Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άρθρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άρθρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά "Όταν ο ξυλοδαρμός μεταξύ ανηλίκων πάει να γίνει μόνιμη κατάσταση."

 

πηγή φωτογραφίας https://www.evima.gr/



Όταν ο ξυλοδαρμός μεταξύ ανηλίκων πάει να γίνει μόνιμη κατάσταση.


Όταν ανήλικοι δέρνουν συνομηλίκους, δεν φταίει κανένας άλλος, πέρα από το σχολείο και την οικογένεια.

Πάντοτε είχα την απορία: Αυτά τα παιδιά γιατί παρουσιάζουν επιθετική συμπεριφορά; Για να φτάσω στην απάντηση: Μέσα σε αρκετές οικογένειες διαδραματίζονται γεγονότα τραγικά. Αφού παιχθεί το δράμα, συνέρχονται από τον κακό τον δρόμο, που πήραν για δυο τρεις ώρες και σταμάτησαν λίγο πριν το γκρεμό, και αρχίζει- μεταξύ ενοχής και σιωπής- να κάνει την εμφάνισή της η ειρήνη. Αλλά η ειρήνη επέρχεται για λόγους προσωπικούς, για να μην δοθεί παραέξω αφορμή για σχόλια και η καλή έξωθεν μαρτυρία να συνεχισθεί μέχρι τον επόμενο "αγώνα». Θα καταλήξουν οι "εμπόλεμοι" στα δωμάτιά τους και θα σκέφτονται τότε οι μεν γονείς να μην επαναληφθεί, το δε ανήλικο πού θα ξεσπάσει. Ως εδώ με την οικογένεια, η οποία υφίσταται την ταλαιπωρία εξαιτίας βίαιης συμπεριφοράς κάποιου μέλους ή οικονομικής δυσπραγίας ή ασθένειας που επιβαρύνεται και από την έλλειψη χρημάτων. Και ας έχουμε υπόψη μας ότι αρκετοί παππούδες συγκατοικούν με τα παιδιά τους για λόγους οικονομίας κυρίως. Αν θα πάμε στο χώρο του σχολείου θα δούμε ένα περιβάλλον όπου προέχει η παροχή χρηστικών γνώσεων και μόνο, προκειμένου να μην υπάρξουν παράπονα ή κατηγορίες εναντίον κάποιου εκπαιδευτικού, αφού το υπουργείο φροντίζει να μαθαίνουν οι μαθητές τόσα όσα απαιτούνται για να φτάσουν στο άριστα. Ωςεδώ. Δυστυχώς για την ψυχή του μαθητή δεν θα ενδιαφερθεί κανείς. Δεν θα αφιερώσει χρόνο ο δάσκαλος για να υπεισέλθει στο χ πρόβλημα και με το δίκιο του γιατί κινδυνεύει -περισσότερο σήμερα-να κατηγορηθεί για τούτη τη συμπεριφορά. Ο ανήλικος παλεύει μέσα του να τα βγάλει πέρα. Πολλές φορές δεν έχει χρήματα για ένα κουλούρι, όταν στέκονται απέναντί του παιδιά με κουλούρι και χυμό. Ο ανήλικος που χθες έζησε μέσα στο σπίτι του ένα μικρό πόλεμο με πολλά "κατηγορώ", θέλει να τα ξανασκεφτεί, γιατί το μεσημέρι που θα επιστρέψει, κάποιον θα δικαιολογήσει κάποιον όχι. Εδώ αρχίζει η επίθεση κατά παντός είτε εντός του σχολικού χώρου, είτε επιλέγει να μείνει έξω από αυτόν, να βρει τους ομοίους του και να κηρύξει τον δικό του πόλεμο. Η κατάσταση θα βελτιωθεί μέσα από την οικογένεια και το σχολείο με την προσοχή της πολιτείας. Να μπει επιτέλους το μάθημα της ψυχολογίας και παιδαγωγικής στο σχολείο. Να συνεργαστεί το σχολείο με την οικογένεια. Να μην καλούνται οι γονείς μόνο για να πάρουν τον έλεγχο του παιδιού τους. Δυστυχώς δεν έχει κανένα αποτέλεσμα οι γονείς να προσέρχονται μόνοι τους, για να ρωτήσουν τον κάθε δάσκαλο ξεχωριστά. Ανέκαθεν προσέρχονται οι γονείς των καλών μαθητών. Εδώ και από εδώ αρχίζει το πρόβλημα. Η πολιτεία δεν θα λύσει την επιθετικότητα και την παραβατικότητα με μέτρα αστυνόμευσης. Ο ανήλικος πρέπει να μάθει μέσα από την οικογένεια και το σχολείο εφόσον συνεργαστούν και πώς να ζει την όποια καθημερινότητά του και να έχει αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση, γιατί ενός κακού μύρια έπονται.

Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά
Φιλόλογος ,συγγραφέας,ποιήτρια,κριτικός λογ.







ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ "Ο "άπιστος" Θωμάς: O "άγιος" της Αμφισβήτησης ( Η Αμφισβήτηση ως πυροκροτητής αλλαγών)"

 "Απιστία  πίστιν  βεβαίαν εγέννησε" (Υμνογράφος).

