μήνα των εγκαινίων. Τα σύμβολα (V O Σ Π) είναι πιο ξεκάθαρα και θεωρούμε ότι είναι συντομογραφία του ονόματος του ναού. Το (VOΣ) σημαίνει «ναός». Το (Π) σημαίνει «Παναγίας» και συνδυάζεται με το πρώτο σύμβολο του επόμενου στίχου.

Τρίτος στίχος: Και αυτός ο στίχος χωρίζεται σε δυο ομάδες συμβόλων με ένα (=). Στην αρχή διακρίνεται το γνωστό από τις αγιογραφίες σύμπλεγμα του φθόγγου «ου», πριν από το οποίο πρέπει να υπάρχει και άλλο σύμβολο μη διακρινόμενο. Εικάζουμε ότι πρόκειται για το (Θ), οπότε το (ΘΟΥ) σημαίνει «Θεοτόκου». Έτσι σε συνδυασμό με το “V O Σ Π” του προηγούμενου στίχου, προκύπτει η λογική ερμηνεία «ναός Παναγίας Θεοτόκου».

Η δεύτερη ομάδα συμβόλων του στίχου αυτού είναι η πιο δύσκολη στην αντιγραφή της και η πιο ακατανόητη όλης της επιγραφής. Τα (Ι – Σ) αναγνωρίζονται με σιγουριά αλλά ο ρόλος της παύλας είναι άγνωστος. Το (Τζ;) που ακολουθεί μοιάζει να είναι σύμπλεγμα δύο γραμμάτων: (Του), (Τσ) ή (Τζ). Το (Δ) ίσως είναι και (Λ), το οποίο ακουμπά στη γράμμωση που χωρίζει τους στίχους. Με τόσες αμφιβολίες δεν μπορεί να γίνει κάποια προσπάθεια ερμηνείας.

Τέταρτος στίχος: Εδώ έχουμε πιο ευκρινή εικόνα. Το (Θ Υ Σ) νομίζω ότι απεικονίζει τις λέξεις «θυσία» ή «θυσιαστήριο», το (Κ) τη λέξη «και» και το (C A) τη λέξη «σωτηρία». Το (Ε Π Ι) διαβάζεται ως «επιστασία» και συνδέεται με τα αναγραφόμενα στον επόμενο στίχο.

Πέμπτος στίχος: Στον τελευταίο στίχο υπάρχει αναφορά στον κτήτορα του ναού. Θεωρώ ότι έχουμε δυο λέξεις. Η πρώτη είναι (Ε ξ Ο Δ Ο ς) και σημαίνει «εξόδοις». Και η δεύτερη ( Β Ρ Ν ι У) σημαίνει «Σταβρινού». Μαζί με το (ΕΠΙ) του προηγούμενου στίχου μπορούμε να διαβάσουμε: «επιστασία και εξόδοις Σταβρινού», κάτι που επιβεβαιώνει και την παράδοση ότι το ναό έκτισε κάποιος Σταυρέας.

 

Η νεότερη επιγραφή


 
 

Η νεότερη επιγραφή είναι μαρμάρινη και είναι τοποθετημένη επίσης στο νότιο τοίχο του ναού. Είναι γραμμένη με ευανάγνωστα κεφαλαία γράμματα και έχει συνταχτεί σε αρχαιοπρεπές ύφος, προφανώς από κάποιον εγγράμματο κάτοικο του χωριού. Το κείμενο είναι κατανοητό και αποτελείται από επτά στίχους:

ΕΡΗΜΩΘΗΣΗΣ ΠΕΙΡΑΤΟΦΟΒΙΑΣ

ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΒΙΑΣ ΟΜΗΡΙΚΗΣ ΙΡΗΣ

ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ ΕΝΕΚΕΝ

ΣΤΑΥΡΕΑΣ ΝΑΟΝ ΗΓΗΡΕ 1775 ΕΡΕΙΠΙΟΙΣ

ΜΕΓΑΛΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΚΑΙ ΓΕΙΤΟΝΙΚΟΥ

ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟΥ ΣΚΟΠΟΥΝΤΟΣ

ΕΛΚΥΣΗ ΠΡΟΣ ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΙΝ

Η επιγραφή αυτή περιγράφει το ιστορικό της ανέγερσης του ναού και δίνει και άλλες πληρο-φορίες που γνώριζε ο συντάκτης της κατά την εποχή της τοποθέτησης. Καταρχάς αναφέρει ότι από το φόβο των πειρατών είχε ερημωθεί η αρχαία Αβία, η οποία ταυτίζεται με την ομηρική Ι-ρή. Ακολούθως, σημειώνει ότι το 1775 κάποιος κάτοικος ονόματι Σταυρέας ίδρυσε το συγκε-κριμένο ναό πάνω στα ερείπια αρχαίου ναού του Ηρακλέους και γειτονικού Ασκληπιείου, με σκοπό να προσελκύσει οικιστές ώστε να ανοικοδομηθεί η ερημωμένη περιοχή.

