Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ζωγραφική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ζωγραφική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πωλ Σεζάν , Paul Cézanne‎ ( 19 Ιανουαρίου 1839 – 22 Οκτωβρίου 1906 )

 

Αυτοπροσωπογραφία με ροζ φόντο, 1875 
 
Ο Πωλ Σεζάν (γαλλικά: Paul Cézanne‎, 19 Ιανουαρίου 1839 – 22 Οκτωβρίου 1906) ήταν σημαντικός Γάλλος ζωγράφος. Το έργο του αντιπροσωπεύει την μετάβαση από τον ιμπρεσιονισμό στο κίνημα του κυβισμού.
Ο Σεζάν γεννήθηκε στην Αιξ-αν-Προβάνς της Γαλλίας όπου και πέρασε τα πρώτα του μαθητικά χρόνια. Την περίοδο 1859-1861 σπούδασε νομικά ενώ παράλληλα παρακολουθούσε και μαθήματα ζωγραφικής. Παρά τις αντιδράσεις του πατέρα του, αποφάσισε να ακολουθήσει το καλλιτεχνικό στάδιο και για το σκοπό αυτό, το 1861 επισκέφτηκε το Παρίσι μαζί με τον συγγραφέα Εμίλ Ζολά, με τον οποίο συνδεόταν φιλικά.
Κατά την παραμονή του στο Παρίσι γνωρίστηκε με τον Καμίλ Πισαρό και άλλους καλλιτέχνες που ανήκαν στο κίνημα του ιμπρεσιονισμού. Ο Σεζάν επηρεάστηκε σημαντικά από τους ιμπρεσιονιστές ζωγράφους, ωστόσο πρόσθεσε και προσωπικά χαρακτηριστικά στους πίνακες του. Σύμφωνα με τον ίδιο, ήθελε να μετατρέψει τον ιμπρεσιονισμό "σε κάτι στέρεο που διαρκεί όσο και η τέχνη που εκτίθεται στα μουσεία". Η μεγαλύτερη συνεισφορά του στον ιμπρεσιονισμό θεωρείται η πρόσθεση καθαρών γεωμετρικών στοιχείων που αργότερα επηρέασαν και το κίνημα του κυβισμού.
Σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του συμμετείχε σε λίγες εκθέσεις -- μεταξύ των οποίων ανήκουν και οι κοινές εκθέσεις των ιμπρεσιονιστών -- ενώ έζησε και αρκετά απομονωμένος, στην Προβηγκία της νότιας Γαλλίας, μακριά από το Παρίσι που αποτελούσε το κέντρο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας της εποχής. Τα έργα του επικεντρώνονται σε μία περιορισμένη θεματολογία και κυρίως σε θέματα νεκρής φύσης, τοπίων και προσωπογραφιών.
Πέθανε στις 22 Οκτωβρίου του 1906 από πνευμονία.

 Η Madame Cézanne σε κόκκινη πολυθρόνα, 1877

 Αγόρι με κόκκινο γιλέκο, 1888–1890

Achille Emperaire 1868

 Ο έμπορος τέχνης Ambroise Vollard , 1899 

 Resting boy


 Portrait of Victor Chocquet

  Young Italian Girl Resting on Her Elbow


Little Girl with Doll

δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








Νίκος Εγγονόπουλος ( 21 Οκτωβρίου 1907 - 31 Οκτωβρίου 1985 )

 