   Πολλοί είναι εκείνοι που χαρακτήρισαν τον "άπιστο" Θωμά ως τον "άγιο της Αμφισβήτησης". Μπορεί, βέβαια, η δική του αμφισβήτηση να μην είχε όλα εκείνα τα γνωρίσματα που χαρακτήριζαν την Φιλοσοφική, Ιδεολογική, Κοινωνική ή Πολιτική αμφισβήτηση, όπως αυτή εκφράστηκε ιστορικά μέσα από διάφορα κοινωνικά,πολιτικά και φιλοσοφικά κινήματα.Ωστόσο ήταν ο μόνος από όλους τους  μαθητές  που ζήτησε τεκμήρια και αποδείξεις για την Ανάσταση του Χριστού.

¨Έτσι η ¨απιστία¨ του Θωμά, ενός περιθωριακού αγίου της εκκλησίας μας, καταγράφει τους ποικίλους αναβαθμούς της αμφισβήτησης ως ιστορικού πνευματικού φαινομένου.Η δυσπιστία,η απιστία, η διαφωνία,η αμφιβολία, η αντίρρηση και η αμφισβήτηση συνθέτουν το πλαίσιο το οποίο επώασε την λογική πορεία του ανθρώπου και κατά ακολουθία την απαίτησή του να κατανοήσει και να ερμηνεύσει με λογικούς όρους και αποδείξεις την περιβάλλουσα πραγματικότητά του.

      "...Ότι εώρακάς  με, πεπίστευκας, μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες"

       Η επιστήμη και το κίνημα του διαφωτισμού χάραξαν μία διαφορετική πορεία από αυτήν που πρότεινε ο ΧριστόςΗ απόδειξη, το τεκμήριο, και η λογική στήριξη κάθε πρότασης συνιστούν τα θεμέλια του ανθρώπινου πολιτισμού και της προόδου.

       "Νάφε και μέμνασ' απιστείν. Άρθρα ταύτα ταν φρενών"(Να είσαι νηφάλιος και θυμήσου να δυσπιστείς.Αυτές είναι οι αρθρώσεις του νου,Επίχαρμος).

Η καθημερινότητα, εκτός από τα θέματα της επικαιρότητας (επιδημία, πολιτική…), αποτελεί πηγή έντονων συζητήσεων και αμφισβητήσεων. Άλλοτε μάς πιέζει να αποδεχτούμε άκριτα τις απαντήσεις που δίνονται σε κάποια ερωτήματά μας και άλλοτε πυροδοτεί νέες ερωτήσεις και αμφισβητήσεις. Οι φιλόσοφοι και οι κοινωνιολογούντες προσπαθούν να οριοθετήσουν τα γνωρίσματα τόσο εκείνων που δεν αρέσκονται στην «αντιλογία» και στις αμφισβητήσεις όσο και εκείνων που εύκολα ρέπουν στη διαφωνία και στην αμφισβήτηση. Πολλές φορές η αμφισβήτηση κατηγορήθηκε ως αιτία κοινωνικών συγκρούσεων και ως διαλυτικό στοιχείο της κοινωνικής ευρυθμίας.

Δεν λείπουν, όμως, και οι ύμνοι προς τους αμφισβητίες, αφού σε αυτούς ανιχνεύουν ή αναζητούν τα υγιή στοιχεία μιας κοινωνίας που πυροδοτούν την ανανέωση, τις αλλαγές και την εξέλιξη. Μπορεί η αμφισβήτηση ως πνευματικό φαινόμενο και οι αμφισβητίες ως υποκείμενα ανατρεπτικής ή επαναστατικής δράσης να φοβίζουν τους «νομιμόφρονες» και τους δειλούς, αλλά σε αυτούς προβάλλουν το απωθημένο είδωλο των εξεγέρσεών τους που δεν τόλμησαν.

Οι δύο πνευματικές στάσεις

Στην πορεία της ανθρώπινης σκέψης έχει παρατηρηθεί πως είναι ατελέσφορο και ανόητο να αποδεχόμαστε ως απόλυτα, δεδομένα και αναμφισβήτητα φαινόμενα πνευματικά που από τη φύση τους είναι σύνθετα. Τέτοια μπορεί να είναι η ελευθερία, η ηθική, η ατομική ευθύνη, το δίκαιο, η ευτυχία και πολλά άλλα. Από την άλλη πλευρά, όμως, εξίσου επικίνδυνο είναι να θεωρούμε τα πάντα ως απροσδιόριστα εννοιολογικά και νοηματικά ασύλληπτα. Κι αυτό γιατί όλα θεωρούνται υποκειμενικά, ρευστά και λογικά απρόσιτα και απροσπέλαστα.

Η πρώτη στάση ενδέχεται να οδηγήσει στην πνευματική ραθυμία και απραξία και σε επιδερμικές ερμηνείες. Η δεύτερη όταν γενικευτεί υπάρχει ο κίνδυνος να διαβρώσει την εμπιστοσύνη στη λογική και στη λειτουργία της σκέψης του ανθρώπου. Και οι δύο στάσεις μπορεί να οδηγήσουν σε πνευματικές τερατογενέσεις. Τέτοιες μπορεί να είναι η μονοδιάστατη θεώρηση και προσέγγιση της πραγματικότητας και της αλήθειας. Από την άλλη επωάζεται ένας αρρωστημένος σχετικισμός ή και μηδενισμός. Οι δύο αυτές αντίθετες στάσεις, όταν συνοδεύονται από τον ακραίο δογματισμό και από τον επιπόλαιο και ασυλλόγιστο σκεπτικισμό μπορούν να ναρκοθετήσουν το οικοδόμημα της γνώσης και γενικότερα να αναστείλουν την πνευματική εξέλιξη του ανθρώπου.