Είναι προφανές πως ο συντάκτης της επιγραφής έχει γνώσεις ιστορίας και αρχαιολογίας. Γνωρίζει ότι η περιοχή ταυτίζεται με την αρχαία πόλη Αβία της κλασικής και ρωμαϊκής εποχής αλλά και με την πόλη Ιρή των ομηρικών επών. Επίσης, γνωρίζει ότι έχει κτιστεί πάνω σε αρχαία ερείπια, τα οποία είναι σε θέση να ταυτίσει με ναό του Ηρακλέους και Ασκληπιείο. Κατά συνέπεια η επιγραφή αυτή δεν μπορεί να τοποθετήθηκε την εποχή της ανέγερσης του ναού, το 1775, αλλά πολύ μεταγενέστερα. Διότι στα τέλη του 18ου αιώνα που ανεγέρθηκε ο ναός δεν μπορούσε κάποιος να έχει όλες αυτές τις γνώσεις για το ιστορικό και το αρχαιολογικό παρελθόν της περιοχής. Πέραν της ταύτισης με την αρχαία Αβία όλα τα υπόλοιπα δεν ήταν γνωστά στα 1775. Η τοποθέτηση της επιγραφής δεν μπορεί να έχει γίνει πριν από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν πλέον η Παλιόχωρα είχε αρχίσει να κατοικείται ξανά.

Επίσης, ο συντάκτης γνωρίζει την τοπική παράδοση που θέλει ως κτήτορα του ναού τον Σταυρέα, ο οποίος έκτισε το ναό στην προσπάθειά του να προσελκύσει κατοίκους στην έρημη περιοχή. Τη χρονολογία 1775 διάβασε πιθανότατα στην παλιά επιγραφή. Βέβαια, ο συντάκτης της επιγραφής κάνει ένα τεράστιο χρονικό άλμα, αφού συνδέει την εγκατάλειψη της περιοχής λόγω πειρατείας απευθείας με την αρχαία Αβία, παραλείποντας το βυζαντινό και μεταβυζαντινό παρελθόν του τόπου, το οποίο προφανώς δεν γνώριζε αν και ήταν ακόμα εμφανή τα ερείπια της καστροπολιτείας της Μαντίνειας.

Το 19ο αιώνα στην Ελλάδα κυριαρχεί ο νεοκλασικισμός που προτιμά την απευθείας αναφορά στην κλασική αρχαιότητα. Συνήθως, παραβλέπεται το πρόσφατο παρελθόν, το οποίο συνδέεται και με την οθωμανική κυριαρχία. Συχνά κατεδαφίζονται βυζαντινά μνημεία για να αναδειχθούν οι κλασικές αρχαιότητες. Αυτό συμβαίνει ακόμα και με σημαντικά μνημεία στην Αθήνα (π.χ. η Καπνικαρέα κινδύνεψε να κατεδαφιστεί!). Επομένως, η προσπάθεια του συντάκτη να συνδέσει τον τόπο με το αρχαίο παρελθόν του εντάσσεται στο γενικότερο κλίμα αρχαιολατρίας της εποχής και δεν πρέπει να ξενίζει.

 

Ανδρέας Ν. Σκιάς (1861-1922)

Άραγε μπορεί να γίνει κάποια υπόθεση για την ταυτότητα του συντάκτη της επιγραφής; Αν δεχθούμε ότι ήταν ένας εγγράμματος, που καταγόταν από το χωριό και έζησε στα τέλη του 19ου αιώνα, νομίζω ότι πιθανότερος είναι ο Ανδρέας Ν. Σκιάς (1861-1922), ο οποίος γεννήθηκε στην Καλαμάτα αλλά καταγόταν από οικογένεια της Μεγ. Μαντίνειας. Ο Σκιάς υπήρξε αρχαιολόγος και καθηγητής αρχαίας ελληνικής φιλολογίας με μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία. Αρχικά δίδαξε στο Γυμνάσιο Καλαμάτας και αργότερα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πραγματοποίησε ανασκαφές στην κοίτη του Ιλισού κοντά στο Ολυμπίειον, στην αρχαία Ελευσίνα και στην Πύλο. Συνέγραψε πολλές μελέτες φιλολογικές, γλωσσικές και αρχαιολογικές. Συγκεντρώνει, λοιπόν, όλες τις προϋποθέσεις να είναι ο συντάκτης της επιγραφής του ναού της Παλιόχωρας. Φυσικά, αυτό δεν είναι παρά μια υπόθεση.

 

Ο ναός μετά την συντήρηση και ανάδειξη της λιθοδομής που έγινε το 2011, δαπάναις Μαρίας Κοτσώνη εις μνήμη του συζύγου της Βασιλείου. Στα δεξιά το Ηρώον.

Συμπεράσματα

Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι από τη μελέτη των δύο επιγραφών προκύπτουν τα ακόλουθα χρήσιμα συμπεράσματα.

Από την προσπάθεια ανάγνωσης της παλιάς επιγραφής επιβεβαιώνεται ότι χρονολογία ανέγερσης του ναού είναι το 1775 ή το 1776. Τη χρονολογία επιβεβαιώνει και η νεότερη επιγραφή. Επίσης, από την παλιά επιγραφή προκύπτει ότι κτίστηκε προς τιμήν της Παναγίας Θεοτόκου, κάτι που δεν αναφέρεται στη νεότερη, προφανώς διότι το συντάκτη ενδιέφερε περισσότερο να σημειώσει πληροφορίες για το παρελθόν του τόπου και του ναού και όχι για το πασίγνωστο παρόν. Το όνομα του ναού επιβεβαιώνεται κι από άλλη πηγή: το Βιβλίον Γάμων της ενορίας, στο οποίο αναφέρεται δυο φορές (1884 και 1889) ως «Κοίμησις της Θεοτόκου της Παλαιάς Χώρας».