Ο Νίκος Εγγονόπουλος  (21 Οκτωβρίου 1907 - 31 Οκτωβρίου 1985) ήταν Έλληνας καθηγητής του Ε.Μ. Πολυτεχνείου, ζωγράφος, σκηνογράφος και ποιητής. Θεωρείται ένας από τους μείζονες εκπροσώπους της γενιάς του '30, ενώ αποτέλεσε και έναν από τους κύριους εκφραστές του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις, κριτικές μελέτες και δοκίμια.
Ο Νίκος Εγγονόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα. Ο πατέρας του καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού της εκεί, η οικογένεια Εγγονόπουλου αποκλείστηκε από το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου το καλοκαίρι του 1914. Ο Εγγονόπουλος πέρασε τα μαθητικά του χρόνια (1919-1927) εσωτερικός σε σχολείο του Παρισιού. Στην Αθήνα επέστρεψε το 1927 για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στο 1ο Σύνταγμα Πεζικού. Απολύθηκε το 1928 και εργάστηκε ως το 1930 ως μεταφραστής σε τράπεζα και ως γραφέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παρακολουθώντας παράλληλα μαθήματα σε νυχτερινό Γυμνάσιο. Από το 1930 ως το 1933 εργάστηκε ως σχεδιαστής στη διεύθυνση Σχεδίων Πόλεως του Υπουργείου Δημοσίων Έργων. Στο μεταξύ (1932) γράφτηκε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παρθένη, ενώ παράλληλα φοίτησε στο εργαστήριο του Φώτη Κόντογλου και γνωρίστηκε με το Γιάννη Τσαρούχη και τον Δημήτρη Πικιώνη. Το 1934 μετατέθηκε στην Τοπογραφική υπηρεσία του Υπουργείου και ένα χρόνο αργότερα μονιμοποιήθηκε. Το 1941 πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο και αιχμαλωτίστηκε από τους Γερμανούς σε στρατόπεδο εργασίας, από όπου δραπέτευσε και επέστρεψε στην Αθήνα με τα πόδια. Το 1945 αποσπάστηκε ως βοηθός στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου, όπου το 1956 έγινε μόνιμος επιμελητής και εγκατέλειψε τη θέση του στο Υπουργείο. Ένα χρόνο αργότερα διορίστηκε επιμελητής της έδρας Γενικής Ιστορίας της Τέχνης.

Εγγονόπουλος (αριστ)
 με τονΚόντογλου (κάτω)
ντυμένοι μοναχοί
τη δεκαετία 1930-40 
Το 1964 παραιτήθηκε από το Πολυτεχνείο, επέστρεψε όμως τρία χρόνια αργότερα, καθώς εκλέχτηκε έκτακτος μόνιμος καθηγητής στην έδρα Ελευθέρου Σχεδίου και το 1969 τακτικός καθηγητής στην έδρα Ελευθέρου Σχεδίου και εντεταλμένος στην έδρα Γενικής Ιστορίας της Τέχνης. Η ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία έληξε το 1973, όταν συμπλήρωσε το όριο ηλικίας και αποχώρησε από το Πολυτεχνείο, όπου το 1976 ανακηρύχτηκε ομότιμος καθηγητής. Παντρεύτηκε δυο φορές, το 1950 τη Νέλλη Ανδρικοπούλου με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Πάνο, και το 1960 την Ελένη Τσιόκου, με την οποία απέκτησε μια κόρη, την Εριέττη. Ο Νίκος Εγγονόπουλος υπήρξε λογοτέχνης, μεταφραστής, ζωγράφος, αγιογράφος και σκηνογράφος. Η πρώτη του εμφάνιση στον καλλιτεχνικό χώρο πραγματοποιήθηκε το 1938 με την παρουσίαση ζωγραφικών έργων του στα πλαίσια της έκθεσης Τέχνη της Νεοελληνικής Παραδόσεως. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε στίχους του στο περιοδικό Κύκλος του Απόστολου Μελαχρινού και εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν, ενώ συνεργάστηκε ως σκηνογράφος στην παράσταση του έργου του Πλαύτου Μένεχμοι στο θέατρο Κοτοπούλη. Ακολούθησαν οι ποιητικές συλλογές Κλειδοκύμβαλα της σιωπής (1939), Επιστροφή των πουλιών (1946), Έλευσις (1948), Εν Ανθηρώ Έλληνι Λόγω (1956) [για την οποία τιμήθηκε το 1958 με το Πρώτο Βραβείο Ποιήσεως του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας], Η Κοιλάδα με τους ροδώνες (1978). Δημοσίευσε ποιήματα, θεωρητικά κείμενα και μεταφράσεις (από ποιήματα των Μαγιακόφσκι, Λωτρεαμόν, Λόρκα, Μπωντλαίρ, ντε Κίρικο, Πικάσσο, Τζαρά) στα περιοδικά της εποχής (Νέα Γράμματα, Τετράδιο, Κύκλος, Υπερρεαλισμός, Ο Ταχυδρόμος, Πάλι, Ευθύνη, Ζυγός, Σπείρα, Cahiers du sud, London magazine, Manna κ.α.), πήρε μέρος σε εκθέσεις ζωγραφικής στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Ρώμη, Οττάβα, Μόντρεαλ, Βανκούβερ, Βρυξέλλες, Σαν Πάολο κ.α.) και συνεργάστηκε σε πολλές θεατρικές παραστάσεις ως σκηνογράφος (του Εθνικού Θεάτρου, του Κρατικού θεάτρου Βορείου Ελλάδος, του θεάτρου Κοτοπούλη κ.α.). Το 1979 τιμήθηκε για δεύτερη φορά με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως, ενώ για το ζωγραφικό του έργο είχε τιμηθεί με το παράσημο Χρυσούς Σταυρός του Γεωργίου του Α’ (1966).