«Το να αμφιβάλλεις για όλα και να πιστεύεις σε όλα, είναι πολύ βολικά – και τα δύο – γιατί σε απελευθερώνουν από την ανάγκη να σκέφτεσαι».(Ανρί Πουανκαρέ)

Αμφισβήτηση και Σκέψη

Σύνθεση των δύο παραπάνω ακραίων πνευματικών κινημάτων και φιλοσοφικών ρευμάτων αποτελεί η ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ. Δεν είναι ένα νόθο τέκνο, ένα υβρίδιο αλλά μία γνήσια λειτουργία της ανήσυχης ΣΚΕΨΗΣ, που δεν βολεύεται στα παραδεδομένα και αυτονόητα αλλά ανιχνεύει την αλήθεια και τη γνώση στην αθέατη πλευρά της πραγματικότητας. Η αμφισβήτηση από τη φύση της αποτελεί μία «μεσότητα»Συνυφαίνει, δηλαδή, τη γνώση και παραδοχή κάποιων στοιχείων της κοινωνικής και φυσικής πραγματικότητας (ως αναγκαιότητας) και το «αμφιβάλλω για όλα» (dubito de οmnibus).

Η αμφισβήτηση ως νοητικό φαινόμενο αισθητοποιεί με τον πιο εναργή τρόπο τις ταλαντώσεις και τα κύματα της ανθρώπινης σκέψης. Γονιμοποιείται από αυτήν αλλά και την τροφοδοτεί με νέα ερεθίσματα και δεδομένα. Η ανθρώπινη σκέψη δεν χαρακτηρίζεται από μία ήρεμη στατικότητα και από μία επίπεδη πορεία, όπου το ανθρώπινο πνεύμα ακυρώνει τα «πετάγματά» του για να εφησυχάσει στα επιτεύγματα του παρελθόντος. Αντίθετα, υπερβαίνοντας τον αλλοτριωτικό εφησυχασμό και τη άγονη αποδοχή των δεδομένων του παρόντος οδεύει στην επανεξέταση όλων εκείνων των στοιχείων του πολιτισμού που απειλούν με πνευματική και κοινωνική διάβρωση τις δυνάμεις της αλλαγής.

Η σκέψη χωρίς την αμφισβήτηση είναι ελλειμματική και ακρωτηριασμένη. Η αμφισβήτηση χωρίς την ανήσυχη σκέψη και την πνευματική «απορία» είναι αδύνατη. Η αμφισβήτηση εκφράζει την επιθυμία του ανθρώπου για αλλαγή και ανανέωση. Αποτελεί την αφετηρία μιας δημιουργικής αντιπρότασης για το νόημα της ζωής, τις ανθρώπινες σχέσεις, την κοινωνική οργάνωση και γενικά για ό,τι συνέχει τον ανθρώπινο πολιτισμό. Η αμφισβήτηση επίσης χαρακτηρίζεται από το πνεύμα της ανατροπής αλλά όχι όμως και της καταστροφής.

Στόχος της, δηλαδή, δεν είναι μόνο το γκρέμισμα των παλιών και φθαρμένων ιδεών, θέσεων και θεσμών αλλά και το χτίσιμο νέων. Αν η αμφισβήτηση αρκούνταν μόνο στην ανατροπή χωρίς την προβολή της αντιπρότασης τότε θα ταυτιζόταν με τον ισοπεδωτισμό και το στείρο αρνητισμό.

«Είμαι εγώ ο γκρεμιστής, γιατί είμ’ εγώ κι ο χτίστης/ ο ακριβογυιός της άρνησης κι ο ζηλευτής της πίστης».(Κ. Παλαμάς)

Η ερμηνεία της αμφισβήτησης

Η αμφισβήτηση ως κοινωνικό φαινόμενο έγινε αντικείμενο πολλών και αντικρουόμενων ερμηνειών. Αυτές όμως που ξεχώρισαν έδωσαν μία πιο πειστική απάντηση στη φύση και στις αιτίες της αμφισβήτησης είναι δύο.

Η πρώτη δέχεται πως είναι προϊόν λογικών διεργασιών και διανοητικής επεξεργασίας των δεδομένων μιας πραγματικότητας. Η θεωρία αυτή δέχεται, δηλαδή, και ερμηνεύει την αμφισβήτηση ως πνευματικό αποτέλεσμα που έχει να κάνει  με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου. Η θέση αυτή εκλαμβάνει την αμφισβήτηση κατά κύριο λόγο ως ένα θεωρητικό σε πρώτη φάση κατασκεύασμα. Είναι οι υπέρμαχοι της ιδεαλιστικής σχολής που πρεσβεύουν πως κάθε σκέψη, δημιούργημα ή φαινόμενο έχει το πρότυπό του σε μία αναλλοίωτη αρχέτυπη μορφή – κατάσταση, με την οποία μόνο η λογική του ανθρώπου, κι αυτή κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να έρθει σε επαφή.

«dubitoergο sum».

Η δεύτερη θεωρία υποστηρίζει πως η αμφισβήτηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία αντίδραση σε ένα ερέθισμα που εκπέμπεται από το ευρύτερο περιβάλλον (φυσικό – κοινωνικό). Οι υλικοί όροι, δηλαδή, διαβίωσης του ανθρώπου, οι συνθήκες ζωής, οι μηχανισμοί ελέγχου της κοινωνικής συμπεριφοράς αυτού καθώς και όλο το πλαίσιο μέσα στο οποίο ζει, εργάζεται και αναπτύσσεται αποτελούν το πρωτογενές υλικό για την ευδοκίμηση της αμφισβήτησης. Οι θεωρητικοί αυτής της άποψης δίνουν προτεραιότητα στον υλικό παράγοντα με την έννοια ότι αυτός συνιστά το βασικό όρο ύπαρξης του ανθρώπου, ως βιολογικής οντότητας. Η μαρξιστική θεωρία υποστηρίζει πως το «είναι» του ανθρώπου διαμορφώνεται από το «κοινωνικό είναι» και πως κάθε θεωρητική ή ιδεολογική – πνευματική πράξη ενοικεί στο «εποικοδόμημα».