Τέλος, από την παλιά επιγραφή προκύπτει ότι κτήτορας υπήρξε κάποιος Σταβρινός, τον οποίο οι μεταγενέστεροι θυμόντουσαν ως Σταυρέα και με αυτό το όνομα (χωρίς βαφτιστικό) καταγράφηκε στη νεότερη επιγραφή. Άλλωστε, όταν συντάχθηκε η νεότερη επιγραφή, στα τέλη του 19ου αιώνα, τα μέλη της οικογένειας Σταυρέα είχαν πλέον φύγει από το χωριό και είχαν λίγους δεσμούς με αυτό. Έτσι είχε χαθεί η συνέχεια που μπορούσε να διασώσει τη μνήμη του πλήρους ονόματος του κτήτορα.

 

Θοδωρής Μπελίτσος, 20.8.2022

Από το βιβλίο του Θ. Μπελίτσου «Εν Αβία», Ν. Σμύρνη 2016, σελ. 62-67.

 

 https://belitsosquarks.blogspot.com/

 





Οι τελευταίες στιγμές του Παλαιολόγου (Κείμενο-Φωτογραφίες: Γιώργος Ζαφειρόπουλος)

Το χάραμα της 29 Μαΐου 1453 η άμυνα της Κωνσταντινούπολης κατέρρευσε. Ο αυτοκράτορας που πολεμούσε από τη μέσα πλευρά της πύλης του Ρωμανού άκουγε πλέον με τα ίδια του τα αφτιά τους Τούρκους να πλησιάζουν. «Όποιος θέλει και μπορεί να σώσει τον εαυτό του ας το κάνει και όποιος είναι έτοιμος να αντικρύσει τον θάνατο ας με ακολουθήσει», είπε σ’ αυτούς που τον περιέβαλαν. Πριν τελειώσει τη φράση του, ο εξάδελφός του Θεόφιλος Παλαιολόγος απάντησε: «Καλύτερα να πεθάνω παρά να ζήσω». Τα λόγια αυτά του Θεόφιλου συνεπήραν τον Καβάφη μετά από τεσσεράμισι αιώνες που έγραψε: «Τι θλιβερά που ομιλούν πλησίον του τελευταίου αυτοκράτορα. Εν τη απογνώσει του, εν τη οδύνη, ο Κυρ Θεόφιλος Παλαιολόγος λέγει ‘‘Θέλω θανείν μάλλον ή ζην’’. Α Κυρ Θεόφιλε Παλαιολόγο, πόσον καημό του γένους μας και πόση εξάντλησι οι τραγικές σου πέντε λέξεις περιείχαν». Πριν ακόμα τελειώσει τη φράση του ο Θεόφιλος φάνηκαν οι πρώτοι Τούρκοι στρατιώτες να εισβάλουν από την πύλη του Ρωμανού και ο αυτοκράτορας χίμηξε με το άλογό του εναντίον τους. Δίπλα του ίππευαν ο Ισπανός Δον Φραντζίσκο και ο Δημήτριος Κατακουζηνός και πίσω του ο Ιβάν ο Δαλματός. Πρώτος σκοτώθηκε ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και λίγο μετά ο Δον Φραντζίσκο και οι άλλοι, αφήνοντας μόνο του τον βασιλιά να πολεμάει απεγνωσμένα. Όταν ένας Τούρκος τον τραυμάτισε στο πρόσωπο, ο Κωνσταντίνος κραύγασε: «Δεν υπάρχει κανένας χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;». Δευτερόλεπτα μετά, ένας μαύρος στρατιώτης των Οθωμανών, που βρισκόταν ακριβώς από πίσω του, του έκοψε το κεφάλι με μια σπαθιά. Μέσα στην αναταραχή της μάχης δεν γνώριζε αυτός ο στρατιώτης ότι σκότωσε τον βασιλιά των Ελλήνων και σφράγισε με αυτή τη σπαθιά του το τέλος μιας ένδοξης αυτοκρατορίας, που κράτησε συνολικά 1.123 χρόνια και 18 ημέρες.


Η εσωτερική πλευρά της πύλης του Ρωμανού. Εκεί ακριβώς σκοτώθηκε ο Παλαιολόγος.

Η εξωτερική πλευρά της πύλης του Ρωμανού, που δέχτηκε τις πιο λυσσαλέες επιθέσεις και τελικά έπεσε. 


Το τείχος στην πύλη του Ρωμανού είναι ενισχυμένο και πολλαπλό, όχι μονό.


Το τείχος δίπλα στην πύλη Ρωμανού είναι υποβαθμισμένο. 

Το τείχος σε αρκετά σημεία είναι ερειπωμένο.

Τουρκική επιγραφή σχετική με την Άλωση στην πύλη του Ρωμανού.


ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ https://www.greecewithin.com/












Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΕΡΚΟΠΟΡΤΑΣ ( ΚΕΙΜΕΝΟ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ : ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ )

Σήμερα είναι μια ξεχασμένη πύλη του παραμελημένου βυζαντινού κάστρου, που βρίσκεται κοντά στο παλάτι του Πορφυρογέννητου και λέγεται Εϊρί Καπί. Την ιστορία της δεν την γνωρίζει σχεδόν κανείς Τούρκος κάτοικος της σύγχρονης Κωνσταντινούπολης, εκτός από τους λιγοστούς Έλληνες της Πόλης, που όταν περνούν από εκεί σφίγγεται η καρδιά τους. Από αυτό το σημείο εισχώρησε μια ομάδα γενιτσάρων την αυγή της 29ης Μαΐου 1453 και διέσπασε την άμυνα της Πόλης εκ των έσω. Ήταν μια απόμερη είσοδος του κάστρου, από την οποία πιθανόν μπαινόβγαιναν τις νύχτες κατάσκοποι και λαθραία ή μαυραγορίτικα εφόδια για τους πολιορκημένους. Πιθανόν οι Τούρκοι είχαν στήσει καρτέρι και μπούκαραν όταν κάποια στιγμή άνοιξε η πύλη, η οποία μάλλον είχε πλημμελή φύλαξη, επειδή λίγα χιλιόμετρα παραπάνω, στην πύλη του Ρωμανού, δινόταν η υπέρ πάντων μάχη υπό την ηγεσία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Δεν είναι σίγουρο ότι υπήρξε προδότης που άνοιξε την πύλη από τα μέσα, αλλά είναι αρκετά πιθανό.





















































ΑΝΑΔΗΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ https://www.greecewithin.com/















ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΕΛΙΤΣΟΣ - Ο Λημνιός Χορηγός Του Διαγωνισμού Που Ανέδειξε Το Νίκο Καζαντζάκη

 


Ο Οδυσσεύς Παντελίδης, χορηγός του διαγωνισμού που ανέδειξε τον Καζαντζάκη

Το 1905 ο φιλότεχνος Λήμνιος επιχειρηματίας Οδυσσεύς Ι. Παντελίδης ανέλαβε τη χρηματοδότηση για μια τριετία του θεατρικού διαγωνισμού που διεξαγόταν υπό την εποπτεία του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Στον «Παντελίδειο δραματικό αγώνα» γνώρισε για πρώτη φορά μια πανελλήνια λογοτεχνική διάκριση ο μεγάλος Έλληνας λογοτέχνης Νίκος Καζαντζάκης το 1907.

Όμως, η επιτροπή τού αρνήθηκε το βραβείο με αποτέλεσμα να ξεσηκωθεί σάλος. Μεταξύ των βραβευθέντων υπήρξαν κι άλλοι γνωστοί λόγιοι: Φώτος Πολίτης, Τιμολέων Αμπελάς, Μιλτιάδης Ιωσήφ κλπ. 

Οι δραματικοί αγώνες και η θέσπιση του Παντελίδειου

Ο Παντελίδειος αποτελούσε τη συνέχεια παλιότερων διαγωνισμών, οι οποίοι διεξάγονταν από το 1851 με διάφορες ονομασίες, ανάλογα με τους εκάστοτε χορηγούς, όπως: Ράλλειος, Βουτσιναίος, Φιλαδέλφειος, Λασσάνειος. Στις αρχές του 20ού αιώνα, το κληροδότημα του τελευταίου χορηγού Γεωργίου Λασσάνη εξαντλήθηκε.

Στην έκκληση του Πανεπιστημίου ανταποκρίθηκε ο Παντελίδης, ο οποίος ανέλαβε την επιχορήγησή του για τρεις χρονιές από το 1906 ως το 1908 (ακολούθησε ο Αβερώφειος από το 1910).

Στην αίτηση του προς τον Πρύτανη ο Παντελίδης ανέφερε:

«Επιθυμών να συντελέσω και εγώ, κατά την εμήν δύναμιν, εις την ανύψωσιν και βελτίωσιν του Εθνικού ημών θεάτρου, απεφάσισα όπως συστήσω δραματικόν αγώνα, ον λίαν ευσεβάστως παρακαλώ υμάς όπως φιλοξενήσητε εν τω Σεπτώ των Μουσών τεμένει ου τόσον επαξίως προΐστασθε».

Στις 17.11.1905 η Σύγκλητος αποδέχτηκε την πρόταση, εξαίροντας την πρωτοβουλία του:

«Ο κ. Οδυσσεύς Ι. Παντελίδης, Λήμνιος την πατρίδα, διατρίβων δε εν Αιγύπτω, αισιοδοξών εν τη φιλοπατρία αυτού και τη φιλομουσία… ηθέλησε ελευθέρως να ιδρύση τον αγώνα τούτον, τον επί τρία έτη τελεσθησόμενον, αφήσας εις τους συναγωνιζομένους πλήρη ελευθερίαν και ως προς την μορφήν των δραματικών έργων και ως προς την υπόθεσιν και ως προς την γλώσσαν». 

Παντελίδειο (το 2012)

Ο Παντελίδης ανέλαβε την υποχρέωση να χορηγεί ετήσια βραβεία χιλίων και πεντακοσίων δραχμών αντίστοιχα στα δύο καλύτερα αδημοσίευτα δραματικά έργα. Άφηνε ελεύθερη τη θεματογραφία αλλά θα προτιμούσε να αφορά την μετά την Άλωση ελληνική ιστορία. Η επιθυμία του αυτή ενδεχομένως έκρυβε την ελπίδα για κάποιο έργο σχετικό με τη Λήμνο, μιας και ήταν πρόσφατη η βράβευση, το 1891, του έργου «Η Κόρη της Λήμνου» του Αριστομένη Προβελέγγιου που αναφερόταν στην ηρωίδα Μαρούλα.