Σε νεαρή ηλικία 
Τιμήθηκε επίσης με το Παράσημο Ταξίαρχου του Φοίνικος. Έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά ουγγρικά και μελοποιήθηκαν από το Νίκο Μαμαγκάκη, τον Αργύρη Κουνάδη, το Μάνο Χατζιδάκι. Ο Νίκος Εγγονόπουλος πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε συνθήκες οικονομικής ανέχειας. Πέθανε το 1985 από ανακοπή καρδιάς. Είχε προηγουμένως υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση που του στοίχισε το ένα του πόδι. Η καλλιτεχνική δημιουργία του Νίκου Εγγονόπουλου τοποθετείται στην πρωτοπορία του ελληνικού υπερρεαλισμού, στα πλαίσια της οποίας έδρασε σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Βασικά χαρακτηριστικά του έργου του αποτέλεσαν η ιδιότυπη χρήση της δημοτικής γλώσσας και οι συμβολικές μορφές του, μέσω των οποίων πρόβαλε το αίτημα για μια ελληνοκεντρική υπερρεαλιστική ποίηση και μια νέα έκφραση της ελληνικότητας.

Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 1

Ι.Ποίηση
• Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν. Αθήνα, Κύκλος, 1938.
• Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής. Αθήνα, Ιππαλεκτρύων, 1939.
• Επτά ποιήματα. Αθήνα, Ο Γλάρος, 1944.
• Μπολιβάρ. Αθήνα, Ίκαρος, 1944.
• Η επιστροφή των πουλιών. Αθήνα, Ίκαρος, 1946.
• Έλευσις. Αθήνα, Ίκαρος, 1948.
• Εν Ανθηρώ Έλληνι λόγω. Αθήνα, Ίκαρος, 1957.
• Η κοιλάδα με τους ροδώνες. Αθήνα, Ίκαρος, 1978.
• Bolivar · un poeme grec. Παρίσι, Francois Maspero, 1976. (μετάφραση Franchita Gonzalez Battle)
• Bolivar · Un poemia Griego. Καράκας, Junentud Griega de Venezuela - Editorial Arcadia, 1981. (μετάφραση Miguel Castillo Didier)
ΙΙ.Πεζογραφία- Δοκίμιο - Τέχνη
• Ελληνικά Σπίτια. Εικονογραφημένη έκδοση του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου, 1972.
• Ο Καραγκιόζης · Ένα ελληνικό θέατρο σκιών. Αθήνα, Ύψιλον/Βιβλία, 1980.
• Πεζά κείμενα· Με δύο έγχρωμους πίνακες. Αθήνα, Ύψιλον/Βιβλία, 1987.
• Η κοιλάδα με τους ροδώνες. Αθήνα, Ίκαρος, 1978.
ΙΙΙ.Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν - Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής. Αθήνα, Ίκαρος, 1966.
• Ποιήματα Α΄ · Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν - Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής. Αθήνα, Ίκαρος, 1977.
• Ποιήματα Β΄ · Η επιστροφή των πουλιών - Έλευσις - Ο Ατλαντικός - Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω. Αθήνα, Ίκαρος, 1977. 1. Για τις μεταφράσεις έργων του Εγγονόπουλου στα αγγλικά και την ελληνική δισκογραφία Εγγονόπουλου βλ Connoly D., «Παράρτημα · Έργα του Εγγονόπουλου σε αγγλική μετάφραση» και Μπαγέρης Δημήτρης, «Ν.Εγγονόπουλος: Από Τα Κλειδοκύμβαλα της σιωπής στα κλειδοκύμβαλα των συνθετών», Διαβάζω381, 1/1998, σ.155-156 και 140 αντίστοιχα.
http://www.ekebi.gr