Τις δύο παραπάνω – ακραίες κάπως -  θεωρίες συνθέτει μία τρίτη που δέχεται πως οι υλικοί παράγοντες (κοινωνικές συνθήκες) τροφοδοτούν και διαμορφώνουν τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, προσδιορίζουν και καθορίζουν τη σκέψη και τη συμπεριφορά του αλλά όχι σε απόλυτο βαθμό. Θεωρούν, δηλαδή, πως η σκέψη αυτονομείται ως ένα σημείο και λειτουργεί ως πυροκροτητής κάθε πνευματικής αναζήτησης και κοινωνικής συμπεριφοράς. Έτσι η αμφισβήτηση προβάλλεται ως ένα διαχρονικό φαινόμενο που πηγάζει τόσο από την πνευματική φύση του ατόμου όσο και από τους υλικούς όρους ύπαρξής του.

Επιμύθιο

«Αν κάποιος ξεκινήσει με βεβαιότητες, θα καταλήξει σε αμφιβολίες, αν όμως αρχικά αρκεστεί στις αμφιβολίες, θα καταλήξει σε βεβαιότητες».(Φράνσις Μπέϊκον)

Πέρα, όμως, από τις ερμηνείες που δόθηκαν για τη φύση και τα αίτια της αμφισβήτησης εκείνο που καταγράφεται ως ιστορική πραγματικότητα είναι το γεγονός πως η νεότητα είναι ο κατεξοχήν φορέας έκφρασής της. Αυτό, όμως, δεν πρέπει να μας οδηγεί σε λανθασμένα στερεότυπα του τύπου: «Η νεότητα είναι φορέας αμφισβήτησης». Τα στερεότυπα από τη φύση τους είναι απλουστευτικά και τείνουν να γενικεύουν κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις.

Όντας, λοιπόν, η αμφισβήτηση τέκνο της γόνιμης αμφιβολίας και της δημιουργικής σκέψης στοχεύει στην επαναξιολόγηση των δεδομένων και στην προβολή ενός νέου σχήματος για την κοινωνία και τις ανθρώπινες σχέσεις. Η αμφισβήτηση θεωρεί πως η αλήθεια είναι ένας κινούμενος στόχος και όχι μία άτεγκτη βεβαιότητα. Επιπρόσθετα τα πνεύμα της αμφισβήτησης δεν κινείται στο χώρο του μηδενισμού αλλά προϋποθέτει τη γνώση και την αναζητεί ταυτόχρονα.

«Πίστεψε εκείνους που ψάχνουν την αλήθεια και αμφισβήτησε εκείνους που τη βρήκαν.(Ζιντ)

­












ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ "Είμαστε ένοικοι της Γης...: Οικολογική Ηθική"

 «Διδάξτε τα παιδιά σας αυτό που διδάξαμε στα δικά μας, ότι η Γη είναι η μάνα μας. Ό,τι παθαίνει η Γη παθαίνουν και τα τέκνα της Γης. Όταν οι άνθρωποι φτύνουν στο χώμα, φτύνουν στους εαυτούς τους»

(Φύλαρχος Ινδιάνων)

β.«Ο κόσμος μας παρουσιάζεται ως ένα πολύπλοκο σύμπλεγμα γεγονότων, στο οποίο συνδέσεις διαφορετικών ειδών εναλλάσσονται ή επικαλύπτονται ή συνδυάζονται καθορίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την υφή του όλου»

(Werner Heisenberg)

γ.«Άνθρωπος και φύσις ενότης αδιαίρετος»

(Μάρκος Αυρήλιος)

Σίγουρα μία συνάντηση των τριών παραπάνω ανδρών θα ήταν ενδιαφέρουσα για μία ανασκόπηση των προβλημάτων της Γης στις μέρες μας. Ωστόσο το μόνο ενδιαφέρον είναι η ταύτιση των απόψεών τους σχετικά με την αλληλεξάρτηση του ανθρώπου και του φυσικού περιβάλλοντος. Άνθρωποι, δηλαδή, σε διαφορετικές εποχές και με διαφορετικό πνευματικό και γνωστικό υπόβαθρο κατέληξαν σε κοινές διαπιστώσεις για τη σχέση Ανθρώπου και Φύσης. Και οι τρεις θέσεις – διαπιστώσεις συνιστούν το υπόβαθρο της ολιστικής αντίληψης που αναδεικνύει την ταυτότητα συμφερόντων ανθρώπου και φύσης.

Η Παγκόσμια Ημέρα του Πλανήτη Γη, η 22α Απριλίου, δεν είναι μόνο μια ημέρα απολογισμού των πεπραγμένων μας στο χώρο της βιόσφαιρας αλλά και μια ευκαιρία για προβληματισμό για τη στάση του ανθρώπου προς τη Μητέρα Γη.