Ως προς την γλώσσα επιθυμούσε να είναι η απλή καθαρεύουσα, αποκλείοντας την αρχαΐζουσα αλλά και την δημώδη· στην πράξη η επιτροπή παρέβλεψε αυτό τον όρο, δεχόταν έργα και στην καθομιλουμένη Την τριμελή κριτική επιτροπή, με αμοιβή εκατό δραχμές για κάθε μέλος, αποτελούσαν τρεις επιφανείς πανεπιστημιακοί: ο ιστορικός Σπ. Λάμπρος, ο λατινιστής Σ.Κ. Σακελλαρόπουλος και ο λαογράφος Νικόλαος Πολίτης.

Ποιος ήταν ο Οδυσσεύς Παντελίδης

Ο Οδυσσεύς Παντελίδης καταγόταν από τον Κορνό. Ήταν του γιος του ευεργέτη της Λήμνου Ιωάννη Παντελίδη. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του εργάστηκε στην Καλκούτα, στον εμπορικό οίκο των Αδερφών Ράλλη. Από το 1900 που απεβίωσε ο πατέρας του, ανέλαβε την πατρική επιχείρηση στην Αλεξάνδρεια. Παράλληλα ασχολήθηκε με τα κοινά της Λήμνου. Μετείχε στις επιτροπές σύνταξης των κοινοτικών κανονισμών και στη Λημνιακή Αδελφότητα Αλεξανδρείας. Απεβίωσε το 1937.

Ήταν φίλος των γραμμάτων. Ίδρυσε και χρηματοδοτούσε για πολλά χρόνια τη λειτουργία του Παντελίδειου Παρθεναγωγείου Κάστρου στο Ρωμαίικο Γιαλό, το κτίριο του οποίου σήμερα χρησιμοποιεί η πανεπιστημιακή σχολή. Δείγμα της φιλοκαλίας του υπήρξε η διάσωση της περίφημης πελασγικής επιγραφής των Καμινίων, την οποία φυγάδευσε στην Αίγυπτο, πριν την κατάσχουν οι οθωμανικές αρχές και στη συνέχεια τη δώρισε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, μέσω του φίλου του αλεξανδρινού ιατρού Βασιλείου Αποστολίδη.

Το 1907 χρηματοδότησε την έκδοση της «Ιστορίας της Λήμνου» του φιλολόγου Αργυρίου Μοσχίδη προαγοράζοντας 50 αντίτυπα. Συνέβαλε στον εμπλουτισμό του Γυμνασίου Λήμνου με εποπτικά όργανα και αθλητικό εξοπλισμό, διοργάνωνε φιλολογικές βραδιές στην έπαυλή του και συγκέντρωνε ιστορικό υλικό για τη Λήμνο, το οποίο όμως δεν εξέδωσε.
ΟΔΥΣΣΕΥΣ Ι. ΠΑΝΤΕΛΙΔΗΣ, 1938

Ο Α΄ Παντελίδειος αγώνας (1906)

Στον πρώτο διαγωνισμό υποβλήθηκαν «42 έργα, ολίγισται κωμωδίαι, τα δε πλείστα τραγωδίαι, δράματα οικογενειακά ή άλλα», στην πλειοψηφία τους άτεχνα και παιδαριώδη. Μερικά είχαν σταλεί με παραπλήσιο τίτλο σε παλιότερους διαγωνισμούς ή είχαν ανεβεί στο θέατρο και απορρίφθηκαν. Παρά την μετριότητα των έργων, η κριτική επιτροπή υπέβαλε αναλυτική εισηγητική έκθεση με παρατηρήσεις και κρίσεις για το καθένα.

Λόγω του χαμηλού επιπέδου των συμμετοχών προσανατολιζόταν να μην απονείμει βραβείο. Όμως, για να μην εγκαινιάσει τον διαγωνισμό με αποτυχία, ξεχώρισε με δυσκολία δύο έργα άξια λόγου. Το α΄ βραβείο δόθηκε στο έργο «Μιχαήλ ο Παφλαγών» του Θωμά Κ. Θωμά, στενογράφου της Βουλής. Το β΄ βραβείο έλαβε ο πρωτοδίκης Τιμολέων Αμπελάς, γνωστός λόγιος της εποχής, για το ιστορικό δράμα «Κλεοπάτρα».

Σάλος με την απόφαση για το έργο του Καζαντζάκη στον διαγωνισμό του 1907

Ο δεύτερος διαγωνισμός ήταν επεισοδιακός. Υποβλήθηκαν 40 έργα, τα μισά από τα οποία κρίθηκαν απόβλητα «ως στερούμενα της στοιχειώδους δραματικής τέχνης και ποιητικής εμπνεύσεως… παιδαριώδη, παράλογα και ανούσια». Από τα υπόλοιπα η επιτροπή έκρινε ως άξιο επαίνου αλλά όχι βραβείου, μόνο το «Λίνα Δράκα» του Τιμ. Αμπελά, ο οποίος από ό,τι φαίνεται συμμετείχε ανελλιπώς στους διαγωνισμούς.