Ελύτης, Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος

ΠΟΙΗΜΑΤΑ - ΠΙΝΑΚΕΣ 

Μπολιβάρ 

Μπολιβάρ, 
ένα ελληνικό ποίημα
.................................
Μπολιβάρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, είσουνα 
ένα λουλούδι μέσ’ στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής.
Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μέσ’ στην καρδιά σου,
μέσ’ στα μαλλιά σου, μέσα στο βλέμμα σου.
Η χέρα σου είτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου, 
και σκορπούσε το καλό και το κακό.
Ροβόλαγες τα βουνά κι ετρέμαν τ’ άστρα, κατέβαινες
στους κάμπους, με τα χρυσά, τις επωμίδες,
όλα τα διακριτικά του βαθμού σου,
Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο, με τα στήθια 
ξέσκεπα, με τις λαβωματιές γιομάτο το κορμί σου,
Κι εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή, στ’ ακροθαλάσσι,
Κι έρχονταν και σ’ έβαφαν με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων,
Μ’ ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο, για να φαντάζης 
σα ρημοκκλήσι σε περιγιάλι της Αττικής,
Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων, 
ωσάν ανάχτορο σε πόλη της Μακεδονίας ερημική.

Μπολιβάρ! Είσουνα πραγματικότητα, και είσαι, 
και τώρα, δεν είσαι όνειρο.
Όταν οι άγριοι κυνηγοί καρφώνουνε τους άγριους αετούς, 
και τ’ άλλα άγρια πουλιά και ζώα,
Πάν’ απ’ τις ξύλινες τις πόρτες στ’ άγρια δάση,
Ξαναζής, και φωνάζεις, και δέρνεσαι,
Κι είσαι ο ίδιος εσύ το σφυρί, το καρφί, κι ο αητός.

Αν στα νησιά των κοραλλιών φυσούνε ανέμοι, 
κι αναποδογυρίζουνε τα έρημα καΐκια,
Κι οι παπαγάλοι οργιάζουνε με τις φωνές σαν πέφτει 
η μέρα, κι οι κήποι ειρηνεύουνε πνιγμένοι σ’ υγρασία,
Και στα ψηλά δεντρά κουρνιάζουν τα κοράκια,
Σκεφτήτε, κοντά στο κύμα, του καφφενείου τα σιδερένια τα τραπέζια,
Μέσ’ στη μαυρίλα πώς τα τρώει τ’ αγιάζι, και μακρυά
το φως π’ ανάβει, σβύνει, ξανανάβει, και γυρνάει πέρα δώθε,
Και ξημερώνει ― τι φριχτή αγωνία ― ύστερα από μια νύχτα 
δίχως ύπνο,
Και το νερό δεν λέει τίποτε από τα μυστικά του. 
Έτσ’ η ζωή.
Κι έρχετ’ ο ήλιος, και της προκυμαίας τα σπίτια, με 
τις νησιώτικες καμάρες,
Βαμμένα ροζ, και πράσινα, μ’ άσπρα περβάζια 
(η Νάξο, η Χίος),
Πώς ζουν! Πώς λάμπουνε σα διάφανες νεράιδες! Αυτός
ο Μπολιβάρ!

Μπολιβάρ! Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος 
στην κορφή του βουνού Έρε,
Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων
του Σαρωνικού, τη Θήβα,
Μέχρι κει κάτω, πέρα απ’ τη Μονεβασιά, το τρανό
Μισίρι,
Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα, της 
Νικαράγκουα, του Οντουράς, της Αϊτής,
του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας, 
της Κολομβίας, του Περού, της Βενεζουέλας, 
της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας, 
Ουρουγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού,
Ακόμη και του Μεξικού.
Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου πάνω στην
πέτρα, νάρχουνται αργότερα οι ανθρώποι να προσκυνούν.
Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω ― έτσι είτανε, λεν, ο 
Μπολιβάρ ― και παρακολουθώ
Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο.