 


Η πρώτη θεότητα που λάτρεψαν οι άνθρωποι από την προϊστορική εποχή ήταν η Γη, η Γαία των αρχαίων Ελλήνων. Οι πρώτοι άνθρωποι, άοπλοι και αδύναμοι απέναντι στα φαινόμενα της φύσης, τη θεοποίησαν, προσπαθώντας να την εξευμενίσουν. Γιατί η φύση εκτός από την ευεργετική για τον άνθρωπο πλευρά της, έχει και την καταστροφική πλευρά. Και απαιτεί από τους ανθρώπους να τη σέβονται, να υπολογίζουν τις δυνάμεις που κρύβει στα έγκατά της. Τα «μεγάλα έργα» πολλές φορές πληγώνουν βάναυσα τη φύση, ενώ ταυτόχρονα γίνονται με κριτήριο το κέρδος και όχι τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων. Ας δούμε, λοιπόν, τον ανθρώπινο πολιτισμό σαν ένα κομμάτι της φύσης και όχι σαν κυρίαρχο και εξουσιαστή της.

Από τον ανθρωποκεντρισμό στον γεωκεντρισμό

Ο άνθρωπος κατά το μετασχηματισμό του από βιολογικό σε πνευ-ματικό ον συνειδητοποίησε την ανωτερότητά του έναντι όλων των άλλων έμβιων όντων του πλανήτη. Αυτή όμως, η συνειδητοποίηση της πνευματικής του υπεροχής τον οδήγησε σε μια ανθρωποκεντρική θεώρηση της ζωής. Άρχισε να νιώθει τη μοναδικότητα των ικανοτήτων που έκρυβε και ως ένα βαθμό εξέφραζε με εγωιστικό τρόπο αυτή του την πνευματική ιδιαιτερότητα. Αποτέλεσμα αυτής της εγωιστικής συμπεριφοράς ήταν και είναι η καταστροφή του περιβάλλοντος. Η ανθρώπινη συμπεριφορά εμπεριέχει στοιχεία επιβολής εξουσίας σε ένα χώρο που συνιστά τη βασικότερη προϋπόθεση της βιολογικής του επιβίωσης. Ο ανθρώπινος, λοιπόν, παραλογισμός έναντι του οικοσυστήματος επιβάλλει μια επαναξιολόγηση στόχων και προτεραιοτήτων.

Επιβάλλεται, δηλαδή, ο πολιτισμός μας να απεγκλωβιστεί από τον ανθρώπινο ναρκισσισμό και να δομήσει τη μελλοντική του συμπεριφορά σε μια «γεωκεντρική φιλοσοφία». Μπορεί ο άνθρωπος να είναι το εξυπνότερο ον του πλανήτη αλλά δεν συνιστά κατ’ ανάγκην και το σημαντικότερο κρίκο της αλυσίδας του οικοσυστήματος. Η σωτηρία της Γης και η διατήρηση της ισορροπίας του οικοσυστήματος αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα και απώτατο στόχο του ανθρώπου. Η Γη εξακολουθεί να παραμένει ο βασικός τροφοδότης του ανθρώπινου είδους, ανεξάρτητα από τα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματά του. Επιβάλλεται, δηλαδή, ο άνθρωπος να συμπεριφέρεται με σεβασμό και ευθύνη προς το φυσικό περιβάλλον. Αυτό, όμως, προαπαιτεί την καλλιέργεια της οικολογικής συνείδησης και την απεξάρτηση από την αλαζονεία του ατομοκεντρικού του πνεύματος.

Είμαστε οι ένοικοι

«Είμαστε ένοικοι και όχι ιδιοκτήτες» του πλανήτη. Η νέα, λοιπόν, αντίληψη της θέσης του ανθρώπου στο σύμπαν συνεπάγεται και μια εκ θεμελίων αλλαγή στην καταναλωτική του συμπεριφορά. Ο σύγχρονος, δηλαδή, καταναλωτής πρέπει να κατανοήσει πως ο πλανήτης δεν αποτελεί μια ανεξάντλητη πηγή πρώτων υλών ούτε πως η ισορροπία του οικοσυστήματος είναι άτρωτη από τον παραλογισμό του. Όλα υπακούουν στη λογική ενός άκρατου ντετερμινισμού και κάθε υπερβολή από μέρους του ανθρώπου θέτει εν αμφιβάλω και την ίδια την επιβίωσή του. Μόνο, λοιπόν, εάν τοποθετήσουμε τη Γη στο κέντρο του ενδιαφέροντός μας μπορούμε να ελπίζουμε σε ένα μέλλον με προοπτική.

Ο Ένγκελς προειδοποιούσε τους σύγχρονούς του για την αφελή αισιοδοξία της τότε κυρίαρχης ιδεολογίας: «Τα γεγονότα μας θυμίζουν στο κάθε βήμα ότι δεν εξουσιάζουμε διόλου τη φύση όπως ένας κατακτητής έναν ξένο λαό, σαν κάποιος που θα βρισκόταν έξω από τη φύση, αλλά ότι της ανήκουμε με τη σάρκα, το αίμα και τον εγκέφαλό μας, ότι υπάρχουμε στον κόλπο της και ότι ολόκληρη η εξουσία μας πάνω σ’ αυτήν βρίσκεται στο πλεονέκτημά μας, απέναντι στα άλλα όντα, να γνωρίζουμε τους νόμους της και να μπορούμε να τους εκμεταλλευτούμε με σύνεση».