Σε αυτό δραματοποιείται ένα επεισόδιο από τα χρόνια της ενετοκρατίας στη Ζάκυνθο, το οποίο προέρχεται από το χαμένο σήμερα, από την πυρκαγιά του 1953, ιστορικό αρχείο της Ζακύνθου. Το έργο «Λίνα Δράκα» διασώθηκε στο αρχείο της συγγραφέα Γιολάντας Τερέντσιο και εκδόθηκε το 2010 όχι τόσο για την δραματική του αξία, όσο λόγω του ιστορικού ενδιαφέροντος που έχει.

Στη γενική μετριότητα των συμμετοχών υπήρχε ένα έργο που υπερτερούσε κατά πολύ των υπολοίπων. Ήταν το «Ξημερώνει: δράμα εις πράξεις τρεις». Συγγραφέας ήταν ο άγνωστος 24χρονος Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957), νεαρός τότε πτυχιούχος της Νομικής και τακτικός χρονογράφος στην εφημερίδα «Ακρόπολις».
Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957)


Το «Ξημερώνει» ήταν το πρώτο θεατρικό του. Το είχε συγγράψει το καλοκαίρι του 1906 στο Ηράκλειο σε γλώσσα καθημερινή. Ο τίτλος προήλθε από την τελευταία φράση του κειμένου, όταν η ηρωίδα ξεψυχά λίγο πριν ξημερώσει. Συμβολίζει την προσδοκία για το ξημέρωμα ενός αλλιώτικου κόσμου απαλλαγμένου από τις παλιές αντιλήψεις για τις ανθρώπινες σχέσεις.

Η υπόθεση είναι απλή ηθογραφία και θυμίζει την «Άννα Καρένινα» του Τολστόι. Η Λαλώ, μικροπαντρεμένη επαρχιωτοπούλα με παιδί, ερωτεύεται τον αδελφό του συζύγου της και παλεύει ανάμεσα στο κοινωνικό καθήκον και στο ερωτικό πάθος. Της συμπαραστέκεται ο «Γιατρός», ο οποίος έχει φιλελεύθερες αντιλήψεις και ουσιαστικά εκφράζει τις απόψεις του συγγραφέα. Καθώς η Λαλώ δεν μπορεί να βγει από το αδιέξοδο που έχει οδηγηθεί, αυτοκτονεί λίγο πριν την αυγή.

Η κριτική επιτροπή, στην εισηγητική έκθεση, παραθέτει εκτενή αποσπάσματα από διάφορες σκηνές των τριών πράξεων ώστε να γίνει αντιληπτή η αξία του έργου. Οι συνήθως επικριτικοί και δύσκολοι στις κρίσεις τους πανεπιστημιακοί, εκδηλώνουν ανυπόκριτο ενθουσιασμό και το εγκωμιάζουν με πρωτοφανή σχόλια:

«Η ποιητική δύναμις, ο υπέρμετρος λυρισμός και το βάθος των συναισθημάτων του γράψαντος, συγκινούν τον αναγινώσκοντα και έτι μάλλον δυνάμενον να συγκινήσει τον θεατήν, αν το δράμα παρουσιαστή τυχόν εν θεάτρω».

Όμως, ενώ αναγνώρισαν την αξία του έργου, επέδειξαν μεμψιμοιρία άνευ προηγουμένου. Δεν απένειμαν το βραβείο των χιλίων δραχμών στο συγγραφέα κρίνοντας πως η υπόθεση του δράματος προσβάλλει τα χρηστά ήθη. Αδύνατον να φανταστεί κανείς τα ανάμεικτα συναισθήματα του Καζαντζάκη, ο οποίος παρευρισκόταν στην εκδήλωση, όταν άκουσε την εισήγηση του Σπ. Λάμπρου:

«Οι κριταί αναγνωρίζουν τας πολλάς αρετάς του έργου τούτου, εν τούτοις επειδή ως υπόθεσιν έχει τον έρωτα νεαράς γυναικός προς τον αδερφόν του συζύγου της, εθεώρησαν τούτο ως μη στηριζόμενον επί βάσεως ηθικής και συγχαρέντες μόνον τον ποιητήν δια την ποιητικήν αυτού δύναμιν, τον απέκλεισαν του βραβείου του Παντελιδείου διαγωνισμού.

Συγγραφεύς του «Ξημερώνει», του οποίου μερικαί σκηναί αναγνωσθείσαι ενθουσίασαν το ακροατήριον, διεδόθη ότι είνε ο Κρης κ. Καζανζάκης, όστις και παρίστατο κατά την ανάγνωσιν της εκθέσεως».

ΕΜΠΡΟΣ 7.5.1907

Από τη μία η επιτροπή τον υμνεί αλλά διστάζει να του απονείμει το βραβείο και από την άλλη το κοινό ενθουσιάζεται από την ανάγνωση των αποσπασμάτων του έργου. Και τι κοινό, η πνευματική ελίτ της Αθήνας! Ο Σπ. Λάμπρος προσπαθεί να εξηγήσει πως έκριναν την ποιότητα του έργου χωρίς να επηρεαστούν από τις απόψεις περί ηθικής που εκφράζει.

Αφού απολογείται, κατά κάποιον τρόπο, έπειτα υπερασπίζεται την κρατούσα ηθική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η άπιστη σύζυγος είναι καταδικαστέα, επικαλούμενος ακόμα και στίχους δημοτικού τραγουδιού, στο οποίο ο αδερφός σκοτώνει τη μοιχαλίδα αδερφή του, βάζοντας την οικογενειακή τιμή πάνω από την αδελφική αγάπη.