Είδες για πρώτη φορά το φως στο Καρακάς. Το φως το δικό σου,
Μπολιβάρ, γιατί ώς νάρθης η Νότια Αμερική 
ολόκληρη είτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.
Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος, που φωτίζει 
την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια, και την οικουμένη!
Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου.
Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,
Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκκαλιά σου.
Στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά, τρέχουν
τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια,
Ο πλούτος της Αργεντινής.
Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφφέ.

Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,
Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας 
μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,
Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε 
στα ουράνια την οργή τους,
Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν 
τα εικονίσματα στην Καστοριά,
Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.

Σε πρωτοσυνάντησα, σαν είμουνα παιδί, 
σ’ ένα ανηφορικό καλντιρίμι του Φαναριού,
Μια καντήλα στο Μουχλιό φώτιζε το ευγενικό πρόσωπό σου.
Μήπως νάσαι, άραγες, μια από τις μύριες μορφές που πήρε, 
κι άφησε, διαδοχικά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος;

Μπογιάκα, Αγιακούτσο. Έννοιες υπέρλαμπρες κι αιώνιες. 
Είμουν εκεί.
Είχαμε από πολλού περάσει, ήδη, την παλιά μεθόριο:
πίσω, μακρυά, στο Λεσκοβίκι, είχαν ανάψει φωτιές.
Κι ο στρατός ανέβαινε μέσα στη νύχτα προς τη μάχη,
π’ ακούγονταν κιόλα οι γνώριμοί της ήχοι.
Πλάι κατέρχουνταν, σκοτεινή Συνοδεία, ατέλειωτα 
λεωφορεία με τους πληγωμένους.
...................................................................
Κι αν χάθηκε, αν ποτές χάνετ’ ένας Μπολιβάρ! που
σαν τον Απολλώνιο στα ουράνια ανελήφθη,
Λαμπρός σαν ήλιος έδυσε, μέσα σε δόξα αφάνταστη,
πίσω από βουνά ευγενικά της Αττικής και του Μορέως.

επίκλησις

Μπολιβάρ! Είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί,
Του Αντωνίου Οικονόμου ― που τόσο άδικα τον σφάξαν ― 
και του Πασβαντζόγλου αδελφός,
Τ’ όνειρο του μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ 
ξαναζεί στο μέτωπό σου.
Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.
Δεν ξέρω ποια συγγένεια σε συνέδεε, αν είτανε απόγονός σου 
ο άλλος μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίντεο αυτός,
Ένα μονάχα είναι γνωστό, πως είμαι ο γυιος σου.
..................................................
αντιστροφή

(the love of liberty brought us here)

τ’ άροτρα στων φοινικιών τις ρίζες 
κι ο ήλιος
που λαμπρός ανατέλλει
σε τρόπαι’ ανάμεσα
και πουλιά
και κοντάρια
θ’ αναγγείλη ώς εκεί που κυλάει το δάκρυ
και το παίρνει ο αέρας στης
θαλάσσης
τα βάθη
τον φριχτότατον όρκο
το φρικτότερο σκότος
το φριχτό παραμύθι:
Libertad

επωδός

(χορός ελευθεροτεκτόνων)

Φύγετε μακρυά μας αρές, μη ζυγώσετε πια, corazón, 
Απ’ τα λίκνα στ’ αστέρια, απ’ τις μήτρες στα μάτια, 
corazón, 
Όπου απόγκρημνοι βράχοι και ηφαίστεια και φώκιες, 
corazón, 
Όπου πρόσωπο σκούρο, και χείλια πλατειά, κι ολόλευκα δόντια, 
corazón, 
Ας στηθεί ο φαλλός, και γιορτή ας αρχίση, με θυσίες ανθρώπων, με χορούς, 
corazón, 
Μέσ’ σε σάρκας ξεφάντωμα, στων προγόνων τη δόξα, 
corazón, 
Για να σπείρουν το σπόρο της καινούργιας γενιάς, 
corazón.
 (Αποσπάσματα )