Ενάντια στη μητροκτονία

Μια αλλαγή στάσης απέναντι στη φύση είναι απαραίτητη. Πρέπει να απαλλαγούμε από τα φαντάσματα της κυριαρχίας και της απεριόριστης επέκτασης, να σταματήσουμε τη χωρίς όρια εκμετάλλευση του πλανήτη μας, να συμβιώσουμε ερωτικά μαζί του. Αλλά αυτό απαιτεί και μιαν άλλη στάση όσον αφορά στο συνολικό προσανατολισμό της κοινωνικής ζωής, όσον αφορά στα ανθρώπινα όντα στην κοινωνία˙ η ευθύνη όλων απέναντι στο περιβάλλον δεν μπορεί να διαχωριστεί από την ευθύνη όλων απέναντι στις δημόσιες υποθέσεις. Οικολογία και ριζοσπαστικοποίηση της δημοκρατίας είναι, στις σύγχρονες συνθήκες, αδύνατο να διαχωρισθούν.

Η προστασία επομένως του περιβάλλοντος και η διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας αποτελούν πρώτιστο καθήκον του σύγχρονου ανθρώπου. Διαφορετικά το «δικαστήριο του μέλλοντος» θα μας καταδικάσει αυστηρά για το μέγιστο των αδικημάτων, τη Μητροκτονία. Και όλα αυτά γιατί η σύγχρονη γενιά επέφερε θανάσιμα πλήγματα στο σώμα της Μητέρας – Γης υπερβαίνοντας το μέτρο και επιδεικνύοντας μια αλαζονική συμπεριφορά. Επειδή λοιπόν «οι καιροί ου μενετοί» καθίσταται αναγκαία μια «γεωκεντρική» αντίληψη της πραγματικότητας που θα μας βοηθήσει να επανασυμφιλιωθούμε με τη φύση αντιμετωπίζοντάς την με δέος και αγάπη.

 Η Γη επομένως είναι το όλον και εμείς το μέρος. Ο άνθρωπος οφείλει να υπηρετεί τις αναγκαιότητες της φύσης και όχι από μικρόνοια να προσπαθεί να την εκδικηθεί

«Γι’ αυτό πρέπει να εγκαταλείψουμε το σχέδιο κυριαρχίας μας πάνω στη Γη και να γίνουμε συγκυβερνήτες της βιόσφαιρας»

(Εντγκάρ Μορέν).

https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com/ 







ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ "Η Μοίρα… Η Τύχη… Η Θέληση: Δυνάστες ή ελευθερωτές;"

  Αναζητώντας εκείνα τα στοιχεία που καθορίζουν τον άνθρωπο και ως ένα βαθμό προδιαγράφουν την πορεία του ως πολυδιάστατης ύπαρξης – εύκολα ή δύσκολα – θα καταλήγαμε στα εξής τρία, χωρίς αυτό να συνιστά κάτι το αδιαπραγμάτευτο:

Η Μοίρα!... η Τύχη… και η Θέληση!

Η σειρά κατάταξής τους δεν είναι κατ’ ανάγκην αξιολογική, αφού ο καθένας ανάλογα με τις εμπειρίες, τα βιώματα, τη βιοθεωρία του και τις φιλοσοφικές αναζητήσεις θα μπορούσε να αλλάξει τη σειρά τους ή ακόμη – ακόμη και να προσθέσει ή να αφαιρέσει κάποιο από αυτά. Εξάλλου οι αξιολογήσεις αυτές έχουν πάντα υποκειμενικό χαρακτήρα. Εκείνο που προέχει είναι η παράθεση επιχειρημάτων για το «πώς» τα στοιχεία αυτά συνιστούν το αναγκαίο πλαίσιο ζωής του ανθρώπου.

Η Μοίρα

«Εκάστω μοίραν έθηκαν αθάνατοι θνητοίσι επί ζείδωρον άρουραν»

(Όμηρος)

Ο Όμηρος ρητά δηλώνει πως οι θεοί ορίζουν τη μοίρα του κάθε ανθρώπου κι από αυτήν κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει. Η μοίρα ως έννοια κατάγεται από το ρήμα *μείρομαι που σημαίνει γίνομαι μέτοχος, λαμβάνω μερίδιο, μετέχω στην κλήρωση. Σημασιολογικά συγγενή με την μοίρα είναι το πεπρωμένο, το ριζικό, το γραφτό, το κάρμα, το κισμέτ, η ειμαρμένη.

Το πεπρωμένο ακολουθεί ως επιγέννημα τη μοίρα και επιβλέπει την αυστηρή εφαρμογή των επιταγών της. Μοίρα, δηλαδή, και πεπρωμένο συμπλέουν χωρίς να ταυτίζονται και είναι άτεγκτα και τα δύο προς θεούς και ανθρώπους. Σύμφωνα και με τον Ηρόδοτο: «Την πεπρωμένην μοίραν αδύνατά εστί αποφυγέειν και θεώ» (Α, 91).

Η Μοίρα και το Πεπρωμένο ως δίδυμες και συμπλέουσες δυνάμεις ανευρίσκονται ως αντίληψη σε όλους τους λαούς και διαχρονικά. Αυτή η διαχρονική και οικουμενική αποδοχή τους αναβλύζει από την άκριτη πίστη του ανθρώπου σε υπερφυσικές – θεϊκές δυνάμεις που συνυφαίνουν την κοσμική τάξη του σύμπαντος. Και όσο αυτή η κοσμική τάξη είναι αφανής και άγνωστη τόσο τροφοδοτεί το πνεύμα και την ψυχή του ανθρώπου με απορίεςφοβίες και αγωνία για την επιβίωσή του. Στα πλήθος και στην ένταση αυτών των συναισθημάτων συντείνει τα μέγιστα και η οδυνηρή συνειδητοποίηση από μέρους του ανθρώπου της περατότητας – θνητότητάς του.