Η γηραλέα επιτροπή διέγνωσε σωστά πως είχε ενώπιόν της έργο μέγιστου ταλέντου αλλά πέταξε την ευκαιρία να μείνει στην ιστορία ως η πρώτη που βράβευσε τον Καζαντζάκη, όντας δέσμια ηθικών προκαταλήψεων.
ΕΜΠΡΟΣ 7.5.1907


Σήμερα η απόφαση μοιάζει δειλή και άτολμη. Όμως, αν μεταφερθούμε στην εποχή που η γλωσσική διαμάχη ξεσήκωνε πάθη και μίση, πρέπει να την δούμε με άλλο μάτι. Οι τρεις πανεπιστημιακοί ήταν μεν σκληροί καθαρευουσιάνοι αλλά και συνεπείς επιστήμονες.

Ξαφνικά βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, όταν ενώπιον της συντηρητικής ελίτ της Αθήνας έπρεπε να ανακοινώσουν πως το βραβείο δεν ανήκε σε έργο ηρωικό, γραμμένο σε ίαμβο δεκαπεντασύλλαβο, στην καθαρεύουσα, όπως συνήθως γινόταν ως τότε αλλά σε έργο με γλώσσα απλή, με ένα θέμα παρμένο από την καθημερινότητα που έκρινε τις κρατούσες αντιλήψεις περί ηθικής.

Επέλεξαν τη σολομώντεια λύση: ΝAI στον έπαινο αλλά OXI στο χρηματικό βραβείο. Πριν ανακοινώσει την απόφαση, ο εισηγητής Σπ. Λάμπρος προετοίμασε το ακροατήριο στηλιτεύοντας όλους εκείνους που συνήθιζαν να στέλνουν έργα είτε «βουλγαροφάγα» ποντάροντας στην ευαισθησία του κοινού για το μακεδονικό αγώνα είτε έργα που διακωμωδούσαν τη «μαλλιαρή» γλώσσα και τους οπαδούς της. Ο Σπ. Λάμπρος αν και ιδεολογικά ταυτίζεται μαζί τους, στέκεται στο ύψος του και τους στηλιτεύει με σκληρό και ειρωνικό λόγο. Εν κατακλείδι αποφαίνεται πως κανένα άλλο έργο δεν αξίζει να λάβει βραβείο:

«…το Ξημερώνει όχι μόνον είνε κατά πολύ καθυπέρτερον των άλλων, ων δυστυχώς ουδέν δύναται να διεκδικήσει την δάφνην…»

Έτσι η επιτροπή δεν απένειμε ούτε β΄ βραβείο, αφού θα ήταν να παράταιρο να βραβεύσει τον δεύτερο και να μη βραβευτεί ο πρώτος. Η απόφαση ξεσήκωσε σάλο, αφού για πρώτη φορά από πανεπιστημιακούς άνδρες, και μάλιστα τέτοιου κύρους, εκφράζονταν δημόσια τόσοι θερμοί έπαινοι για ένα «αιρετικό» έργο. Ο συντηρητικός τύπος στέκεται κυρίως στην ανηθικότητα των ιδεών που προβάλλει το έργο.

Οι πιο φιλελεύθερες εφημερίδες το χαιρετίζουν και χαρακτηρίζουν δειλή την απόφαση. Χαρακτηριστικό υπήρξε το σχόλιο που έκανε ο «Νουμάς», το περιοδικό των δημοτικιστών:

«Στο δράμα αυτό η κριτική δεν έδωκε το χιλιόδραχμο βραβείο μήτε το στέφανο της δάφνης. Μα του έδωκε κάτι ιδεολογικότερο και, κατά τη γνώμη μας, και πολυτιμότερο. Το παίνεσε κατά τρόπο που θάκανε να ζηλέψουν και πολλοί βραβευμένοι Λασσάνειοι και άλλοι».

ΝΟΥΜΑΣ 13.5.1907


Όντως, το ίδιο καλοκαίρι το «Ξημερώνει» ανέβηκε στο θέατρο «Αθήναιον» από το θίασο Θωμά Οικονόμου και τους ηθοποιούς: Ευαγγελία Παρασκευοπούλου, Ευάγγελο Δελενάρδο, Κώστα Μουστάκα, ενώ δυο σκηνές δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Πινακοθήκη». Πολύ αργότερα, το 1958, αναδημοσιεύτηκαν κάποια αποσπάσματα στη «Νέα Εστία». Ολόκληρο εκδόθηκε μόλις το 1977.

Ο επίλογος του Β΄ Παντελίδειου αγώνα γράφτηκε στις 2 Ιουλίου 1907. Με το χρηματικό ποσό που αντιστοιχούσε στο βραβείο επιχορηγήθηκε το Λαϊκό Νηπιαγωγείο Αθηνών, κατόπιν εντολής του Παντελίδη προς την Σύγκλητο.

Βραβείο για τον Φώτο Πολίτη, έπαινος για τον Καζαντζάκη στον Γ΄ Παντελίδειο

Το 1908 υπήρξε αθρόα συμμετοχή με 58 έργα. Το δειλό άνοιγμα της προηγούμενης χρονιάς προσέλκυσε νέους συγγραφείς, με έργα υψηλότερου επιπέδου, αρκετά σε δημώδη γλώσσα. Η επιτροπή δυσκολεύτηκε να αποφασίσει. Τελικά, μοίρασε το α΄ βραβείο σε δύο έργα και εκτός από το β΄ βραβείο απένειμε και τέσσερις επαίνους, τιμώντας συνολικά επτά συγγραφείς.