Μπολιβάρ 

Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν. Ι


Αλβανοί χορεύοντες σκέπτονται να στρέψουν προς νέες διευθύνσεις τις ενέργειές τους, εις τρόπον ώστε τα παιδιά να μην καταλάβουν τίποτες από τις πικρίες και τας απογοητεύσεις της ζωής. Να μην καταλάβουν τίποτες πριν από τον καιρό τους. Πάντως οι σκέψεις αυτών των Αλβανών δεν περνούν πέρα από τους σκαρμούς των παραθύρων. Κι' αυτό διότι Ιταλός τις, ακούων εις το όνομα Γουλιέλμος Τσίτζης, και επαγγελλόμενος τον επιδιορθωτήν πνευστών οργάνων, προσπαθεί να εξαπατήση τους μελλονύμφους, εφαρμόζων σε παλαιού συστήματος ραπτομηχανήν Σίγγερ τέσσερα χουνιά, εκ των οποίων τα δύο γυάλινα και τ’ άλλα δύο καμωμένα από ένα οποιονδήποτε μέταλλο. Να μην ταραχθή κανείς: η εικών αύτη είναι η μόνη που εβοήθησε τον αποθανόντα αόμματο φαροφύλακα να ανακαλύψη το μυστικόν του φρέατος.
Από τη συλλογή Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν (1938)



Ο Καβάφης -  1939


Σονέτο μάλλον απαισιόδοξο

“Το γυμνασμένο μάτι του τραμπούκου
να διέκρινε άραγε των ροδόδεντρων την αρμονία;
Όχι – όχι – μιαν απέραντη ηθικολογία
δε θα βοηθήσει να κάνουμε καλλίτερο τον κόσμο

να ελπίζεις – να ελπίζεις πάντα – πως ανάμεσα εις τους ανθρώπους
– που τους ρημάζει η τρομερή “ευκολία” –
θα συναντήσεις απαλές ψυχές με τρόπους
που τους διέπει καλοσύνη – πόθος ευγένειας – ηρεμία
ίσως όχι πολλές – ίσως να ‘σαι άτυχος: καμία –
τότες εσύ προσπάθησε να γενείς καλλίτερος
εις τρόπον ώστε να έρθει κάποια σχετική ισορροπία

άσε τους γύρωθέ σου να βουρλίζονται πως κάνουν κάτι
σύ σκέψου – τώρα πια – με τι γλυκιά γαλήνη
προσμένεις να ‘ρθ’ η ώρα να ξαπλώσεις στο παρήγορο του
θάνατου κρεβάτι.”




Ποιητής και η μούσα 1939
ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΥ ΤΟΥ ΛΕΙΠΕΙ Η ΧΑΡΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΕ
ΓΥΝΑΙΚΑ ΥΠΕΡΟΧΗ ΔΩΡΗΤΡΙΑ ΠΟΘΟΥ ΚΑΙ ΓΑΛΗΝΗΣ

αφού το θέλεις
γυναίκα αρμονική κι’ ωραία
έτσι καθώς ένα βράδυ του Μαϊού ετοποθέτησες απλά κι’ ευγενικά
μιαν άσπρη ζωντανή γαρδένια
ανάμεσα στα νεκρά λουλούδια
μέσα στο παλιό — ιταλικό μου φαίνεται — βάζο με παραστάσεις
γαλάζιες τεράτων και χιμαιρών
έλα
πέσε στα χέρια μου
και χάρισέ μου
— αφού το θέλεις —
τη θλίψη του πρασίνου βλέμματός σου
την βαθειά πίκρα των κόκκινων χειλιών σου
τη νύχτα των μυστηρίων που είναι πλεγμένη μέσα στα μακρυά
μαλλιά σου
τη σποδό του υπέροχου σώματός σου



Αργώ

ΚΗΠΟΙ ΜΕΣ’ ΣΤΟ ΛΙΟΠΥΡΙ

το λευκό σώμα αυτής της γυναικός
φωτίζονταν
εκ των έσωθεν
μ’ ένα φως τόσο λαμπρό
ώστε
εδέησε
να πάρω τη λάμπα
και να την
ακουμπήσω
χάμω στο πάτωμα
που
να μπορέσουνε
οι σκιές
των δύο τόσο ευγενικών μας σωμάτων
να προβληθούν
στον
τοίχο
με μίαν ιερατικότητα βιβλική
η λάμπα έκαιε συνεχώς
— η πηγή του πετρελαίου είτανε ανεξάντλητη —
όλη τη νύχτα
την ακόλουθη μέρα
κι’ όλη την επόμενη νύχτα
χάμω στο πάτωμα
πάνω στα πλούσια
στοιβαγμένα
χαλιά
τα ωραιότερα φρούτα
τα λαμπρότερα λουλούδια
— όπου επικρατούσαν
οι πικροδάφνες
άσπρες και ρόδινες —
η ατμόσφαιρα — συμβολική — από ένα κίτρινο :
ένα κίτρινο χρυσό