Το εγγενές αίσθημα αδυναμίας του φθαρτού ανθρώπου απέναντι στις συμπαντικές δυνάμεις δρα πολλαπλασιαστικά στην αποδοχή και υποταγή σε αυτές. Πολλές φορές αισθάνεται ότι αποτελεί ένα άβουλο όργανο και τραγικό θύμα των επιταγών της μοίρας, αφού ούτε τη γνωρίζει και ούτε μπορεί να την αποφύγει. Κι αν υποψιαστεί και πιστέψει πως μπορεί να την αλλάξει ή να την αποφύγει, τότε ίσως μπορεί και να την προκαλέσει ή επισπεύσει με τις πράξεις του. Τα πάθη του Οιδίποδα είναι η χαρακτηριστικότερη περίπτωση.

«Αν είσαι εκείνος, να ξέρεις ότι είσαι δύσμοιρος/ από γεννησιμιού…/ Αλίμονο, όλα εκπληρώθηκαν λοιπόν…»

Οι αρχαίοι Έλληνες θεοποίησαν την Μοίρα, ενώ ο Ησίοδος την τριχοτόμησε με τις τρεις επί μέρους μοίρες που αντιστοιχούσαν στα αντίστοιχα χρονικά επίπεδα της βιολογικής ανθρώπινης ζωής: ΚλωθώΛάχεσιςΆτροπος. Οι φιλόσοφοι με πολλές διαφοροποιήσεις ταύτισαν την Μοίρα με μία κοσμική νομοτέλεια σύμφωνα με την οποία όλα γίνονται «κατά το χρεών» (αναγκαιότητα). Οι Στωϊκοί αποδέχτηκαν αβασάνιστα τη δύναμη της Μοίρας και κήρυξαν την «μοιρολατρία» ως μία στάση ζωής που στοχεύει στην πραγμάτωση της Ευτυχίας μέσα από την απραξία και την απάθεια (Fatalismus).

Στην σύγχρονη, όμως, φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη η παραπάνω στάση δεν γίνεται αποδεκτή γιατί αφυδατώνει την προσωπική ελευθερία του ατόμου, καταργεί την ανθρώπινη βούληση, απαξιώνει την ευθύνη και την τέλεση του καθήκοντος και τελικά εκκολάπτει την δουλοφροσύνη και την παραίτηση ως στάση ζωής.

Η Τύχη

«Δυσπαρακολούθητόν τι πράγμ’ εστίν η τύχη»

Η Τύχη, δεύτερον τη τάξει προσδιοριστικό στοιχείο της ανθρώπινης ζωής, δεν παρουσιάζει μόνον προβλήματα εννοιολογικής προσέγγισης (από το ρήμα *τυγχάνω) αλλά και παρακολούθησής της, όπως τονίζει ο Μένανδρος. Αν, δηλαδή, η Μοίρα μας είναι προδιαγεγραμμένη, η Τύχη είναι απρογραμμάτιστη. Το ευμετάβλητον της Τύχης την κατέστησε αναξιόπιστη στους αρχαίους και γι’ αυτό δεν επηρέασε έντονα τη στάση τους απέναντι σε αυτή, όπως η Μοίρα.

Η θεοποίηση της Τύχης αποσκοπούσε στην πρόκληση της εύνοιάς της γιατί ο αβέβαιος χαρακτήρας, ο αιφνιδιασμός και ο αλλοπρόσαλλος χαρακτήρας της την καθιστούσαν επικίνδυνη και απρόβλεπτη. Σήμερα η Τύχη, όπως και παλιά λειτουργεί ως ένας ευδιάκριτος μεσολαβητής μεταξύ της ανθρώπινης ευθύνης και της θέλησης των θεών – Μοίρας – Συμπαντικής τάξης. Η συγκυριαρχία της Μοίρας και της Τύχης εξουσιάζει δεσποτικά τον ανθρώπινο βίο κι άλλοτε διαμορφώνει μία πεσιμιστική στάση ζωής κι άλλοτε ενεργοποιεί τις εσωτερικές μας αντιδράσεις.

Η φράση «ήταν τυχερό που συνέβη» παραπέμπει στην αποδοχή του νόμου των πιθανοτήτων και της τυχαιότητας. Πολλοί προσεγγίζοντας την τύχη και το ασαφές κι ευμετάβλητο κέλυφός της, άλλοι την ερμηνεύουν ως μία κατάσταση που έχει «υπόσταση και αυθυπαρξία» κι άλλοι τη θεωρούν ως ένα αποτύπωμα μιας φανταστικής σύλληψης του ανθρώπινου πνεύματος. Έτσι με σκεπτικισμό παρακολουθούμε το εκκρεμές της τύχης (θεοποίηση ® απόρριψη). Όσο κι αν κυριαρχεί ο ορθολογισμός και ο νόμος της αιτιοκρατίας, οι επιστήμονες και οι απλοί άνθρωποι διαβλέπουν μία τυχαιότητα και απροσδιοριστία στη λειτουργία του σύμπαντος, εξ ου και η «αρχή της απροσδιοριστίας» του Χάϊζενμπεργκ.

Με την τύχη έχει συνδεθεί η ευημερία, η επιτυχία και η ευδαιμονία του ανθρώπου. Για πολλούς η τύχη είναι δημιούργημα του ανθρώπου και όχι το αντίθετο. Η τύχη για να προσφέρει χρειάζεται και την ανθρώπινη αρετήδράση και τόλμη. Η τύχη γενικά βοηθά τους τολμηρούς. Οι τυχάρπαστοι και τυχαίοι, όμως, άνθρωποι αφήνονται στις μεταλλάξεις της και παθητικοποιούνται. Καθίστανται άνευρα υποκείμενα μιας ζωής χωρίς νόημα και προοπτικές. Την αυτοαιχμαλωσία στην Τύχη την περιέγραψε με εμφαντικό τρόπο ο Καβάφης στο ποίημά του «Τρώες».