Το πρώτο βραβείο μοιράστηκαν το κοινωνικό δράμα «Κόσμος και Ημίκοσμος» του Μιλτιάδη Ιωσήφ, γνωστού θεατρικού συγγραφέα και στιχουργού του μεσοπολέμου, του οποίου έργα ανέβασε η Μαρίκα Κοτοπούλη και η τραγωδία «Αρσινόη» του Θωμά Κ. Θωμά, ο οποίος είχε βραβευτεί και το 1906.

Το δεύτερο βραβείο δόθηκε στο δράμα «Ο Βρικόλακας» του 18χρονου Φώτου Πολίτη, ο οποίος για να μη φέρει σε δύσκολη θέση τον πατέρα του που ήταν ο κεντρικός ομιλητής στην εκδήλωση των βραβεύσεων, δεν παρέλαβε το βραβείο, ενώ το χρηματικό ποσό ζήτησε με ανώνυμη επιστολή να κατατεθεί σε τραπεζικό λογαριασμό για την έκδοση του «Ερωτόκριτου».

Ο Φώτος Ν. Πολίτης (1890-1934) εξελίχθηκε σε σπουδαίο θεατράνθρωπο. Υπήρξε ο πρώτος σκηνοθέτης του Εθνικού Θεάτρου. Ανέβασε 35 έργα του ελληνικού και παγκόσμιου ρεπερτορίου, με έμφαση στην αρχαία τραγωδία. Σταθμός θεωρήθηκε το ανέβασμα της τραγωδίας «Οιδίπους τύραννος» του Σοφοκλή με πρωταγωνιστές τον Αιμίλιο Βεάκη και την Κατίνα Παξινού.

Το πρωτόλειο έργο «Ο Βρικόλακας» ήταν μια διασκευή του δημοτικού τραγουδιού «Του νεκρού αδελφού». Παρά την βράβευσή του παρέμεινε αδημοσίευτο και αγνώστου δημιουργού ως το 1954, όταν στην επέτειο των 20 ετών από το θάνατό του, ο αδερφός του φιλόλογος Γεώργιος Ν. Πολίτης, αποκάλυψε την ταυτότητα του συγγραφέα και δημοσίευσε ένα απόσπασμα.
Φώτος Πολίτης (1890-1934)

Ανάμεσα στα τέσσερα έργα που τιμήθηκαν με έπαινο ήταν και το δράμα «Έως πότε» του Καζαντζάκη. Είναι το δεύτερο χρονικά θεατρικό του. Αποτελεί δραματοποίηση των «Κρητικών Γάμων» του Ζαμπέλιου και αναφέρεται στον ξεσηκωμό των Κρητικών κατά των Ενετών στα 1570.

Η επιτροπή βρήκε πολλά θετικά στοιχεία στο έργο αλλά κάποιες αδυναμίες στη ροή, γι’ αυτό του απένειμε μόνο έπαινο. Ο Καζαντζάκης είχε στείλει και δεύτερο έργο στον διαγωνισμό, το δράμα «Φασγά». Όμως, λίγους μήνες νωρίτερα είχε δημοσιεύσει αποσπάσματα στο περιοδικό «Πινακοθήκη» με το ψευδώνυμο «Κάρμα Νιρβαμή» και το έργο αποκλείστηκε.

Επίμετρο

Στα τρία χρόνια που διεξήχθη ο Παντελίδειος αγώνας υποβλήθηκαν συνολικά 140 έργα. Μπορεί να πει κανείς πολλά για τον λόγο ύπαρξης ενός παρόμοιου διαγωνισμού, μιας και τα περισσότερα ήταν έργα ατάλαντων γραφέων, που είχαν ως κίνητρο μόνο το χιλιόδραχμο του βραβείου.

Όμως, έδωσε την ευκαιρία σε κάποιους νέους σοβαρούς δημιουργούς να ακούσουν τα κριτικά σχόλια έμπειρων πνευματικών ανδρών, να επαινεθούν τα θετικά σημεία των έργων τους ώστε να συνεχίσουν με αυτοπεποίθηση και θάρρος.

Αν δε αναλογιστούμε πως ο διαγωνισμός έδωσε την ευκαιρία μιας πρώτης διάκρισης σε λογοτέχνες που άφησαν το στίγμα τους στη νεοελληνική γραμματεία, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Φώτος Πολίτης, τότε είναι σίγουρο πως ο στόχος που είχε θέσει ο Λήμνιος εμπνευστής: «η ανύψωσις και βελτίωσις του Εθνικού ημών θεάτρου», ασφαλώς επιτεύχθηκε.

Θοδωρής Μπελίτσος, 2.5.2022

Σημείωση. Εκτενέστερη μορφή του άρθρου, με πλήρη τεκμηρίωση, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Φιλολογική» της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων (τ. 31/122, Ιαν.-Μάρτ. 2013, σελ. 20-33) και στον τόμο: Θ. Μπελίτσος, «Λημνιακά 2012», σελ. 186-205, με τίτλο: «Παντελίδειος δραματικός αγώνας (1906-1908). Ο διαγωνισμός που ανέδειξε τον Καζαντζάκη».



ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ https://limnosxpress.gr/