Μακέτα σκηνικών για το έργο «Καίσαρ και Κλεοπάτρα»

Η Ύδρα ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ

Μακρυνές συναυλίες, οπάλινες σπίθες, του πρώτου σπιτιού μας μέσ’ στη λαύρα του θέρους,
Στης Γης του Πυρός την αέναη θήρα, στους κάμπους, στα δάση, στα ουράνια,
Θ’ ασπασθώ απαλά της εικόνος τα χείλη, θα χαρίσω ελπίδες σ’ αχιβάδες και κάστρα
Που βουβά παραστέκουν σ’ όσ’ αγγίζουν οι Μοίρες, κι όταν δύουν στα πεύκα των ειδώλων φεγγίτες
Αυλακώνουν μ’ αλόγατα ξύλινα χαμοκέδρου θωπείες,
Θεωρίες σεπτές μυστικών δεινοσαύρων, στων νερών τις πλεκτάνες που τα ζώσανε κύκνοι,
Μαύροι κύκνοι, γαλάζιοι, όλο ιδέα, και πόθο που λες πάει να σβύση κι αποτόμως γυρεύει
Ν’ ανεβή πιο ψηλά, να γκρεμίση, να σπάση, παραθύρια ν’ ανοίξη, να φωνάξω, να κλάψη,
Να ρημάξω, ν’ αράξη, να σκιστή, να χαράξω στο χαλκό πιο βαθειά, πιο βαθειά,
Περιστέρια, λιοντάρια, των μαλλιών της τη νύχτα, του στρατιώτου το όπλο, τ’ αρβανίτικο χώμα,
Κι όπου φτάση, αν φτάση, φαντασία μετάλλου, λόγια που είπα η Πυθία σε ανύδρους εκτάσεις,
Τροπικούς και πηγάδια θα διαβή, ως να φέξη η αυγή η πλανεύτρα μ’ άυλων Κούρδων κραιπάλη,
Ν’ αγοράση κιθάρες που μου πνίγουν τα μάτια, ως να σύρω τα πέπλα που κρατά η σελήνη,
Στη μορφή μου να δέση τη μορφή των πουλιών.

Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/








ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΒΡΥΖΑΚΗΣ (19 Οκτωβρίου 1814 – 6 Δεκεμβρίου 1878)

 