«Είν’ η προσπάθειές μας/ σαν των Τρώων./ Θαρρούμε πως με/ απόφαση και τόλμη/ θ’ αλλάξουμε της τύχης/ την καταφορά,/ κι έξω στεκόμεθα ν’/ αγωνισθούμε…/ Όμως η πτώσις μας είναι/ βεβαία» 

Η  Θ έ λ η σ η

«Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος».(Σολωμός)

Αν η Μοίρα και η Τύχη συνιστούν στοιχεία – δυνάμεις εξωανθρώπινες, απρόβλεπτες και φυσικές αναγκαιότητες, η θέληση χαρακτηρίζει μόνον τον άνθρωπο. Η θέληση είναι μία συνειδητή επιλογή και όχι κάτι γονιδιακό. Ενυπάρχει στο γενεαλογικό υλικό κάθε ανθρώπου κι εξαρτάται από αυτόν πότε θα το ενεργοποιήσει και για ποιο στόχο: «Να είσαι αφεντικό της θέλησής σου και ο δούλος της συνείδησής σου».

Η θέληση ως προσωπική αρετή και αξία διασώζει και προβάλλει την μοναδικότητα του ανθρώπου καθώς διαφυλάσσει και καλλιεργεί όλα εκείνα τα θετικά και δημιουργικά στοιχεία που πλέκουν τον ιστό μιας υγιούς προσωπικότητας. Προσδίδει νόημα και περιεχόμενο στη ζωή του υποκειμένου και διευκολύνει τόσο στον ορισμό των στόχων όσο και του τρόπου πραγμάτωσής τους. Δημιουργεί ελεύθερες συνειδήσεις και τροφοδοτεί το αίσθημα της αυτοεκτίμησης και της αυτοπεποίθησης. Σε όλα αυτά μπορεί να προστεθεί και η αυτογνωσία που αποκτά το άτομο, στοιχείο που λειαίνει το έδαφος για τις σχέσεις και επικοινωνία με τους συνανθρώπους μας.

Κύριος εκπρόσωπος της φιλοσοφίας της Θέλησης ο Νίτσε που τη συνέδεσε με τη Δύναμη στο έργο του «Θέληση για δύναμη». Σε αυτό του το έργο αναδεικνύει τη δύναμη της θέλησης και το ρόλο της στην αποδόμηση των παλιών αντιλήψεων για την ηθική και τα κίβδηλα είδωλα («Το λυκόφως των ειδώλων»). Σχετικά γράφει για τη σχέση Θέλησης και Δύναμης, που είναι και το κομβικό σημείο μιας νέας αντίληψης για τη ζωή και την επικοινωνία μετά τον «θάνατο των θεών»:

«Δεν υπάρχει τίποτα στη ζωή που να έχει αξία εκτός από το βαθμό δύναμης, δεδομένου ότι η ίδια η ζωή είναι η θέληση για δύναμη».

Ωστόσο η δύναμη της θέλησης μπορεί να καταστεί επικίνδυνη στο βαθμό που δεν γνωρίζει να ισορροπεί ανάμεσα στην Λογική και το Συναίσθημα. Διαφορετικά καθίσταται στείρα αν τροφοδοτείται μόνο από το πνευματικό στοιχείο χωρίς το αναγκαίο συναισθηματικό και ψυχικό φορτίο. Από την άλλη πλευρά αν η θέληση με τη σύμπραξη της δύναμης δεν τιθασευτεί μπορεί να τροφοδοτήσει τον αντικοινωνικό ναρκισσισμό και να προκαλέσει τερατογενέσεις. Όσο η θέληση μπορεί να ανοίξει δρόμους άλλο τόσο μπορεί με την αλόγιστη δύναμη να πληγώσει το υποκείμενο και να ματώσει την κοινωνία.

Επιμύθιον

Μπροστά, λοιπόν, στα κυκλώπεια τείχη της Μοίρας και της Τύχης ο άνθρωπος μπορεί και πρέπει να σταθεί με σεβασμόμετριοφροσύνη αλλά και ψυχραιμία. Δεν είναι υποχρεωτικά ένα αμελητέο παίγνιο εξωγενών δυνάμεων του ακατάλυτου σύμπαντος. Η θέληση μπορεί να μάς βοηθήσει να σταθούμε όρθιοι, να κάνουμε τις υπερβάσεις και να γίνουμε εμείς οι δημιουργοί της ζωής μας και οι πλάστες μιας άλλης κοινωνίας.

Στον προτρεπτικό και διδακτικό λόγο του Φρανκ Αουτλώ

«Πρόσεχε τις σκέψεις σου, γίνονται λόγια. Πρόσεχε

τα λόγια σου, γίνονται πράξεις. Πρόσεχε τις

πράξεις σου, γίνονται συνήθειες. Πρόσεχε τις

συνηθειές σου, γίνονται χαρακτήρας. Πρόσεχε το

χαρακτήρα σου, γιατί γίνεται η μοίρα σου»

θα μπορούσαμε να αντιτάξουμε ένα άλλο πιο αισιόδοξο σάλπισμα δύναμη και θέλησης από τον Παλαμά.

«Κι ο άνθρωπος ο / βαριομοίρης / να! υψωμένος νικητής/ σε μια γη πλατιά,/ προφήτης/ μιας πλατύτερης ψυχής»

 

https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com/