Η Εξοδος του Μεσολογγίου 
Ο Θεόδωρος Π. Βρυζάκης (Θήβα19 Οκτωβρίου 1814 – Μόναχο6 Δεκεμβρίου 1878) θεωρείται ο πρώτος ζωγράφος της μεταοθωμανικής Ελλάδας και ο θεμελιωτής της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου».
Ως παιδί, ο Θεόδωρος Βρυζάκης έζησε τα σκληρά χρόνια της Επανάστασης του 1821 μέχρι την ίδρυση του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Μάλιστα ο πατέρας του, Πέτρος Βρυζάκης, απαγχονίστηκε από τους Τούρκους τον Μάιο του 1821. Σε ηλικία 18 ετών, το 1832, με την ενθάρρυνση ενός γερμανού φιλόλογου, μετανάστευσε στο Μόναχο τηςΒαυαρίας, όπου έζησε μέχρι τον θάνατό του.
Στο Μόναχο άρχισε να ασχολείται με την ζωγραφική, απεικονίζοντας σχεδόν αποκλειστικά θέματα από την Επανάσταση του 1821. Το 1844 έγινε δεκτός στην Ακαδημία του Μονάχου, λαμβάνοντας από την ίδια χρονιά και μέχρι το 1855 την υποτροφία της ελληνικής παροικίας της πόλης. Δάσκαλοι και φίλοι του υπήρξαν ορισμένοι εξαίρετοι καλλιτέχνες φιλελληνικών θεμάτων της εποχής του ρομαντισμού: ο Carl Wilhelm von Heideck (γνωστός ως Heidegger), ο Πέτερ φον Ες, ο Heinrich von Mayer και μερικοί άλλοι. Κατά την δεκαετία 18451855, ταξίδεψε στην Ευρώπη για καλλιτεχνική ενημέρωση, ενώ κατά το διάστημα 18481850 διέμεινε στην Ελλάδα.
Το 1855 συμμετείχε στην Διεθνή Έκθεση του Παρισιού με το έργο του Η Έξοδος του Μεσολογγίου. Τον πίνακα αυτόν, ο ίδιος ο Βρυζάκης τον αντέγραψε τουλάχιστον δύο φορές. Δύο από τους πρωτότυπους πίνακες καταστράφηκαν στην πυρκαγιά του Μεσολογγίου το 1929. Το τρίτο πρωτότυπο διασώζεται στην Εθνική Πινακοθήκη, αλλά ο ίδιος πίνακας κυκλοφόρησε και σε λιθογραφίες ήδη από το 1856.
Κατά την τριετία 18611863, αγιογράφησε την ελληνική εκκλησία του Ευαγγελισμού στο Μάντσεστερ της Αγγλίας. Το 1867 πήρε μέρος στην έκθεση του Del Vecchio στην Λειψία με τους πίνακες Η Έξοδος του ΜεσολογγίουΓιωργάκης Ολύμπιος,Ο Λόρδος Βύρωνας στο Μεσολόγγι και Ο Όρκος της Αγίας Λαύρας.
Πέθανε στο Μόναχο το 1878 και κηδεύτηκε στο τότε Α' Νεκροταφείο της πόλης. Με την διαθήκη του, άφησε κληρονομιά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όλα τα έργα του  ατελιέ του και 760 μάρκα για την επισκευή της οροφής της ελληνικής εκκλησίας του Σωτήρος (Salvatorkirche) του Μονάχου.
Αναγνωστόπουλος
Τα έργα του Βρυζάκη θεωρούνται ως τα κατεξοχήν δείγματα των ελλήνων ρομαντικών ζωγράφων του19ου αιώνα, οι οποίοι σπούδασαν στην Γερμανία και δημιούργησαν την λεγόμενη «Σχολή του Μονάχου».
Οι ελαιογραφίες του — όλες σχεδόν με θέματα ελληνικά — χαρακτηρίζονται από το πομπώδες και νοσταλγικό ύφος των ρομαντικών ζωγράφων του 19ου αιώνα. Στην εποχή τους, τα έργα του είχαν μεγάλη ζήτηση ως ζωντανές και πιστές αναπαραστάσεις της ελληνικής ιστορίας. Μερικά μάλιστα από αυτά τα έργα έγιναν από νωρίς ευρύτερα γνωστά στο κοινό χάρη στις λιθογραφίες και άλλου είδους αναπαραγωγές.
Στους πίνακές του, το ενδιαφέρον του ζωγράφου επικεντρώνεται στην ενδυμασία των ατόμων και το στήσιμο της σκηνής γύρω από αυτά. Ωστόσο αυτή η θεατρικότητα των έργων του έχει ως αποτέλεσμα να διακρίνεται με δυσκολία κάποιο αίσθημα στα πρόσωπα που απεικονίζει. Οι κριτικοί τον λοιδορούν ακόμα ότι προσεγγίζει τα θέματά του με την ματιά ενός ξένου, όμως — χωρίς καμία αμφιβολία — ο Βρυζάκης είναι ένας από τους κύριους θεμελιωτές της νεότερης (μεταβυζαντινής) ελληνικής ζωγραφικής.(http://el.wikipedia.org/ )

 Δερβενάκια




Η Ελλάς ευγνωμονούσα.


 Πολεμιστές


Ο Λόρδος Βύρων στο Μεσολόγγι


O Παλαιών Πατρών ευλογεί τη σημαία της επανάστασης
 Παραμυθία 


Στρατόπεδο Καραϊσκάκη


Δείτε περισσότερα https://homouniversalisgr.blogspot.com/